Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2023
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 05, 2023 | Permalink
HARLEM SHUFFLE ("Μπέρδεμα στο Χάρλεμ")
Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια την δημιουργική πορεία του πολυβραβευμένου Αφροαμερικανού συγγραφέα Colson Whitehead (Νέα Υόρκη 1969), με συνταρακτικά βιβλία όπως «Ο υπόγειος σιδηρόδρομος» (που έγινε και πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά) και «Τα αγόρια του Νίκελ», είμαι βέβαιος πλέον για την αφηγηματική του δεινότητα και την δημιουργική πνοή των μυθιστορημάτων του. Με το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «ΜΠΕΡΔΕΜΑ ΣΤΟ ΧΑΡΛΕΜ» («HARLEM SHUFFLE») – (εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφραση Μυρσίνη Γκανά, σελ.450), μπορεί να μην υπερβαίνει τον πήχη που είχε ήδη τεθεί πολύ ψηλά από τα προηγούμενα εξαίσια βιβλία του, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία του βιβλίου και του συγγραφέα του.


Τα μυθιστορήματα του Whitehead είναι γεμάτα ιστορικά στοιχεία ž οι ιστορικές συνθήκες, η ζωή των μαύρων στις Η.Π.Α. μέσα στα χρόνια, οι αγώνες τους, η καθημερινότητά τους, διαπερνούν το συνολικό λογοτεχνικό έργο του Αμερικανού συγγραφέα. Το «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ» δεν έχει την «βαριά» ατμόσφαιρα, ούτε οι ήρωες είναι «βασανισμένοι» όπως αυτοί των προηγούμενων βιβλίων του, αλλά με πρόσχημα μια ιστορία με «αστυνομική χροιά» αφηγείται τον προσωπικό αγώνα του ήρωά του με φόντο σε ένα μεγάλο μέρος του, τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της Νέας Υόρκης.
 
Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία του Ρέι Κάρνεϊ σε τρείς (κοντινές) χρονικές περιόδους, από το 1959 έως το 1964. Ο Ρέι έχει μια μικρή έκθεση επίπλων σε μια κεντρική οδό του Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Είναι νέος, αγαπάει υπερβολικά την έγκυο γυναίκα του, Ελίζαμπεθ και έχουν ένα μικρό κοριτσάκι. Ζουν σε ένα λιτό διαμέρισμα που βλέπει τις γραμμές του τρένου, δουλεύουν και οι δύο σκληρά – εκείνος στο κατάστημα, η Ελίζαμπεθ σε ένα γραφείο που οργανώνει ταξίδια για μαύρους (κάτι όχι τόσο απλό εκείνες τις μέρες αφού πρέπει να σχεδιάζει διαδρομές αποφεύγοντας τα σημεία της χώρας που οι πελάτες της δεν είναι καλοδεχούμενοι).
Ήδη το κατάστημα του Ρέι έχει μπει στον πέμπτο χρόνο λειτουργίας του και εμπορεύεται καινούργια και «ελαφρώς μεταχειρισμένα» έπιπλα∙  για να μπορέσει να διατηρηθεί με σχετικά κέρδη, πρέπει να κινείται στα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Ο Ρέι αποδέχεται κλοπιμαία, τα οποία πουλάει σε dealers που γνωρίζει εκτός Χάρλεμ και του έχουν εμπιστοσύνη, βρίσκει τηλεοράσεις και ραδιόφωνα πεταμένα και τα δίνει για επισκευή μεταπουλώντας τα σε «τιμή ευκαιρίας». Οι συνθήκες για έναν μαύρο επιχειρηματία που προσπαθεί να ορθοποδήσει ανταγωνιζόμενος τα μεγάλα καταστήματα επίπλων της πόλης είναι δραματικές – οι τράπεζες δεν δίνουν εύκολα δάνεια σε μαύρους, αναγκάζεται να ακολουθεί πολιτική πιστώσεων στα νεαρά ζευγάρια που μπαίνουν στο μαγαζί του, οπότε το να είναι κλεπταποδόχος σε περιορισμένο πλαίσιο είναι μια λύση.
 
«Ανάμεσα στους σάπιους ο Κάρνεϊ ήταν απλώς ελαφρώς χαλασμένος, στην πράξη και στις φιλοδοξίες. Κάποιο ξεκάρφωτο κόσμημα, τις ηλεκτρονικές συσκευές που έφερναν στο μαγαζί ο Φρέντι και κάποιοι άλλοι τύποι της περιοχής μπορούσε να τα δικαιολογήσει. Τίποτα φοβερό, τίποτα που θα τραβούσε ανεπιθύμητα την προσοχή στο μαγαζί του, στην πρόσοψη που έδειχνε στον κόσμο. Αν ένιωθε ένα ρίγος μετατρέποντας αυτά τα παράνομα αγαθά σε νόμιμα εμπορεύματα, μια ξαφνική ένταση στο αίμα του, σαν να είχε μπει στην πρίζα, αυτό ήταν κάτι που το έλεγχε ο ίδιος, και όχι αντίστροφα. Κι ας ήταν κάτι δυνατό και ιλιγγιώδες. Όλοι είχαν μυστικές γωνιές και σοκάκια που κανένας δεν έβλεπε – αυτό που είχε σημασία ήταν οι μεγάλοι δρόμοι σου και οι λεωφόροι, αυτά που φαίνονταν στον χάρτη τον οποίο είχαν οι άλλοι για σένα. Αυτό το πράγμα μέσα του, που κάπου κάπου κραύγαζε ή τραβούσε ή φώναζε, δεν ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που είχε ο πατέρας του. Εκείνη την αρρώστια που καλούσε κάθε λεπτό στην υπηρεσία της. Την αρρώστια στην οποία υπέκυπτε ο Φρέντι όλο και περισσότερο.»


Η μόνιμη εστία προβλημάτων στη ζωή του Ρέι, είναι το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, ο ξάδελφός του Φρέντι, που ήταν πάντα σαν αδελφός για αυτόν. Ο Φρέντι είναι απατεώνας και ναρκομανής, που προσπαθεί πάντα να πιάσει την καλή. Όταν συμμετέχει σε μια ομάδα ληστών που διαπράττουν μια ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη διάρρηξη του χρηματοκιβωτίου, του πιο εμβληματικού ξενοδοχείου του Χάρλεμ, δίνει το όνομα του Ρέι στον αρχηγό της ομάδας (έναν μαχαιροβγάλτη από το Μαϊάμι) ως αποδέκτη των κλοπιμαίων. Ο Ρέι (που δεν μπορεί να αρνηθεί την αποδοχή των κοσμημάτων από τους κλέφτες διότι θα κινδύνευε η ζωή του), από την αρχή γνωρίζει ότι κινείται πλέον σε πολύ επικίνδυνους δρόμους – κάτι που σε όλη του τη ζωή προσπαθούσε να αποφύγει, διότι μεγάλωσε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν πολύ γνωστός στη πιάτσα των απατεώνων του Χάρλεμ, μπλεγμένος σε διάφορες δουλειές. Το τελευταίο πράγμα που θα επιθυμούσε ο Ρέι είναι να ακολουθήσει την πορεία του πατέρα του, μπορεί όμως να το αποφύγει και μήπως τελικά «το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον»;
 
Ο Ρέι με τα κλοπιμαία στο χρηματοκιβώτιό του – κλοπιμαία που δεν μπορεί να σπρώξει λόγω της μεγάλης αξίας τους -, κινείται σε θολά νερά. Η γνωριμία του με έναν από τους ληστές (ο Φρέντι έχει ήδη εξαφανιστεί), τον θηριώδη Πέπερ θα εξελιχθεί σε μια βαθιά σχέση, ενώ η προσπάθειά του για κοινωνική ανέλιξη, μπλοκάρεται προσωρινά, όταν δεν γίνεται δεκτός σε μια κλειστή λέσχη επιχειρηματιών, παρά την δωροδοκία σε κάποιο από τα μέλη της επιτροπής. Η εκδίκηση του Ρέι σε αυτόν τον άνθρωπο, τον σπρώχνει όλο και περισσότερο στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της ψυχής του, διαπιστώνοντας ότι η παρανομία έχει χαραχθεί στο DNA του και δύσκολα θα ξεφύγει.
 
Το μυθιστόρημα του Whitehead, αποκτάει όλο και περισσότερο ενδιαφέρον, όσο εξελίσσεται. Αν τα δύο πρώτα μέρη, που διαδραματίζονται στις χρονιές 1959 και 1961, είναι πολύ καλά, το τρίτο μέρος, που εκτυλίσσεται το 1964, απογειώνει το βιβλίο. Το 1964 είναι η χρονιά που όλα άλλαξαν στο Χάρλεμ, είναι η χρονιά της μεγάλης αναταραχής. Το καλοκαίρι εκείνο, με αφορμή τη δολοφονία εν-ψυχρώ, ενός μαύρου έφηβου στο Χάρλεμ από (λευκούς) αστυνομικούς, ξέσπασαν μεγάλες ταραχές για μια βδομάδα, επενέβη ο στρατός, περιουσίες καταστράφηκαν, ενώ υπήρξαν δεκάδες τραυματίες και εκατοντάδες συλλήψεις. Ο συγγραφέας περιγράφει τα περιστατικά από την πλευρά του Ρέι, ο οποίος μένει αμέτοχος προσπαθώντας να διαφυλάξει το κατάστημά του και παρατηρεί ψύχραιμα τα γεγονότα, αυξάνοντας το άγχος του για το μέλλον της επιχείρησής του, γνωρίζει όμως ότι πρέπει διαρκώς να κινείται σε αυτή τη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας και θα πρέπει να δεχτεί τις αντιφάσεις του, αν θέλει να επιβιώσει σε αυτό το περιβάλλον.

«Κατέβηκε στο μετρό μέσα στον θόρυβο από την τσιρίδα του συρμού που έφτανε. Ίσως στον δρόμο από πάνω, όπως σε κάποιο παιδικό παραμύθι, τα τεράστια μαύρα γράμματα να αναδιατάσσονταν σχηματίζοντας νέα ονόματα και λέξεις και δέκα χιλιάδες φωτάκια που αναβόσβηναν φανερώνονταν σε μια μεταμεσονύκτια παράσταση που δεν έβλεπε κανείς. Σχηματίζοντας φιλοσοφικές δηλώσεις. Δηλώσεις οικουμενικής αλήθειας. Κραυγές για βοήθεια και κατανόηση. Και ίσως ανάμεσά τους μια επιβεβαίωση με αποδέκτη εκείνον και μόνο εκείνον: ένα τέλειο μήνυμα μίσους, εγγεγραμμένο πάνω στην ίδια την πόλη.»
 
Το βιβλίο έχει δυναμισμό, ζωντάνια και εξαιρετικό ρυθμό (κάτι που είναι χαρακτηριστικό του ύφους του Whitehead) και (σίγουρα) έναν σπουδαίο λογοτεχνικό χαρακτήρα. Ο Ρέι Κάρνεϊ προβάλλει από τις σελίδες του βιβλίου, ως ένας «bigger than life» αντι-ήρωας, καθώς ο συγγραφέας αργά αλλά σταθερά υφαίνει το ψυχογράφημά του και μας ξεδιπλώνει πτυχές της προσωπικότητάς του.
Τι θέλει ο Ρέι; Να ζει ήρεμα με τους αγαπημένους του, την Ελίζαμπεθ και τα παιδιά του, να μετακομίσουν σε μια καλύτερη περιοχή, να αποτινάξει από πάνω του, την πατρική κληρονομιά της παρανομίας, να μεγαλώσει την επιχείρησή του. Βλέπει όμως καθημερινά, ότι πρέπει να παλέψει με τους όρους του «δρόμου», ότι δεν μπορεί να αποφύγει κάποια πράγματα και έτσι μπλέκει όλο και περισσότερο. Από την άλλη, παρατηρεί τον ίδιο του τον εαυτό, τη φύση του και βλέπει ότι ορισμένα πράγματα είναι χαραγμένα μέσα του και βγαίνουν στην επιφάνεια.
 
Στο μυθιστόρημα, κάθε σκηνή, κάθε σελίδα αποπνέει καθημερινότητα και ρεαλισμό. Ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα συνεχώς στα χέρια (έτσι κι αλλιώς το βιβλίο έχει κινηματογραφική δομή και δείχνει έτοιμο για τη μεταφορά του στη μεγάλη ή στη μικρή οθόνη), ακολουθεί τον Ρέι, στις δύσκολες αλλά και στις ανέμελες στιγμές του, στο μαγαζί του και στον δρόμο, στις επαφές του και στις συναντήσεις του. Ο Whitehead με ακρίβεια και λεπτομέρεια περιγράφει τη ζωή ενός μαύρου που προσπαθεί με όποιον τρόπο μπορεί, να επιβιώσει στη Νέα Υόρκη των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’60, μιας εποχής που φαίνεται τόσο μακρινή.
 
«Τίποτα δεν είναι ακέραιο στην πόλη εκτός απ’ τα βράχια στα οποία έχει χτιστεί.»
 
Το «Μπέρδεμα στο Χάρλεμ», είναι ένα ωραίο μυθιστόρημα που κυλάει σαν page-turner αλλά με πολλή ουσία μέσα στις σελίδες του. Μυθιστόρημα αυτογνωσίας και επιβίωσης, που θέτει διαρκώς ερωτήματα για το Καλό και το Κακό, το όρια των ηθικών πράξεων, της νομιμότητας και της παρανομίας. Στο μυθιστόρημα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον αστυνόμο από τον εγκληματία, τον λευκό επιχειρηματία από τον μαύρο παράνομο. Ο χαρισματικός Whitehead, μέσα από τον (τόσο ανθρώπινο και τόσο αντιφατικό) ήρωά του, παραθέτει με ρεαλισμό τα στοιχεία, τονίζοντας την υποκρισία και την αδικία που κυριαρχεί σε μια πόλη, σε μια χώρα, που οικοδομήθηκε χρησιμοποιώντας ότι μπορούσε για να πάει μπροστά.
 
Βαθμολογία 83 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home