Τρίτη, Μαΐου 29, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 29, 2018 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας το "Τούνελ"

Ένα από τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι «ΤΟ ΤΟΥΝΕΛ» («El Tunel»), αυτή η αριστουργηματική νουβέλα του Αργεντίνου συγγραφέα Ernesto Sabato (Μπουένος Άιρες 1911 – 2011). Το είχα πρωτοδιαβάσει νεαρός, την δεκαετία του ’80 όταν είχε εκδοθεί από τις εκδόσεις «Αστάρτη» σε μετάφραση Μάγιας-Μαρίας Ρούσσου∙ είχα κυριολεκτικά συγκλονισθεί. Η νέα μετάφραση του βιβλίου από την έμπειρη και πολύ καλή Κλαίτη Σωτηριάδου (που πρωτογνωρίσαμε από τις μεταφράσεις των βιβλίων του Gabriel Garcia Marquez), και η κυκλοφορία του από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σελ.174), του δίνει μια νέα ζωή - το γνωρίζει σε νέες γενιές αναγνωστών ξαναθυμίζοντάς το στους παλαιότερους.


Το «Τούνελ» γραμμένο το 1948, είναι μια ιστορία πάθους και εμμονής, ένα ταξίδι στα βάθη της ύπαρξης που όσο κλισέ κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο, απηχεί ακριβώς την πραγματικότητα ενός βιβλίου που έχει γίνει κλασσικό αλλά παραμένει ταυτόχρονα και απόλυτα μοντέρνο. Η πρώτη παράγραφος, συγκλονιστική στην απλότητά της, δίνει και το στίγμα αυτών που θα ακολουθήσουν, ενώ ξεκαθαρίζει από την αρχή την κατάληξη της ιστορίας που θα αφηγηθεί:

«Αρκεί να πω ότι είμαι ο Χουάν Πάμπλο Καστέλ, ο ζωγράφος που σκότωσε τη Μαρία Ιριμπάρνε∙ υποθέτω πως όλοι θυμούνται τη δίκη και πως δεν χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις σχετικά με το πρόσωπό μου.»

Όλο το μυθιστόρημα περνάει μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χουάν Πάμπλο Καστέλ που διηγείται την ιστορία μέσα από ένα κελί φυλακής. Αρκούν οι τρεις-τέσσερις σελίδες της αρχής, για να αντιληφθούμε ότι ο ίδιος είναι ένας εμμονικός άνθρωπος που κινείται στα όρια του παραλογισμού. Είναι γνωστός ζωγράφος που στα πλαίσια μιας έκθεσης ζωγραφικής του, βλέπει μια νέα γυναίκα να παρατηρεί για ώρα, μια λεπτομέρεια που δεν προσέχει κανείς σε έναν πίνακά του. Η μορφή της γοητευτικής γυναίκας, τού καρφώνεται στο μυαλό και ψάχνει να την βρει στους δρόμους του Μπουένος Άιρες διότι θεωρεί ότι μόνο εκείνη καταλαβαίνει το έργο του, άρα και τον ίδιο. Τυχαία συναντιούνται ξανά και οι συναντήσεις τους, τους οδηγούν σε ένα τούνελ ψευδαισθήσεων και παρεξηγήσεων. Η Μαρία είναι παντρεμένη με έναν τυφλό, ενώ εξαφανίζεται για ημέρες στο εξοχικό ενός ξαδέρφου του συζύγου της. Ο Καστέλ ζηλεύει παθολογικά, προσπαθεί να την φέρει όλο και πιο κοντά του, είναι συνεπαρμένος από την σχέση τους κι εκείνη δείχνει μπερδεμένη. Όλα οδηγούν στο νουάρ και στη συνήθη κατάληξη αυτών των ιστοριών πάθους και εμμονής. Τι όμως ακριβώς συμβαίνει; Ποια είναι η φύση των σχέσεων της Μαρίας με τους άντρες που συναναστρέφεται αλλά και ποια είναι ακριβώς η σχέση της με τον Καστέλ;

Ο Καστέλ επαναλαμβάνει συνεχώς κατά τη διάρκεια του βιβλίου ότι διηγείται την ιστορία «αμερόληπτα». Είναι όμως έτσι; Ως αφηγητής είναι εντελώς αναξιόπιστος και πέφτει σε αντιφάσεις δημιουργώντας την ίδια αβεβαιότητα και στον αναγνώστη του. Η Μαρία Ιριμπάρνε μέσα από την ροή της ιστορίας παραμένει ένα μυστήριο. Έλκεται και γοητεύεται από τον ζωγράφο, αλλά τον ερωτεύεται; Όλα είναι συγκεχυμένα και ρευστά, ακόμα και η ηλικία της – ο αφηγητής στην αρχή την περιγράφει ως 26άχρονη αλλά αργότερα αντιλαμβανόμαστε ότι είναι αρκετά μεγαλύτερη, ακόμα και η εμφάνισή της, ενώ κάθε κίνησή της θα μπορούσε να σημαίνει και κάτι άλλο.

Το «Τούνελ» είναι ένα καθαρά υπαρξιστικό μυθιστόρημα με εμφανείς επιρροές από το «Έγκλημα και Τιμωρία» και το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, αλλά και πολλές ομοιότητες με τον εμβληματικό «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ, βιβλίο που σίγουρα επηρέασε τον Σάμπατο σε μεγάλο βαθμό και με κάποιες προφανείς ομοιότητες:
-Ακολουθούν πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αφερέγγυο αφηγητή
-Ο Καστέλ κι ο Μερσώ είναι καταδικασμένοι για φόνο
-Η περιγραφή της ιστορίας που αφηγούνται γίνεται μέσα από ένα κελί.
-Ο Καστέλ όπως κι ο Μερσώ του Ξένου (αλλά σε μια προέκταση και ο ήρωας της "Ναυτίας" του Σαρτρ), είναι άνθρωποι αποξενωμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι, μοναχικοί και ιδιόρρυθμοι, με μόνιμη δυσαρέσκεια προς την κοινωνία ότι δεν γίνονται κατανοητοί, είτε ως καλλιτέχνες (περίπτωση Καστέλ), είτε ως προσωπικότητες (περίπτωση Μερσώ).
-Είναι και οι δύο καταθλιπτικοί και νιώθουν ότι «υπάρχει χάσμα» μεταξύ αυτών και της κοινωνίας.

Το «Τούνελ» είναι ένα μεγαλειώδες μυθιστόρημα για το πάθος του έρωτα, την εμμονή, την παράνοια, την εξάρτηση και την μοναξιά, την απόγνωση και την απελπισία. Τα συναισθήματα περιγράφονται σε βαθμό υπερθετικό και η αφήγηση από την μέση του βιβλίου και μετά, γίνεται παρανοϊκή και παράλογη. Βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου, καθώς σε καθηλώνει με την δύναμη του ύφους του, το πάθος που ξεχειλίζει από τις σελίδες του, το χιούμορ και την υπαινικτικότητα του, που μέσα σε λιγότερες από 200 σελίδες περιγράφει με πληρότητα μια ιστορία με αρχή, μέση, τέλος για την οποία δεν είσαι ποτέ βέβαιος που είναι η αλήθεια και που το ψέμα, που ξεκινάει και που τελειώνει ο παραλογισμός.


Το «Τούνελ» απορρίφθηκε από πολλούς εκδότες για να κυκλοφορήσει τελικά το 1948. Στην Ευρώπη έγινε αμέσως γνωστό λόγω της υποδοχής που του επιφύλαξε ο Αλμπέρ Καμύ και στο βιβλίο αυτό παρατηρούμε όλα τα στοιχεία που εμπεριέχονται και στα υπόλοιπα βιβλία που έγραψε ο Ερνέστο Σάμπατο, την σχετικότητα της λογικής, την δύναμη της τέχνης, την τυφλότητα και την δύναμη της, την σχέση σεξ και εξουσίας, τον παραλογισμό του έρωτα. Έχει δε μεταφερθεί δύο φορές στον κινηματογράφο (1952 και 1988) και μία φορά στην τηλεόραση (1977). Η έξοχη νέα μετάφραση της Κλαίτης Σωτηριάδου μεταφέρει το στακάτο και λιτό ύφος του συγγραφέα.

"Ήταν μια ατέλειωτη αναμονή. Δεν ξέρω πόση ώρα κύλησε στα ρολόγια, από εκείνο τον ανώνυμο και παγκόσμιο χρόνο των ρολογιών, που είναι ξένος στα δικά μας αισθήματα, στη μοίρα μας, στη διαμόρφωση ή στο γκρέμισμα ενός έρωτα, στην αναμονή του θανάτου. Μα η δική μου ώρα είχε μια τεράστια και πολύπλοκη διάρκεια, γεμάτη πράγματα κι επιστροφές, άλλες φορές ένα σκοτεινό και ταραγμένο ποτάμι, κι άλλες φορές παράξενα ήρεμο και σχεδόν σαν μια ασάλευτη κι αιώνια θάλασσα όπου η Μαρία κι εγώ στεκόμασταν αντικριστοί, κοιταζόμασταν καθηλωμένοι κι άλλες φορές γινόταν πάλι ποτάμι και μας παρέσυρε όπως σ' ένα όνειρο στα παιδικά μας χρόνια κι εγώ την έβλεπα να τρέχει ξέφρενα με το άλογό της, με τα μαλλιά ξέπλεκα και τα μάτια έκθαμβα, κι εγώ έβλεπα τον εαυτό μου στο χωριό μου στον νότο, στο δωμάτιό μου άρρωστος, με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου, να κοιτάζω το χιόνι κι εγώ με μάτια έκθαμβα. Και ήταν λες κι οι δυο μας να είχαμε ζήσει σε παράλληλα στενά περάσματα ή τούνελ, χωρίς να ξέρουμε πως προχωρούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν παρόμοιες ψυχές σε παρόμοιους καιρούς, για να συναντηθούμε εκεί που τελείωναν τα περάσματα, μπροστά σε μια σκηνή ζωγραφισμένη από μένα, σαν κλειδί προορισμένο μόνο γι' αυτήν, σαν μια κρυφή αγγελία πως εγώ βρισκόμουν ήδη εκεί και πως τα περάσματα είχαν ενωθεί τελικά και πως η ώρα της συνάντησής μας είχε φτάσει."

Βαθμολογία 90 / 100



 
Τρίτη, Μαΐου 22, 2018
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 22, 2018 | Permalink
"Το θαμμένο μυστικό"

« - Το Μυστικό πρέπει να ειπωθεί, απάντησε η κυρία Τρέβερτον. Ο άντρας μου όφειλε να το γνωρίζει, και πρέπει να το μάθει. Προσπάθησα να του το πω και δε βρήκα το θάρρος. Δε μπορώ να σού έχω εμπιστοσύνη ότι θα του το πεις εσύ όταν εγώ φύγω. Πρέπει να γραφτεί. Πάρε εσύ την πένα· ή όρασή μου σβήνει, το χέρι μου με προδίδει. Πάρε την πένα και γράψε ό,τι σου πω.
Αντί να υπακούσει, η Σάρα έκρυψε το πρόσωπό της στο κάλυμμα του κρεβατιού κλαίγοντας γοερά.
-Ήσουν μαζί μου από το γάμο μου, εξακολούθησε η κυρία Τρέβερτον. Ήσουν πιο πολύ φίλη μου παρά υπηρέτριά μου. Αρνιέσαι την τελευταία μου επιθυμία; Ναι, την αρνιέσαι! Ανόητη! Κοίταξέ με και άκου με προσεκτικά. Το κρίμα στο λαιμό σου αν αρνηθείς να πάρεις την πένα. Γράφε, αλλιώς δε θα βρω αναπαμό στον τάφο μου. Γράφε, γιατί, μα τον Παράδεισο που υπάρχει εκεί ψηλά, θα σε στοιχειώνω από τον άλλο κόσμο!»

«Το θαμμένο μυστικό» (“The dead secret”) – (εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, μετάφρ. Ά.Παπασταύρου,σελ.631), είναι το πρώτο εκτενές μυθιστόρημα του σπουδαίου Βρετανού συγγραφέα Wilkie Collins (Λονδίνο, 1824-1889), που κυκλοφόρησε σε συνέχειες στο περιοδικό “Household Words” (που εκδότης του ήταν ο Τσαρλς Ντίκενς) το 1857 και μετά την ολοκλήρωσή του εκδόθηκε σε βιβλίο δύο τόμων. Γνώρισε εξαρχής μεγάλη επιτυχία με την ταυτόχρονη σχεδόν κυκλοφορία του στις Η.Π.Α., αρχικά κι εκεί σε μορφή συνεχειών στα περιοδικά “Harpers Weekly” και “Littells Living Age, και στη συνέχεια σε βιβλίο, κάνοντας γνωστό και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού το όνομα του συγγραφέα που λίγα χρόνια αργότερα θα γίνει διάσημος και πολύ αγαπητός με το αριστουργηματικό «Η γυναίκα με τα άσπρα».



Το «Θαμμένο μυστικό» είναι μια υπέροχη και συναρπαστική ιστορία μυστηρίου με μοναδική ατμόσφαιρα και ελεγχόμενο μελόδραμα, που προαναγγέλλει την λογοτεχνική εξέλιξη του Κόλινς, εμπεριέχοντας όλα εκείνα τα στοιχεία που θα καθιερώσουν τον συγγραφέα και θα αναφέρουμε παρακάτω.

Όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από ένα μυστικό γραμμένο σε ένα κομμάτι χαρτί που κρύβεται στο δωμάτιο του παλαιού πύργου «Πορθγκένα», κάπου στην Κορνουάλη. Η κυρία Τρέβερτον λίγο προτού πεθάνει, γράφει σε ένα κομμάτι χαρτί το μεγάλο μυστικό της ζωής της και το αφήνει στα χέρια της υπηρέτριάς της Σάρας Λίζον, η οποία ως άμεσα εμπλεκόμενη στα γεγονότα συνυπογράφει ως συνεργός. Οι εντολές είναι σαφείς. Θα πρέπει μετά τον θάνατο της κυρίας Τρέβερτον, το χαρτί να δοθεί στον σύζυγο της εκλιπούσας, τον πλούσιο και ισχυρό ιδιοκτήτη του πύργου καπετάνιο Τρέβερτον. Η Σάρα Λίζον γνωρίζει ότι αυτό το μυστικό θα συνταράξει τον καπετάνιο Τρέβερτον ίσως περισσότερο από τον θάνατο της συζύγου του και αποφασίζει να μη το εμφανίσει κρύβοντάς το. Επιλέγει να το κρύψει αντί να το καταστρέψει - φοβούμενη τις κατάρες της νεκρής κυρίας της -, στο «Δωμάτιο της Μυρτιάς» στην βόρεια πτέρυγα του πύργου, μια πτέρυγα που έχει δεκαετίες να χρησιμοποιηθεί. Φεύγει το ίδιο απόγευμα από τον πύργο, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην πεντάχρονη Ρόζαμουντ, την κόρη του ζεύγους που μένει πλέον ορφανή από τη μητέρα της και αφήνοντας ένα τυπικό σημείωμα στον εργοδότη της. Ο καπετάνιος Τρέβερτον θέλει να πληροφορηθεί τις τελευταίες στιγμές της συζύγου του, αναζητά την Σάρα Λίζον αλλά εκείνη έχει εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης, και κανείς δεν μπορεί να την βρει

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Ρόζαμουντ Τρέβερτον, παντρεύεται σε ένα χωριό των Μίντλαντς τον Λέοναρντ Φράνκλαντ ο οποίος έχει τυφλωθεί από ένα ατύχημα. Η ζωή των Τρέβερτον άλλαξε πολύ μετά τον θάνατο της μητέρας της, καθώς ο καπετάνιος Τρέβερτον, από την θλίψη του, πούλησε τον πύργο Πορθγκένα στον μελλοντικό πεθερό της κόρης του, τον έμπορο Φράνκλαντ τον οποίον προτίμησε ως αγοραστή από τον αδερφό του Άντριου Τρέβερτον, ο οποίος ποτέ δεν συμπάθησε την πρώην ηθοποιό νύφη του διαβάλλοντάς την στον αδερφό του. Ο Άντριου Τρέβερτον ζει πλέον στο Λονδίνο απομονωμένος και μισάνθρωπος, μαζί με τον υπηρέτη του Σρόουλ αρνούμενος να έχει την παραμικρή επαφή με την ανηψιά του και τον αδερφό του. Λίγο καιρό μετά τον γάμο, ο καπετάνιος Τρέβερτον πεθαίνει.

Μετά από ένα χρόνο, η Ρόζαμουντ είναι έγκυος και επειδή τους ανήκει ο πύργος Πορθγκένα, αποφασίζουν με τον σύζυγό της να τον ανασκευάσουν και να μετακομίσουν εκεί. Στην διαδρομή όμως οι πόνοι της γέννας που έρχονται ένα μήνα νωρίτερα, υποχρεώνουν το ζευγάρι να σταματήσει σε ένα χωριό του Σόμερσετ και η Ρόζαμουντ γεννάει στο δωμάτιο ενός πανδοχείου. Ο γιατρός θα φέρει ως νοσοκόμα στην Ρόζαμουντ, την κυρία Τζάζεφ, μια περίεργη και κλειστή γυναίκα που εργάζεται σε μια σημαντική οικογένεια του τόπου και η οποία έχει τις καλύτερες συστάσεις. Μόλις όμως η κυρία Τζάζεφ βλέπει την Ρόζαμουντ και καταλαβαίνει ποια είναι, αρχίζει να φέρεται περίεργα και αλλοπρόσαλλα, διότι αναγνωρίζει την κόρη του παλιού της αφεντικού. Η κυρία Τζάζεφ είναι βέβαια η Σάρα Λίζον που έχει αλλάξει το όνομά της, η οποία φρικαρισμένη καθώς έρχεται η νύχτα και είναι μόνη στο δωμάτιο με την λεχώνα, τρομάζει την Ρόζαμουντ ψιθυρίζοντας και μονολογώντας κάτι για ένα «δωμάτιο της Μυρτιάς» και για ένα φάντασμα. Η Ρόζαμουντ αφού την διώχνει κακήν κακώς (κι εκείνη, η μοιραία Σάρα Λίζον εξαφανίζεται ξανά), όταν συνέρχεται, σκέπτεται αυτά που άκουσε, τα συνδέει και προσπαθεί να βρει άκρη, αντιλαμβανόμενη ότι ένα θαμμένο μυστικό που αφορά την οικογένειά της, υπάρχει στον πύργο Πορθγκένα και πρέπει να το ανακαλύψει.

Γοτθική ιστορία μυστηρίου και φαντασμάτων, όπου ενέργειες του παρελθόντος έρχονται να ανατρέψουν βεβαιότητες και δεδομένα. Είναι ένα συναρπαστικό Βικτωριανό μυθιστόρημα, αρκετά παλαιικό, με πολλή φλυαρία και επαναλήψεις λόγω της μορφής συνεχειών στα περιοδικά της εποχής, με εξαιρετικές όμως σελίδες δράσης και έντασης που κλιμακώνεται καθώς περνάμε το πρώτο του μισό και εισερχόμαστε στην επίλυση του μυστηρίου. Το μυστήριο αυτό καθεαυτό βέβαια, δεν είναι κάτι ιδιαίτερο - ο εκπαιδευμένος στην λογοτεχνία του 19ου αιώνα αναγνώστης, θα αντιληφθεί πολύ γρήγορα τι διακυβεύεται, οπότε δεν θα ξαφνιαστεί ιδιαίτερα με την αποκάλυψη που έρχεται περίπου 70-80 πριν το τέλος του βιβλίου.



Είναι όμως εντυπωσιακή η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος και κυρίως οι σκηνές που διαδραματίζονται μέσα στον επιβλητικό πύργο Πορθγκένα, όπως και κάποιοι χαρακτήρες που μένουν χαραγμένοι στο μυαλό του αναγνώστη. Έξοχοι δευτερεύοντες ήρωες μπαινοβγαίνουν στην δράση - ο παγαπόντης Σρόουλ, ο δυσπεπτικός κύριος Φίπεν, ο θείος Γιόζεφ. Στην ιστορία όμως κυριαρχεί η αινιγματική Σάρα Λίζον, που η περιγραφή της στην αρχή του βιβλίου, είναι αφοπλιστική - μια γυναίκα της οποίας τα μαλλιά άσπρισαν σε μια νύχτα με τον χαμό του συζύγου της με αποτέλεσμα πάντα να φαίνεται μεγαλύτερη από την ηλικία της, ασθενική με πολλά προβλήματα υγείας, η οποία προβάλλει ως μέγιστη λογοτεχνική ηρωίδα, ο δε Κόλινς χειρίζεται άψογα την εικόνα της, παρουσιάζοντάς την κάποιες φορές τρομακτική και δυσοίωνη (κυρίως στο δωμάτιο της λεχώνας Ρόζαμουντ), και άλλες σπαρακτική και πολύ συναισθηματική. Γενικώς είναι η απόλυτα τραγική μορφή του βιβλίου που την κυνηγάει το παρελθόν της και οι επιλογές της, προστιθέμενη στις μεγάλες λογοτεχνικές ηρωίδες που δημιούργησε ο σπουδαίος αυτός μυθιστοριογράφος.

Χωρίς να είναι αυτό που αποκαλούμε "μεγάλο μυθιστόρημα", το "Θαμμένο μυστικό", αποτελεί μια πολύτιμη προσθήκη στην βιβλιογραφία του Wilkie Collins και ενδείκνυται για αναγνώστες που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με το ύφος του Βρετανού συγγραφέα. Στο βιβλίο υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα βρούμε στα αριστουργήματα του όπως "Η γυναίκα με άσπρα", "Αρμαντέιλ" και "Φεγγαρόπετρα"(βιβλία που είναι απαραίτητα αναγνώσματα για κάθε βιβλιόφιλο), όπως είναι η εξαιρετική αφηγηματική ικανότητα, η δημιουργία ατμόσφαιρας, οι ζωντανοί διάλογοι, η μαεστρικά κλιμακούμενη ένταση, το κοινωνικό σχόλιο στους Βικτωριανούς θεσμούς, το πάθος που διαπερνάει τις σελίδες των βιβλίων του, η ειρωνεία και το χιούμορ αλλά και η εκπληκτική σκιαγράφηση λογοτεχνικών χαρακτήρων που μένουν στην λογοτεχνική ιστορία και συνείδηση.

Βαθμολογία 82 / 100



 
Τετάρτη, Μαΐου 16, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 16, 2018 | Permalink
Σώμα στη βιτρίνα και ο Βαρθολομαίος Ολίβιε

Κατά την διάρκεια της αναγνωστικής μου χρονιάς, διαβάζω αρκετά λογοτεχνικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων. Τα περισσότερα από αυτά είναι είτε από μέτρια έως κακά, είτε πολύ αδιάφορα (πράγμα που είναι ίσως χειρότερο - βιβλία "για το τίποτα γραμμένα" που λέει ένας καλός φίλος). Στα περισσότερα συναντώ τις εγγενείς αδυναμίες της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας: ενδοσκόπηση, αφηγηματικές αδυναμίες, βιασύνη, έπαρση, φροντίδα για την γλώσσα σε βάρος της πλοκής.

Τους τελευταίους μήνες, μέσα από την ξέφρενη εγχώρια εκδοτική παραγωγή, ξεχώρισα 2 βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που θεωρώ ότι αξίζουν όχι μόνο αναφοράς αλλά και επαίνων. Συγγραφείς διαφορετικής θεματολογίας, αλλά με το κοινό σημείο της καλής λογοτεχνίας να τους ενώνει. Είναι η πολύ καλή συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου με το έξοχο μυθιστόρημά της "ΣΩΜΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ" και ο ιδιαίτερα ταλαντούχος Δημήτρης Καρακίτσος με την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΟΛΙΒΙΕ". Ένα μυθιστόρημα και μία συλλογή διηγημάτων που θα μπορούσε κάποιος να την δει και ως μυθιστόρημα. Ας τα δούμε ένα, ένα.



Η Αργυρώ Μαντόγλου, έμπειρη (και συνεπής) μεταφράστρια, ικανότατη κριτικός με οικουμενική θεώρηση της λογοτεχνίας, με ιδιαίτερα αξιόλογη συγγραφική πορεία που περιλαμβάνει αρκετά μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και ποίησης, θεωρώ ότι με το νέο της βιβλίο πραγματοποιεί ένα ποιοτικό άλμα που δείχνει συγγραφική ωριμότητα. Το μυθιστόρημα της "Σώμα στη βιτρίνα" (εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ.404) είναι ένα πολυδιάστατο και αλληγορικό βιβλίο με στοιχεία από διάφορα λογοτεχνικά είδη, τα οποία τα διαπερνά δημιουργικά.

Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους, τον 17ο αιώνα και τον 21ο. Οι ηρωίδες είναι δύο γυναίκες που πουλάνε το σώμα τους, η Έλσε μια νεαρή Δανέζα που φτάνει στο Άμστερνταμ για να βρει μια καλύτερη τύχη και η γυναίκα με το ψευδώνυμο Νατάσσα, μια ελληνίδα που βρίσκεται στο Άμστερνταμ κατά τύχη, και προσπαθεί να επιβιώσει ασκώντας το επάγγελμα της πόρνης.
Η όμορφη και ζουμερή Έλσε σύντομα μαθαίνει ότι για να μπορέσει να βγάλει τα προς το ζην, θα πρέπει να πουλήσει το κορμί της, είτε στο καπηλειό που την σέρνει η σκληρή σπιτονοικοκυρά της, είτε στον δρόμο. Εκείνη όμως ονειρεύεται να γίνει μοντέλο για έναν ζωγράφο και ένας καιροσκόπος θα εκμεταλλευτεί την επιθυμία της αυτή, συστήνοντάς την στον μεγάλο Ρέμπραντ, ο οποίος την χρησιμοποιεί για τους πίνακές του. Η Έλσε χρησιμοποιείται από όλους όσους γνωρίζει, από την μοχθηρή και φιλοχρήματη σπιτονοικοκυρά της, από τον “ευγενικό” κύριο Γιαν, που την συστήνει στον ζωγράφο και που το μόνο που θέλει είναι κάποια προσχέδια των πινάκων του Ρέμπραντ για να τα πουλήσει στην αγορά, ακόμα κι από τον ίδιο τον Ρέμπραντ που την βλέπει μόνο σαν σώμα προς έκθεση. Η Έλσε θα οδηγηθεί στον φόνο από την απελπισία της, από την κακή της μοίρα – η μορφή της όμως έμελλε να αποτυπωθεί στον πίνακα του Ρέμπραντ “Γυναίκα στην αγχόνη”, πίνακας που αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το μυθιστόρημα.



Η Νατάσσα είναι μια γυναίκα που η οικονομική κρίση στην Ελλάδα την οδήγησε σε μια εγκληματική πράξη. Θα διαφύγει κακήν κακώς και θα φτάσει στο Άμστερνταμ, όπου κι εκεί το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να κλέψει τις οικονομίες ενός νεαρού Αιγύπτιου που της παρέχει φιλοξενία. Θα βρεθεί εκτεθειμένη στις βιτρίνες της Κόκκινης συνοικίας της πόλης, στις διάσημες παγκοσμίως βιτρίνες της πορνείας - συνοικία που παραμένει με την ίδια χρήση και φήμη όσοι αιώνες κι αν περάσουν, αέναη τουριστική ατραξιόν. 
Τις δύο εποχές, τις δύο γυναίκες ενώνει η παρουσία του Άγγελου, ενός αδιάφορου εμφανισιακά αλλά προικισμένου με την ικανότητα “συναισθησίας του καθρέπτη”, μια ιδιαιτερότητα που του επιτρέπει να συναισθάνεται μέσω ενός ιδιότυπου deja vu τις δονήσεις του παρελθόντος. Ο Άγγελος που θα ενδιαφερθεί για την Νατάσσα μέσω αυτής της συναισθησίας, θα αποτελέσει την γέφυρα με το παρελθόν στην αφήγηση της ιστορίας. Παράλληλα η Ελισάβετ, μια ελληνίδα συγγραφέας στην ωριμότητά της βρίσκεται σε μια Ολλανδική πόλη κοντά στα σύνορα – τα σύνορα που την απασχολούν ως σημείο υπέρβασης κάποιων πραγμάτων, ενώ κάνει μια έρευνα για την μετανάστευση στις χώρες του Βορρά. Την ενώνει με τον Άγγελο μια ιστορία του παρελθόντος και ήρθε η στιγμή για να αποκαλυφθεί η κρυμμένη επί δεκαετίες αλήθεια.

Το “Σώμα στη βιτρίνα” είναι πολυεπίπεδο και πολύ δουλεμένο μυθιστόρημα, δυνατό και συγκινητικό που κάνει τον αναγνώστη να ξεχνάει τα μειονεκτήματά του (που επικεντρώνονται στους δύο μη πειστικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, του Άγγελου και της Ελισάβετ), εστιάζοντας κυρίως στην ιστορία της Έλσε και της Νατάσσας που η σύνδεση τους είναι εξαιρετική και το θέμα του χρόνου να το χειρίζεται με άψογο τρόπο η συγγραφέας. Το εμφανές πολιτικό σχόλιο ενδυναμώνει την αλληγορική υφή του μυθιστορήματος που θίγει με επιτυχημένο τρόπο το θέμα της οικονομικής κρίσης χωρίς να στο πετάει στα μούτρα, χωρίς να εκβιάζει τα συναισθήματα.



Η έρευνα σε αρχεία και πίνακες είναι εμφανής, το ύφος είναι λιτό και υπαινικτικό, ενώ η δομή του βιβλίου είναι εξαιρετική. Η συγγραφέας θίγει θέματα όπως η καπηλεία του γυναικείου σώματος, η οικονομική κρίση ανά τους αιώνες, οι ανθρώπινες σχέσεις με τα μυστικά και ψέματα. Οι γυναίκες στο βιβλίο είναι survivors, κυνικές και ευαίσθητες ταυτόχρονα ενώ η μοίρα και τα παιχνίδια της είναι διαρκώς παρούσα και καθοριστική. Η Μαντόγλου πάνω απ' όλα όμως επιτυγχάνει στην δημιουργία ατμόσφαιρας στο βιβλίο της, το Άμστερνταμ μέσα από τους αιώνες αναδεικνύει την αληθινή του φύση, όμορφο και ρομαντικό στην επιφάνεια, σκληρό και ανελέητο στην πραγματικότητα με το χρήμα να κυριαρχεί μέσω των αιώνων, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.

--------------------------------------------------------

Σε άλλα πλαίσια κινείται η συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Καρακίτσου (Βόλος, 1979) με τίτλο “Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε – Ρεσεψιονίστ και Διηγηματογράφου” (εκδόσεις Ποταμός, σελ.188). Οι 28 ιστορίες που απαρτίζουν την συλλογή θα μπορούσαν να αποτελούν κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, αφού η μορφή του Βαρθολομαίου Ολίβιε τις διαπερνά σχεδόν όλες με δημιουργικό τρόπο.

Ιστορίες που οι περισσότερες κινούνται σε ένα ύφος λογοτεχνίας του Παράλογου, του Φανταστικού, του Υπερρεαλιστικού στις οποίες πρωταγωνιστεί ο τόπος και η μουσική. Η επιλογή της Κέρκυρας όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες από τις ιστορίες είναι καθοριστική αλλά, τον τόνο στο βιβλίο τον δίνει η μουσική μέσω κάποιων κομματιών που παραθέτει ο συγγραφέας δίνοντας ρυθμό και χρώμα σε αυτά που αφηγείται.

Ο Βαρθολομαίος Ολίβιε αυτός ο αποτυχημένος ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου διακοπών όπου εργάζεται, στις περισσότερες των ιστοριών όπου εμφανίζεται, πραγματοποιεί νοητικά ταξίδια στον χρόνο και στις εποχές αλλάζοντας μορφές και ιδιότητες, ενώ τα πρόσωπα της Ιστορίας ανακατεύονται με τους απλούς ανθρώπους σε συνομιλίες υπερρεαλιστικές και απογειωμένες με πολλές μεταμορφώσεις.

“...Ο Βαρθολομαίος Ολίβιε, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφος, σημαδεύει με πετραδάκια ένα φωτισμένο παράθυρο. Το παράθυρο ανοίγει, και ο ένοικος του διαμερίσματος ρίχνει στα πόδια του ρεσεψιονίστ ένα χαρτί.
Ο Βαρθολομαίος το σηκώνει. Μια μεγάλη μουντζούρα κρύβει την αξιολόγηση των διηγημάτων του από τον Θεό. Ο ένοικος κλείνει το παράθυρο και σβήνει το φως.
Ευθύς ο Βαρθολομαίος θυμάται τη σαρωτική εκτέλεση του πρελούδιου από το ωχρό φάντασμα και δυσανασχετεί. Θέλει να πετάξει τα διηγήματά του στη θάλασσα. Ονειρεύεται μια λογοτεχνία αντίστοιχη της σύνθεσης του Βίλλα – Λόμπος. Μα η λογοτεχνία αυτή δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει ποτέ.
Ω, συνειδητοποιεί, τα βιβλία είναι βουβά και ακίνητα σαν αγάλματα.”

Οι ιστορίες του βιβλίου είναι ανομοιογενείς ως προς την έκταση. Οι περισσότερες είναι μικρές, ολιγοσέλιδες και υπάρχουν και δύο πολυσέλιδες ("Περιπέτεια στην Ανταρκτική" και η ακόμα μεγαλύτερη "Η εξαφάνιση του καθηγητή Μαγιοράνα") όπου ο συγγραφέας αφήνει την φαντασία του ανεξέλεγκτη, συνομιλώντας διακειμενικά με αρχαίους και νεότερους δημιουργούς, παρασυρόμενος και παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα πολύχρωμο ταξίδι γεμάτο χιούμορ, όχι πάντα με επιτυχία αλλά με πολλή δημιουργικότητα και ζωντάνια.

Οι μικρότερες ιστορίες δείχνουν περισσότερο συμπαγείς, με υπαινικτικότητα και πυκνότητα λόγου και με διάχυτο το στοιχείο του παραλόγου, του λυρισμού αλλά και ενός ιδιότυπου ρομαντισμού. Ορισμένες δε από αυτές είναι τόσο ωραίες, γεμάτες εικόνες - όπου η Κέρκυρα πρωταγωνιστεί με την υγρασία, τα σπίτια, τα δρομάκια, τις συνοικίες και τα χωριά της - και η μουσική είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, λες και όλα κινούνται γύρω από τα μουσικά θέματα που παραθέτει ο συγγραφέας.



Ο Στερν συναντάει τον Πιραντέλο κι ο Μπρετόν τον Περέκ, ενώ οι μουσικές του Arturo Marquez αυτές του Francis Poulenc, στο πολύ σαγηνευτικό αυτό μικρό βιβλιαράκι με τις εξαιρετικές ιστορίες. Ο αναγνώστης μπορεί να χρειαστεί να διαβάσει τις ιστορίες του Καρακίτσου δυο και τρείς φορές για να αντιληφθεί το ύφος του συγγραφέα, να μπορέσει να μπει στο σύμπαν της αφήγησης που σε έλκει με την μελαγχολία και τον ρυθμό της, την ποιητικότητα και την εφευρετικότητα της φαντασίας.

"...Κλώτσησα τον καλλιτέχνη κι αυτός μάζεψε από χάμω τα κομμένα του δάχτυλα. Τον βοήθησα να καθίσει στο παγκάκι - σε είδα, του είπα, η γυναίκα που αγαπάς έφυγε με κάποιον άλλο, χθες βράδυ. Όσο εσύ ροχάλιζες ναρκωμένος από τη μπίρα. Ο εραστής της πέταξε ένα κέρμα στο καπέλο σου, ήθελε να σε ξυπνήσει. Αλλά τον απέτρεψε η γυναίκα σου λέγοντας ότι πια για εκείνη είσαι νεκρός. Κι αμέσως αγκαλιάστηκαν, ήρθαν να ζητήσουν δωμάτιο με διπλό κρεβάτι. Λίγο μετά, ένας κύριος από το διπλανό δίκλινο μού παραπονέθηκε για άσεμνη φασαρία. Ανέβηκα να κάνω συστάσεις στο ζεύγος, μα βρήκα την πόρτα του δωματίου τους ανοιχτή. Ο εραστής της την είχε τρίψει στα δάχτυλά του σαν τριαντάφυλλο. Ροδοπέταλα πεσμένα στο κρεβάτι κι ένα χελιδονόψαρο που σπαρταρούσε στο πάτωμα - μόνον αυτά βρήκα. Είχε όμως αρχίσει να χαράζει κι ο ουρανός έμοιαζε με φλοιό σάπιου δέντρου. Άθελά μου είχα εισχωρήσει στον ύπνο σου."

Βαθμολογία (και για τα 2 βιβλία) 79 / 100






 
Τετάρτη, Μαΐου 09, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 09, 2018 | Permalink
Οι σκλάβοι της μοναξιάς

Μια ωραία υπόθεση εργασίας μεταξύ βιβλιόφιλων, σε μια χαλαρή κουβέντα, είναι να μαντέψουν ποιοι συγγραφείς και ποια έργα θα επιζήσουν της πορείας του χρόνου, θα γίνουν κλασσικά ή θα διαβάζονται μετά από 50 ή 100 χρόνια. Συνήθως οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες, και περισσότερο αντανακλούν τις δικές μας προτιμήσεις ή επιθυμίες. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα, και η ιστορία της λογοτεχνίας είναι εκεί για να σε διαψεύδει συνεχώς θυμίζοντάς σου περιπτώσεις βιβλίων που διαβάζονταν μανιωδώς στα νιάτα σου και πλέον δεν τα θυμάται κανείς.
Μια τέτοια περίπτωση ξεχασμένου συγγραφέα που κάποτε μεσουράνησε, είναι ο Βρετανός συγγραφέας Patrick Hamilton (Hassocks, Sussex 1904 – Sheringham, Norfolk 1962), που γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία τις δεκαετίες 1930 και 1940 στον αγγλοσαξωνικό κόσμο με θεατρικά έργα όπως το “The Rope” (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Αλ.Χίτσκοκ “Η θηλιά” - στην δε πρώτη προβολή στην Ελλάδα ως “Ο βρόγχος”) και το υπέροχο “Gaslight” (που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο και στην Ελλάδα παίχτηκε ως “Εφιάλτης”). Ο Χάμιλτον έγραψε πολλά μυθιστορήματα και θεατρικά έργα αλλά από την δεκαετία του 50 και μετά ξεχάστηκε τελείως και επανήλθε στην λογοτεχνική σκηνή αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του μετά από προσπάθειες συγγραφέων όπως η Ντόρις Λέσινγκ και ο J.B.Priestley που τον θεωρούσαν ισάξιο του Γκρ.Γκριν και του Ήβλιν Βω.

Το πρώτο βιβλίο του Χάμιλτον που εκδίδεται στη χώρα μας είναι “ΟΙ ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ” (“The slaves of solitude”) από τις εκδόσεις Στερέωμα, σε έξοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά και πολύ ωραία εισαγωγή της Ντόρις Λέσινγκ (σελ.347), ένα υπέροχο μυθιστόρημα χαρακτήρων, με καταπληκτική ατμόσφαιρα και πολύ μαύρο χιούμορ, που περιγράφει με στυλ την καθημερινότητα της Αγγλικής επαρχίας κατά την διάρκεια του Β Παγκόσμιου πολέμου, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τις καταστάσεις που δημιουργούνται από αυτές.



Βρισκόμαστε λοιπόν στα τέλη του 1943, ο πόλεμος δεν έχει πολύ δρόμο ακόμα, οι πολλοί βομβαρδισμοί έχουν κοπάσει, ο κόσμος έχει κουραστεί από αυτή την κατάσταση και από την άλλη την έχει συνηθίσει. Η ιστορία διαδραματίζεται στο μικρό χωριό Τέιμς Λόκντον, πολύ κοντά στο Λονδίνο (το όνομα είναι φανταστικό αλλά θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε περιφερειακή μικρή πόλη), ένα μέρος που διαθέτει σιδηροδρομικό (τερματικό μάλιστα) σταθμό, μερικές πανσιόν και κάποιες παμπ. Στην μικρή πόλη έχουν καταλύσει άνθρωποι που είδαν τα σπίτια τους να γκρεμίζονται στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου από τους Ναζί, εργαζόμενοι στην μεγάλη πόλη που παίρνουν το τρένο καθημερινά, συνταξιούχοι που βρήκαν ένα σχετικά ασφαλές μέρος για να διαμείνουν, καθώς και, Αμερικανοί στρατιώτες που περνάνε τον ελεύθερο χρόνο τους στις τοπικές παμπ. Το πάλαι ποτέ τεϊοποτείο Ρόζαμουντ έχει μετατραπεί από την δαιμόνια ιδιοκτήτριά του, την κυρία Πέιν, σε πανσιόν φιλοξενώντας μια δεκάδα περίπου ενοίκων. Άνθρωποι που όπως γράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο "δεν είχαν καμιά δουλειά σ' αυτή τη γη πέρα από το να οδηγούν τα φθίνοντα σώματά τους σε μονοπάτια ελεύθερα από ενοχλήσεις, έγνοιες και ασθένειες, προς την κατεύθυνση εκείνης της τελειωτικής, μοιραίας ασθένειας που θα τους εξόντωνε όλους".
Εκεί έχει καταλύσει η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η κυρία Ρόουτς (της οποίας το μικρό όνομα Ένιντ μαθαίνουμε στη μέση του βιβλίου και δύσκολα θα το ξανασυναντήσουμε μέχρι το τέλος), μια σαραντάρα δεσποινίς, άχρωμη και άοσμη εξωτερικά, που εργάζεται σε έναν εκδοτικό οίκο του Λονδίνου πηγαινοερχόμενη καθημερινά εκεί.

Η κυρία Ρόουτς είναι η μοναδική εργαζόμενη ένοικος της πανσιόν, ο έτερος που ψάχνει εργασία, είναι ο κ. Πρεστ κάποτε επιτυχημένος κωμικός ηθοποιός που πλέον έχει περάσει στα αζήτητα και δειπνεί μόνος τους στην τραπεζαρία. Η κυρία Ρόουτς γυρίζει κάθε βράδυ με το ίδιο τρένο από το Λονδίνο και παίρνει το δείπνο της στην τραπεζαρία της πανσιόν μαζί με τους άλλους ενοίκους. Η θέση της είναι προκαθορισμένη, στο ίδιο τραπέζι κάθε μέρα με τους ίδιους συνδαιτημόνες, την κυρία Μπάρατ που δεν μιλούσε καθόλου και τον γηραιό κύριο Θουέιτς έναν φαφλατά και στριμένο άνθρωπο που τσίγκλαγε συνεχώς την κα Ρόουτς, και ο οποίος μιλούσε συνεχώς για τα πάντα με αρχοντοχωριάτικο ύφος. Η πλήξη κυριαρχεί σε αυτά τα γεύματα και το μόνο που αλλάζει την ατμόσφαιρα είναι η συχνή-πυκνή παρουσία Αμερικανών στρατιωτών. Η μοναδική της φίλη στην μικρή πόλη είναι μια Γερμανίδα που ζει αρκετά χρόνια στην Αγγλία, η Βίκυ, μια γυναίκα στην ηλικία της, που ταλαιπωρείται από την καχυποψία των κατοίκων λόγω της καταγωγής της και με την οποία βρίσκονται μια φορά την εβδομάδα για τσάι.

Ένας από αυτούς τους στρατιώτες, ο υπολοχαγός Πάικ, φλερτάρει την κα Ρόουτς με έντονο τρόπο. Πηγαίνουν μαζί για ένα ποτό στην κοντινή (και πολύ δημοφιλή) παμπ, προσπαθεί να την μεθύσει, της υπόσχεται γάμο. Η κα Ρόουτς στην αρχή κολακεύεται, μετά προβληματίζεται λόγω των συχνών πολυήμερων απουσιών του υπολοχαγού όπως και της παρουσίας άλλων γυναικών (νεότερων βέβαια) στο τραπέζι που μοιράζονται με συναδέλφους του κάποιες φορές. Κάποιο βράδυ ο υπολοχαγός γνωρίζεται με την Βίκυ καθώς οι δύο φίλες έχουν έρθει μαζί στην παμπ και πολύ σύντομα η κα Ρόουτς βλέπει την συμπεριφορά της φίλης της να αλλάζει, βλέπει την προσπάθειά της να γοητεύσει και να ελκύσει τον υπολοχαγό, ρίχνοντας σπόντες στην άναυδη κα Ρόουτς που μαζί τους δείχνει σαν αυστηρή δασκάλα.

Σύντομα ένας σιωπηρός πόλεμος ξεσπάει μεταξύ των δύο γυναικών που εντείνεται μετά την άφιξη της Βίκυς σε ένα δωμάτιο της πανσιόν. Η κα Ρόουτς βλέπει μια τελείως διαφορετική γυναίκα όχι μόνο απέναντί της αλλά και γενικότερα, καθώς η Γερμανίδα πρώην φίλη της προσπαθεί να γοητεύσει τον αφελή και αλαζόνα κο Θουέιτς που δείχνει μαγεμένος, μιλάει με χυδαίο ύφος και δεν διστάζει να βγει μόνη της με τον υπολοχαγό. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα φορτισμένη, κακίες ανταλάσσονται, και η ζωή στην πανσιόν έχει πάρει μια διαφορετική μορφή.

Ο Χάμιλτον εστιάζει την αφήγησή του στους χαρακτήρες και στα συναισθήματα που προκαλούνται. Η κα Ρόουτς είναι μια γυναίκα που προσπαθεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς, κουρασμένη από τη ζωή, μάλλον παραιτημένη πλέον συναισθηματικά. Με την γνωριμία με τον Αμερικανό υπολοχαγό κάτι μέσα της ζωντανεύει, μια μικρή ελπίδα που το ξέρει και η ίδια ότι είναι σχεδόν απίθανο να υλοποιηθεί, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να ονειρεύεται χωρίς να το ομολογεί ούτε στον εαυτό της. Σύντομα βέβαια διαψεύδεται αλλά με τον χειρότερο τρόπο, με την "προδοσία" της μοναδικής της φίλης όπως θεωρεί την Βίκυ που την προστάτευσε στην αρχή από την καχυποψία και την εχθρότητα των ντόπιων και μετά εκείνη έδειξε τον πραγματικό της εαυτό. Η αντίδραση της κας Ρόουτς θα περάσει από διάφορα στάδια, τα οποία ο Χάμιλτον παραθέτει με ψύχραιμη και λεπτομερή ματιά της γυναικείας ψυχοσύνθεσης που εντυπωσιάζει με την διεισδυτικότητά της.

Το σατυρικό στοιχείο στην ιστορία είναι βέβαια ο χαρακτήρας του κου Θουέιτς που σκιαγραφείται γκροτέσκα και υπερβολικά από τον συγγραφέα. Ο κος Θουέιτς ένας άνθρωπος μιας περασμένης εποχής που αρνείται να δει λίγο πιο ανοιχτά, είναι βολεμένος με την κατάσταση που επικρατεί, καθώς μέσα στην πανσιόν κάνει κυριολεκτικά ότι θέλει και λέει ότι του κατέβει στο κεφάλι χωρίς αντιρρήσεις ή ενστάσεις από τις γηραιές ή μεσήλικες κυρίες που διαμένουν εκεί. Χοντράδες εκτοξεύονται κυρίως προς την δύσμοιρη κα Ρόουτς που υπομένει αξιοπρεπώς αλλά μέχρι ενός σημείου όπου γίνεται μια καταλυτική έκρηξη.



Το βιβλίο βέβαια, αποτελεί και μια ενδελεχή περιγραφή της κατάστασης που κυριαρχεί στην Βρετανική κοινωνία στα χρόνια του πολέμου. Μια κοινωνία σε οριακή κατάσταση, κουρασμένη και με ανθρώπους αποκαμωμένους από την μακροχρόνια διάρκεια του πολέμου με βασικές ελλείψεις στα τρόφιμα, με την υποχρέωση να ζουν σε ένα συνεχές μισοσκόταδο λόγω της μείωσης στην ένταση του ρεύματος για οικονομία, με καλυμμένα τα παράθυρα με μπλε χαρτιά. Ο πόλεμος όπως εξηγεί ο Χάμιλτον έχει επιδράσει σε πολλούς τομείς, οι γυναίκες είναι πιο απελευθερωμένες, πάνε στα μπαρ και στα καφέ μόνες, κυκλοφορούν πιο άνετα στους δρόμους, ερωτεύονται ανοιχτά ξεπερνώντας προκαταλήψεις, ενώ η έλευση των Αμερικανών που αποπνέουν υγεία και ζωντάνια (μαζί με πράγματα πρωτόγνωρα όπως οι τσίχλες, οι μαύροι αξιωματικοί, η άνεση στην έκφραση), έχει φέρει αναστάτωση στον ερωτικό τομέα γενικώς. Ο Χάμιλτον περιγράφει μια κοινωνία που πίνει συνεχώς, ερωτεύεται, φλερτάρει σε μια κατάσταση "τέλους εποχής".

"Οι σκλάβοι της μοναξιάς" (τι υπέροχος τίτλος βιβλίου), είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, ζωντανό και σαγηνευτικό, με υπέροχους και σπινθηροβόλους διαλόγους, θαυμάσιους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και πολύ στυλ. Περιγράφει εξαιρετικά την ζωή των μικροαστών στην Βρετανία του πολέμου, μακριά από τα μέτωπα των μαχών, ένα άλλο είδος πολέμου μέσα στην ίδια τη χώρα, με όλα τα μικρά και καθημερινά να μεγεθύνονται, ενώ συνέβαινε μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία της χώρας που θα βγει διαφορετική μετά την λήξη του πολέμου.

Βαθμολογία 81 / 100

__________________________________________________

Το blog συμπλήρωσε χθες (8/5) τα 12 του χρόνια. Είναι μάλλον το παλαιότερο λογοτεχνικό blog που υπάρχει στο ελληνικό διαδίκτυο και εγώ αισθάνομαι σαν δεινόσαυρος! Ελπίζω να έχω το κουράγιο να συνεχίσω αυτή την μοναχική προσπάθεια, βιβλία βγαίνουν συνεχώς, πολλά αξιόλογα, όρεξη να έχουμε να διαβάζουμε. Ευχαριστώ όσους με διαβάζουν ανελλιπώς από τον Μάϊο του 2006 που ξεκινούσα δειλά-δειλά και χωρίς να έχω επίγνωση αυτού που ακολουθήσει στη ζωή μου.






 
Πέμπτη, Μαΐου 03, 2018
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 03, 2018 | Permalink
Αυτό που δεν θέλησε κανείς να δει ("Υπόθεση Αρχείου")

Τα σπουδαία βιβλία τα αναγνωρίζεις από τις πρώτες τους σελίδες. Είναι αυτή η αίσθηση της μαγείας που σε κατακλύζει από τις πρώτες προτάσεις, από τις πρώτες γραμμές και εκείνες τις στιγμές, μέσα σου γνωρίζεις καλά ότι αυτό το βιβλίο θέλει τον χρόνο του, την αμέριστη προσοχή και αφοσίωσή σου. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το μυθιστόρημα του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Claudio Magris (Τεργέστη,1939), με τίτλο “ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ” (“Non luogo a procedere”) - (Εκδ. Καστανιώτη, σε ρέουσα μετάφραση της Α.Παπασταύρου, σελ.461).



Η “Υπόθεση αρχείου” είναι ένα απαιτητικό βιβλίο∙ δεν έχει παραδοσιακή πλοκή, δεν έχει συγγραφικά τρικ, δεν έχει ευκολίες. Είναι ένα φιλοσοφικό και ιστορικό μυθιστόρημα που μοιάζει με δοκίμιο, ένα ταξίδι στη μνήμη και στα καλά κρυμμένα μυστικά, ένα ταξίδι στην “καρδιά του σκότους”, στις ενοχές μιας πόλης, μιας χώρας. Μια ιστορία που ξεκινάει ως σουρεαλιστική και ιδιόμορφη για να καταλήξει στην περιγραφή μιας ασύλληπτης τραγωδίας, μιας φρίκης σε μια πόλη που ήξερε αλλά δεν μιλούσε.

“Ακόμα και την εξαφάνιση πρέπει κανείς να την αντιλαμβάνεται – αυτό που δεν υπάρχει, και δεν είναι εύκολο. Αντίθετα, το γεγονός της εξαφάνισης λειτουργεί ευεργετικά στη συγκάλυψη και τη λήθη. Απώθηση, είπε στη δίκη ο δόκτωρ Βουλτς. Να διαγράφεις την απουσία, να εξαλείφεις αυτό και αυτό που δεν υπάρχει πια· να σβήνεις όχι μόνο την ανάμνηση αυτού που έφυγε, αλλά και τη συναίσθηση ότι αυτός, αυτή, κάποιος έφυγε. Κάποιος που δεν υπάρχει πια είναι ένα εμπόδιο, είναι ένας λογαριασμός που δεν έκλεισε, μια τρύπα στον τοίχο· κάνεις λοιπόν τα πάντα για να μη μάθεις πως δεν υπάρχει, πως δεν υπήρξε ποτέ, για να σβήσεις και να καλύψεις εκείνη την τρύπα.”

Ο ανώνυμος ήρωας (“ο καθηγητής”) του μυθιστορήματος, ήθελε να φτιάξει ένα πρωτότυπο μουσείο. Ένα μουσείο πολέμου διαφορετικό. Συγκέντρωνε λοιπόν όπλα από διάφορες ιστορικές περιόδους, (ακόμα και) υποβρύχια, τανκς, κράνη, ότι μπορούσε να βρει. Ήταν ένας μανιακός και ιδιόρρυθμος τύπος που είχε καταστραφεί οικονομικά αλλά συνέχιζε χωρίς διακοπή την προσπάθειά του και τα μαξιμαλιστικά του σχέδια. Θα ήταν ένα μουσείο πολέμου αφιερωμένο στην ειρήνη. Μια μεγάλη πυρκαγιά όμως θα καταστρέψει τον χώρο, τις εκτάσεις, τους στάβλους και το δωμάτιο που εκείνος κοιμόταν. Θα βρει τραγικό θάνατο από ασφυξία.

Η περιφέρεια και οι δημοτικές αρχές συστήνουν ένα ίδρυμα για να εξοπλισθεί ξανά το Μουσείο με ότι υπάρχει, ότι διασώθηκε. Υπεύθυνη του πρότζεκτ είναι η Λουίζα Μπρουκς που υπομονετικά ψάχνει σημειώσεις, δελτία αγοράς, παραγγελίες και ιστορικά στοιχεία γύρω από τα αντικείμενα. Ταξινομώντας πέφτει πάνω στις σημειώσεις, στα τετράδια που κρατούσε ο συλλέκτης – σημειώσεις που η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να βγουν στο κοινό -, και διαπιστώνει την αλλαγή στην ψυχοσύνθεση του, από τότε που ασχολήθηκε με το καλά κρυμμένο μυστικό της Τεργέστης, την Ριζιέρα, το παλιό εργοστάσιο αποφλοίωσης ρυζιού που μετατράπηκε από τους Φασίστες του Μουσολίνι και τους Ναζί σε κρεματόριο.

Η Ριζιέρα ντι Σάμπα ήταν το μόνο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία, που υπήρχαν θάλαμοι αερίων, στους οποίους οδηγήθηκαν σε θάνατο περίπου 5.000 Εβραίοι και χιλιάδες Ιταλοί αντιστασιακοί όπως και Γιουγκοσλάβοι συλληφθέντες αντάρτες. Την ημέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ, όλα τα ντοκουμέντα, οι διαταγές σύλληψης και εξόντωσης κάηκαν από τον τότε διοικητή του στρατοπέδου, και αργότερα, μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, οι τοίχοι ασπρίστηκαν, οι τοίχοι του παλιού εργοστασίου περάστηκαν με ασβέστη για να κρύψουν από κάτω, τα ονόματα και οτιδήποτε ήταν γραμμένο εκεί από τους φυλακισμένους, τα ονόματα των δωσιλόγων, των ανθρώπων που οδήγησαν σε θάνατο ή σε εκτόπιση σε στρατόπεδα του ναζιστικού καθεστώτος, τους χιλιάδες φυλακισμένους εκεί.

Ο “καθηγητής” υπομονετικά έσκαψε κάτω από τον ασβέστη, βρήκε τα σημειώματα, τα έγραψε σε χαρτί, στις σημειώσεις του, προσπάθησε να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες που οι αρχές της πόλης και του Ιταλικού κράτους προτίμησαν να θάψουν στη λήθη. Η ενασχόλησή του με την Ριζιέρα τον άλλαξε, τον κατέστρεψε οικονομικά και η ύποπτη πυρκαγιά ολοκλήρωσε την προσωπική του τραγωδία και ήρθε να προστεθεί σε αυτή την σκοτεινή ιστορία.

Η Λουίζα Μπρουκς (με το ονοματεπώνυμο που θυμίζει την παλιά κινηματογραφική ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου), είναι ο έτερος πόλος του μυθιστορήματος. Στην εμμονή του συλλέκτη προστίθεται η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά της γυναίκας αυτής, που είναι παιδί ενός μαύρου στρατιωτικού, αξιωματικού του Αμερικάνικου στρατού με καταγωγή από την Καραϊβική και μιας Ιταλοεβραίας, της οποίας η μητέρα θανατώθηκε στην Ριζιέρα αλλά με ένα στίγμα που κυνηγούσε την κόρη της σε όλη της την ζωή. Η έρευνά της την οδηγεί στην αυτογνωσία, σε ένα ταξίδι στο δικό της οικογενειακό παρελθόν, στον θάνατο του πατέρα της, στην σιωπή της μητέρας της.

"Εκείνη τη νύχτα μεταξύ της 29ης και της 30ης του Απρίλη, στη Ριζιέρα υψώθηκε κι άλλος καπνός διώχνοντας τον προηγούμενο κι έπειτα εξαφανίστηκε κι αυτός και μαζί μ'εκείνο τον καπνό, που λίγος γρέγος τον σκορπίζει και τον ρίχνει στη λήθη, εξαφανίστηκε η εξαφάνιση πολλών κρατουμένων, οι οποίοι είχαν βασανιστεί, σφαγιαστεί, θανατωθεί στους θαλάμους αερίων, εκτοπιστεί, καεί. "Αυτόν τον καπνό αναζητώ, τα ονόματα που έγιναν στάχτη. Δεν πολεμάω ενάντια στη λήθη της λήθης, ενάντια στην ένοχη ασυνειδησία ότι λησμονήσαμε, ότι θελήσαμε να λησμονήσουμε, ότι δεν θέλαμε και δεν μπορούσαμε να ξέρουμε ότι υπάρχει μια φρίκη που θελήσαμε - εξαναγκαστήκαμε; - να λησμονήσουμε. Στην Τεργέστη βλέπω σε κάθε δρόμο τον καπνό που δεν θέλησε κανείς να δει"."

Με μακροπερίοδο λόγο και υπνωτιστική αφήγηση, ο Μάγκρις συνθέτει αυτή την υπέροχη ιστορία, αφιερώνοντας ολόκληρα κεφάλαια σε χαρακτήρες και καταστάσεις που έχουν σχέση, είτε με το μουσείο, είτε με την οικογένεια της Λουίζας Μπρουκς. Μπορεί κάποιες σελίδες να δείχνουν περιττές (χωρίς να είναι), μοτίβα να επαναλαμβάνονται αλλά είναι η υπέροχη γοητεία του λόγου και του ύφους του συγγραφέα που οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα υπέροχο ελεγειακό ταξίδι αργά και μαυλιστικά. Μέσα από την ιστορία ενός όπλου, αναδεικνύεται μια άλλη κρυμμένη ιστορία, σαν μπάμπουσκα το βιβλίο ξετυλίγει περιστατικά και περίεργα ιστορικά φαινόμενα, χωρίς να μπορείς να καταλάβεις που τελειώνει η αλήθεια και αρχίζει ο μύθος. Ινδιάνοι που βρίσκονται στην Πράγα, η Ιερά εξέταση και οι μέθοδοί της, το δουλεμπόριο των σκλάβων και άλλα πολλά..



Η Ιστορία μπορεί να είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο αλλά (όπως και σε άλλα έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα), η ίδια η Τεργέστη προβάλλει αργά και εντυπωσιακά σε πρώτο πλάνο μέσα από την μαγευτική αφήγηση της ιστορίας. Η Τεργέστη, η πόλη του Σβέβο και του Τζόις, μια πόλη που δεν ανήκε πουθενά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, μια πόλη που την διεκδικούσαν πολλοί, η Τεργέστη με την ένοχη σιωπή της μέσα από το βιβλίο, στις σελίδες του κυριαρχεί με αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και την κάλυψη των υπαιτίων, ίσως όχι τόσο συναισθηματικά όπως έκανε ο μέγας Μπασάνι με την Φερράρα στους “Φίτζι-Κοντίνι” αλλά εξίσου δυναμικά και ζωντανά.

Όπως αναφέρει ο Μάγκρις στο τέλος του βιβλίου, πίσω από την ιστορία υπάρχει ένας πραγματικός συλλέκτης. Ο καθηγητής Ντιέγκο ντε Ενρίκες, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη συλλογή όπλων και κάθε είδους πολεμικού υλικού  για να κατασκευάσει ένα Μουσείο Πολέμου. Βρήκε τον θάνατο στην πυρκαγιά της αποθήκης. Βεβαίως ο συγγραφέας πηγαίνει την πραγματική ιστορία ένα βήμα παραπέρα χαρίζοντάς μας σελίδες αληθινής λογοτεχνίας και αναγνωστικής απόλαυσης.

"Όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια απόξεση της συνείδησης και πάνω απ' όλα της συνείδησης αυτού που εξαφανίζεται, αυτού που εξαφανίστηκε. Αν κάποιος ή κάτι λείπει, πονάει, και τότε, αφού το βγάλεις από τη μέση - μερικές φορές έστω και με συνοπτικές διαδικασίες, όπως στη Ριζιέρα -, βγάζεις από τη μέση και τη συνείδηση και την ανάμνηση ότι το έκανες. Η Ιστορία, η κοινωνία, οι κοινωνίες είναι μαστόρισσες στη νευροχειρουργική και κάνουν γρήγορες προόδους...Το κρεματόριο είναι ένα τέλειο χειρουργείο της λήθης."

Βαθμολογία 87 / 100