Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2012 | Permalink
Το καλοκαίρι εκείνο...
Πολύ καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο συναρπαστικό και χορταστικό μυθιστόρημα σαν την «ΧΗΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ
ΧΡΟΝΟ» («A widow for one year»),
του εξαιρετικού «παραμυθά» JOHN IRVING
(Η.Π.Α.,1942), (Εκδ. Μελάνι, (έξοχη) μετάφρ. Κ.Κραμβουσάνου, σελ.641). Ο
πολυγραφότατος και ιδιαίτερα επιτυχημένος αμερικανός συγγραφέας και
σεναριογράφος - Όσκαρ διασκ.σεναρίου για το «The Cider house rules» (Θέα στον ωκεανό) - , σ’αυτό του το βιβλίο, φθάνει στα
επίπεδα των δύο παλαιότερων βραβευμένων αριστουργημάτων του, «Ο κατά Γκαρπ κόσμος» και «Το ξενοδοχείο Νέο Χαμσάϊρ».
Το μυθιστόρημα του Ίρβινγκ είναι μια εξονυχιστική και με
πολύ χιούμορ καταγραφή της ζωής μιας άκρως λογοτεχνικής οικογένειας αλλά και
του ανθρώπου που συνδέθηκε όσο κανείς άλλος μαζί τους, ο οποίος ήταν κι αυτός συγγραφέας.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις χρονικές περιόδους, το καλοκαίρι του 1958, το
φθινόπωρο του 1990 και το φθινόπωρο του 1995.
Το καλοκαίρι του 1958 ο επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών
βιβλίων Τεντ Κόουλ και η σύζυγός του Μάριον, δεν έχουν ακόμα ξεπεράσει την
μεγάλη τραγωδία που τους χτύπησε αρκετά χρόνια πριν, όταν χάθηκαν τα δύο αγόρια
τους, ο Τομας και ο Τίμοθυ σε ένα παράλογο και φρικιαστικό αυτοκινητιστικό
ατύχημα.
Η μικρή Ρουθ δεν τους
γνώρισε ποτέ αφού γεννήθηκε μετά το ατύχημα σε μια προσπάθεια των γονιών της να
«αντικαταστήσουν» τα νεκρά αδέρφια της χωρίς να φαντάζονται ότι υπήρχαν μεγάλες
πιθανότητες το μωρό να είναι κόρη και όχι γιός». Στην πραγματικότητα η Μάριον,
η μητέρα της δεν την ήθελε ποτέ και αυτό αποτέλεσε ένα μεγάλο σημείο τριβής στο
ζευγάρι. Το μυθιστόρημα ξεκινάει με την τετράχρονη Ρουθ, το καλοκαίρι του 1958,
να ξυπνάει μέσα στη νύχτα ακούγοντας ήχους από το δωμάτιο των γονιών της. Οι
γονείς της βρισκόντουσαν ήδη σε διάσταση και δεν έμεναν πλέον μαζί, η Ρουθ όμως
στην ηλικία της δεν το είχε καταλάβει. Νομίζει ότι η μητέρα της κάνει εμετό και
πηγαίνει να δει τι συμβαίνει. Εκεί βρίσκεται μπροστά σε μια σκηνή που θα την
συνοδεύει (όχι μόνο αυτήν) σε όλη της τη ζωή. Ο δεκαεξάχρονος βοηθός για το
καλοκαίρι, του πατέρα της, Έντι Ο’Χέαρ, «έχοντας
καβαλήσει τη μάνα της από πίσω και χουφτώνοντας τα βυζιά της, την πηδούσε στα
τέσσερα σαν σκυλί.»…
«Η στριγγλιά ενός τετράχρονου μπορεί να σπάσει τύμπανα. Αν
και ταραγμένη, η Ρουθ εντυπωσιάστηκε από την ταχύτητα με την οποία ο νεαρός
ξεκαβαλίκεψε τη μάνα της – κινήθηκε πραγματικά αστραπιαία μακριά από τη γυναίκα
και το κρεβάτι το ίδιο, με τέτοιο συνδιασμό ζήλου και πανικού που θα έλεγε
κανείς ότι είχε εκτοξευτεί. Έπεσε πάνω στο κομοδίνο και σε μια προσπάθεια να
καλύψει τη γύμνια του τράβηξε το καπέλο του πορτατίφ, που μες στον πανικό του
είχε μόλις σπάσει, κι επιχείρησε να το κάνει ασπίδα. Με αυτό τον τρόπο έδειχνε
λιγότερο απειλητικό είδος φαντάσματος απ’ότι είχε αρχικά πιστέψει η Ρουθ και,
επιπλέον, τώρα που τον έβλεπε καλύτερα, μπορούσε και να τον αναγνωρίσει. Ήταν
το παιδί που έμενε στον πιο απομακρυσμένο ξενώνα του σπιτιού, το παιδί που
οδηγούσε το αυτοκίνητο του πατέρα της – το παιδί που δούλευε για τον μπαμπά
της, όπως της είχε πει η μαμά της…Η μικρή δεν είχε ξαναδεί φυσικά το αγόρι χωρίς
τα ρούχα του. Πάντως ήταν σίγουρη ότι το όνομα του ήταν Έντι κι ότι δεν ήταν
φάντασμα. Όμως, καλού κακού, κλαίγοντας μ’αναφιλητά, το τετράχρονο πάτησε ακόμα
μια τσιρίδα.
Η μητέρα της, ακόμα στα τέσσερα πάνω στο κρεβάτι, έδειχνε
ομολογουμένως ψύχραιμη. Μισοκοίταξε την κόρη της με μια έκφραση αποκαρδίωσης,
στα όρια της απελπισίας. Προτού η Ρουθ ουρλιάξει για τρίτη φορά, η μητέρα της
μίλησε: «Μη φωνάζεις πουλάκι μου» της είπε. «Δεν είναι τίποτα. Ο Έντι κι εγώ
είμαστε μόνο. Γύρνα στο κρεβάτι σου.»
Ο έφηβος Έντι, ήρωας της πρώτης ενότητας του μυθιστορήματος,
ερωτεύεται σφόδρα την μοιραία Μάριον, η οποία πλησιάζει τα 40. Εκείνο το
καλοκαίρι, έτσι κι αλλιώς θα σημαδέψει τις ζωές όλων. Η Μάριον κοντά στο τέλος
του, εξαφανίζεται οργανώνοντας την φυγή της με τη βοήθεια του απαρηγόρητου
εραστή της. Ο Τεντ Κόουλ, ο οποίος - ειρήσθω εν παρόδω - δεν χάνει την ευκαιρία
να συνευρεθεί με οποιοδήποτε θηλυκό υπάρχει στην περιοχή, μένει στο σπίτι (που
βρίσκεται στα Χάμπονς, το κοσμοπολίτικο θέρετρο της Ανατολικής Ακτής) μόνος με
την τετράχρονη Ρουθ.
Το 1990, τριανταδύο χρόνια αργότερα είναι όλα διαφορετικά. Η
Ρουθ Κόουλ είναι πλέον καταξιωμένη συγγραφέας μυθιστορημάτων τα οποία γνωρίζουν
επιτυχία όχι μόνο στις Η.Π.Α. αλλά και στην Ευρώπη. Ζει μόνη, αλλά είναι έτοιμη
να ενδώσει στην συζυγική ζωή νυμφευόμενη τον επιμελητή των βιβλίων της.
Συναντάει (μετά από πρόσκλησή της) τον Έντι, ο οποίος είναι κι αυτός
συγγραφέας, με μικρή εμπορική επιτυχία και ελάχιστη κριτική αποδοχή, διότι
ουσιαστικά γράφει για ένα πράγμα. Τους νεαρούς άντρες που ερωτεύονται
μεγαλύτερές τους γυναίκες. Έτσι ακριβώς είναι και η ζωή του Έντι. Να συνάπτει
σχέσεις με μεγαλύτερές του γυναίκες και να μένει κολλημένος σ’εκείνο το
καλοκαίρι του ’58 και στην ανάμνηση της παντελώς εξαφανισμένης (από τότε)
Μάριον. Ο Έντι είναι πλέον ένας μελαγχολικός και μονήρης 50άρης, ο οποίος
εντυπωσιάζεται από τα αναμφισβήτητα σωματικά προσόντα της Ρουθ.
Λίγο προτού φύγει η Ρουθ για την ευρωπαϊκή περιοδεία
προώθησης του βιβλίου της με τίτλο «Χήρα για ένα χρόνο» και με μια γηραιά κυρία
να την κυνηγάει από πίσω και να την καταριέται «να παντρευτεί και να χηρέψει
για να δει τη γλύκα», θα μάθει επιτέλους την αλήθεια για το ατύχημα που στέρησε
τη ζωή από τα δύο αδέρφια της που ποτέ δεν γνώρισε, όπως επίσης και για την
αληθινή πλευρά της σχέσης του Έντι με την μητέρα της, μέχρι τότε ήξερε τα
γεγονότα από την πλευρά του πατέρα της, ενώ θα διαπιστώσει από ένα βιβλιαράκι
που της δίνει ο Έντι, ότι η μητέρα της ζει στον Καναδά και είναι συγγραφέας
αστυνομικών ιστοριών. Στο ταξίδι της στην Ευρώπη, θα βρεθεί στο Άμστερνταμ –
θέλει να γράψει ένα βιβλίο που θα περιέχει την ζωή των εκδιδομένων στις
βιτρίνες της πόλης γυναικών, μόνο που η εμμονή της αυτή θα την οδηγήσει σε
ζόρικα και επικίνδυνα μονοπάτια.
Το μυθιστόρημα παρότι πλατιάζει επικίνδυνα κάποιες φορές,
έχει τόσο ενδιαφέρον και παρέχει τόσο μεγάλη αναγνωστική απόλαυση, που δεν
μπορείς να το αφήσεις (κυριολεκτικά) από τα χέρια σου. Ο Ίρβινγκ, αφηγητής
μεγάλου μεγέθους, εναλάσσει το ύφος από αυτό του ρομαντικού «Βικτωριανού»
επικού μυθιστορήματος, σε χιουμοριστική και κινηματογραφικού στυλ ιστορία με
χαρακτήρες τόσο ζωντανούς και αληθινούς που νιώθεις να εισβάλλουν στη ζωή σου.
Ακόμα και στο μάλλον πιο αδύναμο κομμάτι του βιβλίου, που είναι η περιπλάνηση
της Ρουθ στο Άμστερνταμ, όπου το μυθιστόρημα αποκτάει περιπετειώδη υφή, ο
συγγραφέας δεν χάνει το θέμα του, δεν του ξεφεύγει η ιστορία αλλά γρήγορα την
επαναφέρει στην αρχική της διάσταση.
Μοναδικοί μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, η Ρουθ, σκληρή και
μεγαλωμένη σαν αγόρι, σχεδόν χωρίς αισθήματα να μεταμορφώνεται καθώς η ιστορία
εξελίσσεται σε γυναίκα με αδυναμίες και πάθη, ο καταπληκτικός Έντι Ο’Χέαρ (ένας
άλλος Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη), ο οποίος δεν μπορεί σε όλη του τη ζωή να
βγάλει απ΄το μυαλό του την πανέμορφη Μάριον, την ερωτική του μύηση, σε σημείο
να θεωρείται απ’όλους «λοξός» με την εμμονή του να ψάχνει τον αιώνιο έρωτά του
σε όποια γηραιά κυρία συναντάει στο διάβα του. Η τραγική φιγούρα της Μάριον
Κόουλ, η οποία ερωτεύεται τον Έντι προσπαθώντας να ξαναζωντανέψει τον
μεγαλύτερο γιό της και η οποία δεν διστάζει να εγκαταλείψει τα πάντα για να κάνει
μια καινούργια αρχή.Ο Τεντ Κόουλ με την «μάτσο» ζωή, τις γυναίκες που τον
τριγυρίζουν και υποκύπτουν χωρίς να το πολυκαταλάβουν στην γοητεία του, να
«γκρεμίζεται» μπροστά στα μάτια της κόρης του και 77άχρονος πλέον να
συνειδητοποιεί τι έκανε τόσα χρόνια με την εγωιστική και επιπόλαια συμπεριφορά
του.
Είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα το οποίο πέραν της
εξαιρετικής του πλοκής θέτει συνεχώς στον αναγνώστη το δίλημμα μεταξύ «επινοημένης»
μυθοπλασίας (αυτής δηλαδή που υπηρετεί η Ρουθ) και βιωματικής λογοτεχνίας
(αυτής που υπηρετεί ο Έντι). Ένα μυθιστόρημα συναισθηματικό και σπαρακτικό,
όπου ο πόνος και το δάκρυ εναλάσσονται δημιουργικά με το χαμόγελο. Μια
δημιουργία μεγάλης πνοής που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που κάνουν ένα βιβλίο
κλασσικό.
«Προσπαθώ να βλέπω τη γυναίκα στο σύνολό της» είπε ο Έντι
στη Χάννα. «Φυσικά και καταλαβαίνω ότι είναι μεγάλη, υπάρχουν, όμως, φωτογραφίες
– ή το ισοδύναμο των φωτογραφιών που γεννά η φαντασία του καθενός για τη ζωή κάποιου
άλλου. Και μιλάω για ολόκληρη τη ζωή κάποιου άλλου. Μπορώ να τη φανταστώ σε
ηλικία πολύ μικρότερη από αυτή που είμαι τώρα εγώ – μιάς και πάντα υπάρχουν κινήσεις
και εκφράσεις ριζωμένες βαθιά σε μια ζωή, χωρίς ηλικία, αγέραστες. Μια ηλικιωμένη
γυναίκα δεν βλέπει πάντα τον εαυτό της ως
μια ηλικιωμένη γυναίκα, ούτε κι εγώ. Προσπαθώ να βλέπω ολόκληρη τη ζωή της, όλη
τη ζωή που έχει μέσα της. Μία ολόκληρη ζωή επιφυλάσσει μοναδικές συγκινήσεις.»