Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2018
posted by Librofilo at Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2018 | Permalink
Δύο εξαίρετα ελληνικά μυθιστορήματα ("Ελαφρά ελληνικά τραγούδια" και "Μυθιστόρημα")

Δύο εντυπωσιακά και ποιοτικά βιβλία της πρόσφατης εγχώριας παραγωγής παρουσιάζονται σήμερα στο blog. Είναι το «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ» του σχετικά νέου συγγραφέα, εγκατεστημένου στο Παρίσι, Θωμά Συμεωνίδη (Θεσ/νίκη, 1977) και το καινούργιο μυθιστόρημα, με τίτλο «ΕΛΑΦΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» του εκλεκτού (και εκ των καλυτέρων της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας) συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνου (Αθήνα, 1943). Δύο εξαιρετικά και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία που με εντυπωσίασαν, από δύο συγγραφείς διαφορετικής γενιάς που όμως τους ενώνει η φροντίδα για την γλώσσα, το ιδιαίτερο και ευδιάκριτο προσωπικό ύφος. Ας τα πάρουμε με τη σειρά:



Η νουβέλα με τον τίτλο «Μυθιστόρημα» του Θ.Συμεωνίδη (εκδ. Γαβριηλίδης, σελ.132), είναι το «μυθιστόρημα» μιας ζωής σε μια σειρά από μικρά κεφάλαια μιας έως πέντε σελίδων, εκτός από το κεφάλαιο 19 που είναι ουσιαστικά αυτόνομο και εκτείνεται σε περίπου 60 σελίδες αποτελώντας ένα εγκιβωτισμένο διήγημα μέσα στην νουβέλα.  

«Αυτός: Ποιος είναι;»

Ερωτήσεις αναπάντητες και μια περσόνα «Αυτός» που περιπλανιέται στην πόλη, πιο συγκεκριμένα το Παρίσι. Μια θεατρική παράσταση, ένα όνειρο που αναστατώνει, η ανασφάλεια του μετανάστη, η αβεβαιότητα για την δουλειά, το πρόβλημα με την γλώσσα που δεν την κατέχεις πλήρως, η γραφειοκρατία του Δημοσίου, μια ερωτική σχέση του παρελθόντος που ακόμα σε ταλανίζει. Σκηνές από την ζωή στην απρόσωπη (ή όχι και τόσο απρόσωπη) ξένη πόλη, το παρελθόν (ο στρατός, το σχολείο) σαν θραύσματα, σαν φλας που επανέρχονται στο μυαλό. Η δυσκολία προσαρμογής και η έλλειψη χρημάτων, ο ανταγωνισμός μέσα στην εταιρεία και τα προσωπικά προβλήματα που συνεχώς επανέρχονται.
Η ανάγνωση του βιβλίου απαιτεί συγκέντρωση και προσοχή, νιώθεις να ξεγλιστρά, να σου διαφεύγει κάποιο νόημα που στην τελική μπορεί και να μην υπάρχει, σαν παιχνίδι που παίζει ο (ικανότατος) συγγραφέας μαζί σου.

Στο κεφάλαιο 19 όλα αλλάζουν, καθώς παρακολουθούμε το μυθιστόρημα της οικογένειας του Εντουάρ, του ιδιοκτήτη της αρχιτεκτονικής εταιρίας που εργάζεται ο «ήρωας» («Αυτός»). Μια απολαυστική αφήγηση σε ένα τελείως διαφορετικό ύφος από το υπόλοιπο βιβλίο, που επανέρχεται στο γνώριμο ύφος των 60 πρώτων σελίδων με τα τελευταία κεφάλαια.
Ποιος είναι όμως «Αυτός»; Ο ήρωας, ο πρωταγωνιστής του μικρού βιβλίου; Αποστασιοποιημένος από τα δρώμενα, ένας «Ξένος», ένας άνθρωπος που είναι «ενταγμένος» αλλά αρνείται να το συνειδητοποιήσει, ένας άνθρωπος μοναχικός, «επαρχιώτης στην Ομόνοια» που η καθημερινότητά του είναι ένα βάσανο…

«Κανένας δεν σας ξέρει και τώρα συνειδητοποιείτε ότι και εσείς επίσης δεν γνωρίζετε τίποτα για τον εαυτό σας. Μεγαλώσατε σχηματίζοντας μια ολοκληρωμένη άποψη για την πραγματικότητα και τώρα συνειδητοποιείτε πως δεν μπορεί παρά να έχετε κάνει λάθος. Τι κάνατε, αλήθεια, τόσα χρόνια; Γιατί, ύστερα από τόσα και τόσα, αισθάνεστε τόσο έντονα μοναξιά και απομόνωση; Το τι σκέφτεστε, το τι νιώθετε, το τι θέλετε, το τι ονειρευτήκατε, συνειδητοποιείτε ότι ελάχιστα ενδιαφέρουν. Ποιον και γιατί, αλήθεια; Όλοι νιώθουν, όλοι θέλουν, όλοι ονειρεύονται, όλοι, όλα, όλοι, όλα, όλοι, όλα…»

Απόηχοι από Χειμωνά, Καχτίτση, Γονατά αλλά και πολύ από Μπέκετ, Ιονέσκο. Το «Μυθιστόρημα» κινείται σε ένα κλίμα παραλόγου, η αφήγηση διακοπτόμενη και ασθματική την ώρα που βάζει τον αναγνώστη μέσα στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, τον πετάει έξω, και ξεκινάει να ξεδιπλώνει μια οικογενειακή σάγκα σε διαφορετικές ηπείρους με ένα διαφορετικό, ξέφρενο ύφος. Ο συγγραφέας μοιάζει να εξερευνά τους διαφορετικούς τρόπους που λες μια ιστορία, που φωτογραφίζεις κάτι, που σχεδιάζεις κάτι, τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει η τέχνη.



Βαθιά υπαρξιακό και ιδιαίτερο βιβλίο, το «Μυθιστόρημα» είναι μια λογοτεχνική βόμβα βραδείας καύσεως, που χρειάζεται δεύτερη ανάγνωση, για να μπορέσεις να εισχωρήσεις στον κόσμο που περιγράφει ο συγγραφέας και με το οποίο σημειώνει αξιοσημείωτη πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο του (και με αρκετές αρετές) «Γίνε ο ήρωάς μου». Απαιτητικό και σαγηνευτικό είναι ένα βιβλίο που δεν υπακούει σε καλούπια, αποτελώντας μια από τις ευχάριστες αναγνωστικές εκπλήξεις της χρονιάς.

_________________________________________________________________

«Ήρθε επιτέλους ο καιρός για χαζοτράγουδα! Αρκετά με τα εμβατήρια, αρκετά με ύμνους, εθνικούς, θούριους αντάρτικους και το λουρί της μάνας. Αρκετά κλάψαμε (όσοι έκλαψαν), στενάξαμε (όσοι στέναξαν) και στραγγίσαμε από αίμα και θάνατο (όσοι σκοτωθήκαν κι όσοι φοβήθηκαν μη σκοτωθούν). Ο κόσμος έχει ανάγκη για χορό και κέφι, τα νιάτα για αισιοδοξία, γλέντι και ζωή, μεθύσι, εκδρομή, μπάνιο στη θάλασσα, τσάρκες με το αυτοκίνητο ως το Σούνιο, έρωτα και πάθος. Όλα τ' άλλα είναι τίποτα."

Το πανόραμα μια εποχής μέσα από μικρές καθημερινές ιστορίες που συνθέτουν ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, είναι το υπέροχο και (κυρίως άκρως) απολαυστικό βιβλίο, «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», του εξαίρετου συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνου (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.322). Ένα βιβλίο που είναι κάτι παραπάνω από μια απλή τοιχογραφία καθώς αποτελεί ουσιαστικά, την μελέτη μέσω μυθοπλασίας μιας κοινωνίας που σχηματιζόταν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο.

Αθήνα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 50 και μια χώρα που μόλις συνέρχεται από μια δεκαετία ταλαιπωρίας και ποταμών αίματος, με πόλεμο, κατοχή, εμφύλιους. Η "ανάπτυξη" έχει έρθει μέσω της Αμερικανικής βοήθειας και ο κόσμος διχασμένος, με κάποιους να προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση πιο εύκολα, άλλους να κρύβονται και να προσπαθούν να μείνουν αόρατοι και την πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης να προσπαθεί να βγάλει ένα μεροκάματο με κάθε τρόπο.

«Κοιταγμένα σήμερα τα πρόσωπα στις φωτογραφίες που δημοσίευαν οι εφημερίδες της εποχής, θυμίζουν τα πορτρέτα μιας πολυάνθρωπης οικογένειας. Αμέσως ανιχνεύεις αμέτρητα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτούς τους εντελώς άσχετους μεταξύ τους ανθρώπους, σαν εκείνα που κληροδοτούν από τη μια γενιά στην άλλη άντρες και γυναίκες μιας οικογένειας στους απογόνους τους. Δεν είναι ότι μοιάζουν πραγματικά τα πρόσωπα, τα μάτια, οι μύτες, τα στόματα, τα μέτωπά τους. Μια άλλου είδους ομοιότητα τους κάνει να μοιάζουν τόσο: ίσως η πολυκαιρισμένη απόχρωση της παλιάς εφημερίδας, ίσως τα ασπρόμαυρα αρνητικά που αφαιρούν την χρωματική διαφοροποίηση, ίσως τελικά η σφραγίδα των καιρών επάνω τους· το γενικό ήθος της εποχής, τα γεγονότα της κοινής τους καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια που ακούνε στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν μέσα μας το αποτύπωμα του κόσμου.»

Ένας δεξιός βιοτέχνης ιδιοκτήτης χαλβαδοποιίας ("βιομήχανος" σύμφωνα με τα ελληνικά στάνταρντς) και ο αριστερός συγγενής του που βγήκε βουλευτής με το κόμμα τού Αλ.Σβώλου, ο νεαρός ξάδελφος που προσπαθεί να αποφύγει την μετάθεση στην Κορέα και ένας γνωστός ζωγράφος που βιώνει έναν απαγορευμένο έρωτα και βλέπει την έκθεσή του να ακυρώνεται. Ένας "επιχειρηματίας" που κανείς δεν γνωρίζει τι επιχειρήσεις έχει, αλλά που το γραφείο του είναι τόπος περίεργων και καθοριστικών πολιτικά συναντήσεων, η γραμματέας του που θέλει να ανέλθει κοινωνικά χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και κάθε πόντο του καλλίγραμμου σώματός της, ένας μαχαιροβγάλτης που εκτελεί υπηρεσίες ξεπλένοντας την δράση του στην ΟΠΛΑ και γύρω του διάφορες μούρες που για ένα μεροκάματο κάνουν τα πάντα. Ένας πρώην δωσίλογος της επαρχίας που έχει μεταναστεύσει στην Αφρική και προσπαθεί να επανέλθει με νέο όνομα και διαβατήριο για να αποφύγει τις όποιες συνέπειες και ένας πανίσχυρος μικρέμπορας της Καλλιθέας που ξέρει να επιβιώνει. Ένας ποιητής που δουλεύει ως λογιστής και παρατηρεί τον κόσμο, αντιφατικός και αινιγματικός, και ένας άνθρωπος με λάθος όνομα σε μια εποχή που όλοι είναι ύποπτοι.



Ιδιαίτερα πολυπρόσωπο το βιβλίο (που έχει θαυμάσιο εξώφυλλο), απεικονίζει εξαιρετικά μια εποχή τόσο διαφορετική αλλά και τόσο οικεία. Τα ελαφρά τραγουδάκια μιας εποχής που ο κόσμος αποζητάει με μανία να ξεσκάσει, δίνουν τον απαραίτητο τόνο σε κάθε κεφάλαιο λειτουργώντας αντιστικτικά με τα προσωπικά δράματα που εκτυλίσσονται στις σελίδες του. Ο Α.Πανσέληνος είναι έξοχος αφηγητής (ορισμένες σελίδες του βιβλίου είναι εκπληκτικές), και μεταφέρει την ατμόσφαιρα και το κλίμα της δεκαετίας, που έζησε ως παιδί μεταφέροντας τον αναγνώστη και βάζοντάς τον κυριολεκτικά μέσα στο μυθιστόρημά του (με χαρακτηριστικές περιγραφές του κέντρου της Αθήνας αλλά και των συνοικιών που εκτυλίσσονται οι ιστορίες των πρωταγωνιστών του),  καθιστώντας τον ενεργό συμμέτοχο της δράσης του βιβλίου, ενώ η ακρίβεια στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας (οι υπηρέτριες με τις εξόδους τους, οι πάστες στα ζαχαροπλαστεία, το πείραγμα στον δρόμο, οι εκφράσεις) είναι αφοπλιστική και ξυπνάει μνήμες σε όσους γεννήθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60.

Η απουσία κεντρικού ήρωα και το κατακερματισμένο της αφήγησης σε πολλές ιστορίες, μπορεί να λειτουργήσει αποθαρρυντικά για τον αναγνώστη που προτιμά να διαβάζει μια αφήγηση με αρχή-μέση-τέλος, το φινάλε όμως (με το κεφάλαιο «Μαριονέτες), είναι θαυμάσιο και μπορεί να σε συνοδεύει η απορία τι έγιναν όλοι αυτοί οι μικροί/μεγάλοι ήρωες αλλά αυτό δεν είναι το μείζον...Η γενικότερη αίσθηση που σου αφήνει το πολύ φρέσκο αυτό βιβλίο, είναι ιδιαίτερα γλυκιά και απολαυστική ενώ οι συγκρίσεις και οι παραπομπές στην σημερινή κατάσταση είναι αναπόφευκτες για μια κοινωνία που την ταλαιπωρούν τα ίδια πάνω-κάτω προβλήματα, και οι ίδιες αγωνίες.

Βαθμολογία (και των δύο βιβλίων) 81 / 100









 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home