Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 18, 2011 | Permalink
Rookies
3 πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, με αρκετά καλά στοιχεία αλλά και πολλές ελλείψεις. Όλοι τους έχουν πράγματα που μου άρεσαν και που αν τα δουλέψουν με υπομονή και επιμονή, τα αποτελέσματα θα τους δικαιώσουν. Το ακαταμάχητο στυλ της Κάββαλου, η χειμαρρώδης γλώσσα του Γεννάρη, η φαντασία και το ταλέντο του Μουζουράκη είναι στοιχεία που μου άρεσαν και ξεχώρισαν από τα αρκετά μυθιστορήματα νέων (και όχι τόσο νέων) ελλήνων συγγραφέων που πέφτουν (είτε κατόπιν επιλογής, είτε επειδή κάποιοι πολύ ευγενικοί δημιουργοί ή εκδοτικοί οίκοι έχουν την καλωσύνη να μου τα στέλνουν) στα χέρια μου, και τα θεώρησα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα και άξια (μιας μικρής) παρουσίασης από το blog.
Και «αλτσχάϊμερ» και «trance», δύο λέξεις που «τραβάνε το μάτι» στο εξώφυλλο μαζί με μια προκλητική φωτογραφία της συγγραφέως...Η συλλογή διηγημάτων / μικρών ιστοριών της πρωτοεμφανιζόμενης Στέργιας Κάββαλου με τον ευρηματικό (και πανέξυπνο) τίτλο «ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ TRANCE», (Εκδ. Τετράγωνο, σελ.125) σίγουρα δεν αποτελεί τομή στην νεοελληνική πεζογραφία αλλά έχει τεράστιο ενδιαφέρον με την απλή και κοφτερή χρήση της γλώσσας, το ωραίο στυλ των ιστοριών οι οποίες έχουν ένα πικρό και κυνικό ύφος σύγχρονου νεορομαντισμού με έντονες απηχήσεις της ζωής στην μεγαλούπολη.
Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής μιλάνε για ανθρώπους μόνους επί το πλείστον, ανθρώπους. Ετοιμοθάνατες γριές με αλτσχάιμερ, γηραιές κυρίες που έχουν πεθάνει μόνες στο διαμέρισμα και δεν τις ψάχνει κανείς, ζευγάρια κάθε ηλικίας που δεν επικοινωνούν, σαραντάρες απελπισμένες, μετανάστες που παλεύουν για το μεροκάματο, η τηλεόραση να παίζει τις αγαπημένες σειρές, άνθρωποι στα όρια τους. Υπάρχουν δυό – τρία διηγήματα αληθινά διαμάντια, όπως το «Merci πολλά», το «Σεα in love» και το «Αλτσχάιμερ trance». Έτσι κι αλλιώς όλα διακρίνονται από τον πρωτότυπο τίτλο τους. Υπάρχουν προτάσεις σκόρπιες που «τσακίζουν» και τις σκέφτεσαι για καιρό, υπάρχουν «ατάκες» που σου μένουν χωρίς να λένε ουσιαστικά τίποτα. Η Κάββαλου έχει ταλέντο και το αποδεικνύει με τις μικρές ιστορίες που λες και βγήκαν με μια ανάσα, ένα «φύσημα», σαν να στις ψιθύριζε μια κολλητή σου μια νύχτα σε ένα μπαρ.
«Εμπιστεύσου και λίγο το πρόσωπο. Άσ’το να δείχνει και όχι μόνο να φαίνεται. Σταμάτα να κοιτάς τις αυτιστικές σου φωτογραφίες που δείχνουν εσένα σε καθρέφτη. Όμορφη. Σταμάτα να παίρνεις τη δύναμη που σου λείπει από την ίδια σου τη σάρκα για να βγάλεις ίσα τη μέρα. Πήγαινε παρακάτω. Η ηδονή και όλες οι αυτοεκτιμήσεις είναι πέρα από το me vs me.
Βάλε και κανέναν άλλο στο παιχνίδι. Αντί να χώνεσαι στις γωνίες χαϊδεύοντας το κεφάλι σου για να απαλύνεις τον πόνο άσε και κάποιον άλλο να σου λούσει τα μαλλιά, να στα χτενίσει πλεξούδες και ας σε πονέσει. Βάλε το γδαρμένο σου χέρι μέσα στο δικό του και άφησέ τον να σε σηκώσει. Κι ας μην ξέρεις για πού είστε.
Άφησέ τον να σε κεράσει ένα κουτάλι ζάχαρη χωρίς να παλεύεις με τους λευκούς κόκκους που κολλάνε τη γλύκα μέσα τους. Σταμάτα να αφαιρείς πραγματικότητα και να προσθέτεις όνειρα. Πάψε να ζεις αντιστρόφως ανάλογα.»
Ομολογώ ότι μπερδεύτηκα (και μάλλον δεν είμαι ο μόνος) με το μυθιστόρημα του Μιχάλη Γεννάρη, «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», (Εκδ. Ίνδικτος, σελ.275), για το οποίο βραβεύτηκε (μόλις χθες) με το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ ως «πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας». Κατ’αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι είναι το στυλ της λογοτεχνίας που δεν απολαμβάνω. Δεν έχω πια τις αντοχές για αυτό το είδος γραφής που παραπέμπει ευθέως σε συγγραφείς όπως ο Μάτεσις ή ο Ταχτσής, μου «πέφτουν βαριές» οι μεγάλες δόσεις «νεοελληνικής πραγματικότητας» και προτιμώ πιο ξεκάθαρες αφηγήσεις, μεγαλύτερη λιτότητα στο ύφος και περισσότερο υπαινικτικό στυλ γραφής.
Το αντίθετο δηλαδή από το «tour de force» του προικισμένου και κατά τα φαινόμενα διαβασμένου (για να είμαι δίκαιος) πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα ο οποίος περιγράφει σχεδόν παροξυσμικά μια ιστορία νεοελληνικής τρέλλας που έχει αρκετές αρετές (πρώτιστα σε γλωσσικό επίπεδο) αλλά και πολλά μειονεκτήματα τα οποία δυστυχώς κυριαρχούν στην τελική εντύπωση του αναγνώστη.
Γηραιά μουρλοκακομοίρα στα τελειώματα της ζωής της αναπολεί τα «έργα και ημέρες» ενός ταραχώδους βίου. Στιγματισμένη από μια αναπηρία, σε συνεχή πόλεμο με συγγενείς, γείτονες και ότι άλλο κινείται γύρω της ζει στροβιλισμένη από διάφορες καταστάσεις που είτε της τυχαίνουν, είτε της προκαλεί η ίδια. Τραγουδίστρια σε επαρχιακά μαγαζιά, μοδίστρα, πόρνη και μετέπειτα τσατσά, μικροεπιχειρηματίας στην Ν.Υόρκη όπου δολοφονείται ο σύζυγός της καταλήγει να περιμαζεύει εκπάγλου καλλονής εφήβους, να τους «εκπαιδεύει» στις μικροκλοπές ή στην μαστροπεία και έτσι να πορεύεται. Όλα αυτά περιγράφονται μάλλον υστερικά και μπερδεμένα, πρόσωπα μπαινοβγαίνουν και μαθαίνουμε την ιστορία τους, η ηρωίδα είναι σε παροξυσμό, ενώ τα αντρικά κορμιά είναι (σχεδόν πάντα) γυμνά και λαχταριστά. Ονόματα από την μυθολογία και την Παλαιά Διαθήκη σε μια ανοικονόμητη μυθοπλασία χωρίς αρχή, μέση, τέλος.
Εκείνο βέβαια που εντυπωσιάζει στον Γεννάρη, είναι η γλώσσα του κειμένου η οποία είναι κάποιες φορές μαγευτική και παρασέρνει τον αναγνώστη. Είναι δε το στοιχείο (και δεν είναι καθόλου ασήμαντο αυτό), που σε κρατάει στο μυθιστόρημα από το οποίο ενδέχεται πολλές φορές να χαθείς και να μη ξέρεις που πατάς και που πηγαίνεις. Γλώσσα λαϊκή και ρέουσα, γλώσσα χωρίς ταμπού, τρέχει «με τα φρένα σπασμένα» καταφέρνοντας να ισορροπεί και να χαρίζει εξαιρετικές εικόνες μιας πινακοθήκης χαρακτήρων. Η προσπάθεια του συγγραφέα δείχνει μεράκι, τεχνική πολλή δουλειά και είναι ομολογουμένως ελπιδοφόρα.
«Ως τα δεκαέξι ήμουν η σκλάβα της μητρός μου. Ότι λεφτά κέρδιζα τα έκλεβε. Τετράδιο είχε η Αδαμαντία Δραγάτση και σημείωνε στο τεφτέρι πόσες δραχμές εισπράττω και τα κατέθετε στο Ταμιευτήριο για να είναι υπό την εγγύηση του Ελληνικού Κράτους. Ψέμματα. Λούσα δικά της. Ολοκαίνουργια φορέματα και χρυσαφικά, τα δικά μου χρήματα, και διασκεδάσεις στις μπουζουκοταβέρνες του Πειραιώς παρέα με τον Τασούλη. Ελευθέρων ηθών η μάνα που μου έλαχε.
Ανήμερα των δεύτερων γάμων έπαιξε κανονάκι φρυγικό. Φόρεσε τις χρυσές δαχτυλήθρες για πρώτη φορά μετά το φευγιό μας από τη Μυτιλήνη. Γδύθηκε το νυφικό κι αφηνίασαν τα βυζιά της. Κούρδισε την ξαπλωτή άρπα του Πυθαγόρα, έσκυψε και τραγούδησε θρήνο Μικρασιατικό στην ταβέρνα του Κουντουριώτη. Δεν ντράπηκε η ζωντοχήρα. Το «Αμάν Ντόκτορ» έψαλε η δίγαμη μαιτρέσσα στα τουρκικά. Πέταξε ψηλά στο ταβάνι τα γοβάκια της Πολυξένης και χόρεψε τσιφτετέλι. Ανυπόδητη.
Τα ομιλούσε απταίστως τα μογγολέζικα των βαρβάρων. Η μάνα της μάνας μου, η Πλουσιανή, ήταν Μικρασιάτα. Απ’τ’Άδανα της Κιλικίας. Χτύπαγε τον αργαλειό και τρανταζόταν η γης. Ήξερε την παλαιά τέχνη των Φοινίκων, πως βάφεις με θαλασσινό κογχύλι τα στρωσίδια. Κι όλα μας τα σεντόνια ήσαν πορφυρά σα ματωμένα. Όταν πλάγιαζα και σκεπαζόμουν, σαν να βρισκόμουν μέσα στο κήτος του προφήτου Ιωνά. Και Λεβιάθαν λέγεται η φάλαινα που με κατάπινε. Ξύπνησα ένα πρωί και την καμάκωσα. Έφυγα απ΄τα Μανιάτικα. Ελευθερώθηκα. Μόνη, ότι κατάφερα στη ζωή, και βοήθεια από κανέναν.»
Σε τελείως άλλο κλίμα και ύφος κινείται ο Κώστας Μουζουράκης με το πολύ καλό και φαντεζί πρώτο του μυθιστόρημα, «ΦΙΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 307). Χωρίς να πρωτοτυπεί θεματικά και υφολογικά, ο σχετικά νέος (γεν.1974) συγγραφέας, έγραψε ένα «hard-boiled» βιβλίο καταιγιστικής δράσης στο οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς δεκάδες επιρροές, λογοτεχνικές και κινηματογραφικές.
Ιδεολόγοι ληστές τραπεζών («απαλλοτριωτές»), θυμίζοντας ευρωπαϊκές οργανώσεις του Μάη του '68 και εντεύθεν. Ντεσπεράντο, ρομαντικός τύπος που έλκεται από την αφόρητα κλισέ ιστορία της ρωσίδας πόρνης και αποφασίζει να την ελευθερώσει από το επαρχιακό καταγώγιο με κίνδυνο της ζωής του – υπακούοντας δε στον νεορομαντισμό και νεοσυντηρητισμό της εποχής, ούτε καν την αγγίζει στην πορεία προς την «απελευθέρωση». Σκληρή και ωραιότατη γκόμενα με οικολογικό προφίλ που ζει αποτραβηγμένη σε ειδυλιακό περιβάλλον κάπου στα βουνά, δίπλα σε λίμνες με καταρράκτες. Όλοι αυτοί θα συναντηθούν στο (ευρηματικό ως τίτλο – «μακελειό.com») τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος σε ένα δραματικό και βίαιο φινάλε που διαβάζεται σε αργή κίνηση και κατάλληλη μουσική υπόκρουση.
Θυμίζει τον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού» του Δ.Μαμαλούκα, ενώ είναι πολύ έντονη η επιρροή του μεγάλου Jean-Patrick Manchette με τον συνδιασμό πολιτικού νουάρ και συμπαθητικών (για τον αναγνώστη) χαρακτήρων που κινούνται στα όρια μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας κινούμενοι από ένα δικό τους πολύ έντονο προσωπικό κώδικα ηθικής – το βιβλίο διακρίνεται από τάσεις καταγγελτικής ηθικολογίας. Υπάρχει η αίσθηση ότι διαβάζεις μια άλλη κινηματογραφική μεταφορά της «Γλυκειάς συμμορίας» του Νικολαίδη (η οποία παρότι αμιγώς και εξόχως σινεφίλ ταινία ήταν περισσότερο «λογοτεχνική» από το μυθιστόρημα του Μουζουράκη), ενώ είναι περισσότερο ορατή η επίδραση της «΄Αγριας συμμορίας» (The wild bunch) του μέγιστου Sam Peckinpah παρά κάποιες ταινίες του (χαριτωμένου υποκλοπέα) Tarantino. Η μουσική και οι στίχοι κάποιων ροκ τραγουδιών, η ποίηση της Κ.Γώγου και άλλα πολλά συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου, λειτουργώντας αρκετά καλά και συμβάλλοντας στο «σπιντάτο» της γραφής.
«Οι Κένεντις βαράγανε το «I Fought The Law».
Ένιωσε να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Ληστής τραπεζών. Του φαινόταν να ’χει κάτι απ’ την αίγλη του Τζέσε Τζέιμς, του Μπίλυ δε Κιντ, του Νίκο Ρομανέτι απ’ τη Βιτζανόβα, που διαδέχτηκε τον Μπελακόσια στην αρχηγία των ληστών στο νησί της Κορσικής και σκοτώθηκε πάνω σε μάχη με τους Ιταλούς στρατιώτες. Και του Σιντερχάνες, του Μποζολίνο, του Καρτούς, του Ζακ Μεσρίν, των αδερφών Ντάλτον και των αδερφών Παλαιοκώστα… Τους γούσταρε όλους αυτούς. Ήταν οι δικοί του ήρωες. O Κάρλο τού μιλούσε για τα κατορθώματά τους, αλλά ο Κάρλο γούσταρε περισσότερο τους πολιτικοποιημένους, αυτούς που μοίραζαν τα λεφτά στον κόσμο, όπως ο Ρομπέν των Δασών. Ή ο Πάντσο Βίγια κι ο αναρχικός Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ, που λήστεψε μέχρι και την Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας κι έδωσε τα χρήματα για την υπεράσπιση αντιφασιστών φυλακισμένων.
O Έκτορας δεν τα πολυκαταλάβαινε πάντως αυτά. Στο κάτω κάτω, οι τράπεζες ήταν εκεί έξω – όποιος ήθελε φράγκα, ας έπαιζε τον κώλο του να τα πάρει. O Κάρλο πάλι υποστήριζε ότι το να κάνεις ληστείες είναι «ηθικά νομιμοποιημένο» σε μια κοινωνία-αρένα, όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» κι η ηθική με τη νομιμότητα δε συναντιούνται σχεδόν ποτέ στην ίδια φράση. H άποψή του ήταν ότι το Μεγάλο Κόλπο, η Απόλυτη Ληστεία, είναι, ούτως ή άλλως, απολύτως νόμιμη – αλλά μόνο αυτή. H Ληστεία των Πολλών απ’ τους Λίγους, των Φτωχών απ’ τους Πλουσίους, η Ληστεία με τα χίλια πρόσωπα: απ’ το χρέος του Τρίτου Κόσμου, τη φορολογία και τις ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας του Πρώτου μέχρι τα δάνεια και τους μισθούς των εργαζομένων. Έλεγε ότι ήταν ένα σπουδαίο κόλπο της Παγκόσμιας Κλίκας των Πλουσίων, γιατί παράλληλα χρηματοδοτούσε ένα τεράστιο αριθμό μπράβων για προστασία –από στρατούς και μπάτσους μέχρι δικαστές και κονδυλοφόρους–, με τα λεφτά αυτών που λήστευε. Κι η λέξη-κλειδί, πάνω στην οποία βασιζόταν αυτή η τεράστια απάτη, ήταν η λέξη «νομιμότητα». Που σήμαινε ότι υπήρχαν χίλιοι τρόποι για ν’ αρπάξεις χρήματα απ’ τους φτωχούς, άμα ήσουν πλούσιος, και χίλιοι νόμοι για να εμποδίσουν να συμβεί το αντίστροφο. Κι ο πολύς κόσμος, ηττημένος ή παραπλανημένος, το ’χε φάει το παραμύθι. Ζούσε και πέθαινε με την αυταπάτη ότι μια μέρα θα μπει στο Κλαμπ των Ισχυρών. Έτσι γινόταν πάντα, κι έτσι γίνεται και σήμερα. Απόδειξη ότι, ενώ, κατά γενική ομολογία, «τα πράγματα δυσκολεύουν», οι τράπεζες θησαυρίζουν. Κι άμα τυχόν τα πράγματα δυσκολέψουν και για τις τράπεζες, τότε τις ξελασπώνει ο κόσμος. O κόσμος που τα περνάει δύσκολα. O χρεωμένος στις τράπεζες κόσμος. Τα φώτα στο μαλάκα!»
Το μυθιστόρημα κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση και βιάζεσαι να φτάσεις μέχρι το τέλος. Η γραφή κοφτή και ασθματική, το κέντρο της Αθήνας περιγράφεται σαν να διαβάζεις (καλογραμμένο) άρθρο free-press εντύπου, ενώ οι δρόμοι με την μηχανή στα βουνά και τα ποτάμια έχουν μια υφή διαφημιστικού σποτ. Όλα όμως λειτουργούν ωραία και κυρίως γοητευτικά. Το πρώτο βήμα του Μουζουράκη μπορεί να πατάει σε πολλά δάνεια, να είναι γεμάτο κοινοτοπίες, να θυμίζει συνεχώς κάτι άλλο που έχεις ξαναδιαβάσει, ή, που έχει ξαναδεί καμιά κατοσταριά φορές, αλλά είναι ελκυστικό – περνάς καλά (πολύ καλά θα έλεγα…) και σου αφήνει μια ωραία γεύση σύγχρονης και νεανικής λογοτεχνίας.
Manos Hadjidakis & New York Rock & Roll Ensemble - Dedication by librofilo
Και «αλτσχάϊμερ» και «trance», δύο λέξεις που «τραβάνε το μάτι» στο εξώφυλλο μαζί με μια προκλητική φωτογραφία της συγγραφέως...Η συλλογή διηγημάτων / μικρών ιστοριών της πρωτοεμφανιζόμενης Στέργιας Κάββαλου με τον ευρηματικό (και πανέξυπνο) τίτλο «ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ TRANCE», (Εκδ. Τετράγωνο, σελ.125) σίγουρα δεν αποτελεί τομή στην νεοελληνική πεζογραφία αλλά έχει τεράστιο ενδιαφέρον με την απλή και κοφτερή χρήση της γλώσσας, το ωραίο στυλ των ιστοριών οι οποίες έχουν ένα πικρό και κυνικό ύφος σύγχρονου νεορομαντισμού με έντονες απηχήσεις της ζωής στην μεγαλούπολη.
Τα 15 μικρά διηγήματα της συλλογής μιλάνε για ανθρώπους μόνους επί το πλείστον, ανθρώπους. Ετοιμοθάνατες γριές με αλτσχάιμερ, γηραιές κυρίες που έχουν πεθάνει μόνες στο διαμέρισμα και δεν τις ψάχνει κανείς, ζευγάρια κάθε ηλικίας που δεν επικοινωνούν, σαραντάρες απελπισμένες, μετανάστες που παλεύουν για το μεροκάματο, η τηλεόραση να παίζει τις αγαπημένες σειρές, άνθρωποι στα όρια τους. Υπάρχουν δυό – τρία διηγήματα αληθινά διαμάντια, όπως το «Merci πολλά», το «Σεα in love» και το «Αλτσχάιμερ trance». Έτσι κι αλλιώς όλα διακρίνονται από τον πρωτότυπο τίτλο τους. Υπάρχουν προτάσεις σκόρπιες που «τσακίζουν» και τις σκέφτεσαι για καιρό, υπάρχουν «ατάκες» που σου μένουν χωρίς να λένε ουσιαστικά τίποτα. Η Κάββαλου έχει ταλέντο και το αποδεικνύει με τις μικρές ιστορίες που λες και βγήκαν με μια ανάσα, ένα «φύσημα», σαν να στις ψιθύριζε μια κολλητή σου μια νύχτα σε ένα μπαρ.
«Εμπιστεύσου και λίγο το πρόσωπο. Άσ’το να δείχνει και όχι μόνο να φαίνεται. Σταμάτα να κοιτάς τις αυτιστικές σου φωτογραφίες που δείχνουν εσένα σε καθρέφτη. Όμορφη. Σταμάτα να παίρνεις τη δύναμη που σου λείπει από την ίδια σου τη σάρκα για να βγάλεις ίσα τη μέρα. Πήγαινε παρακάτω. Η ηδονή και όλες οι αυτοεκτιμήσεις είναι πέρα από το me vs me.
Βάλε και κανέναν άλλο στο παιχνίδι. Αντί να χώνεσαι στις γωνίες χαϊδεύοντας το κεφάλι σου για να απαλύνεις τον πόνο άσε και κάποιον άλλο να σου λούσει τα μαλλιά, να στα χτενίσει πλεξούδες και ας σε πονέσει. Βάλε το γδαρμένο σου χέρι μέσα στο δικό του και άφησέ τον να σε σηκώσει. Κι ας μην ξέρεις για πού είστε.
Άφησέ τον να σε κεράσει ένα κουτάλι ζάχαρη χωρίς να παλεύεις με τους λευκούς κόκκους που κολλάνε τη γλύκα μέσα τους. Σταμάτα να αφαιρείς πραγματικότητα και να προσθέτεις όνειρα. Πάψε να ζεις αντιστρόφως ανάλογα.»
Ομολογώ ότι μπερδεύτηκα (και μάλλον δεν είμαι ο μόνος) με το μυθιστόρημα του Μιχάλη Γεννάρη, «ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΚΑΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ», (Εκδ. Ίνδικτος, σελ.275), για το οποίο βραβεύτηκε (μόλις χθες) με το βραβείο του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ ως «πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας». Κατ’αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι είναι το στυλ της λογοτεχνίας που δεν απολαμβάνω. Δεν έχω πια τις αντοχές για αυτό το είδος γραφής που παραπέμπει ευθέως σε συγγραφείς όπως ο Μάτεσις ή ο Ταχτσής, μου «πέφτουν βαριές» οι μεγάλες δόσεις «νεοελληνικής πραγματικότητας» και προτιμώ πιο ξεκάθαρες αφηγήσεις, μεγαλύτερη λιτότητα στο ύφος και περισσότερο υπαινικτικό στυλ γραφής.
Το αντίθετο δηλαδή από το «tour de force» του προικισμένου και κατά τα φαινόμενα διαβασμένου (για να είμαι δίκαιος) πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα ο οποίος περιγράφει σχεδόν παροξυσμικά μια ιστορία νεοελληνικής τρέλλας που έχει αρκετές αρετές (πρώτιστα σε γλωσσικό επίπεδο) αλλά και πολλά μειονεκτήματα τα οποία δυστυχώς κυριαρχούν στην τελική εντύπωση του αναγνώστη.
Γηραιά μουρλοκακομοίρα στα τελειώματα της ζωής της αναπολεί τα «έργα και ημέρες» ενός ταραχώδους βίου. Στιγματισμένη από μια αναπηρία, σε συνεχή πόλεμο με συγγενείς, γείτονες και ότι άλλο κινείται γύρω της ζει στροβιλισμένη από διάφορες καταστάσεις που είτε της τυχαίνουν, είτε της προκαλεί η ίδια. Τραγουδίστρια σε επαρχιακά μαγαζιά, μοδίστρα, πόρνη και μετέπειτα τσατσά, μικροεπιχειρηματίας στην Ν.Υόρκη όπου δολοφονείται ο σύζυγός της καταλήγει να περιμαζεύει εκπάγλου καλλονής εφήβους, να τους «εκπαιδεύει» στις μικροκλοπές ή στην μαστροπεία και έτσι να πορεύεται. Όλα αυτά περιγράφονται μάλλον υστερικά και μπερδεμένα, πρόσωπα μπαινοβγαίνουν και μαθαίνουμε την ιστορία τους, η ηρωίδα είναι σε παροξυσμό, ενώ τα αντρικά κορμιά είναι (σχεδόν πάντα) γυμνά και λαχταριστά. Ονόματα από την μυθολογία και την Παλαιά Διαθήκη σε μια ανοικονόμητη μυθοπλασία χωρίς αρχή, μέση, τέλος.
Εκείνο βέβαια που εντυπωσιάζει στον Γεννάρη, είναι η γλώσσα του κειμένου η οποία είναι κάποιες φορές μαγευτική και παρασέρνει τον αναγνώστη. Είναι δε το στοιχείο (και δεν είναι καθόλου ασήμαντο αυτό), που σε κρατάει στο μυθιστόρημα από το οποίο ενδέχεται πολλές φορές να χαθείς και να μη ξέρεις που πατάς και που πηγαίνεις. Γλώσσα λαϊκή και ρέουσα, γλώσσα χωρίς ταμπού, τρέχει «με τα φρένα σπασμένα» καταφέρνοντας να ισορροπεί και να χαρίζει εξαιρετικές εικόνες μιας πινακοθήκης χαρακτήρων. Η προσπάθεια του συγγραφέα δείχνει μεράκι, τεχνική πολλή δουλειά και είναι ομολογουμένως ελπιδοφόρα.
«Ως τα δεκαέξι ήμουν η σκλάβα της μητρός μου. Ότι λεφτά κέρδιζα τα έκλεβε. Τετράδιο είχε η Αδαμαντία Δραγάτση και σημείωνε στο τεφτέρι πόσες δραχμές εισπράττω και τα κατέθετε στο Ταμιευτήριο για να είναι υπό την εγγύηση του Ελληνικού Κράτους. Ψέμματα. Λούσα δικά της. Ολοκαίνουργια φορέματα και χρυσαφικά, τα δικά μου χρήματα, και διασκεδάσεις στις μπουζουκοταβέρνες του Πειραιώς παρέα με τον Τασούλη. Ελευθέρων ηθών η μάνα που μου έλαχε.
Ανήμερα των δεύτερων γάμων έπαιξε κανονάκι φρυγικό. Φόρεσε τις χρυσές δαχτυλήθρες για πρώτη φορά μετά το φευγιό μας από τη Μυτιλήνη. Γδύθηκε το νυφικό κι αφηνίασαν τα βυζιά της. Κούρδισε την ξαπλωτή άρπα του Πυθαγόρα, έσκυψε και τραγούδησε θρήνο Μικρασιατικό στην ταβέρνα του Κουντουριώτη. Δεν ντράπηκε η ζωντοχήρα. Το «Αμάν Ντόκτορ» έψαλε η δίγαμη μαιτρέσσα στα τουρκικά. Πέταξε ψηλά στο ταβάνι τα γοβάκια της Πολυξένης και χόρεψε τσιφτετέλι. Ανυπόδητη.
Τα ομιλούσε απταίστως τα μογγολέζικα των βαρβάρων. Η μάνα της μάνας μου, η Πλουσιανή, ήταν Μικρασιάτα. Απ’τ’Άδανα της Κιλικίας. Χτύπαγε τον αργαλειό και τρανταζόταν η γης. Ήξερε την παλαιά τέχνη των Φοινίκων, πως βάφεις με θαλασσινό κογχύλι τα στρωσίδια. Κι όλα μας τα σεντόνια ήσαν πορφυρά σα ματωμένα. Όταν πλάγιαζα και σκεπαζόμουν, σαν να βρισκόμουν μέσα στο κήτος του προφήτου Ιωνά. Και Λεβιάθαν λέγεται η φάλαινα που με κατάπινε. Ξύπνησα ένα πρωί και την καμάκωσα. Έφυγα απ΄τα Μανιάτικα. Ελευθερώθηκα. Μόνη, ότι κατάφερα στη ζωή, και βοήθεια από κανέναν.»
Σε τελείως άλλο κλίμα και ύφος κινείται ο Κώστας Μουζουράκης με το πολύ καλό και φαντεζί πρώτο του μυθιστόρημα, «ΦΙΔΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΡΠΙΟ», (Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 307). Χωρίς να πρωτοτυπεί θεματικά και υφολογικά, ο σχετικά νέος (γεν.1974) συγγραφέας, έγραψε ένα «hard-boiled» βιβλίο καταιγιστικής δράσης στο οποίο μπορεί να αναγνωρίσει κανείς δεκάδες επιρροές, λογοτεχνικές και κινηματογραφικές.
Ιδεολόγοι ληστές τραπεζών («απαλλοτριωτές»), θυμίζοντας ευρωπαϊκές οργανώσεις του Μάη του '68 και εντεύθεν. Ντεσπεράντο, ρομαντικός τύπος που έλκεται από την αφόρητα κλισέ ιστορία της ρωσίδας πόρνης και αποφασίζει να την ελευθερώσει από το επαρχιακό καταγώγιο με κίνδυνο της ζωής του – υπακούοντας δε στον νεορομαντισμό και νεοσυντηρητισμό της εποχής, ούτε καν την αγγίζει στην πορεία προς την «απελευθέρωση». Σκληρή και ωραιότατη γκόμενα με οικολογικό προφίλ που ζει αποτραβηγμένη σε ειδυλιακό περιβάλλον κάπου στα βουνά, δίπλα σε λίμνες με καταρράκτες. Όλοι αυτοί θα συναντηθούν στο (ευρηματικό ως τίτλο – «μακελειό.com») τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος σε ένα δραματικό και βίαιο φινάλε που διαβάζεται σε αργή κίνηση και κατάλληλη μουσική υπόκρουση.
Θυμίζει τον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού» του Δ.Μαμαλούκα, ενώ είναι πολύ έντονη η επιρροή του μεγάλου Jean-Patrick Manchette με τον συνδιασμό πολιτικού νουάρ και συμπαθητικών (για τον αναγνώστη) χαρακτήρων που κινούνται στα όρια μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας κινούμενοι από ένα δικό τους πολύ έντονο προσωπικό κώδικα ηθικής – το βιβλίο διακρίνεται από τάσεις καταγγελτικής ηθικολογίας. Υπάρχει η αίσθηση ότι διαβάζεις μια άλλη κινηματογραφική μεταφορά της «Γλυκειάς συμμορίας» του Νικολαίδη (η οποία παρότι αμιγώς και εξόχως σινεφίλ ταινία ήταν περισσότερο «λογοτεχνική» από το μυθιστόρημα του Μουζουράκη), ενώ είναι περισσότερο ορατή η επίδραση της «΄Αγριας συμμορίας» (The wild bunch) του μέγιστου Sam Peckinpah παρά κάποιες ταινίες του (χαριτωμένου υποκλοπέα) Tarantino. Η μουσική και οι στίχοι κάποιων ροκ τραγουδιών, η ποίηση της Κ.Γώγου και άλλα πολλά συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου, λειτουργώντας αρκετά καλά και συμβάλλοντας στο «σπιντάτο» της γραφής.
«Οι Κένεντις βαράγανε το «I Fought The Law».
Ένιωσε να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Ληστής τραπεζών. Του φαινόταν να ’χει κάτι απ’ την αίγλη του Τζέσε Τζέιμς, του Μπίλυ δε Κιντ, του Νίκο Ρομανέτι απ’ τη Βιτζανόβα, που διαδέχτηκε τον Μπελακόσια στην αρχηγία των ληστών στο νησί της Κορσικής και σκοτώθηκε πάνω σε μάχη με τους Ιταλούς στρατιώτες. Και του Σιντερχάνες, του Μποζολίνο, του Καρτούς, του Ζακ Μεσρίν, των αδερφών Ντάλτον και των αδερφών Παλαιοκώστα… Τους γούσταρε όλους αυτούς. Ήταν οι δικοί του ήρωες. O Κάρλο τού μιλούσε για τα κατορθώματά τους, αλλά ο Κάρλο γούσταρε περισσότερο τους πολιτικοποιημένους, αυτούς που μοίραζαν τα λεφτά στον κόσμο, όπως ο Ρομπέν των Δασών. Ή ο Πάντσο Βίγια κι ο αναρχικός Φραντσίσκο Σαμπατέ Λιοπάρτ, που λήστεψε μέχρι και την Κεντρική Τράπεζα της Ισπανίας κι έδωσε τα χρήματα για την υπεράσπιση αντιφασιστών φυλακισμένων.
O Έκτορας δεν τα πολυκαταλάβαινε πάντως αυτά. Στο κάτω κάτω, οι τράπεζες ήταν εκεί έξω – όποιος ήθελε φράγκα, ας έπαιζε τον κώλο του να τα πάρει. O Κάρλο πάλι υποστήριζε ότι το να κάνεις ληστείες είναι «ηθικά νομιμοποιημένο» σε μια κοινωνία-αρένα, όπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό» κι η ηθική με τη νομιμότητα δε συναντιούνται σχεδόν ποτέ στην ίδια φράση. H άποψή του ήταν ότι το Μεγάλο Κόλπο, η Απόλυτη Ληστεία, είναι, ούτως ή άλλως, απολύτως νόμιμη – αλλά μόνο αυτή. H Ληστεία των Πολλών απ’ τους Λίγους, των Φτωχών απ’ τους Πλουσίους, η Ληστεία με τα χίλια πρόσωπα: απ’ το χρέος του Τρίτου Κόσμου, τη φορολογία και τις ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας του Πρώτου μέχρι τα δάνεια και τους μισθούς των εργαζομένων. Έλεγε ότι ήταν ένα σπουδαίο κόλπο της Παγκόσμιας Κλίκας των Πλουσίων, γιατί παράλληλα χρηματοδοτούσε ένα τεράστιο αριθμό μπράβων για προστασία –από στρατούς και μπάτσους μέχρι δικαστές και κονδυλοφόρους–, με τα λεφτά αυτών που λήστευε. Κι η λέξη-κλειδί, πάνω στην οποία βασιζόταν αυτή η τεράστια απάτη, ήταν η λέξη «νομιμότητα». Που σήμαινε ότι υπήρχαν χίλιοι τρόποι για ν’ αρπάξεις χρήματα απ’ τους φτωχούς, άμα ήσουν πλούσιος, και χίλιοι νόμοι για να εμποδίσουν να συμβεί το αντίστροφο. Κι ο πολύς κόσμος, ηττημένος ή παραπλανημένος, το ’χε φάει το παραμύθι. Ζούσε και πέθαινε με την αυταπάτη ότι μια μέρα θα μπει στο Κλαμπ των Ισχυρών. Έτσι γινόταν πάντα, κι έτσι γίνεται και σήμερα. Απόδειξη ότι, ενώ, κατά γενική ομολογία, «τα πράγματα δυσκολεύουν», οι τράπεζες θησαυρίζουν. Κι άμα τυχόν τα πράγματα δυσκολέψουν και για τις τράπεζες, τότε τις ξελασπώνει ο κόσμος. O κόσμος που τα περνάει δύσκολα. O χρεωμένος στις τράπεζες κόσμος. Τα φώτα στο μαλάκα!»
Το μυθιστόρημα κρατάει τον αναγνώστη σε εκγρήγορση και βιάζεσαι να φτάσεις μέχρι το τέλος. Η γραφή κοφτή και ασθματική, το κέντρο της Αθήνας περιγράφεται σαν να διαβάζεις (καλογραμμένο) άρθρο free-press εντύπου, ενώ οι δρόμοι με την μηχανή στα βουνά και τα ποτάμια έχουν μια υφή διαφημιστικού σποτ. Όλα όμως λειτουργούν ωραία και κυρίως γοητευτικά. Το πρώτο βήμα του Μουζουράκη μπορεί να πατάει σε πολλά δάνεια, να είναι γεμάτο κοινοτοπίες, να θυμίζει συνεχώς κάτι άλλο που έχεις ξαναδιαβάσει, ή, που έχει ξαναδεί καμιά κατοσταριά φορές, αλλά είναι ελκυστικό – περνάς καλά (πολύ καλά θα έλεγα…) και σου αφήνει μια ωραία γεύση σύγχρονης και νεανικής λογοτεχνίας.
Manos Hadjidakis & New York Rock & Roll Ensemble - Dedication by librofilo
Δημοσίευση σχολίου