Τρίτη, Μαΐου 29, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 29, 2018 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας το "Τούνελ"
Ένα
από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι «ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ»
(«El Tunel»), αυτή η
αριστουργηματική νουβέλα του Αργεντίνου συγγραφέα Ernesto
Sabato (Μπουένος Άιρες 1911 – 2011). Το είχα πρωτοδιαβάσει
νεαρός, την δεκαετία του ’80 όταν είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις «Αστάρτη» σε μετάφραση Μάγιας-Μαρίας Ρούσσου∙ είχα κυριολεκτικά συγκλονισθεί. Η νέα μετάφραση του
βιβλίου από την έμπειρη και πολύ καλή Κλαίτη Σωτηριάδου (που πρωτογνωρίσαμε από
τις μεταφράσεις των βιβλίων του Gabriel Garcia Marquez), και η κυκλοφορία
του από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ.174), του δίνει μια νέα ζωή - το γνωρίζει
σε νέες γενιές αναγνωστών ξαναθυμίζοντάς το στους παλαιότερους.
Το
«Τούνελ» γραμμένο το 1948, είναι μια ιστορία πάθους και εμμονής, ένα ταξίδι στα
βάθη της ύπαρξης που όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο, απηχεί ακριβώς την
πραγματικότητα ενός βιβλίου που έχει γίνει κλασσικό αλλά παραμένει ταυτόχρονα
και απόλυτα μοντέρνο. Η πρώτη παράγραφος, συγκλονιστική στην απλότητά της,
δίνει και το στίγμα αυτών που θα ακολουθήσουν, ενώ ξεκαθαρίζει από την αρχή την
κατάληξη της ιστορίας που θα αφηγηθεί:
«Αρκεί
να πω ότι είμαι ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο ζωγράφος που σκότωσε τη Μαρία
Ιριμπάρνε∙ υποθέτω πως όλοι θυμούνται τη δίκη και πως δεν χρειάζονται
περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με το πρόσωπό μου.»
Όλο
το μυθιστόρημα περνάει μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χουάν Πάμπλο
Καστέλ που διηγείται την ιστορία μέσα από ένα κελί φυλακής. Αρκούν οι τρεις-τέσσερις
σελίδες της αρχής, για να αντιληφθούμε ότι ο ίδιος είναι ένας εμμονικός
άνθρωπος που κινείται στα όρια του παραλογισμού. Είναι γνωστός ζωγράφος που στα
πλαίσια μιας έκθεσης ζωγραφικής του, βλέπει μια νέα γυναίκα να παρατηρεί για
ώρα, μια λεπτομέρεια που δεν προσέχει κανείς σε έναν πίνακά του. Η μορφή της
γοητευτικής γυναίκας, τού καρφώνεται στο μυαλό και ψάχνει να την βρει στους
δρόμους του Μπουένος Άιρες διότι θεωρεί ότι μόνο εκείνη καταλαβαίνει το έργο
του, άρα και τον ίδιο. Τυχαία συναντιούνται ξανά και οι συναντήσεις τους, τους
οδηγούν σε ένα τούνελ ψευδαισθήσεων και παρεξηγήσεων. Η Μαρία είναι παντρεμένη
με έναν τυφλό, ενώ εξαφανίζεται για ημέρες στο εξοχικό ενός ξαδέρφου του
συζύγου της. Ο Καστέλ ζηλεύει παθολογικά, προσπαθεί να την φέρει όλο και πιο
κοντά του, είναι συνεπαρμένος από την σχέση τους κι εκείνη δείχνει μπερδεμένη.
Όλα οδηγούν στο νουάρ και στη συνήθη κατάληξη αυτών των ιστοριών πάθους και
εμμονής. Τι όμως ακριβώς συμβαίνει; Ποια είναι η φύση των σχέσεων της Μαρίας με
τους άντρες που συναναστρέφεται αλλά και ποια είναι ακριβώς η σχέση της με τον
Καστέλ;
Ο
Καστέλ επαναλαμβάνει συνεχώς κατά τη διάρκεια του βιβλίου ότι διηγείται την
ιστορία «αμερόληπτα». Είναι όμως έτσι; Ως αφηγητής είναι εντελώς αναξιόπιστος
και πέφτει σε αντιφάσεις δημιουργώντας την ίδια αβεβαιότητα και στον αναγνώστη
του. Η Μαρία Ιριμπάρνε μέσα από την ροή της ιστορίας παραμένει ένα μυστήριο.
Έλκεται και γοητεύεται από τον ζωγράφο, αλλά τον ερωτεύεται; Όλα είναι
συγκεχυμένα και ρευστά, ακόμα και η ηλικία της – ο αφηγητής στην αρχή την
περιγράφει ως 26άχρονη αλλά αργότερα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι αρκετά
μεγαλύτερη, ακόμα και η εμφάνισή της, ενώ κάθε κίνησή της θα μπορούσε να
σημαίνει και κάτι άλλο.
Το
«Τούνελ» είναι ένα καθαρά υπαρξιστικό μυθιστόρημα με εμφανείς επιρροές από το
«Έγκλημα και Τιμωρία» και το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και πολλές
ομοιότητες με τον εμβληματικό «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ, βιβλίο που σίγουρα επηρέασε
τον Σάμπατο σε μεγάλο βαθμό και με κάποιες προφανείς ομοιότητες:
-Ακολουθούν
πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αφερέγγυο αφηγητή
-Ο
Καστέλ κι ο Μερσώ είναι καταδικασμένοι για φόνο
-Η
περιγραφή της ιστορίας που αφηγούνται γίνεται μέσα από ένα κελί.
-Ο
Καστέλ όπως κι ο Μερσώ του Ξένου (αλλά σε μια προέκταση και ο ήρωας της
"Ναυτίας" του Σαρτρ), είναι άνθρωποι αποξενωμένοι από το κοινωνικό
γίγνεσθαι, μοναχικοί και ιδιόρρυθμοι, με μόνιμη δυσαρέσκεια προς την κοινωνία
ότι δεν γίνονται κατανοητοί, είτε ως καλλιτέχνες (περίπτωση Καστέλ), είτε ως
προσωπικότητες (περίπτωση Μερσώ).
-Είναι
και οι δύο καταθλιπτικοί και νιώθουν ότι «υπάρχει χάσμα» μεταξύ αυτών και της
κοινωνίας.
Το
«Τούνελ» είναι ένα μεγαλειώδες μυθιστόρημα για το πάθος του έρωτα, την εμμονή,
την παράνοια, την εξάρτηση και την μοναξιά, την απόγνωση και την απελπισία. Τα
συναισθήματα περιγράφονται σε βαθμό υπερθετικό και η αφήγηση από την μέση του
βιβλίου και μετά, γίνεται παρανοϊκή και παράλογη. Βιβλίο που δεν μπορείς να το
αφήσεις από τα χέρια σου, καθώς σε καθηλώνει με την δύναμη του ύφους του, το
πάθος που ξεχειλίζει από τις σελίδες του, το χιούμορ και την υπαινικτικότητα
του, που μέσα σε λιγότερες από 200 σελίδες περιγράφει με πληρότητα μια ιστορία
με αρχή, μέση, τέλος για την οποία δεν είσαι ποτέ βέβαιος που είναι η αλήθεια
και που το ψέμα, που ξεκινάει και που τελειώνει ο παραλογισμός.
Το
«Τούνελ» απορρίφθηκε από πολλούς εκδότες για να κυκλοφορήσει τελικά το 1948.
Στην Ευρώπη έγινε αμέσως γνωστό λόγω της υποδοχής που του επιφύλαξε ο Αλμπέρ
Καμύ και στο βιβλίο αυτό παρατηρούμε όλα τα στοιχεία που εμπεριέχονται και στα
υπόλοιπα βιβλία που έγραψε ο Ερνέστο Σάμπατο, την σχετικότητα της λογικής, την
δύναμη της τέχνης, την τυφλότητα και την δύναμη της, την σχέση σεξ και
εξουσίας, τον παραλογισμό του έρωτα. Έχει δε μεταφερθεί δύο φορές στον
κινηματογράφο (1952 και 1988) και μία φορά στην τηλεόραση (1977). Η έξοχη νέα μετάφραση
της Κλαίτης Σωτηριάδου μεταφέρει το στακάτο και λιτό ύφος του συγγραφέα.
"Ήταν
μια ατέλειωτη αναμονή. Δεν ξέρω πόση ώρα κύλησε στα ρολόγια, από εκείνο τον
ανώνυμο και παγκόσμιο χρόνο των ρολογιών, που είναι ξένος στα δικά μας
αισθήματα, στη μοίρα μας, στη διαμόρφωση ή στο γκρέμισμα ενός έρωτα, στην
αναμονή του θανάτου. Μα η δική μου ώρα είχε μια τεράστια και πολύπλοκη
διάρκεια, γεμάτη πράγματα κι επιστροφές, άλλες φορές ένα σκοτεινό και ταραγμένο
ποτάμι, κι άλλες φορές παράξενα ήρεμο και σχεδόν σαν μια ασάλευτη κι αιώνια
θάλασσα όπου η Μαρία κι εγώ στεκόμασταν αντικριστοί, κοιταζόμασταν καθηλωμένοι
κι άλλες φορές γινόταν πάλι ποτάμι και μας παρέσυρε όπως σ' ένα όνειρο στα
παιδικά μας χρόνια κι εγώ την έβλεπα να τρέχει ξέφρενα με το άλογό της, με τα
μαλλιά ξέπλεκα και τα μάτια έκθαμβα, κι εγώ έβλεπα τον εαυτό μου στο χωριό μου
στον νότο, στο δωμάτιό μου άρρωστος, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του
παραθύρου, να κοιτάζω το χιόνι κι εγώ με μάτια έκθαμβα. Και ήταν λες κι οι δυο
μας να είχαμε ζήσει σε παράλληλα στενά περάσματα ή τούνελ, χωρίς να ξέρουμε πως
προχωρούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν παρόμοιες ψυχές σε παρόμοιους καιρούς,
για να συναντηθούμε εκεί που τελείωναν τα περάσματα, μπροστά σε μια σκηνή
ζωγραφισμένη από μένα, σαν κλειδί προορισμένο μόνο γι' αυτήν, σαν μια κρυφή
αγγελία πως εγώ βρισκόμουν ήδη εκεί και πως τα περάσματα είχαν ενωθεί τελικά
και πως η ώρα της συνάντησής μας είχε φτάσει."
Βαθμολογία
90 / 100