Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012
posted by Librofilo at Παρασκευή, Δεκεμβρίου 21, 2012 | Permalink
"Μεταποίηση" + "Αλάτι Κόκκινο"


Η έξοχη (δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη) συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου (Μαλεσίνα Λοκρίδος, 1983), με τίτλο «ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ», (Εκδ. Κέδρος, σελ.119), περιέχει 12 σύντομα διηγήματα, τα οποία έχουν περισσότερο «ζουμί» από 12 μυθιστορήματα νεοελλήνων συγγραφέων. Ολιγοσέλιδα (τα περισσότερα 6-7 σελίδων), και με πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε βυθίζουν σε περίεργους και τελείως προσωπικούς κόσμους παρασέρνοντάς σε, σε ένα ταξίδι μέσα στο μυαλό και την φαντασία του πολλά υποσχόμενου νεαρού συγγραφέα.



Η βία, τα φονικά, η εκδίκηση – κυρίως η αδερφοκτονία και τα ψυχολογικά προβλήματα διατρέχουν τις σελίδες της συλλογής. Διηγήματα που διαπερνούν ταχύτατα τον χρόνο και τον χώρο σαν κινούμενες εικόνες ενός αριστοτεχνικού βιντεοκλίπ. Γαυγάμηλα, Σαραντάπορο, Τεχεράνη, σύγχρονος κόσμος. Ο Κάϊν, οι εργάτες στα ορυχεία, ο έγκλειστος στο ψυχιατρείο, ο αδερφός που βγαίνει από τον τάφο για να πάρει εκδίκηση, ένας ψυχάκιας που βγήκε από τις σελίδες του «American Psycho»του Έλλις, καταστάσεις που θυμίζουν κόμικ του Μοέμπιους, ένας τσιρκολάνος-τέρας που βγήκε από τις εικόνες του Freaks της ταινίας του Browning.



«Είχα γεννηθεί σαράντα δύο χρόνια πριν, σ’ένα χωριό απ’το οποίο έχω μόνο μια αφηρημένη ανάμνηση ενός ονόματος που θυμίζει φτηνή πουτάνα. Ίσως πάλι αυτό να ήταν το όνομα της μάνας μου. Αλλά μπορεί να θυμάμαι και λάθος. Γιατί όταν με πούλησε στον Τράγο ήμουν μόλις τριών. Και θα είχα μείνει τόσο, γιατί με είχε αγοράσει από τη μάνα μου για κρέας. Κρέας για τον Λύκο. Όταν με γύμνωσε όμως για να με σφάξει, είδε τον αδερφό μου που τον κουβαλούσα κολλημένο στη ράχη μου, κι αντί για το Λύκο με πέταξε να με φάνε μάτια πρόστυχα. Και παρ’όλο που τότε ήμασταν ακόμα δύο, μας έδωσε ένα όνομα. Εφιάλτης. Ένα όνειρο που είχε μείνει στη μέση. Γιατί η σάρκα μας είχε ξεχειλίσει από το καλούπι του ονειρευτή μας.

Δεκατρία χρονια τον ανέχτηκα. Αυτόν, το κλουβί του και τα χτυπήματα με τη βουκέντρα στα πλευρά του αδερφού μου. Οι κραυγές του έπειθαν τους θεατές ότι το τέρας δεν ήταν απάτη. Ότι πραγματικά μπορεί να υπάρξει κάτι τόσο απαίσιο. Κι έτσι οι άνθρωποι να είναι ήσυχοι, γιατί γνωρίζουν ότι υπάρχουν άλλοι να κουβαλάνε και το δικό τους μερίδιο στη χυδαιότητα.»



Κείμενα που ξεφεύγουν από το συνηθισμένο, αντανακλώντας μια «μεταποιημένη» καθημερινότητα, με οριακές και υπερφυσικές καταστάσεις που φέρνουν στο νου, σπλάτερ ταινίες του φανταστικού, ζόμπι που βγαίνουν από τους τάφους τους, ξεσκίσματα σαρκών και μια φρίκη που νιώθεις καθώς βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα που με τόσο θαυμαστό τρόπο πλάθει ο Παπαμάρκος. «Πειραγμένα» παραμύθια, θρύλοι και μύθοι έτσι ώστε να δείχνουν «μοντέρνα» και «σπιντάτα». Το θέμα της ταυτότητας, ο εφιάλτης του εαυτού ως προβολή σε έναν αόρατο καθρέφτη, έτσι ώστε να μετατρέπεσαι σε «Άλλον», έτσι ώστε να παρακολουθείς ως θεατής αυτό που σου συμβαίνει – όταν ο αναγνώστης συνειδητοποιεί τι διαβάζει ένα ρίγος διατρέχει την ραχοκοκκαλιά του.



Η βία –σε μεγάλες δόσεις αλλά δεν σοκάρει - με κάθε μορφή λειτουργεί πολλές φορές απελευθερωτικά, λυτρώνει τους ήρωες των διηγημάτων του Παπαμάρκου. Η γραφή εναλάσσεται μεταξύ γκροτέσκου και Γκόθικ με στοιχεία κόμικ, σε σπαρακτική και εσωτερική, σε λυρική και σε απόλυτα ρεαλιστική. Παραμένει όμως καθ’όλη τη διάρκεια της συλλογής η αίσθηση της συγκρότησης και του πλήρους ελέγχου του υλικού, της οικονομίας του λόγου και της «απογείωσης» ευδιάκριτα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου λογοτεχνικού ταλέντου.



«Πάντα πίστευα πως τα όντα μικραίνουν όταν στραγγίζουν. Έκανα λάθος. Το σώμα της είχε γεμίσει όλη τη μπανιέρα. Δε χωρούσα πια να μπω μαζί της. Το αίμα της είχε απωθήσει κάθε πιθανή γωνιά που θα μπορούσα να χωρέσω. Ανάμεσα στα πόδια της. Κάτω από τις μασχάλες. Ανάμεσα στις τρίχες. Πίσω από το λαιμό. Ο θάνατός της δεν άφηνε κανένα περιθώριο να σταθώ δίπλα της.

Αυτό ήταν που με έθλιβε πιο πολύ απ’όλα. Ή  μάλλον, αυτό ήταν με έθλιβε. Το είχα σκεφτεί πριν. Πριν τη στραγγαλίσω μέχρι λιποθυμίας κι έπειτα της κόψω το λαιμό και την αφήσω να στραγγίξει στην μπανιέρα. Αλλά δεν ήταν το ίδιο. Όταν είσαι ακόμα κοντά σε κάποιον, η εκδίκηση σε ευχαριστεί μόνο ως αναμονή τέλεση. Συχνά την μπερδεύεις με την τιμωρία. Κι αυτό είναι λάθος. Γιατί αν δεν έχεις αποφασίσει να απομακρυνθείς οριστικά, η εκδίκηση σε βιάζει να το κάνεις ακόμα κι αν είσαι ανέτοιμος. Έτσι βρίσκεσαι αποκομμένος. Ακέραιος. Κι ας ζητούσες ακριβώς το αντίθετο μ’αυτή τη φαντασίωση της βίας. Έναν ακόμα δεσμό.

Βυθίστηκα στον καναπέ κι αποφάσισα να μην κάνω τίποτα. Μέχρι να σαπίσει το αίμα. Μέχρι να ποτίσει η βρώμα τη μνήμη, και φέρω πίσω, πάνω μου, ένα κομμάτι της και πάλι. Η μνήμη της όσφρησης ξεθωριάζει πάντα τελευταία.

Όλα τα κομμάτια μου μού ανήκαν ολοκληρωτικά και πάλι. Καθώς η συνειδητοποίηση αυτή βάρυνε μέσα μου, έκλεισα τα μάτια κι απέφυγα κάθε αίσθηση. Παρέδωσα τον εαυτό μου στην ακινησία, από φόβο μην αποδιώξω εκείνο το μέρος της που κύματα κύματα άρχισε να καταλαμβάνει τον χώρο με τη γλυκερή, μεταλλική του μυρωδιά. Μην κι επιτρέψω με την πληρότητα του εγώ μου την άρνηση της ώσμωσης.»

________________________________________________________________

Το μυθιστόρημα του («δεν θέλω να με αποκαλείτε συγγραφέα») Δημήτρη Αλεξίου (Αθήνα, 1974) με τίτλο «ΑΛΑΤΙ ΚΟΚΚΙΝΟ» (Εκδ. Διόπτρα, σελ. 308), δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής πρωτοτυπίας, ούτε προσπαθεί να πετάξει σε μεγάλες λογοτεχνικές σφαίρες. Είναι ένα απλό και «τίμιο» βιβλίο, που χρησιμοποιεί μια χαλαρή αστυνομική ιστορία και ένα αίνιγμα ως πρόσχημα για να αποθεώσει το νησί που λατρεύει ο συγγραφέας, την Σκύρο, όπως επίσης για να απολαύσουμε μερικά ωραιότατα παραμύθια που εγκιβωτίζονται στο μυθιστόρημα, λειτουργώντας παράλληλα με την δράση – στο τέλος δε φωτίζοντάς την.



Την ημέρα του μεγάλου σεισμού που συντάραξε το νησί (Ιούλιος 2001), το πτώμα της δεκαεξάχρονης Καλλιώς βρίσκεται κρεμασμένο σε ένα ξωκλήσι. Η Καλλιώ σημαδεμένη στο πρόσωπο εκ γενετής, ήταν ένα κορίτσι που ζούσε ουσιαστικά μόνο του, περιθωριοποιημένο από την οικογένειά του (που ντρεπόταν για το σημάδι), ιδιόμορφο αλλά για όποιον μπορούσε να δει «πέρα από το σημάδι» πανέμορφο. Λόγω του προβλήματος με τον σεισμό, καλείται στο νησί της Σκύρου, ο αστυνόμος Ψαθάς με τον βοηθό του, υπαστυνόμο Καλαμαράκη για να διελευκάνουν την υπόθεση. Ο Ψαθάς γρήγορα ανακαλύπτει ότι η απόβλητη Καλλιώ είχε μυστική και περίεργη σχέση με έναν Βορειοηπειρώτη, ο οποίος ήταν χρόνια στο νησί, αγαπητός απ’όλη την τοπική κοινωνία. Αλλά όταν ανακαλύπτονται τα πτώματα των (από καιρό πεθαμένων και ουδέποτε δηλωθέντων ως τέτοιων), γονιών του Βορειοηπειρώτη, οι αρχικές υποψίες των Αρχών για το πόσο αναμεμιγμένος ήταν αυτός στον θάνατο της Καλλιώς γίνονται βεβαιότητα.



Η αστυνομική ιστορία δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, η δε ίντριγκα γύρω από το πτώμα της Καλλιώς γρήγορα ξεθυμαίνει, καθώς παρακολουθούμε την ασυνήθιστη παρέα των δύο αστυνομικών, της κόρης του Ψαθά που ήδη έχει έρθει για διακοπές στο νησί να τριγυρίζουν τις παραλίες και τις ταβέρνες δοκιμάζοντας τις τοπικές σπεσιαλιτέ και ανακρίνοντας πολύ χαλαρά, τους γονείς της νεαράς, και τους υπόλοιπους ντόπιους. Ο αναγνώστης δυσκολεύεται με το τοπικό ιδίωμα, μαθαίνει την πλούσια ιστορία του νησιού, τις προλήψεις, τις ιδεοληψίες και τις εσωτερικές διαφορές της κοινωνίας της Σκύρου και την συμπεριφορά της απέναντι στο ζευγάρι των περιθωριοποιημένων νέων.



Εμβόλιμα παρεμβάλλονται τα παραμύθια, 10 τον αριθμό, που θεωρώ ότι είναι τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία του μυθιστορήματος, θα μπορούσαν δε να λειτουργήσουν αυτόνομα σε μια διαφορετική έκδοση. Παραμύθια, εσωτερικοί μονόλογοι της «Φραντσέζας», μιας αλκοολικής γυναίκας που ζούσε κι αυτή στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας και που ήταν η μόνη που είχε μια ανθρώπινη σχέση με την νεκρή Καλλιώ. Το τελευταίο παραμύθι ουσιαστικά αποσαφηνίζει με υπερφυσικό τρόπο τον γρίφο, και μιλάει με σπαραγμό για την ιστορία της νεκρής, για την ιστορία του τόπου.



«Καμμιά φορά δεν αισθάνομαι σίγουρη για τη μνήμη μου. Μπερδεύω ονόματα και τοποθεσίες, πρόσωπα και πράγματα, εποχές και βασίλεια. Θα μου πεις πως είναι δυνατόν κάποιος που πίνει να μη ξεχνάει; Να μην μπερδεύει την αλήθεια με το ψέμα, το όνειρο με την πραγματικότητα, το παραμύθι με την ιστορία; Δεν είναι όμως έτσι. Δεν φταίει το αλκοόλ. Δεν φταίει το ποτό, όσο δυνατό κι αν είναι. Φταίει ο χρόνος που περνάει. Οι άνθρωποι πάντα έλεγαν ιστορίες που κάποιοι τις έζησαν, κάποιοι τις είδαν, κάποιοι τις άκουσαν και κάποιοι άλλοι τις μετέφεραν. Ήταν πάντα ιστορίες που με τον χρόνο έγιναν παραμύθια. Έτσι γίνεται πάντα όταν κανείς πια δεν βρίσκεται να πονάει με την ιστορία. Οι ιστορίες των ανθρώπων γίνονται παραμύθια, όταν το αίμα στεγνώσει. Και καμμιά φορά το παραμύθι γίνεται κι αυτό ιστορία, όταν θέλει να κρύψει το αίμα. Έτσι που μπερδεύονται όλα μεταξύ τους από το χρόνο και τα ξεθωριασμένα συναισθήματα. Πως είναι δυνατόν εγώ να μην μπερδεύομαι, όταν ακόμα κι όσοι έζησαν την ιστορία δεν είναι πάντα σίγουροι για το τι έγινε; Ούτε γιατί.»



Είναι ευδιάκριτη η αντίθεση μεταξύ των παραμυθιών και του μυθοπλαστικού στοιχείου του βιβλίου. Εκεί που η δράση ξεθυμαίνει, και οι συμπεριφορές των αστυνομικών είναι καρτουνίστικες και γραφικές, ενώ οι τουριστικές περιγραφές του νησιού αρχίζουν να κουράζουν, παρεμβάλλονται «τα Παραμύθια της Ειρήνης» και «γλυκαίνουν» τον αναγνώστη, δίνοντας μια διαφορετική κλίμακα στο μυθιστόρημα, από την άλλη όμως, καταδεικνύοντας εμφατικά την ικανότητα του Αλεξίου στην δημιουργία παραμυθιών – ένα είδος που φαίνεται απλό αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο – και δείχνοντας του έτσι, την λογοτεχνική πορεία που οφείλει να ακολουθήσει.



_____________________________________________________________________

Ακούστε αύριο Σάββατο, την Χριστουγεννιάτικη εκπομπή Booktalks στο Amagi radio, στις 2μ.μ. όπως κάθε βδομάδα. Αύριο ο καλεσμένος θα είμαι εγώ, διότι ο παρουσιαστής και παραγωγός θα είναι άλλος. Θα κληρωθούν 2 αντίτυπα του αριστουργήματος του J.R.Tolkin, "ΧΟΜΠΙΤ", ευγενική προσφορά των εκδ. Κέδρος για την εκπομπή. Για να συμμετέχετε στην κλήρωση, στείλτε αύριο e-mail στο amagiradio@gmail.com, αναφέροντας τον τίτλο της εκπομπής BOOKTALKS και την λέξη βιβλίο.