Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015 | Permalink
Φάλκονερ ή "η ανθρώπινη μοίρα"
Το θαυμάσιο «ΦΑΛΚΟΝΕΡ» («Falconer») του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα John Cheever (Quincy, Massachusetts 1912-1982), (Εκδ. Καστανιώτη, (ωραία) μετάφρ. Ι.Διονυσοπούλου, σελ.206), δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα για τις φυλακές ή για τις περιπέτειες των έγκλειστων μέσα σ’αυτές, είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο πολυδιάστατο και βαθιά ανθρώπινο, σαγηνευτικό και ιδιόμορφο, το οποίο εντυπωσιάζει με την λιτότητα και την κομψότητα του.

Ο Φάραγκατ, ευκατάστατος καθηγητής πανεπιστημίου, παντρεμένος με δύο παιδιά, έχει βρεθεί ένοχος για αδελφοκτονία και η ποινή του είναι «κάθειρξη έως δέκα έτη». Μεταφέρεται στην φυλακή Φάλκονερ, ένα κτίσμα που μετράει ήδη έναν αιώνα ζωής και παίρνει τον αριθμό 734-508-32, σ’αυτόν πλέον θα ακούει, θα είναι ένα νούμερο, θα πρέπει να ξεχάσει ποιος είναι, την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του και να προσπαθήσει να επιβιώσει. Ο Φάραγκατ είναι εξαρτημένος από την ηρωίνη, και η ζωή του, ήταν γεμάτη με μοναξιά, ελάχιστη αγάπη είτε από την οικογένειά του, είτε από την (μάλλον ανεγκέφαλη) σύζυγό του.

Στην φυλακή όπου βρίσκεται πλέον, θα προσπαθήσει να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό από αυτόν που έχει συνηθίσει.  Δεν μαθαίνουμε πως έγινε η δολοφονία ή το ατύχημα του θανάτου του αδερφού του, παρά μόνο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου - δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Ο Φάραγκατ κινείται, επιβιώνει αποστασιοποιημένος και σε μια κατάσταση limbo, προσπαθώντας να διατηρήσει την λογική του, μέσα σε μια παράλογη κατάσταση.

Οι ατελείωτες ώρες περνάνε με την συνεχή ανάδυση από μνήμες της προτεραίας του κατάστασης, της ζωής του μέσα στην οικογένεια με τους γονείς του, με την σύζυγό του. Παράλληλα ακούει και τις ιστορίες των συγκρατουμένων του, και μέσα από αυτές βρίσκει ανθρωπιά και ένα νόημα στην ζωή του που δεν έβρισκε στον έξω κόσμο. Η αναζήτηση της "ελευθερίας" έστω και μέσα από τον στενό και κολασμένο περιβάλλον της φυλακής είναι το ζητούμενο για εκείνον. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Τσίβερ, περνάνε αλησμόνητοι χαρακτήρες με τις προσωπικές τους ιστορίες, όπως ο "Λαγός νούμερο 2", ο "Βράχος", ο "Κερατάς" και άλλοι, οι οποίοι, θα είναι πλέον η πραγματική του οικογένεια ενώ  θα αναπτύξει και μια ερωτική σχέση με έναν από τους φυλακισμένους, τον Τζόντι, την οποία θα απολαύσει χωρίς ενοχές.

«Ο Φάραγκατ ξαπλωμένος στο στρώμα του, με το μυαλό του προσηλωμένο στο επερχόμενο πρωινό και στον ενδεχόμενο θάνατό του, σκέφτηκε ότι οι νεκροί, σε σχέση με τους φυλακισμένους, έχουν κάποια πλεονεκτήματα. Οι νεκροί έχουν τουλάχιστον στη διάθεσή τους ένα πανόραμα από αναμνήσεις και τύψεις, ενώ εκείνος ο έγκλειστος, έβλεπε τις αναμνήσεις του από τον λαμπερό έξω κόσμο τσακισμένες, κατακερματισμένες και εξαρτημένες από τυχαίες μυρωδιές – γρασίδι, δέρμα παπουτσιού, η οσμή του νερού από τις σωληνώσεις των ντους. Οι δικές του αναμνήσεις ήταν επισκιασμένες, θολωμένες. Το πρωί, μόλις ξύπνησε, κοίταξε επίμονα και απεγνωσμένα τριγύρω, αναζητώντας να βρει αποκούμπι σε μια λέξη, μια αλληγορία, ένα άγγιγμα ή μια μυρωδιά, όμως βρήκε μονάχα τη λαχτάρα του για μεθαδόνη και την ανεξέλεγκτη παραζάλη του. Έμοιαζε, εκεί στη φυλακή, με ταξιδευτή, και είχε πράγματι ταξιδέψει σε αρκετές ξένες χώρες ώστε να αναγνωρίζει τούτη τη σφοδρή αποξένωση. Την αίσθηση ότι, ξυπνώντας πριν από το χάραμα, όλα, με πρώτο απ’όλα το όνειρο που τον ξύπνησε, φάνταζαν παράξενα. Ονειρεύτηκε ότι μιλούσε άλλη γλώσσα και ένιωσε, ξυπνώντας, την παράξενη υφή και οσμή των σκεπασμάτων του. Από το παράθυρο έμπαινε η παράξενη μυρωδιά παράξενων καυσίμων. Πλενόταν με παράξενο και θολό νερό, σκούπιζε τον κώλο του με παράξενο και σκληρό χαρτί υγείας και κατέβαινε αφιλόξενες σκάλες για να φάει ένα παράξενο και τρομερά δυσάρεστο πρόγευμα. Ταξίδι ήταν - όλα με ταξίδι έμοιαζαν κι εδώ. Ότι κι αν έβλεπε, άγγιζε, μύριζε ή ονειρευόταν του φαινόταν βασανιστικά ξένο, όμως τούτη η ήπειρος ή το έθνος όπου θα περνούσε ίσως το υπόλοιπο της ζωής του δεν είχε σημαία μήτε εθνικό ύμνο, μονάρχη, πρόεδρο, φόρους, σύνορα ή τάφους.»

Το "Φάλκονερ" είναι ένα βιβλίο βαθιά στοχαστικό και υπαρξιακό. Ο Φάραγκατ είναι ένας "Ξένος" αλλά και ένας "Σίσυφος" παγιδευμένος μέσα σε έναν Καφκικό "Πύργο", ενώ η ειρωνία για το περίφημο "American dream" είναι συνεχής και αιωρείται πάνω από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας δεν καταγγέλλει τα κακά του συστήματος, ούτε εξιδανικεύει τίποτα. Ο ήρωας του βιβλίου θα νιώσει ανθρώπινος και περισσότερο "φυσιολογικός" μέσα στην φυλακή και θα καταφέρει να θεραπευτεί από την εξάρτησή του, μέσα στην απομόνωση, ενώ πολυδάπανες και πολύχρονες θεραπείες στον έξω κόσμο δεν το είχαν καταφέρει. Θα πατήσει πάλι στα πόδια του, θα αποκτήσει αυτοπεποίθηση και ηρεμία και διεκδικήσει και πάλι την ελευθερία του.

Στο "Φάλκονερ" βρισκόμαστε μακριά από την ζωή στα προάστεια της Νέας Υόρκης όπως περιγράφονταν στις έξοχες ιστορίες του "Κολυμβητή". Στο υπέροχο μυθιστόρημα του Τσίβερ ενυπάρχουν εγκιβωτισμένες θα μπορούσε να πει κανείς, ιστορίες ως αυτόνομα διηγήματα, ένα είδος όπου ο συγγραφέας είναι κυριολεκτικά μάστορας. Επίσης η απόσταση είναι μεγάλη και από βιβλία γύρω από τις περιπέτειες φυλακισμένων όπως του (υπέροχου) "Στην κοιλιά του κήτους" του Τζακ Άμποτ ή του διάσημου (λόγω της επιτυχημένης κινηματογραφικής του μεταφοράς) "Η Ρίτα Χαίηγουωρθ στις φυλακές Σάοσανκ" του Στ.Κινγκ

Η αφηγηματική ικανότητα, η διάχυτη ειρωνία, το χιούμορ και η πνευματώδης γραφή του Τσίβερ είναι εκπληκτική, ενώ οι χαρακτήρες του είναι ένας κι ένας, με αποκορύφωμα τον έξοχο Φάραγκατ, εμβληματικό μυθιστορηματικό ήρωα που συγκλονίζει. Το μυθιστόρημα απ' ότι διαβάζω στον ωραίο πρόλογο της μεταφράστριας έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς ο ήρωας του έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον συγγραφέα αλλά αυτό πλέον λίγη σημασία έχει καθώς εκείνο που μετράει είναι η δύναμη του βιβλίου. Μπορεί τελικά να προτιμώ τον Τσίβερ ως διηγηματόγραφο (ο "Κολυμβητής" του θα μου μείνει αξέχαστος),  αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι το "Φάλκονερ" είναι ένα μεγάλο βιβλίο.




 
Τρίτη, Μαρτίου 24, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 24, 2015 | Permalink
Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά
Η φράση "όλα είναι δρόμος", επανέρχεται συνεχώς στο μυαλό του αναγνώστη που διαβάζει το μυθιστόρημα δρόμου και ενηλικίωσης, της Μάρτυς Λάμπρου, με τίτλο "ΜΕ ΛΥΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΦΡΕΝΟ" (Εκδ.Κέδρος, σελ.310), που αποτελεί μια πρωτότυπη προσπάθεια για την ελληνική πεζογραφία, η οποία δεν έχει να παρουσιάσει ιδιαίτερη βιβλιογραφία σε τέτοιου είδους λογοτεχνία. Η δε προσπάθεια γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όταν ο συγγραφέας είναι γυναίκα και το μυθιστορηματικό πλαίσιο είναι οι περιπέτειες των οδηγών νταλίκας.

Κατά ένα μεγάλο μέρος αυτοβιογραφικό, το μυθιστόρημα της Λάμπρου, περιγράφει στιγμιότυπα από την ζωή της ηρωίδας της σε τρείς διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Στην μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία των δώδεκα χρόνων, στην εφηβική ηλικία των δεκαπέντε χρόνων και τέλος νεαρή γυναίκα, πρωτοετής στο πανεπιστήμιο σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Η Σωτηρία που γίνεται Σώτη (αλλά για τον οδηγό νταλίκας πατέρα της, θα είναι πάντα ο Σωτήρης), είναι ένα παιδί ανήσυχο, ζωηρό και πανέξυπνο που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη (στην Λιβαδειά), σε μια οικογένεια, όπου ο πατέρας λείπει συνεχώς σε ταξίδια, η μάνα παιδί εκτελεσθέντων κατά τη σφαγή του Διστόμου στη Ναζιστική κατοχή, κουβαλάει αρκετά ψυχολογικά προβλήματα που δεν την αφήνουν να επικοινωνήσει με την κόρη της, η δε γιαγιά αναπολεί έναν παππού εξαφανισμένο κατά την διάρκεια της Κατοχής, ο οποίος θεωρείται νεκρός.

Στο ασφυκτικό περιβάλλον της μικρής πόλης, ένα ταξίδι με τον πατέρα-μυστήριο και μάλιστα στην ηλικία των 12 ετών, σε σημαδεύει εφ'όρου ζωής και η μικρή Σωτηρία το απολαμβάνει με όλες της, τις αισθήσεις.Το ταξίδι με το καράβι, οι αουτοστράντες της Ιταλίας, η θέα από την καμπίνα του οδηγού, φαίνονται μαγικά στο μικρό κορίτσι. Η μακροχρόνια διαμονή στο λιμάνι του Μπάρι για να μπορέσουν να βρούν θέση στα καράβια προς την Πάτρα θα αποτελέσει ένα σοκ, καθώς θα βιώσει την ταλαιπωρία, την φτώχια αλλά και την συναδέλφωση των επαγγελματιών του δρόμου, που καθηλώνονται επί εβδομάδες μέσα στη νταλίκα τους περιμένοντας να φύγουν.

Το επόμενο ταξίδι θα είναι τρία χρόνια αργότερα. Ο προορισμός όμως θα είναι διαφορετικός, το μακρινό Βουκουρέστι της Ρουμανίας, όπου τους περιμένει ο παππούς που ξαναβρέθηκε. Ένα ταξίδι επεισοδιακό μέσα σε κακοκαιρία, η οποία έχει ως αντίκτυπο την καθυστέρηση, κινδύνους από τους δρόμους και τέλος η συνάντηση με έναν άνθρωπο που θεωρείτο νεκρός από όλους.

Στο τελευταίο ταξίδι που θα κάνει η Σώτη (πλέον) με τον πατέρα της, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εκείνος είναι άρρωστος, προσπαθεί να ανταπεξέλθει στα βαριά οικονομικά προβλήματα που του έχει αποφέρει το λήζινγκ της νταλίκας σε μια προσπάθειά του να μείνει ανεξάρτητος, το δε ταξίδι είναι εξόχως επικίνδυνο αφού ο προορισμός είναι το Ιράκ. Κι εκείνη όμως είναι πλέον περισσότερο κατασταλαγμένη, μπορεί να βοηθήσει περισσότερο αφού μπορεί και οδηγεί το μεγάλο φορτηγό ενώ θα γνωρίσει και τον έρωτα, συναντώντας ξανά έναν άνθρωπο που είχε γνωρίσει στο προηγούμενο της ταξίδι.

Ενδιάμεσα των ταξιδιών, παρακολουθούμε την καθημερινότητα του κοριτσιού, τις κοινωνικές ανακατατάξεις που γίνονται τις δεκαετίες 80 και 90 στην ελληνική επαρχία, τα πολιτικά πάθη, τις αλλαγές μέσα στην ίδια την οικογένεια, τα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονται, την προσαρμογή του παππού και την συμφιλίωση που επέρχεται με τους παλιούς αντιπάλους.

Η αφήγηση της Λάμπρου είναι χαμηλότονη και υπαινικτική. Δεν φλυαρεί, ούτε γεμίζει το κείμενο με περιττά στοιχεία ενώ υπάρχει διάχυτος ο κοινωνικός προβληματισμός. Το ταξίδι της ηρωίδας (εξαιρετικού μυθιστορηματικού χαρακτήρα, όπως και ο πατέρας άλλωστε), είναι από τη μία εξωτερικό αλλά και από την άλλη "προς εαυτόν", εσωτερικό, με τα συναισθήματα στην αφήγηση να αλλάζουν καθώς εκείνη μεγαλώνει και βλέπει τα πράγματα διαφορετικά.

Στέρεοι και αληθοφανείς χαρακτήρες, καλοκουρδισμένος ρυθμός στην αφήγηση, απλότητα στην έκφραση χαρακτηρίζουν το "Με λυμένο χειρόφρενο", ενώ η ζωντάνια και ο δυναμισμός της συγγραφέως βγαίνει στην αίσθηση που καταφέρνει να περνάει στον αναγνώστη από τον δρόμο, τη μυρωδιά της εξάτμισης και των λάστιχων, την δύναμη της θέλησης, τον σκληρό καθημερινό αγώνα. Είναι ένα ιδιαίτερα αξιόλογο μυθιστόρημα ενηλικίωσης (με το οποίο η Μάρτυ Λάμπρου τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το 2014), που μπορεί να διαβαστεί από όλες τις αναγνωστικές ηλικίες και να έχει τα ίδια αποτελέσματα γιατί είναι ένα βιβλίο αυθεντικό και ρέον που δείχνει τις δυνατότητες της συγγραφέως.

____________________________________________________

Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 14/3/15 με καλεσμένη την Μάρτυ Λάμπρου, με την οποία συζητάμε για το βιβλίο της "Με λυμένο χειρόφρενο". 

 
Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2015
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 20, 2015 | Permalink
Η μέρα που η Νίνα Σιμόν σταμάτησε να τραγουδά
Να λοιπόν μια νουβέλα-κόσμημα, που αντιπροσωπεύει επακριβώς το κλισέ "διαβάζεται απνευστί"! Η αυτοβιογραφία της Λιβανέζας ηθοποιού και ακτιβίστριας Darina Al-Joudi (Βυρηττός,1968), "Η μέρα που η Νίνα Σιμόν σταμάτησε να τραγουδά" ("Le jour ou Nina Simone a cesse de chanter"), γραμμένη σε συνεργασία με τον συγγραφέα Μοχάμεντ Κασίμι (Εκδ.Ποταμός, μετάφρ. Αθ.Μαροπούλου, σελ.159-μικρού σχήματος), είναι ακριβώς ο τύπος του βιβλίου που θα διαβαστεί με μια ανάσα λόγω της έντονης προφορικότητάς του, της ρέουσας γλώσσας και των συγκλονιστικών γεγονότων που διαδραματίζονται στο περιεχόμενό του.


Η Νταρίνα Αλ-Τζουντί, περιγράφει τη ζωή της - και τι ζωή είναι αυτή! Μεγαλωμένη σε μια προοδευτική οικογένεια ενός Σύριου άθεου δημοσιογράφου και μιας Λιβανέζας προσωπικότητας του ραδιοφώνου της Βυρηττού, αυτή και οι άλλες 2 αδερφές της, βρίσκονται μέσα στη δίνη του εμφύλιου πολέμου, και βιώνουν την ολοκληρωτική καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, της Βυρηττού σε τρυφερή ηλικία. Το βιβλίο αφηγείται την περιπέτεια της ηρωίδας μέσα σ'αυτήν την κόλαση, την παιδική και εφηβική της ηλικία και την απότομη ενηλικίωσή της καθώς οι σφαίρες σφυρίζουν δίπλα της. Ταυτόχρονα παρακολουθούμε, την ιστορία της οικογένειάς της, την σχεδόν ερωτική σχέση της με τον πατέρα της και ολοκληρώνεται με την φυγή της Νταρίνας στο Παρίσι, την ουσιαστική απελευθέρωσή της από τον τόπο του μαρτυρίου.

" "Κλείστε αυτό το κωλοκοράνι!"
Δεν ξέρω γιατί έβαλα τις φωνές. Έπρεπε όμως να φωνάξω για να μην αθετήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα μου: να μην αφήσω κανέναν να διαβάσει το Κοράνι στην κηδεία του.
Ο πατέρας μου πέθανε τη μέρα που κατάλαβε ότι δεν είχε άλλες ιστορίες να μου διηγηθεί. Στέκομαι μπροστά στη σορό του. Είναι γυμνός, στο κέντρο του μεγάλου δωματίου, καλυμμένος μ' ένα απλό λευκό σάβανο. Ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο πέος του. Τον κοιτάζω. Δείχνει τόσο ήρεμος. Πρώτη φορά στη ζωή μου τον νιώθω τόσο γαληνεμένο. Δε λυπάμαι για τον θάνατό του. Ήξερα από καιρό ότι θα πέθαινε γιατί μου τα είχε πει όλα."

Ο πατέρας της ηρωίδας, ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης. Διανοούμενος από την πάστα των ανθρώπων που στέκονται πάνω από θρησκείες, πολιτισμούς, ιδεολογίες. Μαρξιστής και κοσμοπολίτης,  έγραφε ποίηση, άκουγε όπερα, πίστευε στον ελεύθερο έρωτα, λάτρευε την Νίνα Σιμόν, τον Μάιλς Ντέιβις, την τζαζ, την Φεϊρούζ. Η Βυρηττός ήταν η κατάλληλη πόλη για να μπορεί ένα τέτοιο πνεύμα και μια "αντισυμβατική" Αραβόφωνη οικογένεια να ζήσει όπως ήθελε. Πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική, ανοιχτή κοινωνία τουλάχιστον στην επιφάνεια, σχεδόν 20 δόγματα και επίσημα αναγνωρισμένες εκκλησίες (θρησκευτικές κοινότητες) έφτιαξαν ένα μίγμα γοητευτικό και άναρχο, που χρειάστηκε η έκρηξη του εμφυλίου για να καταδείξει τα προβλήματα που ήταν κρυμμένα κάτω από το χαλί. Η βία του πολέμου ήταν μνημειώδης, και οι σφαγές συνεχείς, οπότε άνθρωποι της ιδιοσυγκρασίας και της κουλτούρας της οικογένειας των Αλ-Τζουντί αποτελούσαν στόχο για τις εμπλεκόμενες πλευρές.

Η Νταρίνα μεγαλώνει με πλήρη ελευθερία και συνηθίζει στην αναγνωρισιμότητα συμμετέχοντας ως παιδί σε τηλεοπτικά σόου της Λιβανέζικης τηλεόρασης. Είναι δυναμική, ατίθαση, πανέξυπνη, ανεξάρτητη, νευρική και πολύ όμορφη. Της αρέσει ο έρωτας και τον απολαμβάνει από μικρή προκαλώντας και σοκάροντας την σεξιστική Μουσουλμανική νοοτροπία του περίγυρού της - ας μη ξεχνάμε ότι τυπικά η οικογένειά της ήταν Μουσουλμανική. Η παιδεία της είναι Ευρωπαϊκή αλλά οι νοοτροπίες της κοινωνίας που ζει είναι διαφορετικές, θα πέσει θύμα βιασμού, θα φάει πολύ ξύλο και καθώς ο πόλεμος αρχίζει να θεριεύει και τα καταφύγια μπαίνουν στην καθημερινότητα των κατοίκων της Βυρηττού, εκείνη θα "ακουμπήσει" στα ναρκωτικά και στο σεξ, θα παίξει ρώσικη ρουλέτα και θα δει τον κολλητό της να αυτοκτονεί μπροστα στα μάτια της ως ο "χαμένος" του παιχνιδιού. Θα είναι η "πουτάνα", η "τσούλα", η "τρελή" όχι μόνο για τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και για τους δικούς της, οι οποίοι με το που πεθαίνει ο πατέρας της θα την κλείσουν σε ψυχιατρείο για άλλον ένα γύρο της κόλασης.

"Ήταν η σειρά του Ραμζί. Ήταν καθισμένος οκλαδόν. Εγώ είχα πέσει στα τέσσερα για να τον κοιτάζω απ' όσο πιο κοντά μπορούσα. Πλησίασα το πρόσωπό μου στο δικό του, έβλεπα τα μάτια μου μέσα στα δικά του, τα πρόσωπά μας ήταν κολλημένα, τα χείλη μου ακουμπούσαν τα δικά του. Του είπα.
"Μοιάζεις με τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στον Ελαφοκυνηγό"
Πήρε το περίστροφο χωρίς να γυρίσει το μύλο, είχε ένα περίεργο χαμόγελο, συνέχιζε να σιγοτραγουδάει:
First i was afraid
i was petrified
Kept thinking i could never live
without you by my side
But i spent so many nights
thinking how you did me wrong
i grew str...
Πάτησε τη σκανδάλη, ο εγκέφαλός του τινάχτηκε στα μαλλιά μου. Ο Χουσεΐν κουλουριασμένος στη γωνιά του, ούρλιαζε σαν τρελός. Εγώ έπιασα το τραγούδι απο κει που το άφησε ο Ραμζί:
...grew strong
I learned how to carry on
and so you're back
from outer space
I just walked in to find you here
Άνοιξα την αριστερή του παλάμη, πήρα τη δόση του και συνέχισα - όπως είχε πει, το σημαντικότερο ήταν να συνεχιστεί το παιχνίδι. "Το πάτημα της σκανδάλης είναι πιο σημαντικό απ' το θάνατο"."

Το βιβλίο (μ'αυτόν τον υπέροχο τίτλο που αιχμαλωτίζει τη ματιά σου), είναι μια πραγματική αποκάλυψη που ξεφεύγει από τα όρια της στενής λογοτεχνικότητας και έχει περισσότερο αξία ως ντοκουμέντο, γιατί πάνω απ' όλα είναι η ιστορία μιας γυναίκας που αρνείτο να συμβιβαστεί, να υποταχθεί. Είναι και μια ιστορία μαθητείας και ενηλικίωσης, αλλά ταυτόχρονα και μιας αναγέννησης. Γραμμένο σε πολύ ζωντανή γλώσσα, με πολύ χιούμορ που εναλλάσσεται με την τραγωδία, με εικόνες πολύ δυνατές, συγκλονίζει και προβληματίζει ταυτόχρονα. Το τίμημα της ελευθερίας οποιουδήποτε είδους είναι πολύ βαρύ. Οι θάνατοι που διαδέχονται ο ένας τον άλλον, σε μια ατμόσφαιρα σήψης και μαυρίλας, η ζωή που δεν έχει πια καμιά αξία, οι αντιθέσεις μεταξύ των "πολεμικών ζωνών" και των συνοικιών που έχουν ερημωθεί με την κοσμική πλαζ της Βυρηττού, όπου καλλίγραμμες νεαρές "κάνουν παιχνίδι" με τους γεροδεμένους Ισραηλινούς στρατιώτες είναι εικόνες αξέχαστες και ταυτόχρονα συνταρακτικές.


Όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο Μοχάμεντ Κασίμι, το βιβλίο στηρίχθηκε στο θεατρικό κείμενο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2007 - εξάλλου θα γινόταν και μια θαυμάσια ταινία. Η Νταρίνα Αλ-Τζουντί εντυπωσίασε με την ερμηνεία της, η οποία χαρακτηρίστηκε ως "η αποκάλυψη του Φεστιβάλ". "Ήταν τόσο μεγάλη η λαχτάρα της να παίξει, που απ' την τρίτη κιόλας μέρα ο κόσμος έκανε ουρά για να τη δει. Άθεη, όμορφη, χειμαρρώδης κι απελευθερωμένη, κέρδισε τα χειροκροτήματα με τον ιδρώτα της μέσα στη Chapelle Sainte-Claire."




 
Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2015
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 16, 2015 | Permalink
Ακόμα φεύγει
Το πέρασμα από το διήγημα (την μικρή φόρμα) στο μυθιστόρημα, είναι μεν αναμενόμενο, αλλά έχει έναν ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας για τον συγγραφέα. Όταν δε, η προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του είναι τόσο εντυπωσιακή, όπως ήταν η «Κλειστή πόρτα», το βήμα αυτό για την Ευγενία Μπογιάνου (Θεσσαλονίκη,1968) δημιουργεί προσδοκίες και αναγνωστικές απαιτήσεις, τις οποίες (ευτυχώς), η συγγραφέας ικανοποιεί σε μέγιστο βαθμό με το θαυμάσιο μυθιστόρημά της «ΑΚΟΜΑ ΦΕΥΓΕΙ» (Εκδ. Πόλις, σελ.259). Βέβαια η «Κλειστή πόρτα» απέπνεε μια μυθιστορηματική αίσθηση με την διελκυστίνδα των ιστοριών, οι οποίες διαδέχονταν η μία την άλλη σαν σκυταλοδρομία, οπότε η μετάβαση στην μεγάλη φόρμα ήρθε με τον πλέον διακριτικό και «φυσιολογικό» τρόπο.

Στο «ΑΚΟΜΑ ΦΕΥΓΕΙ», ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, ηρωίδα ή μάλλον ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μια γυναίκα, η Αγλαΐα σε μέση ηλικία, η οποία βιώνει μια τραγωδία. Ο εικοσάχρονος γιός της, ο Γιώργος συνελήφθη και δικάστηκε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, απαλλάχθηκε μεν λόγω αμφιβολιών, αλλά από την απελευθέρωσή του και μετά, εξαφανίστηκε από το σπίτι και το ευρύτερο οικογενειακό του περιβάλλον μη δίνοντας σημεία ζωής για το που έχει πάει. Δύο χρόνια έχουν περάσει από τότε και η Αγλαΐα ξεκινάει ένα ταξίδι με σκοπό να τον εντοπίσει. Πηγαίνει μόνη της στην Θεσσαλονίκη, γενέθλιό της τόπο, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει. Πίσω της αφήνει, έναν σύζυγο, τον Ηλία, σε μόνιμη κατάσταση μέθης και δυστυχίας και έναν εραστή, τον Παύλο, ο οποίος εργάζεται στο κατάστημα που εκείνη διατηρεί κάπου στο Παγκράτι, απορημένο και πολύ ερωτευμένο (σε βαθμό εξάρτησης) με εκείνη.

Η Αγλαΐα μεταβαίνει στην Θεσσαλονίκη, και προσπαθεί να κατανοήσει τον γιό της μέσα από τις ενέργειές του, θυμάται κινήσεις και λόγια του παρελθόντος και προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε και δεν αντελήφθη ποτέ τίποτα, δεν μπόρεσε να προλάβει τίποτα. Στην θύμησή της, επανέρχεται διαρκώς η εικόνα του Γιώργου να οδηγείται με υψωμένη την γροθιά στην κλούβα και η άρνησή του να της μιλήσει. Σκέφτεται την ζωή της, τον διαλυμένο της γάμο με έναν άνθρωπο που αγαπάει μεν, αλλά νιώθει ότι όλα έχουν τελειώσει μεταξύ τους, σκέφτεται την ερωτική της σχέση με τον άβουλο και δειλό Παύλο που δεν την αφήνει σε ησυχία. Ουσιαστικά πραγματοποιεί ένα εσωτερικό ταξίδι, σκαλίζοντας διαρκώς την πληγή – ένα ταξίδι προς εαυτόν.

«Πόσος καιρός πάει από τότε που περνά τη ζωή της σε μια αίθουσα αναμονής;
Περιμένει, τ’αποθέματα της υπομονής της δεν θα εξαντληθούν ποτέ. Έχει ξεχάσει τι περιμένει. Ίσως και να μην έχει σημασία, το μόνο που ξέρει πως η αναμονή παρατείνεται.
Η αναμονή είναι ένα είδος τιμωρίας. Της φαίνεται λογικό να τιμωρείται, ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ’ το μυαλό της η ιδέα πως η τιμωρία είναι άδικη ή πολύ σκληρή ή ανάρμοστη. Η τιμωρία είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι.
Μόνο που…Ακόμη και τώρα δεν έχει καταλάβει ποιο ακριβώς ήταν το έγκλημα.»

Η φωνή του Γιώργου δεν «ακούγεται» καθόλου στην ιστορία της Μπογιάνου. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν, κι εκείνος είναι απών, παραμένει μια φιγούρα στο βάθος. Στο μυθιστόρημα έχουμε 3 αφηγήσεις  (3 φωνές), οι δύο άνδρες, ο Ηλίας και ο Παύλος και η Αγλαΐα, της οποίας η αφήγηση καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου. Οι τρείς αυτοί άνθρωποι ζούνε παράλληλα τις ζωές τους, μοναχικά. Είναι χτυπημένοι από την οικονομική κρίση, την οποία βιώνει ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Η Αγλαΐα με το μαγαζί που πνέει τα λοίσθια, ο Ηλίας που δουλεύει σε σουπερμάρκετ στο τμήμα των τυριών και βλέπει κατά την διάρκεια του διαλείμματος για τσιγάρο, τους συνανθρώπους του να βουτάνε μέσα στον κάδο των σκουπιδιών για λίγη τροφή. Όπως και στην «Κλειστή πόρτα», οι ήρωες είναι άνθρωποι καθημερινοί, κουρασμένοι, τσακισμένοι που έχουν διαψευστεί τα όνειρά τους, οι επιθυμίες τους.
 
«Δεν θυμάμαι πότε άρχισε. Δεν υπάρχει ένα ακριβές χρονικό όριο. Έτσι ήταν από πάντα. Πρέπει να έπινα ακόμη και μέσα στην κοιλιά της μάνας μου. Ουίσκι βύζαξα, όχι γάλα. Αλλιώς δεν εξηγείται.
Ακούω τη φωνή της μέσα στα αυτιά μου, ξέρω τι θα πει, πριν το πει, ακόμη κι αν δεν τον πει, ξέρω πως το σκέφτηκε.
Και γι’αυτό οι άλλοι φταίνε. Καιρός είναι να μας πεις πως έφταιξε η μάνα σου. Για το χάλι σου.
Έτσι θα πει. Όχι θα πει. Αυτό λέει. Συνέχεια, από το πρωί μέχρι το βράδυ, με κατηγορεί για το χάλι μου.
Το χάλι σου, πάει να πει το χάλι μας. Όλοι στο ίδιο τσουβάλι.
Πρώτος εγώ. Εγώ είμαι που δίνω τον τόνο. Μετά ακολουθείτε εσείς. Εκείνη και από πίσω εσύ.
Όταν παίρνει ο ένας φόρα, παρασύρει και τους άλλους.
Τα καλά της οικογένειας. Της αγίας, γαμημένης, αδηφάγας οικογένειας.»

Το ύφος της Μπογιάνου, άμεσο και ζωντανό κερδίζει τον αναγνώστη. Στους δύο άνδρες, η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και η φωνή της Αγλαΐας ακολουθεί τριτοπρόσωπη αφήγηση. Μ' αυτόν τον τρόπο, η Αγλαΐα είναι σαν να στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη, μια απεικόνιση του εαυτού της. Μέσα κι έξω από τα δρώμενα. Η απουσία και η απώλεια, η βουβή θλίψη και ο λυγμός, ακολουθούν μια διακριτική και χαμηλότονη χροιά - έχουν μια ποιητική αυτοτέλεια, ενώ οι μικρές προτάσεις και ο δυναμισμός στην αφήγηση "αιχμαλωτίζουν" τον αναγνώστη.

Ο πατέρας απομακρυσμένος χρόνια από τον γιό, απελπισμένος από την ζωή του, δείχνει αμέτοχος, μακριά...Η μάνα, στο μοναχικό της ταξίδια αναμετράται με τα όριά της, με το παρελθόν της, είναι μακριά από τη σκέψη "γιατί σε μας, γιατί στην οικογένειά μας" και προσπαθεί μέσω της μνήμης να βρει τα λάθη της, τα "εγκλήματά της". Το ιδιωτικό της δράμα αφορά τους πάντες, μπορεί να ειδωθεί και ως συλλογικό, για μια κοινωνία που κάπου έχει λαθέψει και προσπαθεί να κατανοήσει το γιατί, σε μια κρίση όχι μόνο οικονομική αλλά κυρίως πολιτισμική. Το φινάλε του βιβλίου, συγκινητικό και βαθιά ανθρώπινο έρχεται με τον καλύτερο τρόπο να ολοκληρώσει αυτό το εσωτερικό ταξίδι.

____________________________________________________________

Ακούστε παρακάτω, το podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 7/3/15, όπου την δεύτερη ώρα της εκπομπής συζητάμε με την Ευγενία Μπογιάνου για το μυθιστόρημά της "ΑΚΟΜΑ ΦΕΥΓΕΙ". Καλή ακρόαση




 
Τρίτη, Μαρτίου 10, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 10, 2015 | Permalink
Έρωτας και προδοσία
Είναι μάλλον αδύνατο να βρεις στην παγκόσμια λογοτεχνία, μυθιστορηματικούς ήρωες τόσο αντιπαθείς και σιχαμερούς, σαν τον Πωλ-Ζαν Υσσόν, αφηγητή του έξοχου επιστολικού μυθιστορήματος «ΚΥΡΙΕ ΔΙΟΙΚΗΤΑ» («Monsieur le Commandant»), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ε.Κορομηλά, σελ.295), του Γάλλου συγγραφέα,(και κομίστα, φωτογράφου, σκηνοθέτη και εικαστικού) Romain Slocombe (Παρίσι, 1953). Σ’αυτήν την ιστορία δοσιλογισμού και προδοσίας κατά την διάρκεια της Ναζιστικής κατοχής στην Γαλλία, είναι η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα που την δονεί και την μετατρέπει σε ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που διαβάζεται με μια ανάσα. Υπάρχουν πολλοί «γοητευτικοί» κακοί στην λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, υπάρχουν κατά συρροήν δολοφόνοι που σε ένα μυθιστορηματικό πλαίσιο αφήνουν μια νότα ανθρωπιάς και ενδεχομένως συγχώρεσης, αλλά αυτόν τον Υσσόν, τον βαθύτατα ερωτευμένο αντιδραστικό, δεν μπορείς να τον χωνέψεις με τίποτα.

Όλο το μυθιστόρημα είναι μια επιστολή. Μια επιστολή που γράφεται μια ημέρα στη μέση του πολέμου, τον Σεπτέμβρη του 1942 στην κατεχόμενη Γαλλία από τον βραβευμένο ακαδημαϊκό και συγγραφέα Πωλ-Ζαν Υσσόν προς τον Στούρμπαννφυρερ Χ.Σέλλενχαμερ της Kreiskommandantur. Η επιστολή είναι μια εξομολόγηση, μια εξιστόρηση των πεπραγμένων και της διαδρομής του γράφοντος, μια παράκληση και μια καταγγελία που καθώς εξελίσσεται το μυθιστόρημα αντιλαμβανόμαστε με φρίκη τι περιλαμβάνει.

Ο Υσσόν είναι ένας πλούσιος άνθρωπος που διαμένει στην έπαυλη "Νέμεσις" μιας μικρής επαρχιακής κωμόπολης της Νορμανδίας. Ιδιαίτερα επιτυχημένος και αναγνωρισμένος συγγραφέας, βαθιά συντηρητικός και φιλοβασιλικός, αντισημίτης και τραυματίας πολέμου από τον Α παγκόσμιο πόλεμο, είναι ένας άνθρωπος κύρους και αίγλης. Στις παρέες του συμπεριλαμβάνονται διάφορες "εκλεκτές" μορφές της Γαλλικής διανόησης της εποχής, όπως οι Σελίν, Ζιρωντού, Μονταντόν και άλλοι, όλοι, (άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο) συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής. Ο Υσσόν πιστεύει ότι οι ελευθερίες που κατακτήθηκαν από την Γαλλική επανάσταση, την Γαλλική Δημοκρατία και την πρόσφατη διακυβέρνηση του Λαϊκού κόμματος υπό τον Λ.Μπλουμ, αποτελούν "όνειδος" και απόδειξη της ηθικής φθοράς του Γαλλικού έθνους που έχει διαβρωθεί από τους Εβραίους, τους Μπολσεβίκους και τους Μασόνους, οι οποίοι βρίσκονται παντού.

Υποστηρίζει σθεναρά την κυβέρνηση του Στρατάρχη Πεταίν, η οποία συνεργάζεται με τους κατακτητές της χώρας και γράφει πύρινα άρθρα στον τοπικό τύπο και όχι μόνο. Ο σατανάς όμως έχει μπει μέσα στο ίδιο του το σπίτι και τον δοκιμάζει σκληρά. Ο γιός του, Ολιβιέ ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την πανέμορφη Γερμανίδα ηθοποιό Ίλσε, η οποία λόγω της Εβραϊκής της καταγωγής, καταζητείται στην Γερμανία (όπου θεωρείται εξαφανισμένη) και σε ανύποπτο χρόνο (αρκετά πριν τον πόλεμο) έχει πάρει την Γαλλική υπηκοότητα. Ο Υσσόν ερωτεύεται σφόδρα την Ίλσε - και καθώς ο γιός του συμμετέχει στον αντιστασιακό αγώνα από το Λονδίνο όπου έχει καταφύγει, αποκηρυγμένος πλέον από τον πατέρα του - κάνει σχέδια για να την κατακτήσει. Την φιλοξενεί μαζί με την εγγονή του σπίτι του, την προστατεύει, ο έρωτάς του είναι εμμονικός, τον έχει κατακυριεύσει η σεξουαλική επιθυμία και το μοιραίο δεν αργεί να έρθει, αλλά όταν η κατάσταση εκτραχύνεται και οι παρακρατικές ομάδες που ασκούν τρομοκρατία στην Γαλλική ύπαιθρο προσπαθώντας να εντοπίσουν εβραίους φυγάδες, αρχίζουν να τον ενοχλούν, θα πρέπει να πάρει θέση και να επιλέξει.

Έρωτας και προδοσία, φυλετικό μίσος και συγκάληψη, αγάπη για την πατρίδα και δοσιλογισμός, το βιβλίο κινείται συνεχώς στο όριο και ο συγγραφέας φροντίζει να ισορροπεί μεταξύ τραγωδίας και ηρωισμού, φρίκης και γοητείας, ερωτικού πάθους και μίσους, ανάγκης για επιβίωση και αντίστασης.

"Η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού δεν συμπαθούσε τους Εβραίους, αλλά τους ανεχόταν μέχρι τώρα. Οι Γάλλοι έμποροι, κυρίως, ήθελαν να ξεφορτωθούν τους γιαχούντηδες λόγω του αθέμιτου ανταγωνισμού που τους έκαναν. Και, με επιστολές προς τον Ιατρικό Σύλλογο, πολλοί γιατροί έδιναν τα όχι και πολύ καθολικά ονόματα συναδέλφων τους, αναθέτοντας στον Σύλλογο να ζητήσει από την Γκεστάπο να ελέγξει τα χαρτιά ορισμένων αλλοδαπών· η τελευταία επιλήφθηκε αμέσως του θέματος. Μπορώ να πω ότι τα μέτρα κατά των Εβραίων, που έλαβαν οι Γερμανικές αρχές και η κυβέρνησή μου, δεν προκάλεσαν διαμαρτυρίες μεταξύ του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού - εκφράστηκαν μόνο κάποια παράπονα από μέρους ορισμένων υπερβολικά φιλάνθρωπων ατόμων, που έβρισκαν τα άρθρα μας στον Τύπο υπέρ το δέον ρεβανσιστικά και συνεπώς ικανά να προκαλέσουν ακρότητες, όπως οι επιθέσεις κατά συναγωγών, κλπ. Παρ' όλα αυτά, όταν ο Πωλ Ρις έγραφε στην Au Pilori: " Ο Εβραίος δεν είναι άνθρωπος. Είναι ένα ζώο που ζέχνει. Εξολοθρεύουμε τις ψείρες. Καταπολεμούμε τις επιδημίες. Αγωνιζόμαστε κατά των επιθέσεων των μικροβίων. Αμυνόμαστε κατά της αρρώστιας, κατά του θανάτου - επομένως κατά των Εβραίων", ε, λοιπόν, μπορώ να σας διαβεβαιώσω, κύριε Διοικητά, ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Γάλλοι, βαθιά μέσα τους, πίστευαν το ίδιο!"

Ο Σλοκόμπ μπήγει βαθιά το δάχτυλο στην πληγή. Σε ένα θέμα ιδιαίτερα δυσάρεστο για τους Γάλλους, αναμειγνύει μυθοπλασία με πραγματικότητα με εξαιρετική ικανότητα, σε σημείο να μη μπορείς να διακρίνεις την διαφορά - στην αρχή πιστεύεις ότι διαβάζεις ένα πραγματικό ντοκουμέντο από εκείνη την εποχή. Αυτή η επιστολή, "μνημείο" μίσους και κυνικότητας, πηγαίνει πολύ παραπέρα από μια απλή ιστορία γύρω από τα εγκλήματα που διαπράχτηκαν στον Β Παγκόσμιο πόλεμο, είναι ίσως από τις ελάχιστες φορές που βλέπουμε την φρίκη καταπρόσωπα και χωρίς φτιασίδια.Με ειρωνικό στυλ να διατρέχει την επιστολή/μυθιστόρημα, ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από την αμεσότητα και την ζωντάνια των περιγραφών/εικόνων της μεγάλης φυγής, των βομβαρδισμών, των βασανιστηρίων.


Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα λεπτομερές και καίριο πορτρέτο των ανθρώπων που επέβαλαν τον Πεταίν στην εξουσία και συνέβαλαν σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες του Γαλλικού έθνους. Μέσα από την επιστολή του Υσσόν, διακρίνουμε την ιδεολογία των ανθρώπων που μάχονταν την Δημοκρατία όλα τα χρόνια, τις δεκαετίες πριν τον Χίτλερ, τον φανατισμένο αντισημιτισμό που κυριάρχησε στα υψηλά κλιμάκια (ας μη λησμονούμε την υπόθεση Ντρέιφους δεκαετίες πριν τον Β παγκόσμιο πόλεμο), τον δοσιλογισμό που υπήρξε έντονος. Ο Σλοκόμπ γράφει ένα βιβλίο πολύ ανώτερο και διεισδυτικότερο από τις "Ευμενίδες" του Λίτελ, (άλλο ένα μυθιστόρημα με αντιπαθή ήρωα) και είναι πιο καίριος από τον αλησμόνητο "Λακόμπ Λισιέν", τηνέξοχη ταινία του Λουί Μαλ. Το τολμηρό βιβλίο του Σλοκόμπ, που την ανάγνωσή του μόνο απολαυστική δεν μπορείς να την πείς, είναι συγκλονιστικό, είναι πάντα επικαιρο, και είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό λογοτεχνικό γεγονός.





 
Τρίτη, Μαρτίου 03, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 03, 2015 | Permalink
35 νεκροί
Οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στο συναρπαστικό και υπέροχο επικό μυθιστόρημα μαθητείας, του Κολομβιανού Sergio Alvarez (Μπογκοτά,1965) με τίτλο «35 ΝΕΚΡΟΙ» (35 Muertos), (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Βασιλ.Κνήτου, σελ.591), ο οποίος «πατώντας» στην παράδοση των μεγάλων αφηγήσεων της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, έγραψε ένα βιβλίο με εξαιρετικό ρυθμό και πολύ προσωπικό στυλ, όπου όλα είναι διογκωμένα σε υπερθετικό βαθμό. Φόνοι, έρωτες, σεξ, μουσική είναι σε (πολύ) μεγάλες δόσεις, ουσιαστικά δεν σ’αφήνουν να ανασάνεις, καθώς τα μικρά κεφάλαια, διαδέχονται το ένα το άλλο σ’αυτό το ταξίδι χωρίς φρένα στην ιστορία της χώρας.

35 χρόνια (από το 1965 έως το 2010), διαρκεί ο μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου του οποίου ο τίτλος είναι ένα λογοπαίγνιο σχετικά μ’αυτά τα χρόνια της ζωής του ήρωα που παραμένει ανώνυμος καθ’όλη την διάρκεια της ιστορίας ή μάλλον των ιστοριών της μυθιστορηματικής saga του Αλβάρες.
Ο ήρωας ζει μια ζωή γεμάτη ταλαιπωρίες, ψυχικές και υλικές. Ακόμα και η γέννησή του δεν αποτελεί «ευτυχές γεγονός» αφού η μάνα του πεθαίνει λίγο μετά την γέννα, ο δε πατέρας του, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες ενός διαβόητου καταζητούμενου σε μια ενέδρα της αστυνομίας.

Ο ήρωας θα περάσει διάφορα στάδια ενηλικίωσης. Από την επαρχία θα βρεθεί σε μια Μαοϊκή ομάδα, όπου συμμετέχει ενεργά η θεία του που τον έχει υιοθετήσει, στο σχολείο θα μπλέξει με συμμορίες, θα κάνει μικροκλοπές, θα ερωτευτεί σφόδρα και θα τα σκατώσει όπως θα κάνει μονίμως στην συνέχεια. Στο δε πανεπιστήμιο που θα πάει να σπουδάσει φιλοσοφική, θα μπλέξει με τους αντάρτες, θα βρεθεί στον στρατό, θα τον στείλουν σε μια παραστρατιωτική οργάνωση στα βουνά της Κολομβίας, όπου θα δει σφαγές χωρικών και βιασμούς, θα βρεθεί αργότερα να πουλάει ναρκωτικά και για να γλυτώσει θα ενσωματωθεί σε μια μυστικιστική οργάνωση απ’όπου και πάλι θα την γλυτώσει την τελευταία στιγμή. Γενικώς έτσι θα πηγαίνει η ζωή του, μια ζέστη, μια κρύο, και εκεί που πιστεύει ότι όλα έχουν τελειώσει ένα γύρισμα της μοίρας, τον βρίσκει με μια καλή δουλειά σε μια επαρχιακή πόλη που ανοικοδομείται, με λεφτά των καρτέλ ναρκωτικών στον λογαριασμό του, και μια ωραία σύζυγο που περιμένει το παιδί του, αλλά και πάλι η αυτοκαταστροφική του τάση, και ο έντονος συναισθηματισμός του θα τον καταστρέψει, ενώ τα επεισόδια της ζωής του θα συνεχίζονται, στην Μπογκοτά και αργότερα στην Ισπανία.

Σεξ και ναρκωτικά, βία στους δρόμους και πολύς χορός και μουσική συνθέτουν το παζλ του μυθιστορήματος. Πολυφωνικό και κάποιες φορές χαοτικό, δεν μπερδεύει τον αναγνώστη, ο οποίος γοητεύεται από τον μουσικό ρυθμό των επεισοδίων / κεφαλαίων που όλα έχουν στην προμετωπίδα τους έναν στίχο από κάποιο μουσικό κομμάτι της Κολομβιάνικης σύγχρονης ποπ. Εξάλλου οι μουσικές αναφορές στα τραγούδια των δεκαετιών που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα είναι συνεχείς. Μπολέρος, σάλσα, κούμπια και βαγενάτος  (χαρακτηριστικοί ρυθμοί της χώρας), ραντσέρος, μεγάλες μουσικές επιτυχίες που συνοδεύουν τα περιστατικά της ζωής του ήρωα.

Το μυθιστόρημα επικεντρώνεται περισσότερο στα χρόνια του «πολέμου των ναρκωτικών» από το 1980 έως το 2000 με μάχες μέσα στην Μπογκοτά και στην επαρχία (φέρνοντας στο νου τον εξαιρετικό «Κόκκινο Απρίλη» του Ρονκαλιόλο). Ο Άλβαρες περιγράφει την πολιτικοκοινωνική ζωή μιας χώρας που ουσιαστικά είναι υπό ένα μόνιμο καθεστώς  ανομίας. Το κράτος φαίνεται να μην έχει ουσιαστικά παρουσία παρά μόνο στις στρατιωτικές επεμβάσεις. Τα καρτέλ των ναρκωτικών να κάνουν ότι γουστάρουν, πολιτικοί να είναι καθοδηγούμενοι από τις τοπικές και όχι μόνο μαφίες, η ανισότητα να είναι χαώδης όπως και η διαφθορά σε όλους τους τομείς και τις εκφάνσεις της ζωής. Μια χώρα που οδηγεί σε αυτοεξορία τους πολίτες της, και όπου η Μπογκοτά (κυρίως οι μεγαλοαστικές της συνοικίες), δείχνει να βρίσκεται σε άλλον αιώνα και σε μια άλλη διάσταση από την ζωή της επαρχίας που είναι καθηλωμένη μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα. Η ζωή γενικώς δεν έχει καμιά αξία, οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον για ψύλλου πήδημα και μόνο η επιθυμία για έρωτα και σεξ είναι η διαφυγή του μέσου (υπάρχει τέτοιος;) Κολομβιάνου. Οι γυναίκες στο βιβλίο περνάνε, ερωτεύσιμες και χυμώδεις, αγωνίστριες και αδιάφορες, πλούσιες, φτωχές, διανοούμενες, νοικοκυρές, χωρίς να μπορείς να ξεχωρίσεις σε τι διαφέρουν, θα μπορούσαν να είναι το ίδιο πρόσωπο.

Ο Άλβαρες έγραφε το πυκνογραμμένο magnum opus του για μια δεκαετία. Βεβαίως δεν μπορούμε να μιλάμε για "οικονομία λόγου" και "υπαινικτικό ύφος". Είναι όλα μεγεθυμένα και γκροτέσκα, όπως είναι ίσως η Κολομβιάνικη πραγματικότητα. Ο συγγραφέας δανείζεται στοιχεία από την λαϊκή κουλτούρα της χώρας, από όλες τις σχολές του Λατινοαμερικάνικου manier, επική αφήγηση, μαγικό ρεαλισμό, σουρεαλιστικό χιούμορ, παιγνιώδη διάθεση ενώ η αφήγηση του, το στυλ του είναι έξοχο χειριζόμενος άψογα την πικαρέσκα πολυφωνία καθώς οι φωνές των αφηγητών μπερδεύονται μέσα στην πλοκή.

Η μετάφραση της έμπειρης και καλής Βασ. Κνήτου είναι πολύ καλή ακολουθώντας τον ρυθμό του μυθιστορήματος και με αρκετές καίριες παρατηρήσεις στις απαραίτητες σημειώσεις - τα χαλάει βέβαια στην απόδοση ποδοσφαιρικών παιχνιδιών και όρων αλλά ας μη ζητάμε και πολλά. Οι "35 νεκροί" βιβλίο αγαπησιάρικο και σαγηνευτικό με έναν ήρωα αποπροσανατολισμένο και ταλαίπωρο, τον οποίον παρακολουθείς από την γέννησή του, και συμπάσχεις μαζί του στο άπειρο ξύλο που τρώει και στις περιπέτειές του. Ένα βιβλίο που περνάς τέλεια μαζί του και σ'ακολουθεί αρκετό καιρό μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσής του.