Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2022
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 08, 2022 | Permalink
"Σπίτια και Τάφοι"
Για τον σπουδαίο Βάσκο συγγραφέα Bernardo Atxaga (1951, Αστεάσου Χώρα των Βάσκων, Ισπανία), και το τελευταίο του βιβλίο, το κείμενο σήμερα στο blog. Έναν συγγραφέα που «η γνωριμία» μου μαζί του την δεκαετία του ’90 μέσα από εκπληκτικά μυθιστορήματα Ομπακακοάκ», «Ένας άνθρωποςμόνος», όλα από τις ποιοτικές εκδόσεις Εκκρεμές) αποτέλεσε αναγνωστικό σοκ. Είχα αρκετά χρόνια να διαβάσω βιβλία του Atxaga, είχαν αρκετά χρόνια να εκδοθούν στη γλώσσα μας. Πριν λίγους μήνες εκδόθηκε στα ελληνικά το τελευταίο του μυθιστόρημα «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ» («Etxeak eta hilobiak») από τις εκδόσεις Εκκρεμές και σε ωραία μετάφραση του Κώστα Αθανασίου (σελ.440), μυθιστόρημα που όπως δηλώνει ο ίδιος θα είναι το τελευταίο του.


Ο Bernardo Atxaga, φιλολογικό ψευδώνυμο του Χοσέμπα Ιράθου Γκαρμενδία, γράφει στα Βασκικά τα έργα του. Στον ιδιαίτερο επίλογο τού «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», ο συγγραφέας μεταφέρει τα λόγια του Φραντς Κάφκα από τα «Ημερολόγια» του όπου μιλάει για τα θεατρικά έργα που παίζονται στα Γίντις. Γράφει λοιπόν ο μεγάλος Τσέχος ότι «οι λογοτεχνίες σε μειονοτικές γλώσσες μπορούν να είναι πολύ ισχυρές και τυχερές  αφού αποκτούν αμέσως πολιτική αξία», και συνεχίζει ο Ατσάγα ότι ο Κάφκα, ασφαλώς δεν μπορούσε να προβλέψει «την τύχη που περίμενε αυτούς που εκείνη την εποχή μιλούσαν γίντις στην Ευρώπη». Μια γλώσσα με τεράστια παράδοση αλλά «περιφρονημένη» στη χώρα της, για μια περιοχή όπου αυτοί που ζουν εκεί θεωρούνται «βοσκοί» ή «τρομοκράτες», άσχετα αν τα τελευταία χρόνια η περιοχή των Βάσκων γνωρίζει μια τεράστια τουριστική ανάπτυξη και συζητιέται παντού λόγω της γαστρονομίας και του κινηματογραφικού φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
 
Υπάρχει μια αυτοβιογραφική χροιά σε όλα τα βιβλία του Ατσάγα, άλλοτε εμφανέστερη , άλλοτε δεν διακρίνεται σε πρώτο επίπεδο. Τα θέματα όμως των βιβλίων του επαναλαμβάνονται: ένα χωριό σχετικά απομονωμένο (στα άλλα βιβλία του ήταν το Ομπάμπα, στο συγκεκριμένο είναι το Ουγκάρτε), τα ζώα, η φύση, μια ζωηρή και με πολύ παιχνίδι παιδική ηλικία, τα χρόνια του στρατού και η συναναστροφή με ανθρώπους από την υπόλοιπη Ισπανία (τόσο κοντινούς αλλά και τόσο ξένους), τα χρόνια της πολιτικής αναταραχής.
 
Αυτό συμβαίνει και στο «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που αποτελείται από έξι φαινομενικά αυτόνομες ιστορίες (ουσιαστικά πέντε + μία), οι οποίες όμως συνδέονται μεταξύ τους, όχι μόνο με κάποιους από τους ήρωες του βιβλίου που λιγότερο ή περισσότερο εισέρχονται μέσα σ’ αυτές, αλλά επίσης όλες, συνδέονται με τον τόπο, το χωριό Ουγκάρτε στη Χώρα των Βάσκων. Το βιβλίο ξεκινάει το 1972, πηγαίνει πίσω στο χρόνο κατά δύο έτη, συνεχίζεται το 1985, το 2012, για να ολοκληρωθεί το 2017, καλύπτοντας μια περίοδο περίπου 50 χρόνων. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει και ένας ιδιαίτερος επίλογος που είναι γραμμένος σε μορφή αλφαβήτου ή λεξικού, όπου ο συγγραφέας με μοναδικό τρόπο παραθέτει προσωπικές εμπειρίες που συνδέονται με το βιβλίο.
 
Στην πρώτη ιστορία («Ήταν ένα μικρό καράβι») που θεωρώ ότι μαζί με την τελευταία είναι οι πιο σημαντικές και καθοριστικές του μυθιστορήματος, ο Ελίας ένας δεκατετράχρονος έφηβος πηγαίνει στο τέλος του καλοκαιριού του ’72, στο σπίτι του θείου του στο Ουγκάρτε. Ο μικρός δεν μιλάει αφότου γύρισε πρόωρα από ένα εκκλησιαστικό κολλέγιο στη Νότια Γαλλία και η μητέρα του, τον στέλνει εκεί, θεωρώντας ότι η επαφή με τη φύση και την αλλαγή στον τρόπο ζωής θα του κάνει καλό, επαναφέροντας την ομιλία του. Ο θείος του είναι ο φούρναρης του χωριού, και ο Ελίας που του αρέσουν οι ξυλοκατασκευές, θα κάνει παρέα με τα παιδιά της μαγείρισσας του αρτοποιείου, τους δίδυμους Λουίς και Μαρτίν. Μια ημέρα, ένα αγριογούρουνο θα παγιδευτεί σε ένα κανάλι που περνάει δίπλα από το αρτοποιείο και σε μια συγκλονιστική σκηνή, ο Ελίας θα βρει τη μιλιά του, καθώς βλέπει έναν από τους υπαλλήλους του θείου του, τον Ελισέο να σημαδεύει το αγριογούρουνο.
 
«Αρχικά στο σπίτι της μητέρας του, μετά στο σπίτι του θείου του, στο Ουγκάρτε, ο Ελίας είχε μια βδομάδα που δεν είχε πει ούτε λέξη. Λίγο παραπάνω από μία βδομάδα, στην πραγματικότητα, αφού είχε πάψει να μιλάει ενώ παρακολουθούσε ένα cours intensif γαλλικών στο κολέγιο Μπο-Φρεν, στην πόλη του Πο, στον νότο της Γαλλίας. Εκεί είχε συμβεί ένα θαύμα αντίστροφο από εκείνα που η lImmaculee-Conception, προστάτιδα του σχολείου, υποτίθεται ότι πραγματοποιούσε στη Λούρδη: ο μαθητής που είχε μπει μιλώντας φυσιολογικά είχε βγει μουγγός.»
 
Στην δεύτερη ιστορία («Οι τέσσερις φίλοι»), μεταφερόμαστε στο 1970, όταν ο ήρωάς της, ο Ελισέο κατατάσσεται στον στρατό και υπηρετεί κοντά στη Μαδρίτη και πιο συγκεκριμένα στο πάρκο του παλατιού El Pardo που χρησιμεύει ως τόπος κυνηγιού για τον στρατηγό Φράνκο και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη. Ο Ελισέο βρίσκει μια νεογέννητη καρακάξα που την φροντίζει ως κατοικίδιο, ενώ στην ιστορία αυτή παρακολουθούμε πως χτίζεται η φιλία με τον Δονάτο που προσκαλεί τον Ελισέο να δουλέψει στο αρτοποιείο του Ουγκάρτε, αλλά και η προσπάθεια των φαντάρων να περάσουν όσο πιο ευχάριστα γίνεται – όμως το κυνήγι και η παρέα θα έχουν μια τραγική κατάληξη.
 
Στην επόμενη ιστορία με τίτλο «Αντουάν» βρισκόμαστε στα χρόνια της πολιτικής αναταραχής και της έξαρσης των τρομοκρατικών χτυπημάτων όχι μόνο από την ΕΤΑ αλλά και από μεμονωμένες περιπτώσεις. Ένας διευθυντής ορυχείου, ο Γάλλος Αντουάν, προσπαθεί να ενοχοποιήσει τους δίδυμους Λουίς και Μαρτίν, θεωρώντας τους υπεύθυνους (κυρίως τον Μαρτίν που είναι έντονα πολιτικοποιημένος) για την καταστροφή των γραφείων του ορυχείου.
 
Στην ιστορία με τίτλο «Το ατύχημα του Λουίς», που εκτυλίσσεται το 2012, ένας από τους δίδυμους, έχει ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα που προκαλεί ο ίδιος και παραλίγο να του στοιχίσει τη ζωή, θα τον επανενώσει όμως με τον αδελφό του, τον Μαρτίν με τον οποίο είναι τόσο διαφορετικοί.
 
Η τελευταία (και πιο καθοριστική) ιστορία («Ορχιδέες»), αφορά τον Μαρτίν και εκτυλίσσεται το 2017, όταν η έφηβη κόρη του, θα αρρωστήσει σοβαρά και θα χρειαστεί μια σειρά επεμβάσεων στο νοσοκομείο. Το γεγονός αυτό και η αγωνία για την τύχη της μικρής, θα αφυπνίσει την συνείδηση του Μαρτίν, και θα τον φέρει πιο κοντά στην οικογένεια και τον αδελφό του.
 
«Οι κόρες, οι γιοι: τι είδους δεσμός εγκαθιδρύεται μαζί τους; Όταν η Γκαράθι έπαψε να είναι μικρό παιδί και άρχισε, στα οκτώ ή στα εννιά της χρόνια, να είναι ένα πρόσωπο με φωνή και προσωπικότητα δική της, αυτός σκέφτηκε ότι ξεκινούσε ο χωρισμός τους, μια καινούργια φάση στην οποία σιγά-σιγά θα αποξενώνονταν. Η Γκαράθι ποτέ δεν θα ήταν γι’ αυτόν κάποια τόσο ξένη όσο το ζευγάρι του ασανσέρ, αλλά θα ήταν ένα πρόσωπο αποσυνδεδεμένο απ’ αυτόν, τόσο αποξενωμένη, ίσως, όσο ήταν εκείνη τη στιγμή η γυναίκα του. Η μεταμόρφωση, ένα απειροελάχιστο επεισόδιο μέσα στη γενική μεταμόρφωση του κόσμου, ήταν απαραίτητη και αναπόφευκτη.»
 
Πριν τις «Ορχιδέες», ο Ατσάγα παρεμβάλλει μια φαινομενικά άσχετη (προς το υπόλοιπο βιβλίο) ιστορία, που έχει ως τίτλο «Η Ντέζι στην τηλεόραση», όπου παρακολουθούμε τις προσπάθειες μιας υπέρβαρης κοπέλας να χάσει κιλά μέσα από ένα αμερικανικό reality. Αυτό όμως το δημοφιλές πρόγραμμα, που παρακολουθούν οι πάντες, σε σπίτια και νοσοκομεία, δείχνει την αλλαγή στην κοινωνία, όπου η τηλεόραση και πιο συγκεκριμένα το πιο φτηνό της είδος τα realities, εισβάλλουν στα σπίτια και αλλάζουν τις κοινωνικές σχέσεις.


Όπως αναφέρει στον επίλογό του, ο συγγραφέας, τα βιβλία του περιστρέφονται γύρω από τα ίδια μοτίβα. Τα δίπολα – δυο φίλοι, τα δίδυμα, δύο αδέλφια -, γύρω από τα ζώα, γύρω από τα οικογενειακά ζητήματα, γύρω από τους πολιτικούς αγώνες, τα τραγούδια, ενώ υπάρχουν πάντα μοναχικά τοπία, η δύναμη της φύσης αλλά και οι νοητικοί λαβύρινθοι τους οποίους κατασκευάζει για τους ήρωές του. Κυρίως όμως τα ζώα, το αγριογούρουνο και η καρακάξα που επανέρχονται στις ιστορίες του βιβλίου, δείχνουν να μοιράζονται την ίδια μοίρα με τους ανθρώπους.
 
Γραμμένο με ρεαλισμό που περιέχει πολλά ποιητικά στοιχεία, με απλότητα αλλά και δύναμη, το βιβλίο περιγράφει την μετάβαση της χώρας των Βάσκων σε μια νέα εποχή, από την αγροτική κατάσταση της δεκαετίας του ’70 και τον ακραίο συντηρητισμό, την δύναμη της εκκλησίας (είναι πολύ δυνατές οι σελίδες με τον ιερωμένο και τον Ελισέο στη δεύτερη ιστορία), και από τα χρόνια της πολιτικής αναταραχής, στη μοντέρνα Ισπανία του 21ου αιώνα, όπου η πολιτική για τους ήρωες του βιβλίου περνάει στο περιθώριο για να επικρατήσει η ωριμότητα και η ηρεμία.
 
Το «ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑΦΟΙ», είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και αυτογνωσίας, ένα υπέροχο και πολύ σαγηνευτικό μυθιστόρημα, που «επανασυστήνει» στο ελληνικό κοινό, έναν σπουδαίο συγγραφέα με ευδιάκριτο αφηγηματικό ύφος. Είναι ένα βιβλίο που μιλάει για την φιλία, τον έρωτα, την οικογένεια, την αλλαγή της κοινωνίας, την καθοριστική εισβολή της τηλεόρασης στην καθημερινότητα, για την αγάπη για την φύση, αλλά και για την εκδίκηση και την αμεσότητα του θανάτου. Μιλάει όμως και για την γλώσσα των Βάσκων και πόσο σημαντική είναι στην διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας.
 
Το λήμμα στον «Επίλογο», με τίτλο «Στροφή», θεωρώ ότι τα λέει όλα με έναν αξεπέραστο «Μπορχεσικό» τρόπο:
«Όλες οι γλώσσες του κόσμου προσφέρουν τη δυνατότητα της κατηγορηματικής έκφρασης: αυτό ή εκείνο ∙ είναι ή δεν είναι ∙ είσαι μαζί μου ή εναντίον μου ∙ υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων, αυτοί που φεύγουν κι εκείνοι που μένουν ∙ υπάρχουν δυο είδη λογοτεχνίας, η καλή και η κακή… Παρασύρομαι και προτείνω τη δική μου κατηγορηματική φράση: «Υπάρχουν δυο είδη λογοτεχνίας, αυτή που προτείνει μια στροφή κάπου προς τα έξω (εγκλήματα στη Νορλάνδια, πάθη στη κινεζική αυλή του 12ου αιώνα, θανάσιμες προδοσίες σε μια βορειοαμερικανική πανεπιστημιούπολη…) κι εκείνη που στην πρότασή της περιλαμβάνει μια στροφή ακόμα, αυτή που ο αναγνώστης θα όφειλε να κάνει προς τα μέσα στον ίδιο του τον εαυτό».»
 
Βαθμολογία 85 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home