Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 26, 2022 | Permalink
Το πιο "Μουρακαμικό" απ' όλα ("Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε")

 

 

«Όλοι μας ζούμε τις ζωές μας κουβαλώντας μυστικά που δεν μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε.»
 
Όνειρα, διακειμενικές αναφορές, πηγάδια, ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία, ένας άντρας δίχως πρόσωπο, μέρες γεμάτες βροχή, σεξ χωρίς ιδιαίτερο αίσθημα-απρόσωπο, τα μακαρόνια, ένας άντρας που τον εγκαταλείπει η σύζυγός του, τζαζ και κλασική μουσική, διάλογοι γεμάτοι αμφισημία, η εισβολή στη Μαντζουρία και οι σφαγές του Ιαπωνικού στρατού εκεί, το υπερφυσικό και το παράλογο να εισέρχονται στην αφήγηση. Τι συνιστούν όλα αυτά; Ένα κλασσικό βιβλίο του Χαρούκι Μουρακάμι! Στα χέρια ενός άλλου συγγραφέα, το χαοτικό πλαίσιο όπου τοποθετεί τις ιστορίες του ο Ιάπωνας συγγραφέας, θα ήταν ένας αχταρμάς. Δεν είναι όμως τέτοια η περίπτωση του «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ», του πιο πρόσφατου βιβλίου του.


Η ιδανική αναγνωστική προσέγγιση στα μυθιστορήματα του Χαρούκι Μουρακάμι (1949, Κιότο), είναι να αφεθείς στη γοητεία της αφήγησής του. Έχοντας αρκετά χρόνια να διαβάσω κάποιο βιβλίο του, ομολογώ ότι το «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ»Kishidancho goroshi»), το ογκώδες μυθιστόρημα του δημοφιλέστατου Ιάπωνα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις Ψυχογιός, μετάφραση από τα Αγγλικά, Βασίλης Κιμούλης, σελ. Α’ τόμος 425, Β’ τόμος 438), με εξέπληξε πολύ ευχάριστα, καθώς δεν είναι μόνο ένα βιβλίο που (παρά το μέγεθος του), διαβάζεται ιδιαίτερα ευχάριστα, αλλά είναι και ένα πολύ ουσιαστικό και πληθωρικό βιβλίο που περικλείει εντός του, ολόκληρο το Μουρακαμικό λογοτεχνικό σύμπαν.
 
Στο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε», ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» του Φιτζέραλντ, συναντάει την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λ.Κάρολ (κάποιοι ξένοι κριτικοί βρήκαν μέσα και στοιχεία από «Το Μαγικό Βουνό» του Τ.Μαν, εγώ δεν πάω τόσο μακριά). Και αν βρίσκουμε πολλά στοιχεία από Φιτζέραλντ και στα (εξαιρετικά) παλαιότερα βιβλία του Μουρακάμι, εδώ έχουμε έναν απευθείας διάλογο με τον σπουδαίο Αμερικανό συγγραφέα, και μια τεράστια επιρροή στην ιστορία που πλάθει ο Ιάπωνας συγγραφέας.
 
Σύνοψη της ιστορίας
 
Το πολυσέλιδο βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το πρώτο φέρει τον υπότιτλο «Η ιδέα γίνεται ορατή», και το δεύτερο βιβλίο έχει ως υπότιτλο «Ρευστές μεταφορές». Ο (ανώνυμος) αφηγητής και ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ένας αρκετά επιτυχημένος και αναγνωρίσιμος 36άχρονος ζωγράφος πορτρέτων, που χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του, όταν η επί έξι χρόνια σύζυγός του, η Γιούζου, τού αναγγέλλει ότι πρέπει να χωρίσουν, μετά από ένα πολύ ρεαλιστικό όνειρο που είδε και εκείνος δεν υπήρχε σε αυτό (πιο «Μουρακαμική» σκηνή πεθαίνεις). Βέβαια η αφορμή ήταν μια ερωτική ιστορία που είχε η γυναίκα του, την οποία ο ήρωας αγνοούσε, και η αφήγηση της ιστορίας ξεκινάει εννέα μήνες μετά από αυτή την ανακοίνωση, όταν το ζευγάρι είναι ξανά μαζί, κάνοντας μια νέα αρχή. Στο μυθιστόρημα περιγράφεται αυτή η περίοδος των εννέα μηνών (ως μια κυοφορία – κάτι καθόλου άσχετο ως προς την εμφανή αλληγορία του κειμένου), από την ημέρα της αναγγελίας του χωρισμού έως την επανασύνδεση του ζεύγους – περίοδος στην οποία ο ήρωας πραγματοποιεί ένα «ταξίδι», μια πορεία ωρίμανσης και συνειδητοποίησης.
 
Αρκετά ταλαντούχος ως ζωγράφος, ο ήρωας είχε επιλέξει τον «εύκολο δρόμο» προς την επαγγελματική καταξίωση, ασχολούμενος αποκλειστικά με πορτρέτα ανθρώπων (από φωτογραφίες – μια ιδιαιτερότητά του ως «πορτρετίστας»)– που παρά τις τεχνολογικές αλλαγές της κοινωνίας, διέθεταν σημαντικά ποσά για ένα ολόσωμο ή όχι πορτρέτο, που κοσμούσε κυρίως τα γραφεία τους. Με την τεράστια αλλαγή στην προσωπική του ζωή, ο ήρωας αποφασίζει να μη ζωγραφίσει ξανά πορτρέτο. Παίρνει το αυτοκίνητό του και περιπλανιέται, ακολουθώντας επαρχιακούς δρόμους, μένοντας σε φτηνά ξενοδοχεία, μακριά από όλους. Είναι θλιμμένος, και τελείως αποπροσανατολισμένος. Θα συναντήσει μια κοπέλα σε ένα diner, και θα παρατηρήσει έναν μυστηριώδη τύπο που μοιάζει να τον παρακολουθεί.
 
Η «σωτηρία» θα έρθει, από έναν παλιό του συμφοιτητή και φίλο. Του προσφέρει το σπίτι όπου ζούσε ο πατέρας του, ο διάσημος ζωγράφος Αμάντα, ο οποίος είναι πλέον σε γηροκομείο πάσχοντας από αλτζχάιμερ. Το σπίτι είναι ορεινό και σχετικά απομονωμένο κοντά σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Ο ήρωας δέχεται αμέσως. Το σπίτι είναι εξαιρετικό, μια αγροικία Δυτικού ύφους με όλες τις ανέσεις και μόλις εγκαθίσταται ξαναρχίζει να ζωγραφίζει, ενώ μετά από λίγο διάστημα ξεκινάει να διδάσκει στο πολιτιστικό κέντρο της κοντινής πόλης. Εκεί γνωρίζεται με μια παντρεμένη γυναίκα – μαθήτριά του, με την οποία θα έχει μια σεξουαλική σχέση.
 

Τι παρατηρεί αμέσως ο ήρωας, όταν προσαρμόζεται στο σπίτι; Την παντελή απουσία κάποιου πίνακα! Ο γιος τού Αμάντα, δεν γνωρίζει γιατί, αλλά έτσι κι αλλιώς ο ίδιος ο πατέρας του υπήρξε ένα μυστήριο γι’ αυτόν. Ο Αμάντα σπούδασε ζωγραφική στη Βιέννη της Αυστρίας από το 1936 έως το 1939, οπότε οι Ναζί τον εξεδίωξαν από εκεί – αλλά γιατί τον απέλασαν ενώ ήταν σύμμαχοι με τους Ιάπωνες; Γυρίζοντας στην πατρίδα του ο Αμάντα, και μετά από σιωπή κατά τη διάρκεια του πολέμου, αρχίζει να ζωγραφίζει με Ιαπωνική τεχνοτροπία, παρότι διδάχθηκε (και θαύμαζε μέχρι τότε), την Δυτική ζωγραφική! Χωρίς να εξηγήσει ποτέ γιατί, οι εξαιρετικοί του πίνακες δεν είχαν τίποτα δυτικότροπο και έγινε διάσημος για την τεχνική του.
Ο ήρωας όμως ακούγοντας ένα βράδυ θόρυβο φτερουγίσματος μέσα στο σπίτι, βρίσκει μια σοφίτα με κρυφή είσοδο, όπου εκεί, εκτός από μια κερασφόρο κουκουβάγια που (όπως φαίνεται) μπαινόβγαινε από ένα μισάνοιχτο φεγγίτη, ανακαλύπτει έναν τυλιγμένο σε χαρτί, πίνακα που τον εντυπωσιάζει αμέσως και στη συσκευασία γράφει «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε».
Ο πίνακας αναπαριστά με ζωηρά χρώματα μια σκηνή βίας που σου κόβει την ανάσα. Ο Αμάντα όμως (απ’ότι γνώριζε ο ήρωας) δεν αναπαριστούσε ποτέ σκηνές βίας. Ο πίνακας φτιαγμένος με ιαπωνική τεχνική αναπαριστούσε μια σκηνή δολοφονίας με ποτάμια αίματος να κυλάνε. Δύο άντρες πολεμούσαν με αρχαία ξίφη. Ο νεότερος βυθίζει το σπαθί του στο στήθος του ηλικιωμένου. Το αίμα κατέκλυζε τα λευκά ρούχα του δολοφονημένου ενώ τα ορθάνοιχτα μάτια του ατένιζαν το κενό. Παραδίπλα κάποιες φιγούρες παρακολουθούσαν τη σκηνή. Μια νεαρή γυναίκα ξαφνιασμένη, ένας άλλος νεαρός άντρας ντυμένος σαν υπηρέτης είχε σηκώσει το χέρι του ενώ στο κάτω άκρο ένα κεφάλι εξείχε από μια καταπακτή που έμοιαζε με αυτήν που έβγαζε στη σοφίτα του σπιτιού, παρότι η σκηνή της δολοφονίας γινόταν σε εξωτερικό χώρο. Σύντομα ο ήρωας, που λατρεύει την όπερα, εξακριβώνει την προέλευση της σκηνής. Είναι από την εναρκτήρια σκηνή, της όπερας «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ, όπου δολοφονείται ένας αξιωματούχος που στο ιταλικό λιμπρέτο αποκαλείται «Κομεντατόρε» από τον νεαρό Δον Ζουάν (ή Ντον Τζιοβάνι) και την σκηνή παρακολουθούν η κόρη του Κομεντατόρε Ντόνα Άννα και ο υπηρέτης του Ντον Τζιοβάνι, ο Λεπορέλο που στον πίνακα κρατάει την περίφημη «λίστα» με τις γυναίκες που είχε κατακτήσει ο αφέντης του. Τι γυρεύει όμως στον πίνακα ο τύπος που παρατηρεί από την καταπακτή; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτή η σκηνή από την Δυτική τέχνη σε ένα πίνακα Ιαπωνικής τεχνοτροπίας. Ακόμα περισσότερο όμως, γιατί αυτός ο πίνακας παρέμενε σε κρυφό σημείο στο σπίτι; Ο αφηγητής τον φέρνει στο σαλόνι, όπου τον παρατηρεί για ώρες μαγεμένος από την δύναμή και την ομορφιά του, και αποφασίζει να μην ενημερώσει κανέναν γι’ αυτόν.
 
«Ήταν κάνα δυο μήνες αφότου μετακόμισα εδώ που ανακάλυψα τον πίνακα του Τομόχικο Αμάντα με τον τίτλο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε». Δεν μπορούσα να το γνωρίζω τότε, αλλά αυτή η ζωγραφιά θα άλλαζε τον κόσμο μου για πάντα.»
 
Ακόμα υπό την επίδραση της δύναμης του ανακαλυφθέντος πίνακα, ο ήρωας δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον ατζέντη του, ο οποίος του λέει ότι υπάρχει μια «πρόταση που αποκλείεται να αρνηθεί». Να ζωγραφίσει το πορτρέτο ενός ανθρώπου για ένα τεράστιο οικονομικό ποσόν, με μοναδική προϋπόθεση, ο πελάτης να ποζάρει. Εκείνος αρνείται καταρχάς αλλά είναι τόσα τα χρήματα που θεωρεί ότι θα τον βοηθήσουν να περάσει τον χειμώνα, οπότε δέχεται, όταν ενημερώνεται (προς κατάπληξή του) ότι ο ενδιαφερόμενος μένει πολύ κοντά του. Σύντομα θα δεχτεί την επίσκεψη του προσεχούς πελάτη του. Θα φθάσει στο σπίτι του με μια Jaguar, ένας καλοντυμένος και σπορτίφ μεσήλικας, που εκείνο που αμέσως ξεχωρίζει πάνω του, είναι τα κατάλευκα μαλλιά του. Το όνομά του, Μενσίκι, που σημαίνει «χωρίς χρώμα» και διαμένει σε ένα σπίτι πάνω στον λόφο, όπου από το μπαλκόνι του μπορεί να δει ότι συμβαίνει στο σπίτι του Αμάντα, που φιλοξενείται ο ήρωάς μας, αφού έχει εγκαταστήσει ένα ισχυρότατο τηλεσκόπιο εκεί. Αυτό ο ήρωας θα το μάθει αργότερα, όπως προχωράει η γνωριμία του με τον Μενσίκι και καθώς έχει ήδη αρχίσει να σχεδιάζει το πορτρέτο του. Η περιέργεια για τον πελάτη του και το ψάξιμο στο διαδίκτυο δεν τον βοηθάει καθόλου, δεν υπάρχει ίχνος πληροφορίας γι’ αυτόν ενώ και η ενημέρωσή του (από τον ίδιο) ότι ασχολείται με το χρηματιστήριο και από εκεί προέρχεται η οικονομική του άνεση μάλλον μπερδεύει τα πράγματα. Λίγα στοιχεία όμως θα βρει η παντρεμένη ερωμένη του ήρωα, όταν εκείνος της μιλάει για τον μυστηριώδη πελάτη. Θα τον ενημερώσει ότι αγόρασε το πολυτελέστατο και τεράστιο (κυρίως για έναν άνθρωπο) σπίτι που μένει, σχεδόν εκβιάζοντας τους προηγούμενους ιδιοκτήτες και ότι έχει περάσει ένα διάστημα στη φυλακή. Όταν όμως σε κάποιες εβδομάδες, θα επισκεφτεί το σπίτι του Μενσίκι, ο ήρωας θα ενημερωθεί για τον πραγματικό λόγο της διαμονής του πελάτη του στην περιοχή. Είναι οι ενοχές και η έγνοια για ένα κορίτσι που διαμένει σε ένα σπίτι στην άλλη άκρη του λόφου και θεωρεί ότι είναι η κόρη του, από μια σχέση με μια γυναίκα που πέθανε ξαφνικά λίγα χρόνια πριν. Εκείνη έκανε έρωτα μαζί του και εξαφανίστηκε, μετά από λίγο καιρό έμαθε ότι παντρεύτηκε έναν ηλικιωμένο και αμέσως γέννησε ένα κοριτσάκι. Μετά τον θάνατό της, η έφηβη πλέον κόρη της, έμεινε με τον πατέρα και την θεία της, στον μακρινό αυτό προορισμό, και τώρα ο Μενσίκι, την παρακολουθεί με το τηλεσκόπιό του, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει μαζί της και αν είναι πραγματικά κόρη του, ενώ (καθόλου τυχαία) η μικρή είναι μαθήτρια στα μαθήματα ζωγραφικής του ήρωα στο πολιτιστικό κέντρο.
 
Ένα βράδυ, ο ήρωας ακούει ένα καμπανάκι να χτυπάει έξω από το σπίτι του. Ο ήχος συνεχίζεται για μια ώρα και σταματάει απότομα. Αυτό συμβαίνει κάθε βράδυ, οπότε αποφασίζει να βγει από το σπίτι, να βρει από πού ακούγεται αυτός ο θόρυβος τη συγκεκριμένη ώρα στη μέση της νύχτας. Ακολουθώντας τον ήχο, φτάνει σε ένα ξέφωτο πολύ κοντά στο σπίτι του, όπου βρίσκει απομεινάρια ενός αρχαίου ναού. Το καμπανάκι ακούγεται κάτω από τη γη. Θα ενημερώσει τον Μενσίκι κι εκείνος, ως πιο πρακτικός άνθρωπος (και βέβαια με μεγάλη οικονομική άνεση) θα προσλάβει εκσκαφείς για να σκάψουν και να ανακαλύψουν τι συμβαίνει κάτω από τη γη. Ο ήχος ακούγεται από ένα ετοιμόρροπο τύμβο, οπότε η διαδικασία παίρνει αρκετές ώρες. Στο τέλος, εκείνο που αποκαλύπτεται, είναι μια μεγάλη τρύπα, «κάτι σαν πηγάδι», ουσιαστικά ένας πέτρινος θάλαμος όπου στον πάτο του, υπάρχει ένα αρχαίο κουδουνάκι. Ποιος το χτυπούσε όμως κάθε βράδυ; Ο ήρωάς μας τοποθετεί το κουδουνάκι στο στούντιο που ζωγραφίζει. Και αυτή είναι μονάχα η αρχή…
 
«Οι ζωές μας πράγματι φαντάζουν αλλόκοτες και μυστηριώδεις όταν τις εξετάζουμε εκ των υστέρων. Γεμάτες απίστευτα τρελές συμπτώσεις και απρόβλεπτες καμπές και αλλαγές πορείας. Τη στιγμή που ξεδιπλώνονται είναι δύσκολο να διακρίνεις οτιδήποτε παράξενο, όσο κι αν προσπαθείς να μη σου ξεφύγει τίποτα. Μες στη καθημερινή ρουτίνα αυτά τα πράγματα μοιάζουν απόλυτα συνηθισμένα, απόλυτα αναμενόμενα. Μπορεί να μην έχουν καμία λογική, αλλά χρειάζεται να περάσει κάποιος χρόνος μέχρι να είσαι σε θέση να αποφανθείς τι είναι λογικό και τι όχι.»


Μια προσέγγιση του κειμένου
 
Οι διακειμενικές αναφορές είναι εμφανείς από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κι αν η αρχή του, παραπέμπει σε άλλα μυθιστορήματα του ίδιου, το πάρτι ξεκινάει λίγο αργότερα!
Γίνεται σαφές από την εμφάνιση του μυστηριώδους και αινιγματικού Μενσίκι (του αφανούς ήρωα του μυθιστορήματος), ότι η αναφορά στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ», είναι σαφής και δεν επιδέχεται παρερμηνειών. Ο ήρωας είναι ο Κάραγουέι και ο Μενσίκι είναι ο Τζέι Γκάτσμπυ. Ο Μενσίκι αγοράζει το σπίτι στην άλλη πλευρά του λόφου (όπως ο Γκάτσμπυ στην άλλη πλευρά της λίμνης) για να είναι κοντά στην κόρη του, όπως κι ο ήρωας του Φιτζέραλντ, κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς κάνει στη ζωή του, πως πλούτισε, αν είναι ένας γοητευτικός παράνομος ή απλά ένας εκκεντρικός πλούσιος. Δεν είναι όμως μόνο ο Φιτζέραλντ, μήπως υπάρχει κι ο Φώκνερ και ο Αμερικανικός μεσοπόλεμος μέσα στην ιστορία; Η κοιλάδα και τα δάση που υπάρχουν ανάμεσα στα σπίτια, ελαφρώς απόκοσμα και εκτός της πόλης, μήπως είναι η επινοημένη επαρχία Γιοκναπατάουφα του μεγάλου Αμερικανού δημιουργού;
Στο μυθιστόρημα όμως δεσπόζει και η επιρροή των ιστοριών του Ueda Akinari (που οι ιστορίες του υπό τον τίτλο «Ουγκέτσου Μονογκατάρι – Ιστορίες της σελήνηςκαι της βροχής», εκδόθηκαν (κατά σύμπτωση), μέσα στο καλοκαίρι από τις εκδόσεις Άγρα). Το λογοτεχνικό σύμπαν του Ιάπωνα δημιουργού του 18ου αιώνα, κατακλύζεται από έναν κόσμο πνευμάτων, τα οποία πηγαινοέρχονται (διεισδύουν) για διάφορους λόγους στον κόσμο, διαδραματίζοντας ουσιαστικό ρόλο στην πλοκή. Αυτό συμβαίνει και στην εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται ο Μουρακάμι στο βιβλίο του.
 
Η δομή του βιβλίου είναι εντυπωσιακή. Ο Μουρακάμι οικοδομεί με ηρεμία την ιστορία του, δίνοντάς της διαρκώς προεκτάσεις. Την ρεαλιστική απεικόνιση της σχέσης του ήρωα με την σύζυγό του, τις ψυχολογικές του διακυμάνσεις και την φυγή του, που προδιαθέτουν για ένα υπαρξιακό δράμα, διαδέχονται οι συναντήσεις με τους περίεργους επισκέπτες του απόκοσμου τόπου που τον φιλοξενεί, και η συνειδητοποίηση της ύπαρξής του και του τι πραγματικά επιζητεί μέσα από τα γεγονότα που ακολουθούν. Το παράλογο και το Φανταστικό εισέρχεται μέσα στην αφήγηση και όπου η ρευστότητα της κατάστασης είναι πλέον έντονη με αυτό που φαίνεται ψεύτικο να γίνεται αληθινό, ο αναγνώστης βρίσκεται προ του διλήμματος να αποδεχθεί ή όχι, ότι οι ζωές μας όσο «προγραμματισμένες» κι αν είναι, ενδέχεται να βρεθούν προ μιας άλλης συνθήκης που δεν μπορούμε να ελέγξουμε. Ο κόσμος στο σύμπαν του συγγραφέα, είναι περίπλοκος και απρόσμενος, γεμάτος εκπλήξεις και ανατροπές, όπου η λύση δίνεται από το ανεξήγητο.
 
« «Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στην ιστορία που είναι καλύτερα να παραμένουν στο σκοτάδι. Η ακριβής γνώση δε βελτιώνει τις ζωές των ανθρώπων. Το αντικειμενικό δεν υπερέχει υποχρεωτικά του υποκειμενικού, ξέρετε. Η πραγματικότητα δεν καταργεί αναγκαστικά τη φαντασία.»
 
Οι χαρακτήρες στα βιβλία του Μουρακάμι, έρχεται κάποια στιγμή που επανεξετάζουν τη ζωή τους. Στο «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε», έργο ωριμότητας, αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο. Ο ήρωας στο κατώφλι της μέσης ηλικίας – ούτε πολύ νέος, αλλά ούτε και μεγάλος -, έρχεται η ώρα να βρει τον εαυτό του αποδεχόμενος τις ελλείψεις του και τις εμμονές του. Μέσα από την Τέχνη, θα βρει τον δρόμο του, θα προσπαθήσει να ανατρέψει τις «ευκολίες» και ότι θεωρούσε δεδομένο.
Θα το καταφέρει;
Αυτό το ερώτημα θα απαντηθεί στο τέλος του βιβλίου και παρότι, ενημερωνόμαστε από νωρίς, ότι έχει επανασυνδεθεί με την Γιούζου μετά από εννέα μήνες χωρισμού και ψυχολογικής περιπλάνησης, είναι τελικά αυτό που ζητάει ή απλά γυρίζει σοφότερος και πιο «ανοιχτός»; Τουλάχιστον έχει κατανοήσει, ότι το πιο παράλογο πράγμα στη ζωή, είναι η ίδια η ζωή…
 
Η μουσική πλημμυρίζει τους δύο τόμους. Από τους Beach Boys και τον Σπρίνγκστιν έως τον Μότσαρτ, από τους Modern Jazz Quartet έως τον Μπετόβεν, από τον Ντύλαν στον Στράους, οι εβδομάδες της περιπλάνησης και οι σκηνές στο σπίτι του Αμάντα, είναι γεμάτες από τις μουσικές που ακούει ο ήρωας (υπάρχει η σχετική λίστα στο Spotify), καθώς τα μυστικά και οι αποκαλύψεις ξετυλίγονται η μία μετά την άλλη, και οι ανατροπές στη πλοκή πληθαίνουν με το απόκοσμο και το υπερφυσικό να εισέρχονται όλο και εντονότερα στην πορεία της ιστορίας. Το βιβλίο είναι σίγουρα υπερφορτωμένο, πολλές φορές γίνεται φλύαρο, αλλά είναι τόσο σαγηνευτική η αφήγηση που σε παρασύρει.
 
Συμπέρασμα
 
Δυστυχώς η μετάφραση έγινε από τα Αγγλικά – με διάφορα περίεργα να συμβαίνουν, όπως η επιλογή (του μεταφραστή ή του επιμελητή;) να κλίνεται το Τόκιο («του Τόκιου»; αληθινά πρωτότυπο!) αλλά η απόλαυση του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος είναι δεδομένη για όποιον καταφέρει να εισέλθει στο σύμπαν του δημιουργού. Το «ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ», είναι ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του Μουρακάμι, που επανέρχεται σε φόρμα μετά το χαοτικό και αδιέξοδο «1Q84» ή το αδιάφορο «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι…». Ο «..Κομεντατόρε», ίσως το «πιο Μουρακαμικό» από τα βιβλία του Ιάπωνα συγγραφέα, είναι ένα βιβλίο που βρίθει μεταφορών και συμβολισμών, αλληγοριών και αμφισημιών, ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο μεταξύ στοιχείων της Ιαπωνικής παράδοσης και του μοντέρνου τρόπου ζωής, μεταξύ παραμυθιού και ρεαλισμού, λογοτεχνικών επιρροών και σεβασμού στις καλές τέχνες. Είναι ανοικονόμητο και ιδιαίτερα πληθωρικό, αλλά τόσο ωραίο!
 
Βαθμολογία 87 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home