Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 20, 2012 | Permalink
Εις γην Χαναάν


Είναι εμφανές ότι ο σπουδαίος συγγραφέας, Sebastian Barry (Ιρλανδία,1955) με τα μυθιστορήματά του ανατέμνει την ιστορία της χώρας του. Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ουσιαστικά ο συγγραφέας, ένα βιβλίο γράφει σε συνέχειες χρησιμοποιώντας σε κάθε καινούργια του δημιουργία, πρόσωπα που παρήλασαν από τα προηγούμενα (σε πρώτο ή σε τελείως περιθωριακό ρόλο). Κατ’αυτόν τον τρόπο, το πλέον πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο «ΕΙΣ ΓΗΝ ΧΑΝΑΑΝ» («On Canaans side»), (Εκδ.Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κορτώ, σελ.246), είναι άλλο ένα κεφάλαιο της ιστορίας της οικογένειας Νταν, μέλη της οποίας ήταν οι βασικοί χαρακτήρες, στο θεατρικό του έργο «The Steward of Christendom» (1995), στο (αμετάφραστο στη χώρα μας) «Annie Dunne» (2002) και στο (αριστουργηματικό και μάλλον καλύτερο του μυθιστόρημα) «Μακριά, πολύ μακριά» (2005).

Ηρωίδα του «Εις γην Χαναάν» είναι το νεώτερο μέλος της οικογένειας Νταν, η Λίλι Μπιρ, η οποία είναι πλέον 89άχρονη και ζει σε ένα εξοχικό στα κοσμοπολίτικα Χάμπτονς των Η.Π.Α, το οποίο της έχει παραχωρήσει η οικογένεια που δούλευε. Έχει μείνει μόνη κι έρημη, μετά την αυτοκτονία του εγγγονού της Μπιλ, ο οποίος γυρίζοντας από τον πόλεμο στο Ιράκ, αυτοκτόνησε. Η Λίλι με αφορμή την θλίψη που της έχει προκαλέσει ένα ακόμα τραγικό γεγονός στη ζωή της, ο χαμός του εγγονού της που της έδινε νόημα στα γεράματά της πλέον, αφηγείται σε ένα παλιό λογιστικό τετράδιο μέσα σε 17 ημέρες (τα κεφάλαια διαιρούνται σύμφωνα με τις μέρες: «πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ» κ.ο.κ.), τα γεγονότα της ζωής της από την γέννησή της στην Ιρλανδία. Σκοπεύει δε με την συμπλήρωση του ιδιόμορφου αυτού ημερολογίου με την ολοκλήρωσή του να δώσει τέλος στη ζωή της.

«Τι παράξενο. Μπορεί να έχουμε ανοσία στον τύφο, στον τέτανο, στην ανεμοβλογιά, στη διφθερίτιδα, μα στη μνήμη ποτέ. Δεν υπάρχει εμβόλιο για δαύτη.»

Η Λίλι εξαναγκάζεται εκ των συνθηκών να ζήσει μια ζωή κυνηγημένη, ως φυγάς. Από το Δουβλίνο τρέπεται σε φυγή μαζί με τον αρραβωνιαστικό της Τατζ Μπιρ, που υπηρετούσε στην Μητροπολιτική Αστυνομία. Βρισκόταν στην «λάθος πλευρά» και ήταν στην λίστα προγραφών από τον IRA με «διαταγή θανάτου» (και για τους δυό). Φθάνουν στις Η.Π.Α. (στην «γη Χαναάν») με πλαστές ταυτότητες ελπίζοντας ότι την γλύτωσαν αλλά στο Σικάγο όπου έχουν βρει καταφύγιο σε κάτι συγγενείς και βλέπουν τα πράγματα με αισιοδοξία, σε μια Κυριακάτικη επίσκεψη στην Πινακοθήκη, μπροστά σ’έναν πίνακα του Βαγκ Γκογκ, ο Τατζ πυροβολείται εν ψυχρώ από έναν άνδρα, η Λίλι την γλυτώνει διότι χάνεται μέσα στον κόσμο. Από εκείνη τη μέρα το ξέρει ότι πρέπει να εξαφανιστεί τελείως στην αχανή χώρα, μήπως οι διώκτες χάσουν τα ίχνη της

Δεν θα ήθελα να περιγράψω άλλο τα γεγονότα διότι θα αποκαλύψω πολλά από την υπόθεση του βιβλίου. Η ζωή της Λίλι στα Χάμπτονς που μετά από περιπέτειες και έναν άτυχο γάμο με ένα αστυνομικό καταλήγει μαζί με τον γιό της Γουίλ θα σκιαστεί από τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60 και τις πολιτικές δολοφονίες. Η μοίρα όμως του Γουίλ θα είναι κι αυτή τραγική και η Λίλι στα ΄70 της θα καταλήξει, συνταξιούχος πια με ένα μωρό, τον εγγονό της τον Μπιλ στα χέρια, ώσπου να έρθει η μοιραία μέρα που βρίσκει το πτώμα του.

«Το να θυμάσαι καμιά φορά είναι μεγάλη λύπη, μα όταν τελειώνει η αναθύμηση, σου’ρχεται μια πολύ παράξενη γαλήνη. Διότι έχεις καρφώσει τη σημαία σου στην κορυφή της λύπης. Την έχεις κατακτήσει.»

Ακόμα και ο πλέον αποστασιοποιημένος αναγνώστης (όπως εγώ), δύσκολα μένει ασυγκίνητος στην ανάγνωση αυτής της λυρικής και σπαρακτικής αφήγησης. Ο Μπάρυ μετά το εξαιρετικό «Η μυστική γραφή», μπαίνει κι εδώ στο μυαλό μιας γηραιάς και ταλαιπωρημένης γυναίκας ανασκαλεύοντας τη μνήμη της, εναλάσσοντας την θλίψη και τον σπαραγμό της με εικόνες φωτός και χαράς. Η τραγωδία της Ιρλανδίας, οι τραγικές ζωές των απλών ανθρώπων που παρασύρονται από την δίνη της ιστορίας είναι τα μόνιμα θέματα των μυθιστορημάτων του.
Η τραγική μοίρα της Λίλι, ακολουθεί την μοίρα της οικογένειας Νταν, οι άντρες χάνονται σε πολέμους που γίνονται «μακριά, πολύ μακριά» ή αν δεν χάνονται γυρίζουν αλλαγμένοι, διαφορετικοί. Η βία παραμονεύει συνεχώς στη ζωή της, την οικογένειά της την έχει χάσει – δεν μπορεί ούτε ένα γράμμα να τους στείλει μήπως αποκαλυφθεί, αλλά το μήνυμα που εκπέμπει αυτή η γυναίκα με την αφήγησή της, είναι αισιόδοξο, έχει φως και χρώματα σαν την φύση στα Χάμπτονς.

«Τι ήχο να κάνει άραγε μια ογδονταεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα’ναι αχνός πολύ.»

Είναι ένα μεγάλο και υποδειγματικό μυθιστόρημα για την απώλεια και την ανθρώπινη δύναμη που όλοι έχουμε μέσα μας. Θα μπορούσε να είναι ένα έπος, μια saga χιλίων σελίδων – τα γεγονότα που περιγράφονται είναι τόσα που δεν παίρνεις ανάσα – αλλά η μαεστρία του εξαιρετικού Ιρλανδού συγγραφέα και η αξιοθαύμαστη πυκνότητα και οικονομία του λόγου του σε συνδιασμό με τον ακαταμάχητο λυρισμό της αφήγησης μπόρεσε όλα αυτά να τα χωρέσει μέσα σε 250 σελίδες που διαβάζονται με μιαν ανάσα. Στις τελευταίες 40 δε σελίδες το βιβλίο απογειώνεται σε βαθμό που μόνο μεγάλοι κλασσικοί συγγραφείς καταφέρνουν να το κάνουν, μετατρέποντας την ανάγνωση σε μια μυστικιστική εμπειρία από την οποία μόνο κερδισμένος μπορείς να βγείς.


Το ποστ δημοσιεύεται και στο πολύ ενδιαφέρον διαδικτυακό περιοδικό "ΛΥΚΟΣ", με το οποίο το blog θα συνεργάζεται.