Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 14, 2019 | Permalink
"Ο συνοδοιπόρος"
«Είμαι
κατάσκοπος, κοιμώμενος, διπρόσωπος. Δεν εκπλήσσει ίσως το ότι είμαι και
δίβουλος. Δεν είμαι κάποιος μεταλλαγμένος απ’ αυτούς στα κόμικς ή στις ταινίες
τρόμου, καίτοι μου έχουν φερθεί σαν να είμαι. Απλώς, είμαι ικανός να δω κάθε
θέμα από δύο μεριές. Καμιά φορά, κολακεύομαι να πιστεύω ότι αυτό είναι ταλέντο,
και μολονότι είναι, ήσσονος φύσεως βέβαια, πιθανόν να είναι και το μοναδικό που
διαθέτω. Άλλοτε πάλι, όταν σκέφτομαι ότι δεν μπορώ παρά μόνον έτσι να παρατηρώ
τον κόσμο, αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ταλέντο αυτό που διαθέτω.
Άλλωστε, ταλέντο σημαίνει κάτι που χρησιμοποιείς, κι όχι κάτι που σε
χρησιμοποιεί. Το ταλέντο που δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις, το ταλέντο που σε
κατέχει – είναι κάτι επικίνδυνο, οφείλω να πω. Αλλά τον μήνα που αρχίζει αυτή
εδώ η εξομολόγηση, ο τρόπος μου να βλέπω τα πράγματα έμοιαζε να είναι μάλλον
αρετή παρά ελάττωμα, κι έτσι εμφανίζονται για πρώτη φορά ορισμένοι κίνδυνοι.»
Αυτή
είναι η εισαγωγική παράγραφος, του συγκλονιστικού μυθιστορήματος «Ο
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ» («The Sympathizer»), εντυπωσιακό λογοτεχνικό ντεμπούτο του
Αμερικανοβιετναμέζου συγγραφέα Viet Thanh Nguyen (Βιετνάμ, 1971) –
(εκδόσεις Utopia, μετάφρ. και ωραίο επίμετρο Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ. 650),
ένα βιβλίο που σε καθηλώνει από την αρχή! Η αφήγηση ενός Βιετναμέζου σε πρώτο
πρόσωπο, ενός ανθρώπου που δεν κατονομάζεται παρά μόνο με τον βαθμό του,
«Λοχαγός» - ενός διχασμένου κατασκόπου, είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου αλλά, αυτό είναι μόνο η επιφάνεια.
Ο
Λοχαγός έχει συλληφθεί και ανακρίνεται. Η εξομολόγησή του που γράφει ως κομμάτι
της ανάκρισής του, είναι η ιστορία του βιβλίου. Μια ιστορία που ξεκινάει με την
πτώση της Σαϊγκόν και την μαζική φυγή των Αμερικανών και των Βιετναμέζων
υψηλόβαθμων αξιωματικών με τις οικογένειές τους από την πόλη. Ο αφηγητής, ένας άνθρωπος
χωρίς οικογένεια και συγγενείς, είναι το δεξί χέρι ενός Στρατηγού και φροντίζει
για την διαφυγή της οικογένειας αυτού, ενώ από την άλλη ενημερώνει με όποιον
τρόπο μπορεί τους Βιετκόνγκ που έχουν ήδη εισβάλλει στην πόλη, βομβαρδίζοντας
και καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της για τα τεκταινόμενα. Γιατί ο
Λοχαγός, μπορεί να είναι βαθιά χωμένος στην στρατιωτική ιεραρχία, να έχει
εκπαιδευτεί σε ρόλο ανακριτή (και πολύ καλού μάλιστα) από τους Αμερικανούς,
αλλά ουσιαστικά υπηρετεί τους Κομμουνιστές του Βόρειου Βιετνάμ που τελικά θα
κερδίσουν τον πόλεμο.
Ο
Στρατηγός και διάφοροι άλλοι αξιωματούχοι, φτάνουν στις ΗΠΑ σώοι και ασφαλείς,
μαζί τους κι ο Λοχαγός που έχει καταφέρει να διασώσει τον καλύτερό του φίλο,
τον Μπον που η οικογένειά του ξεκληρίστηκε κατά την επιχείρηση διάσωσης. Αυτός,
ο Μπον και ο τρίτος της σχολικής παρέας, ο Μαν είναι οι κολλητοί φίλοι από τα
σχολικά χρόνια, που η ζωή και οι καταστάσεις τους χώρισαν. Ο αφηγητής και ο
Μπον υπηρετούν τον στρατό του Νότιου Βιετνάμ, ο Μαν ο πιο ιδεολόγος και πιο
χαρισματικός είναι υψηλόβαθμο στέλεχος του Βορειοβιετναμέζικου στρατού. Σ’
εκείνον παρέχει τις πληροφορίες ο Λοχαγός μέσω κρυπτογραφημένων μηνυμάτων που
στέλνονται με το ταχυδρομείο στο Παρίσι.
«Πρόσφυγας,
εξόριστος, μετανάστης – όποιο είδος εκτοπισμένου κι αν ήμαστε, δεν ζούσαμε
απλώς σε δύο πολιτισμούς, σε δύο κουλτούρες, όπως φαντάζονταν οι εγκωμιαστές
του μεγάλου αμερικανικού χωνευτηρίου. Οι εκτοπισμένοι ζούσαν συνάμα σε δύο
ζώνες χρόνου, ζουν στο εδώ και στο εκεί, στο παρόν και στο παρελθόν, είναι
διστακτικοί ταξιδιώτες του χρόνου. Αλλά ενώ η επιστημονική φαντασία φαντάστηκε
τους χρονοταξιδιώτες που πηγαίνουν μπροστά ή πίσω στον χρόνο, αυτό εδώ το ρολόι
στον τοίχο παρουσίαζε μια αλλιώτικη χρονομέτρηση. Το ανοιχτό μυστικό του
ρολογιού αυτού, ένα μυστικό σε κοινή θέα, ήταν ότι εμείς άλλο δεν κάναμε από το
να κινούμαστε σε κύκλους.»
Στο
Λος Άντζελες (όπου θα διαμείνουν), η ζωή για τους πρόσφυγες είναι δύσκολη και
επίπονη. Υπάρχει η βοήθεια του Αμερικανικού κράτους, όπως και κάποιες χορηγίες
από τα διάφορα λόμπι, αλλά τα πράγματα αποδεικνύονται πολύ δύσκολα στην
καθημερινότητά τους με την συνειδητοποίηση ότι μάλλον έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί
τα παλιά μεγαλεία, ενώ η νοσταλγία για την Σαϊγκόν κυριαρχεί στις σκέψεις του
Λοχαγού που πνίγει την μελαγχολία του στο ποτό και στις καλά καλυπτόμενες
επιστολές προς τον Μαν.
Ο
Στρατηγός θα ανοίξει μια κάβα και αργότερα ένα εστιατόριο, αλλά αυτά είναι
βιτρίνες για να οργανώσει την εκστρατεία διείσδυσης στο Βιετνάμ, και ανακατάληψης
της χώρας, ένα σχέδιο που θολώνει όσο περνάνε οι μήνες και τις συνεχείς
απογοητεύσεις από την αδιαφορία της αμερικανικής κυβέρνησης να ξεχαστεί όσο
γίνεται γρηγορότερα αυτή η πανωλεθρία. Δεξί χέρι του Στρατηγού και εκτελεστικός
του βραχίονας, παραμένει ο Λοχαγός. Μαζί με τον Μπον θα εκτελέσουν έναν
συνάδελφό τους αξιωματικό εν ψυχρώ, θα εκπαιδευτούν στον ανταρτοπόλεμο, θα
παραμείνουν έστω επιφανειακά (για τον Λοχαγό) στην εξουσία του Στρατηγού. Ο
Λοχαγός θα εργαστεί σε μια χαμηλόμισθη βοηθητική θέση σε ένα κολλέγιο, θα
κατασκοπεύει τους άλλους πρόσφυγες, θα σχετιστεί με μια καθηγήτρια, θα δείχνει
το πρόσωπο ενός «πιστού σκυλιού» του Στρατηγού, ενώ θα εργαστεί και ως
σύμβουλος στα γυρίσματα μιας αμερικάνικης ταινίας που γυρίζεται στις Φιλιππίνες
με θέμα τον πόλεμο του Βιετνάμ σε μερικές από τις πιο σπαρταριστές (αλλά και
θαυμάσιες) σελίδες του βιβλίου. Μετά την εκτέλεση ενός δημοσιογράφου και
αντεραστή του ως «φιλοκομμουνιστή», ο
Λοχαγός βλέπει την ζωή του να έχει πάρει μια καθοδική πορεία, και να κινδυνεύει
να αποκαλυφθεί η διπλή του ταυτότητα. Η ενεργός συμμετοχή του, στην
(καταδικασμένη ουσιαστικά) επιχείρηση αυτοκτονίας στο Βιετνάμ είναι μονόδρομος…
Πρωτοπρόσωπη
αφήγηση με πολύ ρεαλισμό στις περιγραφές, και χιούμορ που σπάει κόκκαλα! Ο Nguyen με ζωντάνια και καλοκουρδισμένο ρυθμό,
αφηγείται μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία μνήμης. Επηρεασμένος από την αληθινή
ιστορία ενός διπλού πράκτορα που ζούσε στην Καλιφόρνια με την οικογένειά του, ο
συγγραφέας θίγει ένα πολύ ευαίσθητο θέμα για τους Αμερικανούς που ξυπνάει
φρικιαστικές αναμνήσεις στους περισσότερους κατοίκους της χώρας.
Ο
κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας αφερέγγυος αφηγητής, και το ξεκαθαρίζει από την
αρχή στην ιστορία που περιγράφει, η οποία δίνεται από την δική του υποκειμενική
σκοπιά. Ο ίδιος είναι διαρκώς αντιφατικός και πολυσύνθετος, μπορεί με την ίδια
άνεση που θα πολιτικολογήσει, να κλάψει με ένα ρομαντικό τραγούδι, να
δολοφονήσει έναν συνάδελφό του, να ερωτευθεί την λάθος γυναίκα. Απόλυτα
μοναχικός και ονειροπόλος, ταλαιπωρημένος από τα φαντάσματα της παιδικής του
ηλικίας, νόθος γιος ενός Γάλλου καθολικού ιερέα και μια αγρότισσας σε ένα
απομακρυσμένο χωριό του Βιετνάμ (που είναι και ο τόπος καταγωγής του
συγγραφέα), νιώθει αποσυνάγωγος και αποδιωγμένος από την κάθε κοινότητα στην
οποία εντάσσεται. Η σχέση του με τον Στρατηγό, σχέση αφοσίωσης και μίσους,
καθώς το αφεντικό του υποκαθιστά τον πατέρα που ποτέ δεν είχε, μεταφέρεται
εκπληκτικά από τον συγγραφέα.
«Μια
ζωή, από την αρχή, ήμουν διχασμένος, αν και αυτό μονάχα εν μέρει ήταν δικό μου
λάθος. Ναι, εγώ είχα επιλέξει να ζω δύο ζωές και να είμαι άνθρωπος με δύο
μυαλά, αλλά ήταν δύσκολο να μην το κάνω, αφού ανέκαθεν οι άλλοι με φώναζαν
μπάσταρδο. Η ίδια μας η χώρα ήταν καταραμένη, μπασταρδεμένη, χωρισμένη σε Βορρά
και Νότο, κι αν μπόρεσαν να πουν για μας ότι εμείς επιλέξαμε τον διχασμό και τον
θάνατο στον μη εμφύλιο πόλεμό μας, ήταν και αυτό μονάχα εν μέρει αληθές. Δεν
είχαμε επιλέξει εμείς να μας εξευτελίσουν οι Γάλλοι, να διαιρεθούμε απ' αυτούς
σε μια ανόσια και διόλου αγία τριάδα Βορρά, Κέντρου και Νότου, να εκχωρηθούμε
στις μεγάλες δυνάμεις του καπιταλισμού και του κομμουνισμού για περαιτέρω
διχοτόμηση, και μετά να μας δοθούν ρόλοι συγκρουόμενων στρατιών στο σκάκι του
Ψυχρού Πολέμου, που παίζουν σε κλιματιζόμενες αίθουσες άντρες λευκοί με
κοστούμια και ψέμματα. Όχι, όπως η κακοποιημένη γενιά μου ήταν διχασμένη πριν
από τη γέννησή της, έτσι κι εγώ ήμουν διχασμένος εκ γενετής, φερμένος σ' έναν
επιλόχειο κόσμο, όπου σχεδόν κανείς δεν με δεχόταν γι' αυτό που ήμουν, αλλά
πάντα με πίεζαν βάναυσα να επιλέξω τη μία ή την άλλη πλευρά μου. »
Αίσθηση
από Γκράχαμ Γκρην και Λε Καρέ, ατμόσφαιρα από Κάφκα στις τελευταίες σελίδες του
εγκλεισμού και τη ανάκρισης, και έξοχες σελίδες ανθολογίας, στην εγκατάλειψη
της Σαϊγκόν από τους πανικοβλημένους αξιωματικούς και τις οικογένειές τους· στα
γυρίσματα της ταινίας τύπου "Αποκάλυψη τώρα" στις Φιλιππίνες με τον
αυταρχικό και απόλυτο σκηνοθέτη (μια καρικατούρα του Φ.Φ.Κόπολα) να αντιπαθεί
σφόδρα τον αφηγητή· στην γκροτέσκα προσπάθεια εισόδου στο Βιετνάμ από την ομάδα
Αμερικανών πρώην στρατιωτικών και Βιετναμέζων προσφύγων. Το βιβλίο που όσο
φτάνει προς το τέλος του, γίνεται παράλογο και σκοτεινό, αγχώδες και αγωνιώδες
είναι σαγηνευτικό και εντυπωσιακό στην εξέλιξή του.
Η
απώλεια, ο νόστος, η μνήμη, τα διλήμματα και οι αγωνίες του να ισορροπείς
μεταξύ αντιθέτων δυνάμεων, οι επιλογές που σε καθόρισαν, η αποξένωση αλλά και η
δύναμη της φιλίας καθορίζουν αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, που είναι κάτι μεταξύ
κατασκοπευτικού θρίλερ, οξείας κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας, πολεμικού
μυθιστορήματος αλλά και ιστορία μοναξιάς και εγκλεισμού με μια καθηλωτική
αφήγηση που δείχνει αρετές μεγάλου συγγραφέα. Το βιβλίο απέσπασε πολλές
σημαντικές διακρίσεις, μεταξύ αυτών, το βραβείο Πούλιτζερ για μυθοπλασία το
2016.
«Το
Μπανγκ Μπανγκ ήταν ο ήχος του πιστολιού της μνήμης μες στα κεφάλια μας, γιατί
δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τον έρωτα, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τον
πόλεμο, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τους εραστές και τις ερωμένες, δεν
μπορούσαμε να λησμονήσουμε τους εχθρούς, δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε την
πατρίδα, και δεν μπορούσαμε να λησμονήσουμε τη Σαϊγκόν. »
Βαθμολογία
84 / 100
2 Comments:
At 14/2/19 19:23,
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια (αυτό με τα Ελληνικά, το παρακάμπτω - κακίες!). Δεν ξέρω τι ενόχλησε την Κατερίνα, κάποιες επαναλήψεις λέξεων και φράσεων νομίζω (καίτοι, τωόντι) που όμως χαρακτηρίζουν τον Γ.Ι.Μ. ως μεταφραστή. Νομίζω ότι δεν υπάρχει επιμέλεια στο κείμενο ή αν υπάρχει είναι υποτυπώδης, οπότε έχουν περάσει αρκετά ορθογραφικά και συντακτικά λάθη.
Πολύ δελεαστικό το κείμενό σου Άγη, όπως πάντα -εκτός από τα ελληνικά που μάλλον το έχεις παρακάνει χεχεχε. Εσένα η μετάφραση πώς σου φάνηκε γιατί η Κατερίνα διαδίδει τα χειρότερα και δεν ξέρω αν ισχύουν ή αν πρόκειται για εμπάθεια προς τον Ίκαρο.
ν.κ.ι.