Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 03, 2019 | Permalink
Θραύσματα μιας ζωής ("Οδηγίες για οικιακές βοηθούς")
Θραύσματα
μιας ζωής, θραύσματα αυτοβιογραφίας, διατρέχουν την ραχοκοκαλιά του τόμου με τα
43 διηγήματα της Αμερικανίδας συγγραφέως Lucia
Berlin (Αλάσκα 1936 - Καλιφόρνια 2004), μια εκπληκτική
συλλογή που κυκλοφορεί με τίτλο "ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΕΣ ΒΟΗΘΟΥΣ" (“A Manual for Cleaning Women”) - (εκδ. Στερέωμα, μετάφρ. Κατ. Σχινά, σελ. 572) και
συγκεντρώνει τα περισσότερα διηγήματα που είχε γράψει η συγγραφέας, κατά τη διάρκεια
της ζωής της, τα οποία είχαν δημοσιευτεί σε επαρχιακά λογοτεχνικά περιοδικά και είχαν εκδοθεί από μικρούς εκδοτικούς οίκους της περιφέρειας.
"Όλοι
κουβαλάμε στο νου μας κάποιο λεύκωμα· πόζες· φωτογραφικά στιγμιότυπα ανθρώπων
που αγαπήσαμε σε διαφορετικές εποχές."
Η
μέχρι πρόσφατα παντελώς άγνωστη Lucia Berlin, έζησε μια μυθιστορηματική ζωή, πλούσια σε εμπειρίες
και συγκινήσεις (οι περισσότερες άσχημες και τραυματικές). Κακοποιημένη σεξουαλικά
από τον παππού της μικρή, και υποφέροντας από σκολίωση σε όλη της τη ζωή, έζησε
σε διάφορα μέρη, λόγω της δουλειάς του πατέρα της (ήταν μηχανικός ορυχείων).
Αλάσκα, Ελ Πάσο, Σαντιάγκο Χιλής σε μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από οικονομική
άνεση και πρωτόγνωρη (για την οικογένεια) χλιδή, ενώ μετά την απόφασή της να
σπουδάσει στις ΗΠΑ, αρχίζει η περίοδος της μεγάλης περιπλάνησής της, όχι μόνο
γεωγραφικά αλλά και ψυχολογικά. Τρεις γάμοι, διαζύγια, τέσσερα παιδιά, ερωτικές
σχέσεις, μετακομίσεις σε Μεξικό, Αριζόνα, Αλμπουκέρκη (Νιού Μέξικο), Νέα Υόρκη,
Κολοράντο, Λος Άντζελες, οικονομικά προβλήματα και επαγγέλματα όπως: καθαρίστρια
σε σπίτια, νοσοκόμος, διοικητική υπάλληλος και τηλεφωνήτρια σε νοσοκομείο,
καθηγήτρια. Όλα αυτά υπό το μόνιμο θέμα με τον αλκοολισμό της, που προέκυψε από
τα νεανικά της χρόνια, ζώντας σε μια οικογένεια με χρόνια παρόμοια προβλήματα
(ο παππούς και η μητέρα της ήταν αλκοολικοί).
"Δεν
μπορώ να τα βγάλω πέρα με τον θάνατό σου, Τερ. Αλλά το ξέρεις.
Είναι
όπως εκείνη τη φορά στο αεροδρόμιο, όταν ήσουν έτοιμος να μπεις στη φυσούνα που
οδηγούσε στο αεροπλάνο για την Αλμπουκέρκη.
"Ω,
σκατά. Δεν γίνεται να φύγω. Δεν θα βρεις ποτέ το αυτοκίνητο".
"Τι
θα κάνεις άμα φύγω, Μάγκι;" με ρωτούσες ξανά και ξανά, την άλλη φορά, όταν
θα πήγαινες στο Λονδίνο.
"Θα
φτιάχνω μακραμέ, αλητάκο μου".
"Τι
θα κάνεις άμα φύγω, Μάγκι;"
"Πραγματικά
πιστεύεις ότι σε χρειάζομαι τόσο πολύ;"
"Ναι"
είπες. Μια απλή δήλωση, τυπική της Νεμπράσκας.
Οι
φίλοι μου λένε ότι κυλιέμαι στην αυτολύπηση και τις τύψεις. Λένε πως δεν βλέπω
κανέναν τους πια. Όταν χαμογελάω, το χέρι μου πηγαίνει άθελά μου στο στόμα μου
να το κρύψει.
Συλλέγω
υπνωτικά χάπια. Κάποτε κάναμε μια συμφωνία...αν τα πράγματα δεν βελτιώνονταν ως
το 1976, θα πηγαίναμε να αυτοκτονήσουμε με όπλο στην άκρη της μαρίνας. Δεν με
εμπιστευόσουν, είπες ότι θα σε πυροβολούσα πρώτο και θα το έσκαγα, ή θα
πυροβολούσα πρώτα τον εαυτό μου, κάτι απ' τα δύο. Με κούρασαν τα παζαρέματα,
Τερ."
Στα
διηγήματά της, η Μπερλίν μεταφέρει αυτές τις εμπειρίες της, περιγράφοντας τις
ζωές ανθρώπων που συνήθως δεν προσέχουμε, ανθρώπων που περπατάνε δίπλα μας,
περνώντας απαρατήρητοι, μπαίνουν στα σπίτια μας, συναλλάσσονται μαζί μας για
διάφορα θέματα, μας εξυπηρετούν ή μας εκνευρίζουν στην καθημερινότητά μας. Πόσα
βιβλία ή ιστορίες γνωρίζουμε με ήρωες, μια καθαρίστρια, μια τηλεφωνήτρια, μια
κουρασμένη γυναίκα που περιμένει να πλυθούν τα ρούχα της στα πλυντήρια;
Στις
ιστορίες με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις (μόνο σε μια βρίσκουμε δύο αφηγητές), υπάρχουν
επαναλαμβανόμενα μοτίβα, σκηνές ακινησίας που ξαφνικά παίρνουν ζωή. Επεισόδια
από την περίοδο του καθολικού οικοτροφείου, από την περίοδο της ζωής στη Χιλή,
από την εφηβεία και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, από την περιπλάνηση σε διάφορα
μέρη με τους εκάστοτε συντρόφους της, από το Μεξικό και την ασθένεια της αδερφής
της, από το νοσοκομείο, από τα σπίτια που καθάριζε. Το ύφος είναι τόσο άμεσο
και εκπέμπεται τέτοια οικειότητα από τα κείμενα, που, πολλές φορές νιώθεις σαν
να σου μιλάει ένας φίλος, και να σου εξομολογείται στιγμές της ζωής του. Οι
ιστορίες της Μπερλίν έχουν κίνηση και αμεσότητα, ξεκινάνε ήρεμα και απλά και
προς το τέλος εκρήγνυνται, είτε με κάτι που συμβαίνει, είτε με κάποιο σχόλιο.
"Οι
άνθρωποι στα αυτοκίνητα γύρω μας έτρωγαν πράγματα που πιτσιλάνε. Καρπούζια,
ρόδια, λιωμένες μπανάνες. Μπίρα εκτινασσόταν από μπουκάλια σε οροφές, σόδες
χύνονταν σαν καταρράκτες στα πλάγια των αυτοκινήτων...Πεινάω, κλαψούρισα. Η
κυρία Σνόουντεν το είχε προβλέψει. Το γαντοφορεμένο χέρι της μου έδωσε ένα
μπισκότο με σύκο τυλιγμένο σ' ένα χαρτομάντιλο που μύριζε πούδρα. Το μπισκότο
ξεδιπλώθηκε στο στόμα μου σαν γιαπωνέζικο λουλούδι."
Η
γοητεία της καθημερινότητας κυριαρχεί στα διηγήματα. Χαρακτήρες που κοιτούν από
τα παράθυρα του σπιτιού τους, που ρεμβάζουν ακίνητοι, που καπνίζουν ατελείωτα,
που πηγαίνουν στα καθαριστήρια και πιάνουν κουβέντα με πλάνητες και τυχαίους,
που καθαρίζουν σπίτια για να ζήσουν «εισβάλλοντας» στη ζωή των άλλων, που
πίνουν σαν να μην υπάρχει αύριο, αυτοκαταστροφικοί τύποι αλλά και συμβιβασμένοι,
που μισούν τη μονοτονία και ακολουθούν πάντα τον “δύσκολο δρόμο”. Η ζωή σε
βαρετές επαρχιακές πόλεις, αλλά και στην χαλαρότητα του Σαντιάγκο, στη Νέα
Υόρκη αλλά και στην βαβούρα του Μεξικού, όπου δεν μπορείς ούτε στιγμή να
μείνεις μόνος σου, περνάνε μέσα από το δηλητηριώδες και οξύ χιούμορ της
Μπερλίν, με ζωντανές σκηνές που διαγράφονται στη μνήμη και μένουν αξέχαστες
στον αναγνώστη μέσα από την γλαφυρότητα των εικόνων και τη σημασία της κάθε
λεπτομέρειας, που περιγράφει με το μοναδικό της ύφος η συγγραφέας.
"Αγαπημένη
μου Κόντσι,
Έγραψα
ένα διήγημα, τα "Μήλα". Είναι για έναν γέρο που μαζεύει μήλα. Ο Μπομπ
Ντας κοκκίνισε με το στιλό του καμιά δεκαριά επίθετα και είπε ότι ήταν
"μια καλογραμμένη, αποδεκτή ιστοριούλα". Ο Τζο είπε ότι ήταν
εξεζητημένη και επίπλαστη. Ότι θα έπρεπε να γράφω μόνο γι' αυτά που αισθάνομαι,
όχι να επινοώ κάτι για έναν γέρο που ποτέ δεν γνώρισα. Δεν με πείραξαν
ιδιαίτερα όσα είπαν. Διάβασα το διήγημά μου ξανά και ξανά.
Ασφαλώς
και με πείραξαν.
Η
Έλλα, η συγκάτοικός μου, είπε ότι θα προτιμούσε να μην το διαβάσει. Μακάρι να
τα πηγαίναμε καλύτερα. Κάθε μήνα, η μητέρα της, τής ταχυδρομεί τις σερβιέτες
της από την Οκλαχόμα. Σπουδάζει θέατρο. Θεέ μου, πως θα καταφέρει μια μέρα να
παίξει τη λαίδη Μάκβεθ, αν παθαίνει σύγκρυο με λίγο αιματάκι;"
Η
συλλογή «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς», μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα,
καθώς οι ιστορίες έχουν συνοχή και σύνδεση μεταξύ τους. Τα ονόματα των ηρωίδων
αλλάζουν – κάποια παραμένουν τα ίδια σε αρκετά διηγήματα, ενώ δεν ακολουθείται
κάποια χρονική σειρά, με κάποιες από τις αφηγήσεις να συνεχίζονται σε δύο ή
τρία διηγήματα, ελαφρώς παραλλαγμένες σε κάποια κοινά σημεία. Αυτοαναφορικός
λόγος με στοιχεία auto-fiction (αυτομυθοπλασίας), που ξεφεύγει από την
αυτοβιογραφία, καθώς παρουσιάζεται έντονα λογοτεχνικός και με στοιχεία
υπερβολής. Η Μπερλίν, με σαρκασμό και δηλητηριώδες χιούμορ, ισορροπεί μεταξύ
δράματος και κωμικοτραγικών στοιχείων ακόμα και στις πιο φορτισμένες
συναισθηματικά σκηνές, με χαρακτηριστικότερη αυτή στο Μεξικό, όταν η ηρωίδα
έχει πάει να φροντίσει την μικρότερη αδελφή της που πεθαίνει από καρκίνο, η οποία
παραπονιέται ότι όταν πεθάνει “δεν θα ξαναδεί ποτέ της γαϊδουράκια”!
Οι
επιρροές στο ύφος της Μπερλίν πολλές, καθώς βλέπεις να περνάει από τα κείμενά της,
ολόκληρη η μεσοπολεμική Αμερικανική πεζογραφία, με κυριότερες επιδράσεις ή συγγένειες
να διακρίνονται με τα έργα των Κάρβερ και Κέρουακ (κυρίως). Το ύφος της Μπερλίν
χαρακτηρίζεται από τους Αμερικανούς κριτικούς, ως “dirty
realism” (“βρώμικος ρεαλισμός”), όρος ευφυής και
απολύτως ταιριαστός, ενώ δεν υπάρχει καθόλου διδακτισμός ή κοινωνιολογικές και
ψυχολογικές παρατηρήσεις – τα πράγματα “απλώς συμβαίνουν” και οι καταστάσεις
παίρνουν τον δρόμο τους.
"Άραγε
τι είναι ακριβώς ο γάμος; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και τώρα αυτό που δεν
καταλαβαίνω είναι ο θάνατος."
Αποτελεί
αξέχαστη εμπειρία, η ανάγνωση των ιστοριών της Μπερλίν, που αποδεικνύεται μια τεράστια
διηγηματογράφος, ισάξια των Τσέχοφ, Μανρό, Κάρβερ, Τσίβερ. Ευτύχησε να εκδοθεί
στη χώρα μας, σε έναν υπέροχο τόμο από τις (εξαίρετες) εκδόσεις Στερέωμα, με έναν
θαυμάσιο και κατατοπιστικότατο πρόλογο της σπουδαίας Lydia Davis (συγγενούς
στο ύφος με την Μπερλίν), και ωραία μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Ένα βιβλίο
που θα είναι σίγουρα στην καλύτερη δεκάδα αυτών που διάβασα το 2019.
Βαθμολογία
86 / 100
Δημοσίευση σχολίου