Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2012 | Permalink
Υπόσχεση γάμου


Διάβασα με αρκετή καθυστέρηση, το πολυπαινεμένο μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη (Ελευσίνα,1945) με τίτλο «ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΓΑΜΟΥ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 483) και η γεύση του τέλους, ήρθε να επιβεβαιώσει την αρχική «ενόχληση» που μου προκάλεσε από τις πρώτες του σελίδες, ενός βιβλίου αφόρητα πληκτικού και αδιέξοδου, με την συνήθη από πολλούς νεοέλληνες συγγραφείς «ανατομία του μικροαστισμού», πρακτική που ουσιαστικά οδηγεί στην αναπαραγωγή του.

Τέσσερις «λαϊκές» γυναίκες περιστρέφονται γύρω από τον Ζαχαρία. Η «δυναμική» νταρντάνα Αλέκα και η «συναισθηματική» χυμώδης Όλγα είναι νοσοκόμες (μάλλον στο ΚΑΤ) και γνωρίζουν τυχαία σε μια απεργία του Ηλεκτρικού τον Ζαχαρία, ο οποίος προσφέρεται να τις «κατεβάσει» μέχρι το σπίτι τους στο Ν.Φάληρο. Το διακριτικό φλερτ του δεν τις αφήνει αδιάφορες και θα αποτελέσει πεδίο συζητήσεων τις επόμενες μέρες, δίνοντας λίγο χρώμα στις αδιάφορες και τελματωμένες ζωές τους. Και οι δύο είναι χρόνια παντρεμένες, λίγο-πάνω από τα 40, με δύο παιδιά η καθεμιά και η ζωή τους είναι μια τυπική απεικόνιση της ελληνικής μικροαστικής ή «λαϊκής» (όπως προτιμάει στις συνεντεύξεις του να αποκαλείται) οικογένειας. Δουλειά, σπίτι, μαγείρεμα, τηλεόραση και πάλι απ’την αρχή.
Τίποτα δεν φαίνεται ελκυστικό, τίποτα δεν φαίνεται αποκρουστικό πάνω στον Ζαχαρία. Μέτρια εμφάνιση, μυστικοπάθεια, πολύ ευγενική συμπεριφορά που γίνεται γλειώδης, αφέλεια που βγάζει ένα παιδισμό. Οι δύο νοσοκόμες μπορεί από τη μια να τον γλυκοκοιτάζουν από την άλλη θέλουν να τον «φροντίσουν» να του γνωρίσουν μια «καλή κοπέλα σε ηλικία γάμου». Τον φέρνουν λοιπόν σε επαφή με την Βιβή, μια (δήθεν) ανεξάρτητη και «άνετη» τραπεζοκόμο που εργάζεται στο ίδιο νοσοκομείο μ’αυτές και η οποία ζει με τους γονείς της σε ένα μικρό διαμέρισμα του Ταύρου.
Η Βιβή μπορεί να μη γοητεύεται ιδιαίτερα από τον «δειλό» Ζαχαρία αλλά μόλις αυτός της υπόσχεται γάμο, αντιμετωπίζει τη «σχέση» πιο σοβαρά. Γρήγορα βέβαια πέφτει απ’τα σύννεφα όταν ο Ζαχαρίας υπό την πίεση της, της εξομολογείται ότι είναι παντρεμένος με την Ματίνα και έχει μια κόρη μαζί της. Την διαβεβαιώνει όμως ότι την αγαπάει και προτίθεται να χωρίσει την «προβληματική» σύζυγό του, η οποία δεν βγαίνει από το σπίτι της, έχοντας πολλά ψυχολογικά προβλήματα.

Αυτοί είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος του Συμπάρδη. Γύρω τους κινούνται, οι οικογένειες των δύο νοσοκόμων, της Αλέκας με την νοικοκυρεμένη και ήρεμη ζωή που ξαφνικά ανατρέπεται λόγω της αναζωπύρωσης του πάθους του κτηνίατρου σύζυγού της για τον τζόγο που έχει ως αποτέλεσμα να εξανεμισθούν οι οικονομίες τους, και της Όλγας, η οποία ανακαλύπτει από τον ταξιτζή πεθερό της, τον «κουτσαβάκη» Στέλιο (που είναι παθολογικά ερωτευμένος μαζί της) ότι ο σύζυγός της έχει ερωμένη και ως αποκορύφωμα, έρχεται και η φυγή του συζύγου της για να επιβεβαιώσει το γεγονός. Ο πεθερός της μπαίνει όλο και περισσότερο στη ζωή της, την πολιορκεί, γνωρίζεται και με τον Ζαχαρία με τον οποίον πλέον κάνουν παρέα και προσπαθεί κι αυτός εν μέσω καφενειακών συζητήσεων να καταλάβει τι «καπνό φουμάρει» ο ιδιόμορφος αυτός τύπος.

Ο κεντρικός ήρωας είναι βέβαια ο Ζαχαρίας, ο οποίος ως μυθιστορηματικός ήρωας στην αρχή δείχνει εξαιρετικά ελκυστικός. Με το μυστήριο γύρω από την πραγματική του ζωή να τον καλύπτει κεντρίζει το ενδιαφέρον γυναικών τελείως διαφορετικών από αυτόν που (εκ πρώτης όψεως) δείχνουν αυτόνομες και «δυναμικές», οι οποίες «χάφτουν» κάθε δικαιολογία, κάθε κουταμάρα που ξεστομίζει ο περιφερόμενος «εραστής». Φευγάτος από τις ευθύνες, «stalker» κανονικός αφού αρέσκεται να τη στήνει κάτω από το μπαλκόνι της Βιβής διστάζοντας να της μιλήσει, ένας άνθρωπος κενός και φοβισμένος, ένα «ανθρωπάκι». Από την άλλη και περισσότερο ουσιαστικά έχουμε μια εμβάνθυνση στον (εν πολλοίς) ανεξερεύνητο κόσμο των γυναικών, στον ψυχισμό τους και στις ανασφάλειές τους, στις μικροαστικές αντιλήψεις τους για το φαίνεσθαι και το είναι, που τις εξουσιάζουν και δεν τις αφήνουν να γευθούν τη ζωή, υποταγμένες σε όλα και όλους. Οι γυναικείοι χαρακτήρες φαίνονται περισσότερο αληθινοί και μυθιστορηματικά στέρεοι παρά ο κεντρικός ήρωας, αυτός ο «αντιπαθής» και «άχρωμος» Ζαχαρίας που θα μπορούσε (υπό κάποιες προϋποθέσεις) να αποτελούσε σημείο αναφοράς. Το υποτιθέμενο «σασπένς» της «ανακάλυψης του Άλλου» δεν προκύπτει από πουθενά (εκτός αν με τον όρο «σασπένς» εννοούμε κάτι άλλο και όχι αυτό που έχουμε όλοι στο μυαλό μας), ο δε Ζαχαρίας δεν είναι πια και τόσο «διαφορετικός» όπως ίσως ήθελε να παρουσιάσει ο συγγραφέας.

Μυθιστόρημα χαρακτήρων περισσότερο, διότι ουσιαστικά δεν γίνεται κάτι δραματικό κατά τη διάρκεια της νατουραλιστικής αφήγησης, η οποία κάποιες στιγμές θυμίζει ελληνικό σήριαλ τύπου «Η γειτονιά μας». Άνθρωποι που φαίνονται ισορροπημένοι εκ πρώτης όψεως αλλά στη πραγματικότητα είναι στα όρια της παράνοιας, άνθρωποι ψιλοσαλεμένοι όπως η Ματίνα, χαρακτήρας άκρως ενδιαφέρον ως «αλαφροϊσκιωτη», ο οποίος όμως κι αυτός παραμένει στο περιθώριο της κεντρικής αφήγησης. Ο μικρόκοσμος των νοτιοδυτικών λαϊκών συνοικιών σε όλο του το μικροαστικό «μεγαλείο» της μιζέριας και της καθημερινότητας σε μια Αθήνα υποτίθεται πρό Κρίσης αλλά που στην πραγματικότητα είναι σε μια συνεχή φθορά και παρακμή – κάτι που ο συγγραφέας χειρίζεται επιδέξια αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να γοητευθείς από το μυθιστόρημα.

Οι αντιφάσεις των ηρώων μάλλον ενθουσίασαν τους κριτικούς οιοποίοι αποθέωσαν το μυθιστόρημα του Συμπάρδη (μέχρι και σύγκριση του Ζαχαρία με τον Πρίγκιπα Μίσκιν διάβασα!!), κανείς δεν θίγει το θέμα της ακατάσχετης φλυαρίας (483 σελίδες για να πεις τι;) σε ένα βιβλίο που θα μπορούσε άνετα να είναι νουβέλα των 150 σελίδων, κανείς δεν θίγει το θέμα του στυλ που θυμίζει δεκαετία του ’70, αντιγράφοντας ουσιαστικά τον Κουμανταρέα ή τον Κοτζιά και δεν ξέρω τι μπορεί να προσφέρει στην μοντέρνα ελληνική λογοτεχνία. Είναι από τις λίγες φορές που θα συμφωνήσω με την άποψη του Πατριάρχη Φώτιου στο blog του, ο οποίος στην προβληματική που αναπτύσσει είναι περισσότερο οξύς (για το βιβλίο) από μένα. Γενικώς σκυλοβαρέθηκα και παρασύρθηκα ως υπνωτισμένος να περιμένω ότι κάτι θα συμβεί, κάποια «αποκάλυψη», κάτι που θα δικαιολογεί το μακρόσυρτο της αφήγησης, τελικά πολύ κακό για το τίποτα – εκτός αν πέφτω τόσο έξω…

 



                       
Αλκηστις Πρωτοψάλτη – Ροζ γραβάτα (Live)