Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2012
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2012 | Permalink
Ένας άνθρωπος μόνος


Στο 8ο επεισόδιο του 4ου κύκλου της καταπληκτικής τηλεοπτικής σειράς «Mad Men», ο πρωταγωνιστής, έχει έναν συγκλονιστικό (και άκρως ποιητικό) μονόλογο, που ξεκινάει κάπως έτσι: «Όταν ένας άνδρας μπαίνει μέσα σ’ένα δωμάτιο, κουβαλάει μαζί του όλη του τη ζωή. Έχει ένα εκατομμύριο λόγους να βρίσκεται οπουδήποτε, απλά ρώτησέ τον… Εάν τον ακούσεις προσεκτικά, θα σου εξηγήσει πως έφθασε εκεί.» Ο μονόλογος αυτός, δεν μπορούσε να βγει απ’το μυαλό μου καθώς διέτρεχα τις σελίδες της έξοχης νουβέλας του Δημήτρη Μαμαλούκα, (Αθήνα, 1968), με τίτλο «ΚΡΑΤΑ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ», (Εκδ. Ψυχογιός, σελ. 184), μιας ιστορίας που θεωρώ ότι πηγαίνει τον συγγραφέα, ένα αρκετά τολμηρό βήμα μπροστά σε ένα στυλ διαφορετικό από αυτό που τον έχουμε συνηθίσει (και αγαπήσει) με τα προηγούμενα βιβλία του.

Στην σύντομη αυτή νουβέλα του,ο Μαμαλούκας αφήνει (προσωρινά) στην άκρη τις αστυνομικές ιστορίες με την ξέφρενη πλοκή και την αρκετή βία και μας αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου με πολλά μυστικά. Μια ιστορία υπαρξιακή με πολύ μυστήριο, που σου δημιουργεί ένα αίσθημα εγκλεισμού, συνεχούς άγχους και αγωνίας.

Ένας άνθρωπος (που δεν θα μάθουμε ποτέ τ’όνομά του) φθάνει σε μια Ιταλική πόλη ανεμοδαρμένη, γκρίζα και απρόσωπη. Νοικιάζει ένα ανήλιαγο και στενόχωρο διαμέρισμα σε μια ιδιόμορφη πολυκατοικία, που το μεγαλύτερο μέρος της είναι πολυτελέστατο και μη προσβάσιμο εύκολα. Δεν τον πολυενδιαφέρει η ποιότητα της διαμονής του, εκείνος θέλει μόνο να γράψει το βιβλίο του αλλά στο ισόγειο του τεράστιου αυτού κτιρίου, υπάρχει ένας κινηματογράφος και το διαμέρισμα του ήρωα βρίσκεται ακριβώς πίσω από την οθόνη. Κατά συνέπεια από νωρίς το απόγευμα έως αργά το βράδυ, δεν υπάρχει περίπτωση να σταθεί κανείς μέσα στο διαμέρισμα, λόγω του θορύβου που δεν μπορείς να αποφύγεις με τίποτα.

Ο άνθρωπος αυτός, περνάει αρκετές ώρες σε ένα κοντινό μπαρ όπου προσπαθεί να γράψει και κάνει μακρινές βόλτες στα περίχωρα της πόλης. Στις διαδρομές του βλέπει συχνά-πυκνά ένα μικρό κορίτσι που του τραβάει την προσοχή. Είναι μια μικρή πόρνη που κάτι του θυμίζει. Την σκέπτεται συνέχεια και σιγά-σιγά η ιδέα του να την διασώσει από τα χέρια των ανθρώπων που την εκμεταλλεύονται του γίνεται εμμονή. Δεν τον ενδιαφέρει αν αυτή του η απελπισμένη και βαθιά ανθρώπινη κίνηση μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή του. Ή μήπως όχι; Σ’αυτή την αέναη μάχη του «Καλού» με το «Κακό» ποιος θα κερδίσει; Μήπως οι γραμμές μεταξύ των δύο δεν είναι τόσο ευδιάκριτες;

«Ή ώρα που έβγαινε ήταν λίγο πριν από τη δύση του ηλίου. Το σούρουπο ερχόταν χωρίς καλά καλά να το καταλάβει και η ματιά του γινόταν ακόμα πιο φτωχή και περιορισμένη, διότι εκείνος ήταν ένας ακρωτηριασμένος άνθρωπος, κάποιος που η μοίρα του είχε στερήσει τα χρώματα.
Ήταν κι αυτό ένα μέρος της προηγούμενης ζωής του. Τα χρώματα χάθηκαν απότομα, σαν ξαφνικό χτύπημα, σαν εφιάλτης που του κατέστρεψε τα κωνία και τις χρωστικές ουσίες και τον καταδίκασε να ζει σ’έναν γκρίζο κόσμο. Από εκείνη τη μέρα αυτό το μονότονο χρώμα απέκτησε στα μάτια του δεκάδες αποχρώσεις, δεν μπορούσε όμως να μαντέψει τα αληθινά χρώματα από τη φωτεινότητα ή την απόχρωσή τους. Καθαρό, αμόλυντο γκρίζο δε σήμαινε άσπρο χρώμα, σήμαινε καθαρό χρώμα, καθαρή, καλά φωτισμένη επιφάνεια.
Με τον καιρό προσαρμόστηκε και προσπάθησε να ξεχάσει κάποιες μαγευτικές εικόνες, όπως ένα καταπράσινο λιβάδι γεμάτο κόκκινες παπαρούνες ή κάποια χρώματα που προκαλούν θαυμασμό, όπως το μεθυστικό μοβ που σπάει από ένα κόκκινο της τερακότας σ’ένα ηλιοβασίλεμα. Γι’αυτόν η γκάμα των χρωμάτων ήταν η γκάμα του γκρίζου. Φανταζόταν και περιέγραφε ό,τι έβλεπε με αποχρώσεις όπως το γυαλιστερό γκρίζο του αλουμινίου, το πλούσιο γκρίζο του ασημιού, το πεθαμένο γκρίζο της ασφάλτου κι άλλα πολλά που γεννούσε η φαντασία του, σαν παιχνίδι ή σαν άμυνα απέναντι στην αρρώστια του.
Έτσι η πόλη κάποιες μέρες του φαινόταν μουντή, πνιγμένη κάτω από ένα απέραντο ψηφιδωτό σκούρων σύννεφων γεμάτων βροχή, κι άλλες φορές έδειχνε καθαρή και φωτισμένη απ’το γκριζόασπρο φως που της χάριζε ο ήλιος. Πάντα όμως παρέμενε παραμορφωμένη πίσω από το μονότονο και στενόχωρο γκρίζο φίλτρο, ενώ τις νύχτες γινόταν ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο μελαγχολική, σαν φθαρμένη κόπια παλιάς ασπρόμαυρης ταινίας.»

Ο ήρωας έχει αχρωματοψία και φοράει συνεχώς γάντια. Μικρές λεπτομέρειες (συστατικό που χαρακτηρίζει την συγγραφική ματιά του Μαμαλούκα), που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής – όπως εξάλλου και οι διαφημιστικές αφίσες που μόνο «λεπτομέρειες» δεν είναι τελικά, από μια τέτοια είναι κι ο τίτλος της νουβέλας. Ο ήρωας δεν βλέπει χρώματα παρά μόνο γκρίζο, είναι το «γκρίζο» το χρώμα του βιβλίου, το χρώμα της πόλης, το χρώμα της ίδιας της ζωής. Ο ήρωας θέλει να ξεφύγει από μια κατάρα, κάτι τρομακτικό που τον περιβάλλει. Σκέπτεται ν’αυτοκτονήσει όπως εκείνος ο Ρώσος ποιητής, ο Γιεσένιν αλλά δεν βρίσκει το θάρρος. Η κοπέλα που μπορεί να είναι «άγγελος», μπορεί να είναι όμως και «δαίμονας» θα του δώσει κάποιο νόημα στις τελευταίες του ημέρες.

Σ’αυτό το βαθιά υπαρξιακό και άκρως συμβολικό μυθιστόρημα, ο Μαμαλούκας «ξεχνά» τις (χαριτωμένες γενικώς) εμμονές του, όπως τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα ακριβά ρολόγια, τις σκηνές δράσης, τους κοφτούς κι ασθματικούς διαλόγους. Γίνεται περισσότερο εσωτερικός, πολλές φορές και λυρικός ενώ είναι εμφανής η προσπάθειά του για μεγαλύτερη οικονομία στον λόγο και την εξαιρετική διαχείριση της ιστορίας έτσι ώστε να μην ολισθήσει προς την φλυαρία και το «πλάτιασμα» της πλοκής.

Trafficking, μοναξιά, απρόσωπες πόλεις, λεκτική (και όχι μόνον) βία, εξαιρετική ατμόσφαιρα, όλα αυτά συνθέτουν μια δυναμική και νεορομαντική ιστορία, η οποία έχει αποχρώσεις νουάρ - έτσι κι αλλιώς το βλέπουμε συνέχεια τα τελευταία χρόνια, το κοινωνικό μυθιστόρημα πλέον έχει αστυνομικές πτυχές και αντιστρόφως. Το σπαρακτικό φινάλε της εξαιρετικής αυτής νουβέλας μπορεί να μην έχει καμιά τρομερή ανατροπή (από αυτές που μας έχει συνηθίσει ο συγγραφέας στα προηγούμενα έργα του), αλλά η διάσταση που δίνεται στην ιστορία και η αγωνία που διαχέεται στις τελευταίες πενήντα σελίδες, «κυνηγάνε» τον αναγνώστη, ο οποίος δεν μπορεί τόσο εύκολα να απαλλαχθεί από το αίσθημα της ασφυξίας που νιώθει κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης.

Υ.Γ.1 Το απόσπασμα από την σειρά «Mad Men», παρατίθεται εδώ.

Υ.Γ.2 Στο τραγούδι που ακούγεται, οι στίχοι είναι του Cesare Pavese (1908-1950), του μεγάλου συγγραφέα που αυτοκτόνησε κι αυτός στο Τορίνο.