Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012 | Permalink
Χρονικό ενός πένθους


Το συγκλονιστικό «χρονικό ενός πένθους» της εξαιρετικής συγγραφέως Joan Didion (Καλιφόρνια Η.Π.Α.,1934) με τίτλο «Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ» («The year of magical thinking»), (Εκδ. Κέδρος, (ωραία) μετάφρ. Ξ.Μαυρομμάτη, σελ.265), το οποίο βραβεύθηκε με το National Book Award (non-fiction) του 2005 δεν είναι ένα βιβλίο για το οποίο μπορείς να πεις ή να γράψεις πολλά πράγματα, διότι είναι τόσο σπαρακτικά προσωπικό και ταυτόχρονα τόσο αποστασιοποιημένο και ψύχραιμα γραμμένο που σε αφήνει κατάπληκτο.
«Η ζωή αλλάζει γρήγορα
Η ζωή αλλάζει κάθε στιγμή που περνάει
Κάθεσαι για δείπνο και η ζωή που ήξερες τελειώνει.
Το ζήτημα της αυτολύπησης.»

Στις 30 Δεκεμβρίου, 2003 η Ντίντιον βλέπει τον σύζυγό της (συγγραφέα και πολύ επιτυχημένο σεναριογράφο) Τζον Γκέγκορυ Νταν να πέφτει νεκρός από οξύ έμφραγμα κατά τη διάρκεια του δείπνου τους. Είχαν μόλις γυρίσει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν στην Εντατική, η (υιοθετημένη από τη γέννα) 37χρονη κόρη τους Κιντάνα Ρού, η οποία πριν από 5 μόλις ημέρες είχε υποστεί πνευμονία και σηπτικό σοκ. Η Ντίντιον καλεί το ασθενοφόρο, ο σύζυγός της μεταφέρεται στο πλησιέστερο νοσοκομείο αλλά εκεί απλά διαπιστώνεται ο θάνατός του. Η Ντίντιον είναι ψύχραιμη, δεν έχει συνειδητοποιήσει πλήρως την κατάσταση. Όπως αναφέρει ο κοινωνικός λειτουργός του νοσοκομείου σε κάποιον γιατρό: «είναι πολύ ψύχραιμη πελάτισσα»…

Η μικροσκοπική και φαινομενικά εύθραυστη Ντίντιον δεν έχει όμως χρόνο για να «καταρρεύσει». Η μοναχοκόρη της που είχε πρόσφατα παντρευτεί είναι στο νοσοκομείο σοβαρά άρρωστη και οφείλει να βρίσκεται στο πλάι της χωρίς ακόμα να μπορεί να της πει τι έχει συμβεί στον πατέρα της. Η κηδεία καθυστερεί μέχρι η Κιντάνα να αναρρώσει πλήρως και να βγει από το νοσοκομείο. Μόνο στην κηδεία πιά, που θα γίνει 3 μήνες μετά, η Ντίντιον θα συνειδητοποιήσει ότι ο σύζυγός της είναι νεκρός – μέχρι τότε αρνείτο να το παραδεχτεί, αρνείτο να συμβιβαστεί με την ιδέα, η λιτή τελετή με τους Γρηγοριανούς Ύμνους και την εκφώνηση ποιημάτων θα την επαναφέρει στην πραγματικότητα.

«Κι όμως τίποτα απ’όλα αυτά δεν τον έφερε πίσω»
  
Μετά την κηδεία, η Κιντάνα με τον σύζυγό της παίρνουν μια πτήση για την Καλιφόρνια. Μόλις προσγειώνονται στο Λος Άντζελες, η Κιντάνα παθαίνει ένα είδος εγκεφαλικού και καρδιακή ανακοπή. Μεταφέρεται επειγόντως στο UCLA για νευροχειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο. Η Ντίντιον πετάει την επόμενη μέρα και μένει σε κάποιο ξενοδοχείο κοντά στο νοσοκομείο για να πηγαινοέρχεται καθημερινά. Ουσιαστικά μένει δίπλα στη περιοχή όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της με τον Τζον. Από τη μια το νοσοκομείο και η ζωή της κόρης της να κρέμεται από ένα σκοινί, από την άλλη οι αναμνήσεις που την κατακλύζουν καθώς περνάει καθημερινά μπροστά η κοντά από το σπίτι που έζησε, από σπίτια παλιών φίλων, εστιατορίων, κινηματογράφων όπου πέρασε αξέχαστες στιγμές. Το καλοκαίρι του 2004, η Κιντάνα θα πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου η Ντίντιον θα αρχίσει να γράφει αυτό το βιβλίο, θα το ολοκληρώσει την τελευταία μέρα του 2004, ένας ακριβώς χρόνος μετά τον θάνατο του συζύγου της. Τραγική λεπτομέρεια: η Κιντάνα δεν θα αντέξει από τους συνεχείς κλονισμούς στην υγεία της και θα πεθάνει λίγους μήνες αργότερα…

«Ο τρόπος που γράφω είναι η ταυτότητά μου, όσα είμαι ή όσα έχω γίνει · ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση εύχομαι –αντί για λέξεις και το ρυθμό τους – να είχα μια αίθουσα κινηματογραφικού μοντάζ εξοπλισμένη με ψηφιακό σύστημα επεξεργασίας εικόνων στο οποίο να μπορούσα να πατήσω ένα πλήκτρο και να κομματιάσω την ακολουθία του χρόνου, να σας δείξω ταυτόχρονα όλα τα καρέ των αναμνήσεων που μου έρχονται τώρα, να σας αφήσω να διαλέξετε εσείς τις λήψεις, τις οριακά παραλλαγμένες εκφράσεις, τις εναλλακτικές αναγνώσεις της ίδιας ατάκας. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μου αρκούν οι λέξεις  για να ανακαλύψω το νόημα. Στην προκειμένη περίπτωση έχω ανάγκη από τις σκέψεις και τις πεποιθήσεις που φαίνονται ότι μπορώ να τις αγγίξω, έστω κι αν μπορώ να τις αγγίξω μόνο εγώ.»



«Η χρονιά της μαγικής σκέψης» τελειώνει στο τέλος του 2004, αλλά ο αναγνώστης γνωρίζει ότι η «περιπέτεια» της συγγραφέως ουσιαστικά αρχίζει εκείνη τη στιγμή. Στις 365 ημέρες της δημιουργίας του η Ντίντιον θυμάται (ή προσπαθεί να θυμηθεί) τι έκανε με τον σύζυγό της την αντίστοιχη περυσινή ημέρα, θυμάται την κοινή ζωή τους, στοχάζεται πάνω στο πένθος, στον (αναπάντεχο) θάνατο, (ξανα)διαβάζει ποιήματα και βιβλία που αναφέρονται σε αντίστοιχα βιώματα, μελετάει αναφορές Ψυχολόγων για το πένθος και από την άλλη είναι υποχρεωμένη εκ των περιστάσεων να μη λυγίσει, να είναι cool και στέρεη για την κόρη της που την χρειάζεται στην περιπέτεια που περνάει.

Η συγγραφή του βιβλίου λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά, οι σκέψεις της οργανώνονται και η μνήμη της την βοηθάει να θυμηθεί μικρά ή μεγάλα περιστατικά, κινήσεις ή λόγια που έδειχναν ασήμαντα και κατά κάποιο τρόπο διατηρήθηκαν στη μνήμη της και τώρα της φαίνονται θεμελιώδους σημασίας. Με τον σύζυγό της, τον Τζον Γκρέγκορυ Νταν είχαν ζήσει πάνω από 40 χρόνια μαζί (παντρεύτηκαν το 1964 μετά από τετράχρονη γνωριμία), εργαζόντουσαν μαζί, έκαναν επιμέλεια ο ένας στα βιβλία του άλλου, έγραφαν κινηματογραφικά σενάρια μαζί, είχαν γίνει – αυτό που λέμε – ένα. Δεν θέλει πολύ για να «σαλτάρεις».
Η Ντίντιον  όμως με λιτό, σχεδόν δημοσιογραφικό ύφος, κοφτό και χωρίς μελοδραματισμούς, συναισθηματισμούς, κοινοτοπίες, ξεδιπλώνει με χειρουργική ακρίβεια, ιατρικές αναφορές, γεγονότα, κουβέντες τρίτων, την οδύνη και το πένθος. Η τακτική της αυτή που έρχεται σε συνέπεια με τον εξαιρετικό λογοτεχνικό της ύφος – ας μη λησμονούμε ότι είναι μεγάλη συγγραφέας  (το «Ένα βιβλίο για κοινή προσευχή» είναι έξοχο μυθιστόρημα) – είναι ένας διαφορετικός «θρήνος», που την αποτρέπει από την παράνοια και την υστερία. Ο λόγος της είναι άμεσος και καθαρός, οικείος και ζωντανός αντιμετωπίζει τον θάνατο «στα ίσα» αποκτώντας μια δυναμική που συγκλονίζει.

Είναι ένα μικρό και μελαγχολικό αριστουργηματικό βιβλίο – ουσιαστικά ένα δοκίμιο πάνω στο πένθος, το οποίο υποχρεώνει (με τον δικό του μοναδικό τρόπο) τον αναγνώστη χτυπώντας τον  κατευθείαν στην καρδιά του. Δύσκολα βγαίνεις αλώβητος μετά την ανάγνωση του, η οποία σε «υποχρεώνει» να σκεφτείς για το θέμα της απώλειας, για τα δικά σου αγαπημένα πρόσωπα, για την σημασία των μικρών απολαύσεων στη ζωή.

«Οι επιζώντες κοιτάζουν πίσω και βλέπουν οιωνούς, σημάδια που τους ξέφυγαν.
Θυμούνται το δέντρο που μαράθηκε, το γλάρο που έπεσε στο καπό του αυτοκινήτου και κομματιάστηκε.
Ζούν με σύμβολα. Διαβάζουν κρυφά μηνύματα στον καταιγισμό από ανεπιθύμητη αλληλογραφία στον υπολογιστή τους που δεν χρησιμοποιούν πιά, το πλήκτρο delete που σταματά να λειτουργεί, την κατά φαντασίαν εγκατάλειψη στην απόφασή τους να το αντικαταστήσουν. Η φωνή στον τηλεφωνητή μου ήταν ακόμα του Τζον. Το γεγονός ότι έτυχε σ’εκείνον ήταν εξ’αρχής εντελώς συμπτωματικό, είχε απλώς να κάνει με το ποιος ήταν διαθέσιμος την ημέρα που ο τηλεφωνητής χρειάστηκε τελευταία φορά προγραμματισμό – αν έπρεπε όμως τώρα να τον προγραμματίσω ξανά, θα είχα ένα αίσθημα προδοσίας. Μια μέρα, καθώς μιλούσα στο τηλέφωνο, αφηρημένα γύρισα σελίδα στο λεξικό που άφηνε πάντοτε ανοιχτό στο τραπέζι πλάι στο γραφείο. Όταν συνειδητοποίησα τι είχα κάνει, αιφνιδιάστηκα: πια ήταν η τελευταία λέξη που είχε ψάξει, τι σκεφτόταν; Γυρνώντας τις σελίδες, είχα χάσει το μήνυμα; Ή είχε χαθεί το μήνυμα πριν καν αγγίξω το λεξικό; Είχα αρνηθεί ν’ακούσω το μήνυμα;»

Υ.Γ. Το βιβλίο μεταφέρθηκε ως θεατρικός μονόλογος στο Brodway, με (ιδανική κατά τα φαινόμενα) πρωταγωνίστρια την μεγάλη Vanessa Redgrave, το βίντεο που παραθέτω είναι μια συνέντευξη της συγγραφέως με αφορμή αυτό το θεατρικό έργο.