Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2019 | Permalink
Δύο εξαιρετικά ελληνικά μυθιστορήματα ("Η θεραπεία των αναμνήσεων" και τα "αδέλφια")
Με
δύο από τα καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα ελληνικά βιβλία, που διάβασα μέσα στη
χρονιά, θα ασχοληθώ σήμερα. «Η Θεραπεία των αναμνήσεων» του Χρήστου Αστερίου,
και, τα «αδέλφια» του Γιώργου Συμπάρδη, είναι δύο μυθιστορήματα από
ολιγογράφους συγγραφείς, που δεν εμφανίζονται συχνά με έργα τους, είναι μόλις
το τρίτο βιβλίο του Αστερίου και μόλις του πέμπτο του Συμπάρδη. Διαφορετικής
γενιάς συγγραφείς, διακρίνονται από τον συγκροτημένο τους λόγο, την γλωσσική
καλλιέργεια, την υπαινικτικότητα και το πολυεπίπεδο του ύφους τους. Ας δούμε τα
δύο βιβλία, ξεχωριστά.
Στιβαρό
και πολυσύνθετο, το νέο μυθιστόρημα του εκλεκτού και πάντα ανήσυχου συγγραφέα Χρήστου Αστερίου
(Αθήνα, 1971), με τον ωραίο τίτλο «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» - (Εκδ. Πόλις,
σελ.299), είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας σε ένα μυθιστόρημα μαθητείας, πρωτότυπο
και ευφάνταστο όσον αφορά την επιλογή ρυθμού και ύφους, που αλλάζει κατά την
διάρκεια του βιβλίου. Ένα συγγραφικό τόλμημα που λειτουργεί με αξιοθαύμαστο
τρόπο, εκπλήσσοντας τον αναγνώστη που κατά την διάρκεια του βιβλίου (μετά την
μέση της ιστορίας), αντιλαμβάνεται τον ιστό που έχει πλέξει ο συγγραφέας και
από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα.
Το
βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, και στο πρώτο μέρος με τίτλο "Χρονικό μιας
πτώσης" που είναι το μεγαλύτερο, περιγράφεται η πορεία του ήρωα του
μυθιστορήματος, του ελληνοαμερικανού Μάικ Μπουζιάνη, ο οποίος είναι ένας αρκετά
γνωστός σταντ-απ κωμικός και σχετικά επιτυχημένος σατυρικός συγγραφέας, που η
καριέρα του αλλά και η ζωή του έχει καθοδική πορεία. Ευρισκόμενος σε κρίση
μέσης ηλικίας, καταρρέει μπροστά στο κοινό του, σε μια παρουσίαση του νέου του
βιβλίου▪ αισθάνεται σε συγγραφικό αδιέξοδο, είναι απογοητευμένος με τη ζωή του
μετά το πρόσφατο διαζύγιό του. Διδάσκοντας δημιουργική γραφή σε ένα
πανεπιστήμιο θα γνωρίσει μια νεαρή κοπέλα, έναν άνθρωπο που θα πιστέψει σ' εκείνον
και η οποία θα του εμφυσήσει ελπίδα και κουράγιο. Επιτέλους θα αρχίσει να
γράφει ένα βιβλίο απομνημονευμάτων, κίνηση που θα σταθεί καθοριστική για τη ζωή
του.
Στο
δεύτερο μέρος, με τίτλο "Σημειώσεις για τη ζωή μου", ο Μπουζιάνης
"ένδον σκάπτει", γράφει για την παιδική του ηλικία στη Νέα Υόρκη, για
τον τρόπο που μεγάλωσε σε μια οικογένεια με τον Έλληνα πατέρα, απρόσιτο και
ανεξιχνίαστο και μια μητέρα Ιρλανδή, με τους συγγενείς από τη μια και την άλλη
πλευρά, οι μεν Ορθόδοξοι, οι δε Καθολικοί, τους μετανάστες και την δυσκολία
προσαρμογής τους στη νέα ήπειρο.
Το
τρίτο έξοχο μέρος, που έχει ως τίτλο "Η θεραπεία των αναμνήσεων",
είναι η αναζήτηση του πατέρα, όχι μόνο ως σύμβολο, αλλά ουσιαστικά. Ο θάνατος
του πατέρα και κάποιες φωτογραφίες θα οδηγήσουν τον Μάικ Μπουζιάνη στο να μάθει
ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο μυστηριώδης Νικ Μπουζιάνης, τι άφησε πίσω του
στην Ελλάδα και γιατί ήταν απόμακρος και δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του.
Ένα ταξίδι στην Ελλάδα θα αποκαλύψει ένα παρελθόν που δεν φανταζόταν ποτέ ο
ήρωας του βιβλίου.
«Η
σύγκρουση γιου και πατέρα (η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογα παραδείγματα)
οφείλεται συνήθως στον επαναστατικό χαρακτήρα του πρώτου ή στον αυταρχισμό του
δεύτερου, ακόμα συχνότερα σ’ έναν συνδυασμό και των δύο. Βλέποντας τον γιο σαν
ένα είδος δικής του συνέχειας ο πατέρας προσπαθεί να επιβάλλει τη βούλησή του.
Θέλει να οδηγήσει τα πράγματα εκεί που προτιμά αυτός. Εσύ διέφερες, δεν ήξερες
ή δεν θέλησες να με οδηγήσεις πουθενά συγκεκριμένα. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου δεν
είχες εκστομίσει την παραμικρή συμβουλή. Δεν μου είχες δώσει για το ένα ή το
άλλο ζήτημα την παραμικρή οδηγία, μια οποιαδήποτε κατεύθυνση. Στις σπάνιες
φορές που τύχαινε να βρίσκεσαι στο σπίτι διαχειριζόσουν οικογενειακά ζητήματα
ψελλίζοντας κάτι χλιαρές κοινοτοπίες άδειες από νόημα. Πλάι στην άβουλη μητέρα
μου απέφευγες να πάρεις κι εσύ την ευθύνη μιας γνώμης.
Η
σχέση μας οικοδομήθηκε, όπως ελπίζω ότι έχεις καταλάβει στο μεταξύ, με τα υλικά
της άγνοιας. Δεν γνωρίσαμε ο ένας τον άλλο. Μείναμε σ’ ένα εμβρυακό στάδιο και
ό,τι μας ένωνε σάπισε όπως ο καρπός που δεν καταφέρνει να ωριμάσει.
Δυσκολεύομαι να ανακαλέσω κοινές μας στιγμές. Όταν ξυπνούσα τα πρωινά
βρισκόσουν ήδη στη δουλειά. Άκουγα τη μητέρα να προφέρει τ’ όνομά σου σε κάποια
ενδιάμεσα τηλεφωνήματα που έκανες απ’ το ανθοπωλείο. Η αναφορά στ’ όνομά σου
επιβεβαίωνε απλώς την απουσία σου. Μεμονωμένες λέξεις με το ηχόχρωμα της φωνής
σου ξέφευγαν αραιά και πού απ’ το ηχείο του ακουστικού κι έφταναν ως εμένα.(…)
Έδειχνες απόμακρος κι ό,τι συνέβαινε έξω από τη ζώνη του μοναδικού σου
ενδιαφέροντος, δηλαδή τη δουλειά, έμοιαζε να σε αφήνει αδιάφορο. Μου πήρε
χρόνια ν’ αντιληφθώ πως κατά βάθος ήσουν πανικοβλημένος. Κάτι πάσχιζες ν’
αποδείξεις σε όλους μας, μα πριν απ’ όλα στον ίδιο σου τον εαυτό.»
Μπορεί
το πρώτο μέρος, να είναι μια περιγραφή της ζωής στη Νέα Υόρκη, των σύγχρονων
νευρώσεων και της λογοτεχνικής σκηνής, όπως και των ψυχολογικών αδιεξόδων του
ήρωα, που σε προδιαθέτουν για ένα μυθιστόρημα σύγχρονο μεν, που όμως δεν έχει
να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο (κυρίως όταν υπάρχουν μέγιστοι αμερικανοί συγγραφείς
που έχουν ασχοληθεί πολλές φορές με το ίδιο πάνω κάτω θέμα), είναι όμως η
στροφή που γίνεται από το δεύτερο μέρος και μετά, που αλλάζει την ροή της
ιστορίας, δίνοντας όχι μόνο ενδιαφέρον αλλά και βάθος και προοπτική στην
ιστορία, η οποία απογειώνεται στο τρίτο μέρος με το ταξίδι στην πατρική γη αλλά
και στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα.
Η
σχέση πατέρα και γιού, η άγνοια που έχουμε για τους γονείς μας, η μετανάστευση,
η τζαζ και το όνειρο για μια άλλη ζωή στη μεταπολεμική Ελλάδα, το παρελθόν από
το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται στο
υπαινικτικό αυτό μυθιστόρημα. Με αποστασιοποιημένο ύφος, ο συγγραφέας, δεν
εκβιάζει την συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη του, ξεδιπλώνοντας μια
ιστορία με μεγάλο ψυχολογικό βάθος, που εισέρχεται μέσα σου, με ακαταμάχητο
τρόπο, επιβεβαιώνοντας την αξία του Αστερίου, ο οποίος με αυτό του το βιβλίο,
αναμφίβολα το καλύτερό του μέχρι τώρα, υπογράφει ένα υπέροχο και πολύ σύγχρονο
ελληνικό μυθιστόρημα.
Βαθμολογία
81 / 100
Μια
διαφορετική ιστορία ενηλικίωσης περιγράφει ο ολιγογράφος και ιδιαίτερος
στυλίστας Γιώργος Συμπάρδης (Ελευσίνα, 1945), στο έξοχο μυθιστόρημά του
"ΑΔΕΛΦΙΑ" (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 303), ένα βιβλίο με σαφή
αυτοβιογραφικά στοιχεία και με υπόβαθρο την Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του
'50 και των αρχών της δεκαετίας του '60.
Δύο
αδέλφια μεγαλώνουν σε μια κοντινή στην Αθήνα πόλη (υπονοείται χωρίς να
κατονομάζεται η Ελευσίνα). Μια τυπική μικροαστική οικογένεια της μεταπολεμικής
Ελλάδας, ο πατέρας έχει ένα καφενείο και η μητέρα μένει στο σπίτι, καπνίζοντας
κρυφά τσιγάρα. Τα δύο αδέλφια, έχουν τρία χρόνια διαφορά στην ηλικία, τεράστια
όταν είσαι μικρός, ελάχιστη όταν μεγαλώνεις, αλλά στο χρονικό πλαίσιο που
εκτυλίσσεται η ιστορία, η διαφορά τους δεν είναι μόνο ηλικιακή, αλλά και
ψυχοσύνθεσης. Ο μεγάλος, ο Θανάσης, είναι ατίθασος, όμορφος, μάγκας και
αλητάκος, πανέξυπνος και καταφερτζής, φαντάζει στα μάτια του μικρού ως πρότυπο
στην αρχή, ως αντίζηλος στη συνέχεια.
Ο
μικρότερος, που είναι κι ο αφηγητής (όχι πάντα αξιόπιστος), από τη μια
θαυμάζει, από την άλλη ζηλεύει τον Θανάση, που ακολουθεί τον δικό του δρόμο,
ερχόμενος σε σύγκρουση με όλους και όλα, ενώ και μεταξύ τους τα δύο αδέλφια
είναι σε συνεχή σύγκρουση. Ο μικρός παρακολουθεί προσεκτικά κάθε κίνηση, κάθε
βήμα του μεγάλου, καταγράφει προσεκτικά τη ζωή του, τις αποτυχίες και τις
συνεχείς αλλαγές στη ζωή του, τους έρωτες και τα πάθη του, την προσπάθειά του
για καταξίωση στα μάτια του πατέρα και της μητέρας, απόντων-παρόντων στη ζωή
των δύο αδελφών. Η πάλη μεταξύ τους είναι συνεχής και όσο μεγαλώνει ο μικρός,
τα επεισόδια όπως και οι αντιδικίες γίνονται πιο έντονες - τα δύο αδέλφια
προσπαθούν το καθένα με τον τρόπο του να ξεφύγουν από το οικογενειακό βάρος,
από τη σκιά του πατέρα, ο μικρός να αναπτύξει τις ευαισθησίες του, ο Θανάσης,
να ασκήσει το δικαίωμα του πρωτότοκου για κυριαρχία και επιβολή, με μια
αυτοκαταστροφικότητα που διαλύει ότι προσπαθεί να χτίσει.
«Εποχή
ασκημένων αυτιών η δεκαετία που τελείωνε. Τα τραγούδια της, τραγούδια τυφλών
γυναικών και ώριμων αντρών που τους απατούν οι γυναίκες κι όμως εκείνοι τις
λατρεύουν. Μαλλιά γυναικών τα οποία αφήνονται, μαλλιά αντρών που γκριζάρουν.
Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά▪ κάποιος που ζούσε κάποτε εδώ, ανάμεσά μας,
κι ύστερα έφυγε κι έλειπε για χρόνια και επέστρεψε ξαφνικά φορτωμένος με
αναμνήσεις▪ που μου χτύπησε τη νύχτα την πόρτα και μου είπε πως απόψε θα γυρίσεις.
Πινελιές για την εμφάνιση του ρημαγμένου φίλου που φέρνουν δάκρυα στα μάτια και
η πολυαναμενόμενη γυναίκα που δεν περιγράφεται κι είναι μέχρι τέλους απούσα.
Φίλοι σε ρόλο ύποπτο, αγαπημένοι προδότες της φιλίας, τόσο σημαντικοί όσο και
οι γυναίκες, στίχοι που χρειάζεται προσοχή για να ξεδιαλύνεις, στίχοι
ακατανόητοι κι άνθρωποι μπερδεμένοι που διαρκώς ψάχνουν. Συγγενείς που
αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού τους δικούς τους της Μικρασιατικής
καταστροφής, τους χαμένους στις μετακινήσεις των πληθυσμών, τους αγνοούμενους
του πολέμου – γύρισε, σε περιμένω, γύρισε, μάτια μου, σε αναζητούν τα μάτια μου
-, πέντε φορές την ημέρα, από νωρίς το πρωί που ανοίγει το ραδιόφωνο μέχρι αργά
το βράδυ.
Εποχή
αυτιών εκπαιδευμένων και έτοιμων να υπομείνουν τις φανερές και τις
συγκαλυμμένες εντολές, να αναγνωρίσουν την επίσημη φωνή της εξουσίας, τη
στιβαρή των ειδήσεων που εντυπώνεται και μένει χαραγμένη στη μνήμη για
περισσότερο χρόνο από όσο καθαυτά τα γεγονότα (...)
Εποχή
αυτιών ικανών να συλλάβουν τον ελάχιστο ψίθυρο τον σχετικό με τα καταχωνιασμένα
μυστικά της διπλανής οικογένειας, τον σχετικό με την ανομολόγητη ασθένεια
κάποιου μέλους της η οποία θεωρείται ντροπή και αποκρύπτεται μέχρι την
τελευταία στιγμή.
Αυτιών
τεντωμένων, των παιδιών που μπαίνουν στην εφηβεία και διψάνε να μάθουν τα
μυστικά των μεγάλων για το κορμί, που κρυφακούνε τις σποραδικές και αμφίθυμες
πάντοτε αφηγήσεις τους για τις γυναίκες και με το παραμικρό κοκκινίζουν από
ντροπή.»
Λόγια
που μένουν στον αέρα, σεξουαλική αμφισημία, και ένα μυστήριο καλύπτει την ιστορία
που αφηγείται ο συγγραφέας, ο οποίος δεν εξηγεί, απλά παραθέτει τα περιστατικά.
Σε πρώτο επίπεδο, τίποτα δεν δικαιολογεί την ένταση που αρχικά υποβόσκει και
αργότερα ξεσπάει μεταξύ των δύο αδελφών. Η διαμάχη μεταξύ τους, είναι ένας
μικρός εμφύλιος, μια συνεχής αντιζηλία, η οποία ξεσπάει ακόμα και για αδιάφορα
γεγονότα, που έχει τις βάσεις της στις διαφορετικές προσδοκίες του ενός για τον
άλλον, στην διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στην αγάπη των γονιών, στην υποχρέωση
να συμβιώνουν μαζί άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους. Με έναν αρχέγονο και
αταβιστικό τρόπο, τα δύο αδέλφια βρίσκονται σε μια πολεμική κατάσταση,
παραμονεύοντας (κυρίως ο μικρότερος) ο ένας τον άλλον, περιμένοντας την
οποιαδήποτε αδυναμία να εκδηλωθεί. Η αντιζηλία από υπόγεια, μετατρέπεται σε
πόλεμο πραγματικό σε αυτή την πάλη εξουσίας και υποταγής.
Ο
Συμπάρδης με μακροπερίοδο λόγο, περιγράφει την αλληλοσφαγή μέσα στην οικογένεια
και ταυτόχρονα (ή ίσως και κυρίως) την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες στην μικρή
κοινωνία, αυτής της εργατούπολης. Οι γείτονες που μαθαίνουν τα πάντα, τα
ταβερνάκια και οι διασκεδάσεις, τον αγώνα για επιβίωση, τους μάγκες και τα
λαϊκά τραγούδια, τα σπίτια που χτίζονται άναρχα και την μανία της
ανοικοδόμησης, την αγωνία των γονιών να έχουν μια καλύτερη τύχη τα παιδιά τους.
Με έμφαση στις λεπτομέρειες και στις παραμικρές κινήσεις, ο συγγραφέας κεντάει
στην αποτύπωση της καθημερινότητας, στο μεταπολεμικό κλίμα της οικοδομικής
ανάπτυξης του τέλους της δεκαετίας του ’50, στη νοοτροπία του «βολέματος» και της
αρπαχτής.
Πολυεπίπεδο
και σημαντικό, το θαυμάσιο μυθιστόρημα του Γ. Συμπάρδη, που έχει όλα τα
στοιχεία της ηθογραφίας, αλλά από τις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης νιώθει ότι
είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό, καθώς παρασύρεται στο σύμπαν της ωραίας
γλώσσας και της γοητείας που πηγάζει από το αινιγματικό και γεμάτο πάθος
υπόστρωμα της επιφάνειας. Η μορφή του πατέρα που διεκδικείται από τα δύο
αδέλφια, η σχέση της μητέρας ξεχωριστά με τον καθένα, οι ψυχολογικές
προεκτάσεις μιας ιστορίας που είναι γεμάτη ωραίες και δυναμικές εικόνες.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, είναι δεδομένο, ότι κρατάς στα χέρια σου, ένα από
τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα της χρονιάς.
Βαθμολογία
82 / 100