Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2022
posted by Librofilo at Σάββατο, Σεπτεμβρίου 17, 2022 | Permalink
Fernanda Melchor, "Η εποχή των τυφώνων"
Συνδυάζοντας μαγικό ρεαλισμό με νατουραλισμό και σκληρή βία, η Μεξικάνα συγγραφέας Fernanda Melchor (1982, Veracruz), συστήνεται στο ελληνικό κοινό, με το εντυπωσιακό μυθιστόρημά της «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ» («Temporada de Huracanes») – (Εκδόσεις Δώμα, (ωραία) μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, σελ. 245). Μόλις το δεύτερο μυθιστόρημα της Μελτσόρ και η συγγραφέας, επιτυγχάνει να βυθίσει τον αναγνώστη της σε ένα ζοφερό σύμπαν, με ένα κοκτέιλ ναρκωτικών και παράνοιας, σεξ και απανθρωπιάς, ακραίας φτώχειας και άκρατης πορνείας, εγκλήματος και συνεχούς ασφυξίας.
 

Οι σύγχρονοι Μεξικανοί συγγραφείς φέρουν το βάρος της κληρονομιάς του
Juan Rulfo, ο οποίος με το «Πέδρο Πάραμο», εκτίναξε καταρχάς την λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής (και όχι μόνο) σε άλλα επίπεδα, εισάγοντας τον «μαγικό ρεαλισμό» στην παγκόσμια σφαίρα. Τα τελευταία όμως χρόνια, η διαρκής βία και οι άγριοι φόνοι γυναικών στα σύνορα με τις ΗΠΑ και αλλού, έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητας της χώρας, που η λογοτεχνία της «υποχρεώνεται» να ασχοληθεί και με αυτό – άσχετα αν ο Roberto Bollano, ένας Χιλιανός (που όμως έχει ζήσει μεγάλο μέρος της νιότης του στο Μεξικό) απεικόνισε με χαρακτηριστικό ύφος στο σπουδαίο «2666», τοποθετώντας τον πήχη της σύγκρισης πολύ ψηλά.
 
Στην «ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», η αφορμή για να ξετυλιχθεί η ιστορία, είναι ο φόνος της Μάγισσας. Βρισκόμαστε στην επινοημένη πόλη της Ματόσα και μια παρέα μικρών παιδιών βρίσκει το πτώμα της σε ένα αρδευτικό κανάλι, είναι διαμελισμένη! Το ερώτημα «ποιος το έκανε» δεν θα απασχολήσει πολύ τους αναγνώστες (που ενδεχομένως περίμεναν ένα συνηθισμένο «whodunit»), καθώς οι δράστες γίνονται γρήγορα γνωστοί όπως και ο λόγος του εγκλήματος. Η Μάγισσα θεωρείτο από την κοινότητα ότι έκρυβε στο σπίτι της και συγκεκριμένα σε ένα δωμάτιο που δεν άφηνε κανέναν να μπει μέσα, μια τεράστια περιουσία.
 
«Μα όταν ο αρχηγός έδειξε προς την ακροποταμιά, όλοι, κι οι πέντε μαζί, γονατιστοί στο ξερό χορτάρι, κι οι πέντε μαζί σαν ένα σώμα, κι οι πέντε περιτριγυρισμένοι από ένα σμάρι χρυσοπράσινες μύγες, διέκριναν επιτέλους τι είχε ξεβράσει το νερό στον κίτρινο αφρό του: το σάπιο πρόσωπο ενός πτώματος, ανάμεσα στα ζαχαροκάλαμα και στις πλαστικές σακούλες που είχε σκορπίσει ο άνεμος απ’ το δρόμο, μια σκοτεινή μάσκα που εξείχε ανάμεσα σε μυριάδες μαύρα φίδια, και χαμογελούσε.»
 
Η ιστορία συνεχίζεται με την αφήγηση να εναλλάσσεται μεταξύ αφηγηματικών φωνών των κατοίκων της περιοχής, εκείνων που είχαν δει κάτι, που ήξεραν λίγα και φανταζόντουσαν περισσότερα, εκείνων που ήξεραν σχεδόν τα πάντα. Μετά από τον φονικό τυφώνα του 1978 που είχε ισοπεδώσει την μικρή πόλη, ένας δεύτερος τυφώνας φτιαγμένος από ανθρώπινα συναισθήματα που περιμένουν να ξεσπάσουν κάπου την απελπισία και τη μιζέρια τους, τις καταπιεσμένες τους ορμές και τη φονική τους διάθεση, εκδηλώνεται με τον φόνο της Μάγισσας, μιας τραβεστί, που κληρονόμησε τα «χαρίσματα» της παλιάς Μάγισσας της μητέρας της, ζώντας σε ένα σπίτι-κάστρο, δεχόμενη την πελατεία της και κάνοντας κάθε είδους «εξυπηρετήσεις», από χαρτορίχτρα έως γιατρός, ενώ τα βράδια οργανώνει όργια με τους νεαρούς του χωριού, που μπαινοβγαίνουν σπίτι της όποτε γουστάρουν.
 
Η Μελτσόρ ακολουθεί την κινηματογραφική τεχνική, έχοντας μια αόρατη κάμερα, όπου οι εναλλασσόμενοι αφηγητές με ρυθμό πολυβόλου (ή τυφώνα) περιγράφουν τις ζωές τους και πως συνδέονται με τον φόνο της Μάγισσας, μην αφήνοντας τον αναγνώστη να πάρει ανάσα, καθώς δεν υπάρχουν παράγραφοι και οι τελείες σπανίζουν. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, ακολουθεί διαφορετική αφηγηματική φωνή που περιγράφει τα ίδια σχεδόν πράγματα από άλλη οπτική γωνία, ενώ εισάγονται όλο και πιο νέα στοιχεία στην ιστορία, σαν να ανοίγει μια μπάμπουσκα, με πολλές άλλες εντός της.
 
Ενώ ο φόνος της Μάγισσας, παραμένει στο επίκεντρο του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε ιστορίες φόνων, πορνείας, εκμετάλλευσης, βιασμών, μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, τράφικινγκ, εμπορίας ναρκωτικών, ομοφοβίας και ότι άλλο μπορεί να υπάρξει. Όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα ακραίας φτώχειας, αθλιότητας των συνθηκών, όπου δεν διακρίνεται από πουθενά η ελπίδα (σε μια χαρακτηριστική σκηνή του βιβλίου, μέσα στο αστυνομικό τμήμα καθώς ανακρίνονται οι ένοχοι του φόνου, οι αστυνομικοί ενδιαφέρονται για το εάν βρήκαν χρυσό ή χρήματα στο δωμάτιο, και που είναι αυτά, παρά για το εάν και πως σκότωσαν οι δράστες).
 
«Λένε ότι γι’ αυτό οι γυναίκες κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα, ειδικά στη Λα Ματόσα. Λένε ότι τα απογεύματα μαζεύονται στις βεράντες των σπιτιών τους για να καπνίσουν άφιλτρα τσιγάρα, κουνάνε τα μικρότερα παιδιά στην αγκαλιά τους φυσώντας τον αψύ καπνό στις τρυφερές κορφές των κεφαλιών τους για να διώχνουν τα κουνούπια, και απολαμβάνουν τη λίγη δροσιά που ανεβαίνει απ’ το ποτάμι, όταν επιτέλους η πόλη ησυχάζει και μόνο από μακριά φτάνει ο απόηχος της μουσικής από τα μπουρδέλα του αυτοκινητόδρομου και ο βρυχηθμός των φορτηγών που κατευθύνονται στην περιοχή με τις πετρελαιοπηγές, και τα υπόκωφα γρυλίσματα των σκύλων που καλούν ο ένας τον άλλο σαν λύκοι απ’ τη μια άκρη της πεδιάδας στην άλλη ž την ώρα που οι γυναίκες κάθονται  να πουν ιστορίες με το μάτι στον ουρανό, αναζητώντας εκείνο το παράξενο λευκό πουλί που, κουρνιασμένο στα ψηλότερα δέντρα, παρακολουθεί τα πάντα μ’ ένα βλέμμα σαν να θέλει κάτι να τους πει. Ότι δεν πρέπει να μπουν στο σπίτι της μάγισσας, με τίποτα ž ότι πρέπει να το αποφεύγουν και ούτε απ’ έξω να μην περνάνε, ότι δεν πρέπει να ζυγώσουν στις τρύπες που τώρα χάσκουν στους τοίχους του. Και να πουν και στα παιδιά τους ότι δεν πρέπει να μπουν να ψάξουν το θησαυρό, και πάνω απ’ όλα να μην πάνε με τους φίλους τους να τριγυρίσουν στα έρημα δωμάτια και ν’ ανέβουν στον πάνω όροφο να δουν ποιος θα’ναι ο τολμηρός που θα μπει στο δωμάτιο στο βάθος ν’ αγγίξει το σημάδι που έχει αφήσει το πτώμα της μάγισσας πάνω στο βρώμικο στρώμα. Να πούνε στα παιδιά τους πως άλλοι έφυγαν τρέχοντας αλλόφρονες από εκείνο το μέρος, κάτωχροι απ’ την αποφορά και την κλεισούρα, πανικόβλητοι απ’ την οπτασία του ίσκιου που ξεκολλάει απ’ τους τοίχους και τους παίρνει στο κυνήγι. Να τους πούνε να σέβονται τη νεκρική σιγή εκείνου του σπιτιού, τον πόνο των βασανισμένων ψυχών που έζησαν κάποτε εκεί. Αυτά λένε οι γυναίκες στη Λα Ματόσα: δεν υπάρχει τίποτε σ’ εκείνο το σπίτι ž κανένας θησαυρός, ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε διαμάντια, τίποτα ž μόνον ένας αφόρητος πόνος που αρνείται να το εγκαταλείψει.»


Στο γεμάτο με ένταση και πάθος, μυθιστόρημα της Μελτσόρ, δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει φως από πουθενά. Σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η συγγραφέας, το αίσθημα ασφυξίας κυριαρχεί. Είναι ένα βιβλίο που σε πιάνει από τον λαιμό (κυριολεκτικά) και σε τραντάζει με τον ακραίο ρεαλισμό του, όπου οι σκηνές φρίκης και οι κυνικοί διάλογοι συνεχίζονται σε όλη τη διάρκειά του.
 
Το σπίτι-κάστρο της Μάγισσας, παραπέμπει στο γοτθικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, αλλά και σε βιβλία του Φανταστικού. Η Μεξικάνα συγγραφέας, το χρησιμοποιεί αλληγορικά, το σπίτι εδώ, είναι το σώμα της γυναίκας, όπου «ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι», όπου ψάχνουν όλοι έναν υποτιθέμενο θησαυρό, είναι το σώμα που θέλουν να κατακτήσουν, να εξουσιάσουν, να περιφρονήσουν, να διαμελίσουν και τέλος να το πετάξουν στα σκουπίδια.
 
Σε αντίθεση όμως με τα βιβλία της Φανταστικής Λογοτεχνίας, εδώ δεν υπάρχει καμία παραπομπή σε μεταφυσικά φαινόμενα ή κάτι παρόμοιο. Στην «ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», επικρατεί ο κοινωνικός προβληματισμός και οι συνθήκες ζωής των κατοίκων της επινοημένης περιοχής που θα μπορούσε να είναι και η Βερακρούζ, τόπος καταγωγής της συγγραφέως. Όλα καθορίζονται από την έλλειψη χρήματος, από τις προκαταλήψεις, από τους φόβους, από τα συναισθήματα, από την μιζέρια. Οι χαρακτήρες στο βιβλίο της Μελτσόρ, είναι διαβρωμένοι από τα ναρκωτικά, την πορνεία, την βία καθώς το Κακό, είναι παντού, κυριαρχεί στην καθημερινότητά τους, τους διαφεντεύει και τους οδηγεί στην απόλυτη κτηνωδία και στην απουσία ενσυναίσθησης όπου ο φόνος είναι μονόδρομος.
 
Ακολουθώντας την τεχνική του Γκ.Γκ.Μάρκες (κυρίως του αριστουργήματός του «Το φθινόπωρο τουΠατριάρχη»), η Μελτσόρ με ένα παραληρηματικό ύφος, με μακροπερίοδο λόγο, χωρίς παραγράφους, οδηγεί τον αναγνώστη της σε μια αγχώδη ανάγνωση, βυθίζοντάς τον σε ένα κόσμο φρίκης και απόλυτης βίας. Δεν ηθικολογεί, ούτε χρησιμοποιεί διδακτισμό στην ιστορία της, οι αφηγητές περιγράφουν σκηνές της καθημερινότητάς τους χωρίς εξωραϊσμούς και περιττούς λυρισμούς, κι όποιος αντέξει!
 
Πολυφωνικό και ζωντανό, σε ένα δημιουργικό συνδυασμό μαγικού και ακραίου ρεαλισμού, γεμάτο δυναμισμό και ατμόσφαιρα, το βιβλίο είναι μια βάσανος αλλά αποπνέει τέτοια γοητεία (και τρόμο), που αδυνατείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. «Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΤΥΦΩΝΩΝ», είναι ένα ακαταμάχητο page-turner, το οποίο προσφέρεται περισσότερο, για ανθρωπολογική και κοινωνιολογική ανάλυση, παρά για λογοτεχνική και που (ευτυχώς) δεν εκτείνεται επί μακρόν (πόσο να αντέξει κανείς…), αλλά οδηγεί τον αναγνώστη του σε ένα ταξίδι που δύσκολα ξεχνιέται.
 
Βαθμολογία 82 / 100


 



1 Comments:


At 28/5/23 13:49, Anonymous Ανώνυμος

Nice post thank you Ben

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home