Πέμπτη, Μαΐου 03, 2018
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 03, 2018 | Permalink
Αυτό που δεν θέλησε κανείς να δει ("Υπόθεση Αρχείου")

Τα σπουδαία βιβλία τα αναγνωρίζεις από τις πρώτες τους σελίδες. Είναι αυτή η αίσθηση της μαγείας που σε κατακλύζει από τις πρώτες προτάσεις, από τις πρώτες γραμμές και εκείνες τις στιγμές, μέσα σου γνωρίζεις καλά ότι αυτό το βιβλίο θέλει τον χρόνο του, την αμέριστη προσοχή και αφοσίωσή σου. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το μυθιστόρημα του μεγάλου Ιταλού συγγραφέα Claudio Magris (Τεργέστη,1939), με τίτλο “ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ” (“Non luogo a procedere”) - (Εκδ. Καστανιώτη, σε ρέουσα μετάφραση της Α.Παπασταύρου, σελ.461).



Η “Υπόθεση αρχείου” είναι ένα απαιτητικό βιβλίο∙ δεν έχει παραδοσιακή πλοκή, δεν έχει συγγραφικά τρικ, δεν έχει ευκολίες. Είναι ένα φιλοσοφικό και ιστορικό μυθιστόρημα που μοιάζει με δοκίμιο, ένα ταξίδι στη μνήμη και στα καλά κρυμμένα μυστικά, ένα ταξίδι στην “καρδιά του σκότους”, στις ενοχές μιας πόλης, μιας χώρας. Μια ιστορία που ξεκινάει ως σουρεαλιστική και ιδιόμορφη για να καταλήξει στην περιγραφή μιας ασύλληπτης τραγωδίας, μιας φρίκης σε μια πόλη που ήξερε αλλά δεν μιλούσε.

“Ακόμα και την εξαφάνιση πρέπει κανείς να την αντιλαμβάνεται – αυτό που δεν υπάρχει, και δεν είναι εύκολο. Αντίθετα, το γεγονός της εξαφάνισης λειτουργεί ευεργετικά στη συγκάλυψη και τη λήθη. Απώθηση, είπε στη δίκη ο δόκτωρ Βουλτς. Να διαγράφεις την απουσία, να εξαλείφεις αυτό και αυτό που δεν υπάρχει πια· να σβήνεις όχι μόνο την ανάμνηση αυτού που έφυγε, αλλά και τη συναίσθηση ότι αυτός, αυτή, κάποιος έφυγε. Κάποιος που δεν υπάρχει πια είναι ένα εμπόδιο, είναι ένας λογαριασμός που δεν έκλεισε, μια τρύπα στον τοίχο· κάνεις λοιπόν τα πάντα για να μη μάθεις πως δεν υπάρχει, πως δεν υπήρξε ποτέ, για να σβήσεις και να καλύψεις εκείνη την τρύπα.”

Ο ανώνυμος ήρωας (“ο καθηγητής”) του μυθιστορήματος, ήθελε να φτιάξει ένα πρωτότυπο μουσείο. Ένα μουσείο πολέμου διαφορετικό. Συγκέντρωνε λοιπόν όπλα από διάφορες ιστορικές περιόδους, (ακόμα και) υποβρύχια, τανκς, κράνη, ότι μπορούσε να βρει. Ήταν ένας μανιακός και ιδιόρρυθμος τύπος που είχε καταστραφεί οικονομικά αλλά συνέχιζε χωρίς διακοπή την προσπάθειά του και τα μαξιμαλιστικά του σχέδια. Θα ήταν ένα μουσείο πολέμου αφιερωμένο στην ειρήνη. Μια μεγάλη πυρκαγιά όμως θα καταστρέψει τον χώρο, τις εκτάσεις, τους στάβλους και το δωμάτιο που εκείνος κοιμόταν. Θα βρει τραγικό θάνατο από ασφυξία.

Η περιφέρεια και οι δημοτικές αρχές συστήνουν ένα ίδρυμα για να εξοπλισθεί ξανά το Μουσείο με ότι υπάρχει, ότι διασώθηκε. Υπεύθυνη του πρότζεκτ είναι η Λουίζα Μπρουκς που υπομονετικά ψάχνει σημειώσεις, δελτία αγοράς, παραγγελίες και ιστορικά στοιχεία γύρω από τα αντικείμενα. Ταξινομώντας πέφτει πάνω στις σημειώσεις, στα τετράδια που κρατούσε ο συλλέκτης – σημειώσεις που η οικογένεια του θανόντος δεν θέλει να βγουν στο κοινό -, και διαπιστώνει την αλλαγή στην ψυχοσύνθεση του, από τότε που ασχολήθηκε με το καλά κρυμμένο μυστικό της Τεργέστης, την Ριζιέρα, το παλιό εργοστάσιο αποφλοίωσης ρυζιού που μετατράπηκε από τους Φασίστες του Μουσολίνι και τους Ναζί σε κρεματόριο.

Η Ριζιέρα ντι Σάμπα ήταν το μόνο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία, που υπήρχαν θάλαμοι αερίων, στους οποίους οδηγήθηκαν σε θάνατο περίπου 5.000 Εβραίοι και χιλιάδες Ιταλοί αντιστασιακοί όπως και Γιουγκοσλάβοι συλληφθέντες αντάρτες. Την ημέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ, όλα τα ντοκουμέντα, οι διαταγές σύλληψης και εξόντωσης κάηκαν από τον τότε διοικητή του στρατοπέδου, και αργότερα, μετά την επάνοδο της δημοκρατίας, οι τοίχοι ασπρίστηκαν, οι τοίχοι του παλιού εργοστασίου περάστηκαν με ασβέστη για να κρύψουν από κάτω, τα ονόματα και οτιδήποτε ήταν γραμμένο εκεί από τους φυλακισμένους, τα ονόματα των δωσιλόγων, των ανθρώπων που οδήγησαν σε θάνατο ή σε εκτόπιση σε στρατόπεδα του ναζιστικού καθεστώτος, τους χιλιάδες φυλακισμένους εκεί.

Ο “καθηγητής” υπομονετικά έσκαψε κάτω από τον ασβέστη, βρήκε τα σημειώματα, τα έγραψε σε χαρτί, στις σημειώσεις του, προσπάθησε να διατηρήσει ζωντανές τις μνήμες που οι αρχές της πόλης και του Ιταλικού κράτους προτίμησαν να θάψουν στη λήθη. Η ενασχόλησή του με την Ριζιέρα τον άλλαξε, τον κατέστρεψε οικονομικά και η ύποπτη πυρκαγιά ολοκλήρωσε την προσωπική του τραγωδία και ήρθε να προστεθεί σε αυτή την σκοτεινή ιστορία.

Η Λουίζα Μπρουκς (με το ονοματεπώνυμο που θυμίζει την παλιά κινηματογραφική ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου), είναι ο έτερος πόλος του μυθιστορήματος. Στην εμμονή του συλλέκτη προστίθεται η ψύχραιμη και επιστημονική ματιά της γυναίκας αυτής, που είναι παιδί ενός μαύρου στρατιωτικού, αξιωματικού του Αμερικάνικου στρατού με καταγωγή από την Καραϊβική και μιας Ιταλοεβραίας, της οποίας η μητέρα θανατώθηκε στην Ριζιέρα αλλά με ένα στίγμα που κυνηγούσε την κόρη της σε όλη της την ζωή. Η έρευνά της την οδηγεί στην αυτογνωσία, σε ένα ταξίδι στο δικό της οικογενειακό παρελθόν, στον θάνατο του πατέρα της, στην σιωπή της μητέρας της.

"Εκείνη τη νύχτα μεταξύ της 29ης και της 30ης του Απρίλη, στη Ριζιέρα υψώθηκε κι άλλος καπνός διώχνοντας τον προηγούμενο κι έπειτα εξαφανίστηκε κι αυτός και μαζί μ'εκείνο τον καπνό, που λίγος γρέγος τον σκορπίζει και τον ρίχνει στη λήθη, εξαφανίστηκε η εξαφάνιση πολλών κρατουμένων, οι οποίοι είχαν βασανιστεί, σφαγιαστεί, θανατωθεί στους θαλάμους αερίων, εκτοπιστεί, καεί. "Αυτόν τον καπνό αναζητώ, τα ονόματα που έγιναν στάχτη. Δεν πολεμάω ενάντια στη λήθη της λήθης, ενάντια στην ένοχη ασυνειδησία ότι λησμονήσαμε, ότι θελήσαμε να λησμονήσουμε, ότι δεν θέλαμε και δεν μπορούσαμε να ξέρουμε ότι υπάρχει μια φρίκη που θελήσαμε - εξαναγκαστήκαμε; - να λησμονήσουμε. Στην Τεργέστη βλέπω σε κάθε δρόμο τον καπνό που δεν θέλησε κανείς να δει"."

Με μακροπερίοδο λόγο και υπνωτιστική αφήγηση, ο Μάγκρις συνθέτει αυτή την υπέροχη ιστορία, αφιερώνοντας ολόκληρα κεφάλαια σε χαρακτήρες και καταστάσεις που έχουν σχέση, είτε με το μουσείο, είτε με την οικογένεια της Λουίζας Μπρουκς. Μπορεί κάποιες σελίδες να δείχνουν περιττές (χωρίς να είναι), μοτίβα να επαναλαμβάνονται αλλά είναι η υπέροχη γοητεία του λόγου και του ύφους του συγγραφέα που οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα υπέροχο ελεγειακό ταξίδι αργά και μαυλιστικά. Μέσα από την ιστορία ενός όπλου, αναδεικνύεται μια άλλη κρυμμένη ιστορία, σαν μπάμπουσκα το βιβλίο ξετυλίγει περιστατικά και περίεργα ιστορικά φαινόμενα, χωρίς να μπορείς να καταλάβεις που τελειώνει η αλήθεια και αρχίζει ο μύθος. Ινδιάνοι που βρίσκονται στην Πράγα, η Ιερά εξέταση και οι μέθοδοί της, το δουλεμπόριο των σκλάβων και άλλα πολλά..



Η Ιστορία μπορεί να είναι ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο αλλά (όπως και σε άλλα έργα του σπουδαίου αυτού συγγραφέα), η ίδια η Τεργέστη προβάλλει αργά και εντυπωσιακά σε πρώτο πλάνο μέσα από την μαγευτική αφήγηση της ιστορίας. Η Τεργέστη, η πόλη του Σβέβο και του Τζόις, μια πόλη που δεν ανήκε πουθενά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, μια πόλη που την διεκδικούσαν πολλοί, η Τεργέστη με την ένοχη σιωπή της μέσα από το βιβλίο, στις σελίδες του κυριαρχεί με αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα και την κάλυψη των υπαιτίων, ίσως όχι τόσο συναισθηματικά όπως έκανε ο μέγας Μπασάνι με την Φερράρα στους “Φίτζι-Κοντίνι” αλλά εξίσου δυναμικά και ζωντανά.

Όπως αναφέρει ο Μάγκρις στο τέλος του βιβλίου, πίσω από την ιστορία υπάρχει ένας πραγματικός συλλέκτης. Ο καθηγητής Ντιέγκο ντε Ενρίκες, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη συλλογή όπλων και κάθε είδους πολεμικού υλικού  για να κατασκευάσει ένα Μουσείο Πολέμου. Βρήκε τον θάνατο στην πυρκαγιά της αποθήκης. Βεβαίως ο συγγραφέας πηγαίνει την πραγματική ιστορία ένα βήμα παραπέρα χαρίζοντάς μας σελίδες αληθινής λογοτεχνίας και αναγνωστικής απόλαυσης.

"Όλη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια απόξεση της συνείδησης και πάνω απ' όλα της συνείδησης αυτού που εξαφανίζεται, αυτού που εξαφανίστηκε. Αν κάποιος ή κάτι λείπει, πονάει, και τότε, αφού το βγάλεις από τη μέση - μερικές φορές έστω και με συνοπτικές διαδικασίες, όπως στη Ριζιέρα -, βγάζεις από τη μέση και τη συνείδηση και την ανάμνηση ότι το έκανες. Η Ιστορία, η κοινωνία, οι κοινωνίες είναι μαστόρισσες στη νευροχειρουργική και κάνουν γρήγορες προόδους...Το κρεματόριο είναι ένα τέλειο χειρουργείο της λήθης."

Βαθμολογία 87 / 100







 



1 Comments:


At 3/5/18 19:57, Blogger ΜΑΡΙΑ ΛΙΑΚΟΥ

Το επόμενο μου βιβλίο για ανάγνωση!!

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home