Τετάρτη, Μαΐου 16, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 16, 2018 | Permalink
Σώμα στη βιτρίνα και ο Βαρθολομαίος Ολίβιε
Κατά
την διάρκεια της αναγνωστικής μου χρονιάς, διαβάζω αρκετά λογοτεχνικά βιβλία
Ελλήνων συγγραφέων. Τα περισσότερα από αυτά είναι είτε από μέτρια έως κακά,
είτε πολύ αδιάφορα (πράγμα που είναι ίσως χειρότερο - βιβλία "για το
τίποτα γραμμένα" που λέει ένας καλός φίλος). Στα περισσότερα συναντώ τις
εγγενείς αδυναμίες της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας: ενδοσκόπηση,
αφηγηματικές αδυναμίες, βιασύνη, έπαρση, φροντίδα για την γλώσσα σε βάρος της
πλοκής.
Τους
τελευταίους μήνες, μέσα από την ξέφρενη εγχώρια εκδοτική παραγωγή, ξεχώρισα 2 βιβλία
Ελλήνων συγγραφέων που θεωρώ ότι αξίζουν όχι μόνο αναφοράς αλλά και επαίνων.
Συγγραφείς διαφορετικής θεματολογίας, αλλά με το κοινό σημείο της καλής
λογοτεχνίας να τους ενώνει. Είναι η πολύ καλή συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου με το
έξοχο μυθιστόρημά της "ΣΩΜΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ" και ο ιδιαίτερα ταλαντούχος Δημήτρης
Καρακίτσος με την εξαιρετική συλλογή διηγημάτων του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ
ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΟΛΙΒΙΕ". Ένα μυθιστόρημα και μία συλλογή διηγημάτων που θα
μπορούσε κάποιος να την δει και ως μυθιστόρημα. Ας τα δούμε ένα, ένα.
Η
Αργυρώ Μαντόγλου, έμπειρη (και συνεπής) μεταφράστρια, ικανότατη κριτικός με
οικουμενική θεώρηση της λογοτεχνίας, με ιδιαίτερα αξιόλογη συγγραφική πορεία
που περιλαμβάνει αρκετά μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και ποίησης, θεωρώ
ότι με το νέο της βιβλίο πραγματοποιεί ένα ποιοτικό άλμα που δείχνει συγγραφική
ωριμότητα. Το μυθιστόρημα της "Σώμα στη βιτρίνα" (εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ.404) είναι ένα πολυδιάστατο και αλληγορικό βιβλίο με στοιχεία από διάφορα
λογοτεχνικά είδη, τα οποία τα διαπερνά δημιουργικά.
Το
μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε δύο χρονικές περιόδους, τον 17ο αιώνα και τον 21ο.
Οι ηρωίδες είναι δύο γυναίκες που πουλάνε το σώμα τους, η Έλσε μια νεαρή Δανέζα
που φτάνει στο Άμστερνταμ για να βρει μια καλύτερη τύχη και η γυναίκα με το
ψευδώνυμο Νατάσσα, μια ελληνίδα που βρίσκεται στο Άμστερνταμ κατά τύχη, και
προσπαθεί να επιβιώσει ασκώντας το επάγγελμα της πόρνης.
Η
όμορφη και ζουμερή Έλσε σύντομα μαθαίνει ότι για να μπορέσει να βγάλει τα προς
το ζην, θα πρέπει να πουλήσει το κορμί της, είτε στο καπηλειό που την σέρνει η
σκληρή σπιτονοικοκυρά της, είτε στον δρόμο. Εκείνη όμως ονειρεύεται να γίνει
μοντέλο για έναν ζωγράφο και ένας καιροσκόπος θα εκμεταλλευτεί την επιθυμία της
αυτή, συστήνοντάς την στον μεγάλο Ρέμπραντ, ο οποίος την χρησιμοποιεί για τους
πίνακές του. Η Έλσε χρησιμοποιείται από όλους όσους γνωρίζει, από την μοχθηρή
και φιλοχρήματη σπιτονοικοκυρά της, από τον “ευγενικό” κύριο Γιαν, που την συστήνει
στον ζωγράφο και που το μόνο που θέλει είναι κάποια προσχέδια των πινάκων του
Ρέμπραντ για να τα πουλήσει στην αγορά, ακόμα κι από τον ίδιο τον Ρέμπραντ που
την βλέπει μόνο σαν σώμα προς έκθεση. Η Έλσε θα οδηγηθεί στον φόνο από την
απελπισία της, από την κακή της μοίρα – η μορφή της όμως έμελλε να αποτυπωθεί
στον πίνακα του Ρέμπραντ “Γυναίκα στην αγχόνη”, πίνακας που αποτέλεσε την
αφορμή για αυτό το μυθιστόρημα.
Η
Νατάσσα είναι μια γυναίκα που η οικονομική κρίση στην Ελλάδα την οδήγησε σε μια
εγκληματική πράξη. Θα διαφύγει κακήν κακώς και θα φτάσει στο Άμστερνταμ, όπου
κι εκεί το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να κλέψει τις οικονομίες ενός νεαρού
Αιγύπτιου που της παρέχει φιλοξενία. Θα βρεθεί εκτεθειμένη στις βιτρίνες της
Κόκκινης συνοικίας της πόλης, στις διάσημες παγκοσμίως βιτρίνες της πορνείας - συνοικία που παραμένει με την ίδια χρήση και φήμη όσοι αιώνες κι αν περάσουν, αέναη τουριστική ατραξιόν.
Τις δύο εποχές, τις δύο γυναίκες ενώνει η παρουσία του Άγγελου, ενός αδιάφορου
εμφανισιακά αλλά προικισμένου με την ικανότητα “συναισθησίας του καθρέπτη”, μια
ιδιαιτερότητα που του επιτρέπει να συναισθάνεται μέσω ενός ιδιότυπου deja vu τις δονήσεις του
παρελθόντος. Ο Άγγελος που θα ενδιαφερθεί για την Νατάσσα μέσω αυτής της
συναισθησίας, θα αποτελέσει την γέφυρα με το παρελθόν στην αφήγηση της ιστορίας.
Παράλληλα η Ελισάβετ, μια ελληνίδα συγγραφέας στην ωριμότητά της βρίσκεται σε
μια Ολλανδική πόλη κοντά στα σύνορα – τα σύνορα που την απασχολούν ως σημείο
υπέρβασης κάποιων πραγμάτων, ενώ κάνει μια έρευνα για την μετανάστευση στις
χώρες του Βορρά. Την ενώνει με τον Άγγελο μια ιστορία του παρελθόντος και ήρθε
η στιγμή για να αποκαλυφθεί η κρυμμένη επί δεκαετίες αλήθεια.
Το
“Σώμα στη βιτρίνα” είναι πολυεπίπεδο και πολύ δουλεμένο μυθιστόρημα, δυνατό και
συγκινητικό που κάνει τον αναγνώστη να ξεχνάει τα μειονεκτήματά του (που επικεντρώνονται στους δύο μη πειστικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, του Άγγελου και της Ελισάβετ), εστιάζοντας κυρίως στην ιστορία της Έλσε και της Νατάσσας
που η σύνδεση τους είναι εξαιρετική και το θέμα του χρόνου να το χειρίζεται με άψογο τρόπο η συγγραφέας. Το εμφανές πολιτικό σχόλιο ενδυναμώνει την
αλληγορική υφή του μυθιστορήματος που θίγει με επιτυχημένο τρόπο το θέμα της
οικονομικής κρίσης χωρίς να στο πετάει στα μούτρα, χωρίς να εκβιάζει τα
συναισθήματα.
Η
έρευνα σε αρχεία και πίνακες είναι εμφανής, το ύφος είναι λιτό και υπαινικτικό,
ενώ η δομή του βιβλίου είναι εξαιρετική. Η συγγραφέας θίγει θέματα όπως η
καπηλεία του γυναικείου σώματος, η οικονομική κρίση ανά τους αιώνες, οι
ανθρώπινες σχέσεις με τα μυστικά και ψέματα. Οι γυναίκες στο βιβλίο είναι survivors, κυνικές και ευαίσθητες ταυτόχρονα ενώ η
μοίρα και τα παιχνίδια της είναι διαρκώς παρούσα και καθοριστική. Η Μαντόγλου
πάνω απ' όλα όμως επιτυγχάνει στην δημιουργία ατμόσφαιρας στο βιβλίο της, το
Άμστερνταμ μέσα από τους αιώνες αναδεικνύει την αληθινή του φύση, όμορφο και
ρομαντικό στην επιφάνεια, σκληρό και ανελέητο στην πραγματικότητα με το χρήμα
να κυριαρχεί μέσω των αιώνων, σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής.
Σε
άλλα πλαίσια κινείται η συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Καρακίτσου (Βόλος, 1979)
με τίτλο “Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε – Ρεσεψιονίστ και Διηγηματογράφου”
(εκδόσεις Ποταμός, σελ.188). Οι 28 ιστορίες που απαρτίζουν την συλλογή θα
μπορούσαν να αποτελούν κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, αφού η μορφή του
Βαρθολομαίου Ολίβιε τις διαπερνά σχεδόν όλες με δημιουργικό τρόπο.
Ιστορίες
που οι περισσότερες κινούνται σε ένα ύφος λογοτεχνίας του Παράλογου, του
Φανταστικού, του Υπερρεαλιστικού στις οποίες πρωταγωνιστεί ο τόπος και η
μουσική. Η επιλογή της Κέρκυρας όπου διαδραματίζονται οι περισσότερες από τις
ιστορίες είναι καθοριστική αλλά, τον τόνο στο βιβλίο τον δίνει η μουσική μέσω
κάποιων κομματιών που παραθέτει ο συγγραφέας δίνοντας ρυθμό και χρώμα σε αυτά
που αφηγείται.
Ο
Βαρθολομαίος Ολίβιε αυτός ο αποτυχημένος ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου διακοπών
όπου εργάζεται, στις περισσότερες των ιστοριών όπου εμφανίζεται, πραγματοποιεί
νοητικά ταξίδια στον χρόνο και στις εποχές αλλάζοντας μορφές και ιδιότητες, ενώ
τα πρόσωπα της Ιστορίας ανακατεύονται με τους απλούς ανθρώπους σε συνομιλίες
υπερρεαλιστικές και απογειωμένες με πολλές μεταμορφώσεις.
“...Ο
Βαρθολομαίος Ολίβιε, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφος, σημαδεύει με πετραδάκια
ένα φωτισμένο παράθυρο. Το παράθυρο ανοίγει, και ο ένοικος του διαμερίσματος
ρίχνει στα πόδια του ρεσεψιονίστ ένα χαρτί.
Ο
Βαρθολομαίος το σηκώνει. Μια μεγάλη μουντζούρα κρύβει την αξιολόγηση των
διηγημάτων του από τον Θεό. Ο ένοικος κλείνει το παράθυρο και σβήνει το φως.
Ευθύς
ο Βαρθολομαίος θυμάται τη σαρωτική εκτέλεση του πρελούδιου από το ωχρό φάντασμα
και δυσανασχετεί. Θέλει να πετάξει τα διηγήματά του στη θάλασσα. Ονειρεύεται
μια λογοτεχνία αντίστοιχη της σύνθεσης του Βίλλα – Λόμπος. Μα η λογοτεχνία αυτή
δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει ποτέ.
Ω,
συνειδητοποιεί, τα βιβλία είναι βουβά και ακίνητα σαν αγάλματα.”
Οι
ιστορίες του βιβλίου είναι ανομοιογενείς ως προς την έκταση. Οι περισσότερες είναι
μικρές, ολιγοσέλιδες και υπάρχουν και δύο πολυσέλιδες ("Περιπέτεια στην
Ανταρκτική" και η ακόμα μεγαλύτερη "Η εξαφάνιση του καθηγητή
Μαγιοράνα") όπου ο συγγραφέας αφήνει την φαντασία του ανεξέλεγκτη,
συνομιλώντας διακειμενικά με αρχαίους και νεότερους δημιουργούς, παρασυρόμενος
και παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα πολύχρωμο ταξίδι γεμάτο χιούμορ, όχι
πάντα με επιτυχία αλλά με πολλή δημιουργικότητα και ζωντάνια.
Οι
μικρότερες ιστορίες δείχνουν περισσότερο συμπαγείς, με υπαινικτικότητα και
πυκνότητα λόγου και με διάχυτο το στοιχείο του παραλόγου, του λυρισμού αλλά και
ενός ιδιότυπου ρομαντισμού. Ορισμένες δε από αυτές είναι τόσο ωραίες, γεμάτες
εικόνες - όπου η Κέρκυρα πρωταγωνιστεί με την υγρασία, τα σπίτια, τα δρομάκια,
τις συνοικίες και τα χωριά της - και η μουσική είναι ο βασικός πρωταγωνιστής,
λες και όλα κινούνται γύρω από τα μουσικά θέματα που παραθέτει ο συγγραφέας.
Ο
Στερν συναντάει τον Πιραντέλο κι ο Μπρετόν τον Περέκ, ενώ οι μουσικές του Arturo Marquez αυτές του Francis Poulenc, στο πολύ
σαγηνευτικό αυτό μικρό βιβλιαράκι με τις εξαιρετικές ιστορίες. Ο αναγνώστης
μπορεί να χρειαστεί να διαβάσει τις ιστορίες του Καρακίτσου δυο και τρείς φορές
για να αντιληφθεί το ύφος του συγγραφέα, να μπορέσει να μπει στο σύμπαν της
αφήγησης που σε έλκει με την μελαγχολία και τον ρυθμό της, την ποιητικότητα και
την εφευρετικότητα της φαντασίας.
"...Κλώτσησα
τον καλλιτέχνη κι αυτός μάζεψε από χάμω τα κομμένα του δάχτυλα. Τον βοήθησα να
καθίσει στο παγκάκι - σε είδα, του είπα, η γυναίκα που αγαπάς έφυγε με κάποιον
άλλο, χθες βράδυ. Όσο εσύ ροχάλιζες ναρκωμένος από τη μπίρα. Ο εραστής της
πέταξε ένα κέρμα στο καπέλο σου, ήθελε να σε ξυπνήσει. Αλλά τον απέτρεψε η
γυναίκα σου λέγοντας ότι πια για εκείνη είσαι νεκρός. Κι αμέσως αγκαλιάστηκαν,
ήρθαν να ζητήσουν δωμάτιο με διπλό κρεβάτι. Λίγο μετά, ένας κύριος από το
διπλανό δίκλινο μού παραπονέθηκε για άσεμνη φασαρία. Ανέβηκα να κάνω συστάσεις
στο ζεύγος, μα βρήκα την πόρτα του δωματίου τους ανοιχτή. Ο εραστής της την
είχε τρίψει στα δάχτυλά του σαν τριαντάφυλλο. Ροδοπέταλα πεσμένα στο κρεβάτι κι
ένα χελιδονόψαρο που σπαρταρούσε στο πάτωμα - μόνον αυτά βρήκα. Είχε όμως
αρχίσει να χαράζει κι ο ουρανός έμοιαζε με φλοιό σάπιου δέντρου. Άθελά μου είχα
εισχωρήσει στον ύπνο σου."
Βαθμολογία
(και για τα 2 βιβλία) 79 / 100
Δημοσίευση σχολίου