Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2019
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2019 | Permalink
"Καινούργια μέρα"

"Ένα σώμα που φλέγεται είναι μια οδυνηρή αποκάλυψη  και καμιά σχέση δεν έχει με τη φράση "ένα σώμα που φλέγεται". Ο καιόμενος είναι αδύνατον να αποδοθεί στο χαρτί."

Με ένα πολύ ενδιαφέρον, ογκώδες μυθιστόρημα, επανέρχεται σχεδόν 10 χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου, ο συγγραφέας και παλαιοβιβλιοπώλης (oldbooks.gr), Νίκος Χρυσός (Αθήνα, 1972). Ο (μάλλον αισιόδοξος) τίτλος του βιβλίου, "ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ" (εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 681), δεν προδιαθέτει γι' αυτό που θα ακολουθήσει την ανάγνωσή του, καθώς, αυτό το πολυφωνικό και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα είναι μια κάθοδος στην κόλαση, σε έναν κόσμο σκοτεινό κι ανεξερεύνητο, απωθητικό και απελπισμένο.


Ο χρόνος και ο τόπος είναι ασαφή στο βιβλίο του Χρυσού. Μπορεί η δράση να εξελίσσεται σήμερα, μπορεί σε λίγα χρόνια από τώρα. Ο τόπος είναι μια πόλη με μεγάλο λιμάνι κάπου στην Μεσόγειο. Στοιχεία από Αθήνα και Πειραιά είναι διάσπαρτα στην αφήγηση, χωρίς όμως να παίζουν κάποιο ρόλο στην πλοκή ενώ το Λιμάνι χωρίζεται σε ζώνες που είναι τα 24 γράμματα του αλφαβήτου. Σε μια αποθήκη / παλιό αμαξοστάσιο του λιμανιού, όπου τα βράδια καταφεύγουν για να προστατευθούν από το κρύο και για να κοιμηθούν, άστεγοι και παρίες, πουτάνες και πλάσματα της νύχτας, τρεις νεαροί κάνουν μια επιδρομή θανάτου με θύμα, έναν άστεγο, τον Σεβαστιανό, ο οποίος πυρπολείται από τους νεαρούς. Μέλος αυτής της ομάδας, είναι ο Παύλος που είναι και ο νεότερος. Ο Παύλος συγκλονίζεται από την αγριότητα και την κατάληξη της σκηνής που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του. Γυρίζοντας σπίτι του, αποφασίζει να ξεκόψει από την παρέα του και να ψάξει στοιχεία για τον άνθρωπο που κάηκε.

"Δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έπρεπε να' μουν εκεί, δεν έπρεπε να συμβεί, δεν έχει συμβεί, δεν ήμουν εκεί. Στο λευκό περιθώριο της σελίδας εμφανίζεται ένα μάτι γαλάζιο, το χαρτί αρπάζει φωτιά, πιέζω το μολύβι και μουντζουρώνω το φλεγόμενο μάτι, το φύλο τρυπά μα εγώ συνεχίζω να μουντζουρώνω και να σκίζω τα επόμενα φύλλα το ένα μετά το άλλο ώσπου στη θέση του ματιού υπάρχει μια μαύρη τρύπα."

Ο Παύλος, προσπαθώντας να μάθει περισσότερα για τον Σεβαστιανό και την ιστορία του, εντοπίζει μερικούς από τους πιο βασικούς (και κοντινούς) συντρόφους του, τον Τέως που ήταν έμπορος, ο οποίος καταστράφηκε, του Μαρκόνη που ήταν ασυρματιστής σε καράβια, του ναρκομανή Γιάννη που ήταν φοιτητής και του αεικίνητου Λάκυ που έχει έρθει από την Ρουμανία. Οι άνθρωποι αυτοί αφηγούνται ο καθένας από την πλευρά του, τα έργα και τις ημέρες του Σεβαστιανού, αυτού του αινιγματικού παραμυθά, που έχει πάντα έτοιμη, μια ιστορία να αφηγηθεί, καθηλώνοντας όσους ήταν κοντά του.

Ποιός ήταν όμως ο Σεβαστιανός; Ο αφανής κι όμως διαρκώς παρών κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας; Ο άνθρωπος που γοητεύει και μαγεύει τους πάντες, κλοσάρ και καταστηματάρχες, αστυνόμους και πόρνες, περαστικούς και μόνιμους ακροατές των ιστοριών του; Είναι μήπως ο Ιησούς και γύρω του είναι οι μαθητές του, που θα κηρύξουν τον Λόγο του; Είναι οι αφηγητές της ιστορίας του, ο καθένας από υποκειμενική πλευρά, οι Ευαγγελιστές που θα διαδώσουν τον λόγο του; Ο σκελετός του βιβλίου ακολουθεί αυτή τη δομή, χωρίς όμως να γίνεται άμεσα εμφανές στον αναγνώστη, χωρίς να τον βαραίνει με συμβολισμούς και αναφορές.

"Ξεκαθαρίζω εδώ πως δεν θέλησα ποτέ να υποδυθώ τον ξεπεσμένο ευγενή, δεν διεκδίκησα τον τίτλο του στοιχειωμένου πρίγκιπα που ανακάλυψε μια νέα λυτρωτική αλήθεια. Δεν ήμουν ο παλαβός Βύρων, δεν ήμουν ο τεμπέλης του Λαφάργκ, ήμουν ένα από τα σκουλήκια της πόλης, δεν το ξεχνούσα, το ήξερα, δεν μ' άφηνε κανείς εκεί έξω να το λησμονήσω, κι εξάλλου καμιά χαλαρότητα, καμιά παιδιάστικη ξενοιασιά δεν υπάρχει στον δρόμο. Δεν είναι παρά μια συνεχής πτώση, ένας διαρκής ίλιγγος, ένα άλμα στο χάος κι ας με ξεγελούν καμιά φορά τα παραμύθια του Σεβαστιανού· δεν τον κατηγορώ. Ίσως το μόνο το οποίο θα μπορούσα να του προσάψω είναι πως δεν αντιλαμβανόταν ότι οι ιστορίες του ήταν για εμάς καινούργια σώματα που τα ενδυόμασταν με πρωτοφανή προθυμία και τα απολαμβάναμε, έτσι άφθαρτα και σφριγηλά όπως μας φαίνονταν, χωρίς να καταλαβαίνουμε πως δεν μας ανήκαν, δεν μας ταίριαζαν, δεν μας χωρούσαν καλά καλά, μόνο αποκοίμιζαν για λίγο την πείνα, μας αποσπούσαν για λίγο από τον φόβο της νύχτας, και ίσως αυτό το "για λίγο" ήταν η πιο σπουδαία παρακαταθήκη που μας κληροδότησε ο πολύτιμος φίλος."

Ο Παύλος αλλάζει κατά την διάρκεια των αφηγήσεων, μεταβάλλεται. Ουσιαστικά παγιδεύεται μέσα σε αυτόν τον αλλόκοτο κόσμο, με αφηγήσεις που ενώ περιγράφουν το ίδιο περιστατικό, συνεχώς αλλάζουν και περιπλέκονται, παρασύροντάς τον (όπως και τον αναγνώστη του μυθιστορήματος) σε ένα ταξίδι διαφορετικό. Κι εδώ παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας ακολουθεί την ιστορία της Καινής Διαθήκης, με τον Παύλο να γίνεται ο κήρυκας των λόγων του Σεβαστιανού, ενώ οι τελευταίες εκατό σελίδες του βιβλίου με τις "καταγραφές" του Παύλου, είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον κομμάτι ενός μυθιστορήματος που παρά τον όγκο του κρατάει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος.

Η έρευνα που έκανε ο συγγραφέας είναι εμφανής και εντυπωσιάζει. Ο κόσμος των κλοσάρ είναι ζωντανός και οι περιγραφές της πείνας ως μόνιμης κατάστασης, και ως ενός ατελείωτου εφιάλτη είναι εξαιρετικές, ενώ, το διαρκές άγχος της ζωής στον δρόμο και της αναζήτησης καταλύματος καθώς και η συνεχής κούραση κατακλύζουν τις αφηγήσεις των αστέγων φέρνοντας μια Ντοστογιεφσκική αύρα σε ένα βιβλίο που θέτει ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο, το έγκλημα και την τιμωρία, την ανθρωπιά και το μίσος, την συμπόνια και την εγκατάλειψη, την απώλεια και την ανάγκη τρυφερότητας.


"Καθώς έκλεισε το βιβλίο, βρέθηκα ασφυκτικά στριμωγμένος ανάμεσα στις σελίδες κι ας ήλπιζα ο αδαής ότι θα με σκέπαζαν τρυφερά σαν πουπουλένιο πάπλωμα χήνας. Ο γηραιός βιβλιοθηκονόμος, κατάκοπος και σιωπηλός, το ακούμπησε στο καροτσάκι, διέσχισε τους χιονισμένους διαδρόμους και με τη βοήθεια μιας σκάλας το τοποθέτησε - με μένα μέσα - σε όρθια στάση στο πιο ψηλό ράφι της ακριανής βιβλιοθήκης. "Καλοδιάβαστος", μ' αποχαιρέτισε."

Αποφεύγοντας τις μελοδραματικές καταστάσεις και τον διδακτισμό, το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού έχει έντονο και σαφές κοινωνικό σχόλιο για τον ρατσισμό και τον καθημερινό φασισμό, την αποξένωση και την απομόνωση. Μπορεί να πλατειάζει σε ορισμένα σημεία του και η ιστορία να απλώνεται με τις πολλές αφηγηματικές φωνές που ίσως αποβαίνει εις βάρος της πυκνότητας και της οικονομίας του κειμένου, αλλά το βιβλίο όπως αναφέρω παραπάνω, παρουσιάζει πολλές αρετές που στο τέλος κερδίζουν τον αναγνώστη.

Κοντολογίς η «Καινούργια μέρα» είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα, γραμμένο με πληθωρικό ύφος, προσεγμένη γλώσσα, καλό αφηγηματικό ρυθμό – δεν χάνεται ο έλεγχος ποτέ -, που όσο προχωράει το κείμενο λειτουργεί πολύ καλά. Ο Νίκος Χρυσός δείχνει το αξιόλογο ταλέντο του, και κυρίως δεν φοβάται την «μεγάλη αφήγηση», στοιχείο που δεν συναντάμε συχνά, στην ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας. Ένα βιβλίο που αξίζει να προσεχτεί ιδιαίτερα και να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό αναγνωστών.

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ : 77 / 100










 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home