Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 30, 2019 | Permalink
Δύο εξαιρετικά ελληνικά μυθιστορήματα ("Η θεραπεία των αναμνήσεων" και τα "αδέλφια")

Με δύο από τα καλύτερα και πιο ενδιαφέροντα ελληνικά βιβλία, που διάβασα μέσα στη χρονιά, θα ασχοληθώ σήμερα. «Η Θεραπεία των αναμνήσεων» του Χρήστου Αστερίου, και, τα «αδέλφια» του Γιώργου Συμπάρδη, είναι δύο μυθιστορήματα από ολιγογράφους συγγραφείς, που δεν εμφανίζονται συχνά με έργα τους, είναι μόλις το τρίτο βιβλίο του Αστερίου και μόλις του πέμπτο του Συμπάρδη. Διαφορετικής γενιάς συγγραφείς, διακρίνονται από τον συγκροτημένο τους λόγο, την γλωσσική καλλιέργεια, την υπαινικτικότητα και το πολυεπίπεδο του ύφους τους. Ας δούμε τα δύο βιβλία, ξεχωριστά.


Στιβαρό και πολυσύνθετο, το νέο μυθιστόρημα του εκλεκτού και πάντα ανήσυχου συγγραφέα Χρήστου Αστερίου (Αθήνα, 1971), με τον ωραίο τίτλο «Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ» - (Εκδ. Πόλις, σελ.299), είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας σε ένα μυθιστόρημα μαθητείας, πρωτότυπο και ευφάνταστο όσον αφορά την επιλογή ρυθμού και ύφους, που αλλάζει κατά την διάρκεια του βιβλίου. Ένα συγγραφικό τόλμημα που λειτουργεί με αξιοθαύμαστο τρόπο, εκπλήσσοντας τον αναγνώστη που κατά την διάρκεια του βιβλίου (μετά την μέση της ιστορίας), αντιλαμβάνεται τον ιστό που έχει πλέξει ο συγγραφέας και από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, και στο πρώτο μέρος με τίτλο "Χρονικό μιας πτώσης" που είναι το μεγαλύτερο, περιγράφεται η πορεία του ήρωα του μυθιστορήματος, του ελληνοαμερικανού Μάικ Μπουζιάνη, ο οποίος είναι ένας αρκετά γνωστός σταντ-απ κωμικός και σχετικά επιτυχημένος σατυρικός συγγραφέας, που η καριέρα του αλλά και η ζωή του έχει καθοδική πορεία. Ευρισκόμενος σε κρίση μέσης ηλικίας, καταρρέει μπροστά στο κοινό του, σε μια παρουσίαση του νέου του βιβλίου▪ αισθάνεται σε συγγραφικό αδιέξοδο, είναι απογοητευμένος με τη ζωή του μετά το πρόσφατο διαζύγιό του. Διδάσκοντας δημιουργική γραφή σε ένα πανεπιστήμιο θα γνωρίσει μια νεαρή κοπέλα, έναν άνθρωπο που θα πιστέψει σ' εκείνον και η οποία θα του εμφυσήσει ελπίδα και κουράγιο. Επιτέλους θα αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο απομνημονευμάτων, κίνηση που θα σταθεί καθοριστική για τη ζωή του.


Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο "Σημειώσεις για τη ζωή μου", ο Μπουζιάνης "ένδον σκάπτει", γράφει για την παιδική του ηλικία στη Νέα Υόρκη, για τον τρόπο που μεγάλωσε σε μια οικογένεια με τον Έλληνα πατέρα, απρόσιτο και ανεξιχνίαστο και μια μητέρα Ιρλανδή, με τους συγγενείς από τη μια και την άλλη πλευρά, οι μεν Ορθόδοξοι, οι δε Καθολικοί, τους μετανάστες και την δυσκολία προσαρμογής τους στη νέα ήπειρο.

Το τρίτο έξοχο μέρος, που έχει ως τίτλο "Η θεραπεία των αναμνήσεων", είναι η αναζήτηση του πατέρα, όχι μόνο ως σύμβολο, αλλά ουσιαστικά. Ο θάνατος του πατέρα και κάποιες φωτογραφίες θα οδηγήσουν τον Μάικ Μπουζιάνη στο να μάθει ποιος πραγματικά ήταν αυτός ο μυστηριώδης Νικ Μπουζιάνης, τι άφησε πίσω του στην Ελλάδα και γιατί ήταν απόμακρος και δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του. Ένα ταξίδι στην Ελλάδα θα αποκαλύψει ένα παρελθόν που δεν φανταζόταν ποτέ ο ήρωας του βιβλίου.

«Η σύγκρουση γιου και πατέρα (η ιστορία είναι γεμάτη από ανάλογα παραδείγματα) οφείλεται συνήθως στον επαναστατικό χαρακτήρα του πρώτου ή στον αυταρχισμό του δεύτερου, ακόμα συχνότερα σ’ έναν συνδυασμό και των δύο. Βλέποντας τον γιο σαν ένα είδος δικής του συνέχειας ο πατέρας προσπαθεί να επιβάλλει τη βούλησή του. Θέλει να οδηγήσει τα πράγματα εκεί που προτιμά αυτός. Εσύ διέφερες, δεν ήξερες ή δεν θέλησες να με οδηγήσεις πουθενά συγκεκριμένα. Μέχρι τα δεκαοκτώ μου δεν είχες εκστομίσει την παραμικρή συμβουλή. Δεν μου είχες δώσει για το ένα ή το άλλο ζήτημα την παραμικρή οδηγία, μια οποιαδήποτε κατεύθυνση. Στις σπάνιες φορές που τύχαινε να βρίσκεσαι στο σπίτι διαχειριζόσουν οικογενειακά ζητήματα ψελλίζοντας κάτι χλιαρές κοινοτοπίες άδειες από νόημα. Πλάι στην άβουλη μητέρα μου απέφευγες να πάρεις κι εσύ την ευθύνη μιας γνώμης.
Η σχέση μας οικοδομήθηκε, όπως ελπίζω ότι έχεις καταλάβει στο μεταξύ, με τα υλικά της άγνοιας. Δεν γνωρίσαμε ο ένας τον άλλο. Μείναμε σ’ ένα εμβρυακό στάδιο και ό,τι μας ένωνε σάπισε όπως ο καρπός που δεν καταφέρνει να ωριμάσει. Δυσκολεύομαι να ανακαλέσω κοινές μας στιγμές. Όταν ξυπνούσα τα πρωινά βρισκόσουν ήδη στη δουλειά. Άκουγα τη μητέρα να προφέρει τ’ όνομά σου σε κάποια ενδιάμεσα τηλεφωνήματα που έκανες απ’ το ανθοπωλείο. Η αναφορά στ’ όνομά σου επιβεβαίωνε απλώς την απουσία σου. Μεμονωμένες λέξεις με το ηχόχρωμα της φωνής σου ξέφευγαν αραιά και πού απ’ το ηχείο του ακουστικού κι έφταναν ως εμένα.(…) Έδειχνες απόμακρος κι ό,τι συνέβαινε έξω από τη ζώνη του μοναδικού σου ενδιαφέροντος, δηλαδή τη δουλειά, έμοιαζε να σε αφήνει αδιάφορο. Μου πήρε χρόνια ν’ αντιληφθώ πως κατά βάθος ήσουν πανικοβλημένος. Κάτι πάσχιζες ν’ αποδείξεις σε όλους μας, μα πριν απ’ όλα στον ίδιο σου τον εαυτό.»


Μπορεί το πρώτο μέρος, να είναι μια περιγραφή της ζωής στη Νέα Υόρκη, των σύγχρονων νευρώσεων και της λογοτεχνικής σκηνής, όπως και των ψυχολογικών αδιεξόδων του ήρωα, που σε προδιαθέτουν για ένα μυθιστόρημα σύγχρονο μεν, που όμως δεν έχει να προσφέρει κάτι ιδιαίτερο (κυρίως όταν υπάρχουν μέγιστοι αμερικανοί συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί πολλές φορές με το ίδιο πάνω κάτω θέμα), είναι όμως η στροφή που γίνεται από το δεύτερο μέρος και μετά, που αλλάζει την ροή της ιστορίας, δίνοντας όχι μόνο ενδιαφέρον αλλά και βάθος και προοπτική στην ιστορία, η οποία απογειώνεται στο τρίτο μέρος με το ταξίδι στην πατρική γη αλλά και στον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα.

Η σχέση πατέρα και γιού, η άγνοια που έχουμε για τους γονείς μας, η μετανάστευση, η τζαζ και το όνειρο για μια άλλη ζωή στη μεταπολεμική Ελλάδα, το παρελθόν από το οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, είναι μερικά από τα θέματα που θίγονται στο υπαινικτικό αυτό μυθιστόρημα. Με αποστασιοποιημένο ύφος, ο συγγραφέας, δεν εκβιάζει την συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη του, ξεδιπλώνοντας μια ιστορία με μεγάλο ψυχολογικό βάθος, που εισέρχεται μέσα σου, με ακαταμάχητο τρόπο, επιβεβαιώνοντας την αξία του Αστερίου, ο οποίος με αυτό του το βιβλίο, αναμφίβολα το καλύτερό του μέχρι τώρα, υπογράφει ένα υπέροχο και πολύ σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα.

Βαθμολογία 81 / 100

Μια διαφορετική ιστορία ενηλικίωσης περιγράφει ο ολιγογράφος και ιδιαίτερος στυλίστας Γιώργος Συμπάρδης (Ελευσίνα, 1945), στο έξοχο μυθιστόρημά του "ΑΔΕΛΦΙΑ" (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 303), ένα βιβλίο με σαφή αυτοβιογραφικά στοιχεία και με υπόβαθρο την Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του '50 και των αρχών της δεκαετίας του '60.

Δύο αδέλφια μεγαλώνουν σε μια κοντινή στην Αθήνα πόλη (υπονοείται χωρίς να κατονομάζεται η Ελευσίνα). Μια τυπική μικροαστική οικογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο πατέρας έχει ένα καφενείο και η μητέρα μένει στο σπίτι, καπνίζοντας κρυφά τσιγάρα. Τα δύο αδέλφια, έχουν τρία χρόνια διαφορά στην ηλικία, τεράστια όταν είσαι μικρός, ελάχιστη όταν μεγαλώνεις, αλλά στο χρονικό πλαίσιο που εκτυλίσσεται η ιστορία, η διαφορά τους δεν είναι μόνο ηλικιακή, αλλά και ψυχοσύνθεσης. Ο μεγάλος, ο Θανάσης, είναι ατίθασος, όμορφος, μάγκας και αλητάκος, πανέξυπνος και καταφερτζής, φαντάζει στα μάτια του μικρού ως πρότυπο στην αρχή, ως αντίζηλος στη συνέχεια.


Ο μικρότερος, που είναι κι ο αφηγητής (όχι πάντα αξιόπιστος), από τη μια θαυμάζει, από την άλλη ζηλεύει τον Θανάση, που ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ερχόμενος σε σύγκρουση με όλους και όλα, ενώ και μεταξύ τους τα δύο αδέλφια είναι σε συνεχή σύγκρουση. Ο μικρός παρακολουθεί προσεκτικά κάθε κίνηση, κάθε βήμα του μεγάλου, καταγράφει προσεκτικά τη ζωή του, τις αποτυχίες και τις συνεχείς αλλαγές στη ζωή του, τους έρωτες και τα πάθη του, την προσπάθειά του για καταξίωση στα μάτια του πατέρα και της μητέρας, απόντων-παρόντων στη ζωή των δύο αδελφών. Η πάλη μεταξύ τους είναι συνεχής και όσο μεγαλώνει ο μικρός, τα επεισόδια όπως και οι αντιδικίες γίνονται πιο έντονες - τα δύο αδέλφια προσπαθούν το καθένα με τον τρόπο του να ξεφύγουν από το οικογενειακό βάρος, από τη σκιά του πατέρα, ο μικρός να αναπτύξει τις ευαισθησίες του, ο Θανάσης, να ασκήσει το δικαίωμα του πρωτότοκου για κυριαρχία και επιβολή, με μια αυτοκαταστροφικότητα που διαλύει ότι προσπαθεί να χτίσει.

«Εποχή ασκημένων αυτιών η δεκαετία που τελείωνε. Τα τραγούδια της, τραγούδια τυφλών γυναικών και ώριμων αντρών που τους απατούν οι γυναίκες κι όμως εκείνοι τις λατρεύουν. Μαλλιά γυναικών τα οποία αφήνονται, μαλλιά αντρών που γκριζάρουν. Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά▪ κάποιος που ζούσε κάποτε εδώ, ανάμεσά μας, κι ύστερα έφυγε κι έλειπε για χρόνια και επέστρεψε ξαφνικά φορτωμένος με αναμνήσεις▪ που μου χτύπησε τη νύχτα την πόρτα και μου είπε πως απόψε θα γυρίσεις. Πινελιές για την εμφάνιση του ρημαγμένου φίλου που φέρνουν δάκρυα στα μάτια και η πολυαναμενόμενη γυναίκα που δεν περιγράφεται κι είναι μέχρι τέλους απούσα. Φίλοι σε ρόλο ύποπτο, αγαπημένοι προδότες της φιλίας, τόσο σημαντικοί όσο και οι γυναίκες, στίχοι που χρειάζεται προσοχή για να ξεδιαλύνεις, στίχοι ακατανόητοι κι άνθρωποι μπερδεμένοι που διαρκώς ψάχνουν. Συγγενείς που αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού τους δικούς τους της Μικρασιατικής καταστροφής, τους χαμένους στις μετακινήσεις των πληθυσμών, τους αγνοούμενους του πολέμου – γύρισε, σε περιμένω, γύρισε, μάτια μου, σε αναζητούν τα μάτια μου -, πέντε φορές την ημέρα, από νωρίς το πρωί που ανοίγει το ραδιόφωνο μέχρι αργά το βράδυ.
Εποχή αυτιών εκπαιδευμένων και έτοιμων να υπομείνουν τις φανερές και τις συγκαλυμμένες εντολές, να αναγνωρίσουν την επίσημη φωνή της εξουσίας, τη στιβαρή των ειδήσεων που εντυπώνεται και μένει χαραγμένη στη μνήμη για περισσότερο χρόνο από όσο καθαυτά τα γεγονότα (...)
Εποχή αυτιών ικανών να συλλάβουν τον ελάχιστο ψίθυρο τον σχετικό με τα καταχωνιασμένα μυστικά της διπλανής οικογένειας, τον σχετικό με την ανομολόγητη ασθένεια κάποιου μέλους της η οποία θεωρείται ντροπή και αποκρύπτεται μέχρι την τελευταία στιγμή.
Αυτιών τεντωμένων, των παιδιών που μπαίνουν στην εφηβεία και διψάνε να μάθουν τα μυστικά των μεγάλων για το κορμί, που κρυφακούνε τις σποραδικές και αμφίθυμες πάντοτε αφηγήσεις τους για τις γυναίκες και με το παραμικρό κοκκινίζουν από ντροπή.»


Λόγια που μένουν στον αέρα, σεξουαλική αμφισημία, και ένα μυστήριο καλύπτει την ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας, ο οποίος δεν εξηγεί, απλά παραθέτει τα περιστατικά. Σε πρώτο επίπεδο, τίποτα δεν δικαιολογεί την ένταση που αρχικά υποβόσκει και αργότερα ξεσπάει μεταξύ των δύο αδελφών. Η διαμάχη μεταξύ τους, είναι ένας μικρός εμφύλιος, μια συνεχής αντιζηλία, η οποία ξεσπάει ακόμα και για αδιάφορα γεγονότα, που έχει τις βάσεις της στις διαφορετικές προσδοκίες του ενός για τον άλλον, στην διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στην αγάπη των γονιών, στην υποχρέωση να συμβιώνουν μαζί άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους. Με έναν αρχέγονο και αταβιστικό τρόπο, τα δύο αδέλφια βρίσκονται σε μια πολεμική κατάσταση, παραμονεύοντας (κυρίως ο μικρότερος) ο ένας τον άλλον, περιμένοντας την οποιαδήποτε αδυναμία να εκδηλωθεί. Η αντιζηλία από υπόγεια, μετατρέπεται σε πόλεμο πραγματικό σε αυτή την πάλη εξουσίας και υποταγής.

Ο Συμπάρδης με μακροπερίοδο λόγο, περιγράφει την αλληλοσφαγή μέσα στην οικογένεια και ταυτόχρονα (ή ίσως και κυρίως) την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες στην μικρή κοινωνία, αυτής της εργατούπολης. Οι γείτονες που μαθαίνουν τα πάντα, τα ταβερνάκια και οι διασκεδάσεις, τον αγώνα για επιβίωση, τους μάγκες και τα λαϊκά τραγούδια, τα σπίτια που χτίζονται άναρχα και την μανία της ανοικοδόμησης, την αγωνία των γονιών να έχουν μια καλύτερη τύχη τα παιδιά τους. Με έμφαση στις λεπτομέρειες και στις παραμικρές κινήσεις, ο συγγραφέας κεντάει στην αποτύπωση της καθημερινότητας, στο μεταπολεμικό κλίμα της οικοδομικής ανάπτυξης του τέλους της δεκαετίας του ’50, στη νοοτροπία του «βολέματος» και της αρπαχτής.

Πολυεπίπεδο και σημαντικό, το θαυμάσιο μυθιστόρημα του Γ. Συμπάρδη, που έχει όλα τα στοιχεία της ηθογραφίας, αλλά από τις πρώτες σελίδες, ο αναγνώστης νιώθει ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό, καθώς παρασύρεται στο σύμπαν της ωραίας γλώσσας και της γοητείας που πηγάζει από το αινιγματικό και γεμάτο πάθος υπόστρωμα της επιφάνειας. Η μορφή του πατέρα που διεκδικείται από τα δύο αδέλφια, η σχέση της μητέρας ξεχωριστά με τον καθένα, οι ψυχολογικές προεκτάσεις μιας ιστορίας που είναι γεμάτη ωραίες και δυναμικές εικόνες. Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, είναι δεδομένο, ότι κρατάς στα χέρια σου, ένα από τα καλύτερα ελληνικά μυθιστορήματα της χρονιάς.

Βαθμολογία 82 / 100





 
Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 25, 2019 | Permalink
"Το κόκκινο σήμα του θάρρους"

Φέτος είχαμε άλλο ένα τραγελαφικό επεισόδιο, του γενικότερου παραλογισμού που επικρατεί στο εκδοτικό γίγνεσθαι της χώρας. Τρείς εκδοτικοί οίκοι αποφάσισαν (με διαφορά μερικών μηνών ο καθένας) το εμβληματικό μυθιστόρημα της Αμερικανικής λογοτεχνίας "The Red Badge of Courage" του συγγραφέα και δημοσιογράφου Stephen Crane (Νιούαρκ 1871 - Γερμανία 1900). Ένα βιβλίο που είχε πρωτοεκδοθεί στα ελληνικά την δεκαετία του 1950 μετά την μεγάλη κινηματογραφική του επιτυχία (στην ταινία του John Huston, του 1951, που βασίστηκε σε αυτό – στα ελληνικά με τίτλο “Η νικηφόρα επέλασις”), από τις εκδόσεις Ατλαντίς. Το βιβλίο του Κρέιν εκδόθηκε ξανά, το 1988 από τις εκδ. Καλέντης (και πέρασε απαρατήρητο) και φέτος ως εκ θαύματος, το θυμήθηκαν οι εκδότες χρησιμοποιώντας διαφορετικούς τίτλους ο καθένας: "ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΡΑΣΗΜΟ ΑΝΔΡΕΙΑΣ" από τις εκδόσεις Διαλέγεσθαι (σε μετάφρ. Κατ. Σχινά), "ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΡΡΟΥΣ" από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (σε μετάφρ. Νίκου Παναγιωτόπουλου) και τέλος "ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΕΜΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΡΡΟΥΣ" (μαζί και το διήγημα "Η ξεσκέπαστη βάρκα") από τις εκδόσεις Αρμός (σε μετάφρ. Παντ. Ζωιόπουλου), μπερδεύοντας τελείως τους αναγνώστες.

Είμαι βέβαιος ότι και στις τρεις εκδόσεις, η δουλειά των έμπειρων μεταφραστών, είναι πολύ καλή. Με τράβηξε η πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Νίκου Μπακουνάκη και επέλεξα την έκδοση του Μεταίχμιου, με τίτλο "ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΡΡΟΥΣ" στην ωραία μετάφραση του (καλού συγγραφέα) Νίκου Παναγιωτόπουλου (σελ. 276), για να διαβάσω επιτέλους αυτό το μεγαλειώδες μυθιστόρημα (παράλειψη - από τις πολλές - στην μέχρι τώρα αναγνωστική μου πορεία), γιατί το "Κόκκινο σήμα" δεν είναι ένα οποιοδήποτε βιβλίο, είναι η επιτομή (αλλά και η αφετηρία) του αντιπολεμικού μυθιστορήματος.


Γραμμένο από τον Κρέιν το 1893 (εκδόθηκε το 1895), σε ηλικία μόλις 22 ετών (και αφού είχε προηγηθεί η μελοδραματική νουβέλα "Η Μόλι των δρόμων"), και χωρίς ο ίδιος να έχει καμία στρατιωτική εμπειρία, το "Κόκκινο σήμα του θάρρους", είναι ένα μυθιστόρημα για τον Αμερικανικό εμφύλιο, ένα βιβλίο ενηλικίωσης, για τον φόβο που κυριεύει τον άνθρωπο όταν βρίσκεται μπροστά στον θάνατο, σε συνθήκες που δεν μπορεί να ελέγξει, για την εσωτερική δύναμη που έχουμε μέσα μας, την επιβίωση και τον παραλογισμό του πολέμου.

"Βρισκόταν μέσα σε ένα κινούμενο κουτί. Την ώρα που το συνειδητοποιούσε αυτό τού πέρασε απ' το μυαλό πως ποτέ δεν είχε ευχηθεί να πάει στον πόλεμο. Δεν είχε καταταχτεί με την βούλησή του. Τον είχε παρασύρει μια αδίστακτη κυβέρνηση. Και τώρα τον πήγαιναν κατευθείαν στη σφαγή."

Ήρωας του βιβλίου είναι ο δεκαεννιάχρονος Χένρι Φλέμινγκ, που κατατάσσεται στον στρατό των Βορείων κατά την διάρκεια του Αμερικάνικου Εμφυλίου (1861-1865), ενθουσιασμένος από την γενικότερη ατμόσφαιρα και χωρίς να συνειδητοποιεί τι τον περιμένει. Περιμένοντας το σύνταγμά του να βρεθεί στο πεδίο της μάχης, παλεύει με τον εαυτό του, προσπαθώντας να πάρει θάρρος, αλλά με τις πρώτες ντουφεκιές, το βάζει στα πόδια, τρέμοντας και σε κατάσταση πανικού καθώς η μάχη μαίνεται και ο κίνδυνος είναι συνεχώς μπροστά του. Οι σκηνές μεγαλείου και ηρωισμού που ονειρεύτηκε, του φαίνονται πλέον σαν κωμωδία.


Θα περιπλανηθεί στα μετόπισθεν, προσπαθώντας να συνέλθει, θα δει σκηνές φρίκης να εκτυλίσσονται δίπλα του, άνθρωποι να πέφτουν νεκροί, να χάνουν τα λογικά τους. Προσπαθώντας να καταπολεμήσει την δειλία του και πνιγμένος από τις ενοχές βλέποντας τους συντρόφους του να πέφτουν σαν τις μύγες, αφυπνίζεται. Διαπιστώνει δε, ότι αυτός και οι συμπολεμιστές του, είναι τροφή για τα κανόνια, αναλώσιμοι στα σχέδια των ηλίθιων ανωτέρων τους, είναι λοιπόν είναι αναπόφευκτο να μπει πιο ενεργά στη μάχη, ξεπερνώντας και εκπλήσσοντας τον εαυτό του.

"Ξάφνου χάθηκε κάθε έγνοια για τον εαυτό του κι έπαψε να αναλογίζεται τη δυσοίωνη μοίρα του. Από άτομο έγινε μέλος. Ένιωσε πως εκείνο του οποίου ήταν μέρος - το σύνταγμα, ο στρατός, ο σκοπός ή η ίδια η χώρα - κινδύνευε. Έγινε ένα με μια συλλογική προσωπικότητα που την είχε κυριεύσει μία και μοναδική επιθυμία. Για κάμποση ώρα τού ήταν αδύνατον να το βάλει στα πόδια, με τον ίδιο τρόπο που το μικρό δάχτυλο δεν μπορεί να ξεσηκωθεί ενάντια στο χέρι."

Το σύντομο και περιεκτικό μυθιστόρημα του Κρέιν, είναι ένα ψυχολογικό πορτρέτο του Φόβου (με Φ κεφαλαίο). Ο φόβος εισχωρεί μέσα στον ήρωα, τον αποπροσανατολίζει και τον παραλύει. Ο συγγραφέας μπαίνει (κυριολεκτικά) στο πετσί του ήρωά του. Ο Εμφύλιος δεν αναφέρεται ποτέ, σε πρώτο επίπεδο, διαβάζουμε την ιστορία ενός νέου ανθρώπου που βγαίνει πρώτη φορά από το χωριό του για να πάει να σκοτώσει και να σκοτωθεί. Οι σύντροφοί του δεν κατονομάζονται (παρά μόνο όταν συνομιλούν μεταξύ τους), ούτε ο τόπος και ο χρόνος (οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι πρόκειται για την μάχη του Chancellorsville της Βιρτζίνια το 1863 (μια από τις πιο αιματηρές του Εμφυλίου), οι σκηνές της μάχης περιγράφονται με κινηματογραφικό τρόπο και μέσα από την θολή και ταραγμένη ματιά του ήρωα.

"Ένα μονάχα όπλο εκπυρσοκρότησε σ' ένα σύδεντρο μπροστά στο σύνταγμα. Μέσα σε μια στιγμή ακολούθησαν κι άλλα πολλά. Ένα ζωηρό τραγούδι από μπαταριές ξεσηκώθηκε και σάρωσε το δάσος. Τα πυροβόλα στα μετόπισθεν ξύπνησαν και, θυμωμένα απ' τις οβίδες που έπεφταν σωρηδόν πάνω τους, πήραν ξαφνικά μέρος σε έναν αποτρόπαιο διαπληκτισμό με μια άλλη συστοιχία πυροβόλων. Η κλαγγή της μάχης εξελίχθηκε σε ένα ασταμάτητο μπουμπουνητό που έμοιαζε με μια ατέρμονη έκρηξη.
Ένα περίεργο είδος δισταγμού χαρακτήριζε τη στάση των ανδρών του συντάγματος. Ήταν ταλαιπωρημένοι, εξαντλημένοι, καθώς είχαν κοιμηθεί ελάχιστα κι είχαν κοπιάσει πολύ. Κοιτούσαν με μάτια ορθάνοιχτα προς την κατεύθυνση της μάχης που πλησίαζε, περιμένοντας το χτύπημα. Αρκετοί ήταν αυτοί που λούφαξαν και ζάρωσαν. Έμοιαζε να στέκονται στη θέση τους λες και τους είχαν δέσει σε παλούκια."


Γραμμένο με μοντερνιστικό ύφος και με χρήση της “συνειδησιακής ροής” στην αφήγηση, το “Κόκκινο σήμα του θάρρους”, που ουσιαστικά είναι ένα ρεαλιστικό λογοτεχνικό έργο που επηρέασε (σίγουρα) τον Χέμινγουέι, είναι ίσως το πρώτο αντιπολεμικό μυθιστόρημα, προκαλώντας έκπληξη στους αναγνώστες, που συνηθισμένοι από βιβλία που εξυμνούσαν τον ηρωισμό και τις αρετές του πολέμου με ρομαντικό τρόπο (Ο “Ιβανόης” του Σκοτ γαλούχησε γενιές),  βρήκαν μπροστά τους έναν άνθρωπο της διπλανής πόρτας που δεν διστάζει να γράψει για την ατέλειωτη αναμονή του να συμβεί κάτι, τις υπερβολές των στρατιωτών, την απανθρωπιά και την ανοησία των ανωτέρων, τον τρόμο του απλού ανθρώπου όταν ξεσπάει η μάχη.

Απόηχοι και σίγουρα επιρροές από το μεγάλο αυτό έργο της Αμερικανικής Λογοτεχνίας, βρίσκονται σε πολλά μυθιστορήματα γύρω από τον πόλεμο, το “Οι γυμνοί και οι νεκροί” του Μέιλερ και το “Κατς-22” του Χέλερ, είναι τα πρώτα που μου έρχονται στο μυαλό. Το “Κόκκινο σήμα του θάρρους”, γραμμένο αριστοτεχνικά από ένα 20άχρονο αγόρι που πέθανε από φυματίωση προτού κλείσει τα 29 του χρόνια, είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται και τώρα μετά από 125 χρόνια σαν να γράφτηκε χθες, πάντα επίκαιρο, πάντα συγκλονιστικό και μεγαλειώδες.

Βαθμολογία 87 / 100


 
Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2019
posted by Librofilo at Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2019 | Permalink
"Θαμμένος ζωντανός"

Καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο εύστροφο και πνευματώδες, σπινθηροβόλο και γεμάτο δηλητηριώδες χιούμορ μυθιστόρημα σαν το εξαίσιο «ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ» Buried alive»), του Βρετανού συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Arnold Bennett (Hanley, Staffordshire 1867 – Λονδίνο 1931), ενός συγγραφέα ουσιαστικά άγνωστου στην Ελλάδα, που οι μυημένοι θα τον θυμούνται περισσότερο από την διαμάχη του με την Βιρτζίνια Γουλφ – που θα αναφέρω παρακάτω -, παρά από τα βιβλία του. Πριν από τον Α παγκόσμιο πόλεμο ήταν ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς ενώ και τα θεατρικά του έργα σημείωναν μεγάλη επιτυχία. Πλέον έχουμε την δυνατότητα να τον ανακαλύψουμε μέσα από την λογοτεχνική σειρά sub rosa (μαζί με άλλα «διαμαντάκια»), των εκδόσεων Πατάκη, στην ωραία μετάφραση της Μαργ. Ζαχαριάδου (σελ.318) και από το εξαιρετικό επίμετρο της υπεύθυνης της σειράς Ελ. Κεχαγιόγλου.

Το «Θαμμένος ζωντανός», είναι μια σάτιρα της εποχής που διαδραματίζεται, η οποία είναι η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1908) και έχει ως ήρωα έναν επιτυχημένο ζωγράφο της εποχής, τον Πρίαμ Φαρλ, που από μια απόφαση της στιγμής, θα δει την μέχρι τότε βαρετή και πολύ άνετη ζωή του, να παίρνει διαφορετική τροπή και να αποκτάει ένα άλλο νόημα. Ο πενηντάχρονος Φαρλ, είναι ένας από τους διασημότερους ζωγράφους αλλά εκείνος δεν το έχει συνειδητοποιήσει. Μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και Λονδίνου, οι πίνακές του είναι περιζήτητοι, αλλά εκείνος είναι εξωφρενικά δειλός και ντροπαλός, χωρίς ιδιαίτερη γνώση της ζωής, οι κοινωνικές του σχέσεις, είναι ελάχιστες, δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την επιτυχία και την φήμη που έχει αποκτήσει ενώ αναθέτει όλες τις δουλειές του στον (συνομήλικο) πιστό του υπηρέτη Χένρυ Λικ.

«Το πιο έντονο, το πιο οφθαλμοφανές πράγμα μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο του ισογείου ήταν μια ρόμπα σε χρώμα μεταξύ λιλά και πορφυρού, γνωστό στις προηγούμενες γενιές ως σάπιο μήλο▪ ένα ρούχο καπιτονέ με επένδυση πούπουλο κύκνου, ανάλαφρο – σχεδόν – σαν υδρογόνο και ζεστό σαν χαμόγελο καλής καρδιάς, ίσως παλιό, πιθανώς φθαρμένο στις περιοχές κοντά στα άκρα, με μικρές λευκές, πουπουλένιες τούφες να δραπετεύουν από τους σατινένιους πόρους του – παρά ταύτα, μια ρόμπα του ονείρου.(…)
Εντός της ρόμπας υπήρχε ένας άνδρας. Ο άνδρας αυτός είχε φτάσει στην πιο ενδιαφέρουσα ηλικία. Εννοώ, την ηλικία όπου νομίζεις πως έχεις απαλλαγεί από όλες τις νηπιακές ψευδαισθήσεις, πως έχεις καταλάβει πλέον τη ζωή και συνήθως κάθεσαι κι αναρωτιέσαι τι υπέροχες εκπλήξεις μπορεί να σου επιφυλάσσει ακόμα η ύπαρξή σου▪ την ηλικία, εν ολίγοις, που – για τον άνδρα – είναι η πιο ρομαντική και τρυφερή απ’ όλες. Εννοώ, την ηλικία των πενήντα. Μια ηλικία παράλογα παρεξηγημένη από όσους δεν έχουν φτάσει ακόμα εκεί! Είναι τραγικό πόσο απατούν τα φαινόμενα.(…)
Κι όμως, όπως οι περισσότεροι άνδρες στα πενήντα τους, ήταν ακόμα πολύ νέος, και, όπως οι περισσότεροι εργένηδες στα πενήντα τους, εντελώς αδύναμος. Είχε την απόλυτη βεβαιότητα πως η τύχη του δεν υπήρξε και η καλύτερη δυνατή. Αν καθόταν να ανασκαλέψει επιμελώς την ψυχή του, θα ανακάλυπτε κάπου στα βάθη της μια μελαγχολική, ικετευτική επιθυμία να τον φροντίζουν, να του παρέχουν προστασία από τις μικρές δυσχέρειες και τη σκληρότητα του κόσμου. Αλλά μια τέτοια ανακάλυψη δεν θα την παραδεχόταν ποτέ.»

Ο Χένρυ Λικ, όμως ο πιστός υπηρέτης, ένα βράδυ πεθαίνει. Ο Φαρλ τον είχε περιποιηθεί όσο μπορούσε, του είχε παραχωρήσει το κρεβάτι του για να είναι πιο άνετα. Ο γιατρός που καλείται δεν μπορεί να κάνει πολλά, νομίζει δε, ότι ο υπηρέτης είναι ο κύριος του σπιτιού, αφού είναι ξαπλωμένος στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα, ο Φαρλ μέσα στην αμηχανία και την αφόρητη δειλία του, συγκατανεύει σιωπηρά υποδυόμενος τον υπηρέτη. Ως νεκρός δηλώνεται λοιπόν, ο Πρίαμ Φαρλ και παρά την διακριτικότητα που ζητείται, τα δημοσιογραφικά λαυράκια που έχουν άκρες στα γραφεία κηδειών ενημερώνονται για το νέο. Ο αδελφός του Πρίαμ Φαρλ που καλείται ως κοντινότερος συγγενής, πιστοποιεί την ταυτότητα του νεκρού, αφού είχε να δει τον Φαρλ πάνω από τρεις δεκαετίες. Ο Φαρλ βρίσκεται προ αδιεξόδου, έχει τα χαρτιά του Χένρυ Λικ πάνω του, ο αδελφός του Φαρλ, του λέει να εγκαταλείψει το σπίτι, αφού πάρει τα υπάρχοντά του και έτσι, αυτός ο άνθρωπος που με το ζόρι μιλούσε σε άλλον, βρίσκεται στον δρόμο, με αρκετά χρήματα (αλλά όχι τόσο πολλά) στη τσέπη του, υποχρεωμένος μετά την επιλογή του, να παρακολουθεί τα γεγονότα από μακριά. Το αποκορύφωμα δε είναι, όταν θα παρακολουθήσει (κρυμμένος), την ίδια του την κηδεία, που γίνεται με τον μεγαλοπρεπέστερο τρόπο στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ, συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά την τεράστιά του δημοτικότητα στην μισητή πατρίδα του, που δεν του είχε φερθεί με τον καλύτερο τρόπο στο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του πορείας.

Μια τυχαία συνάντηση, με μια λαϊκή γυναίκα με την οποία ο υπηρέτης του είχε αλληλογραφία με σκοπό τον γάμο, θα του ανοίξει άλλους ορίζοντες. Ο Φαρλ θα βρεθεί σε σχέση ουσιαστικά (του τύπου «τραβάτε με κι ας κλαίω» στην αρχή) οικειοποιούμενος πλήρως τον ρόλο του ερωτύλου και λίγο μπαγαμπόντη υπηρέτη του. Η κυρία Τσάλλις, μια ζουμερή σαραντάρα από το Πάτνεϊ, θα είναι η πρώτη πραγματική ανθρώπινη επαφή στη ζωή του, μαζί της νιώθει όλο και πιο άνετα, και δεν θ’ αργήσει να μετακομίσει σπίτι της. Όμως το χέρι του «τον τρώει» να ζωγραφίσει, να πιάσει πάλι τα πινέλα. Θα φτιάχνει σκηνές της μικροαστικής καθημερινότητας της λαϊκής συνοικίας που πλέον διαμένει, τις οποίες πουλάει για ένα ξεροκόμματο σε εμπόρους της περιοχής, αλλά η τεχνική Φαρλ είναι ευδιάκριτη και γίνεται εύκολα αντιληπτή από τους ειδικούς. Η κατάσταση για τον Φαρλ θα μπερδευτεί τόσο πολύ που η ηρεμία που είχε βρει στην ζεστή φωλιά υπό την προστασία της καπάτσας συντρόφου του, θα διαταραχτεί αλλάζοντας πάλι τα δεδομένα.


Λεπτή ειρωνεία, φινετσάτο στυλ, έντονη θεατρικότητα, εκπληκτικοί διάλογοι, πολύς σαρκασμός και χιούμορ κυριαρχούν στο υπέροχο μυθιστόρημα του Μπένετ, που είναι κυριολεκτικά απολαυστικό! Με αφηγηματική άνεση και ωραίο ρυθμό, ξετυλίγεται μια ιστορία που καυτηριάζει τα ήθη της ανώτερης τάξης, την υποκρισία και την συμπεριφορά, τις μόδες και την κερδοσκοπία γύρω από την Τέχνη, την επιπολαιότητα και την απανθρωπιά των μέσων ενημέρωσης, την κενότητα των αισθημάτων. Είναι βέβαια και ένα βιβλίο για την αναζήτηση ταυτότητας, για το ποιος είναι πραγματικά ο άνθρωπος πίσω από την επιφάνεια, πως μπορεί κάποιος να βρει (ή να ξαναβρεί) τον εαυτό του και πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να διατηρήσει τον εαυτό του μέσα σε όλη αυτή την τρέλα.

Το μυθιστόρημα που είναι φαινομενικά ανάλαφρο και διασκεδαστικό, με συνεχείς παρεξηγήσεις που οδηγούν στην λύση του ιστού της αράχνης, στον οποίο αυτοπαγιδεύτηκε ο Φαρλ με την στιγμιαία επιλογή του, είναι ένα οξυδερκές και εύστοχο κοινωνικό σχόλιο, με ζωντανούς χαρακτήρες και ρεαλισμό που παραπέμπει στους Γάλλους περισσότερο συγγραφείς (Φλωμπέρ, Μπαλζάκ) παρά στην Βικτωριανή κληρονομιά από την οποία προέρχεται. Ο Μπένετ δεν ήταν μόνο σπουδαίος συγγραφέας, όπως εμφαντικά αποδεικνύεται από το «Θαμμένος ζωντανός» (βιβλίο που ο Χ.Λ.Μπόρχες το συμπεριέλαβε στα 100 λογοτεχνικά έργα της "προσωπικής βιβλιοθήκης" του), αλλά και ένας λογοτέχνης σταρ της εποχής του στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, η δε περιοδεία του στις ΗΠΑ προκάλεσε ενθουσιασμό στο κοινό, ενώ το περίφημο ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου, σερβίρει ακόμα την ομελέτα που έχει πάρει το όνομά του.

Ο Μπένετ όμως έμεινε στην λογοτεχνική ιστορία και για την περιβόητη λυσσαλέα διαμάχη του με την Βιρτζίνια Γουλφ. Ουσιαστικά ήταν μια μάχη μεταξύ του παλιού ύφους που αντιπροσώπευε ο Μπένετ και του καινούργιου μοντερνιστικού ύφους που εκπροσωπούσε η Γουλφ. Εκτενής αναφορά με λεπτομέρειες για αυτήν την διαμάχη παραθέτει η Ελένη Κεχαγιόγλου στο επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, αντιπαράθεση που έκλεισε ο θάνατος από τύφο του Μπένετ το 1931. Η Γουλφ στο ημερολόγιο της, περιγράφει την θλίψη για τον χαμό του μεγάλου της αντιπάλου αναγνωρίζοντας το μεγαλείο του. Το «Θαμμένος ζωντανός» μεταφέρθηκε τέσσερις φορές στον κινηματογράφο είτε με τον κανονικό του τίτλο, είτε με τον θεατρικό/κινηματογραφικό «The Great Adventure» (1915, 1921, 1933, 1943), και δύο φορές στην τηλεόραση σε μεμονωμένα επεισόδια (1956,1957)γεγονός που δείχνει την μεγάλη δημοφιλία του στο παρελθόν και την πλήρη λησμονιά τού σήμερα.

Βαθμολογία 83 / 100



 
Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2019 | Permalink
The end of the world ("Τα τελευταία μου λόγια")

"Κανείς δεν θα μάθει πως και γιατί, μετά από εκατομμύρια γενιές που, από τον πρώτο homo sapiens και μετά, κατοίκησαν την επιφάνεια της Γης σε σημείο υπερπληθυσμού, έπεσε σε μάς ο κλήρος να είμαστε η τελευταία: η γενιά του αποπληθυσμού."

Εκεί που ο Χέλντερλιν με τον "Υπερίωνα" συναντιέται με τον Κόρμακ Μακάρθι και τον "Δρόμο" του - τι θανατηφόρος συνδυασμός -, βρίσκουμε τον Αργεντίνο (εγκατεστημένο από χρόνια στη Γαλλία), συγγραφέα, σκηνοθέτη και σεναριογράφο, Santiago Horacio Amigorena (Μπουένος Άιρες, 1962), με την δυστοπική νουβέλα του "ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΛΟΓΙΑ" ("Mes derniers mots") - (εκδ. Gutenberg (σειρά Aldina), μετάφρ. Τ. Δημητρούλια, σελ. 188). Για όσους με παρακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια, αρχαιολατρεία και επιστημονική φαντασία όταν συνδυάζονται μαζί (άλλα και χώρια για να λέμε την αλήθεια), είναι ικανά να με κάνουν να τρέχω μακριά, αλλά ομολογώ ότι το μινιμαλιστικό και συνοπτικό μυθιστόρημα του Amigorena, αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη.

Στο μικρό αυτό βιβλίο που χωρίζεται σε 165 σύντομα κεφάλαια, ο αφηγητής που δεν θυμάται το όνομά του, περιγράφει τις τελευταίες ημέρες της ανθρωπότητας στη γη. Βρισκόμαστε στο έτος 2086 και έχει έρθει κυριολεκτικά το τέλος του κόσμου. Ένας φονικός ιός σε συνδυασμό με την μόλυνση του πλανήτη και τον υπερπληθυσμό που έχει οδηγήσει στην έλλειψη βασικών προϊόντων για τροφή ενώ και το πόσιμο νερό έχει εξαντληθεί, έχουν δημιουργήσει ένα καταστροφικό κοκτέιλ που δεν έχει αφήσει ψυχή ζώσα. Οι πόλεις ερημώνονται, οι εναπομείναντες "τυχεροί" σχηματίζουν συμμορίες, για να βρουν λίγο φαγητό εξολοθρεύοντας ο ένας τον άλλον. Ο αφηγητής που είχε κλειστεί στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, ακούει τις φωνές από τον δρόμο που προτρέπουν όσους είναι ζωντανοί να πάνε στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στην Ακρόπολη για να πεθάνουν όλοι μαζί. Είναι το "Κάλεσμα" που τον αγγίζει, και αρχίζει ένα μεγάλο και επίπονο ταξίδι που θα τον φέρει στην Αθήνα. Είναι ο μικρότερος από τους απελπισμένους που έχουν βρει καταφύγιο στον Ιερό Βράχο, είναι μόλις δεκαοχτώ χρονών.

"Είχε μεσημεριάσει όταν άκουσα τη φωνή να ουρλιάζει στον δρόμο. Μέρες και μέρες δεν είχα δει απολύτως κανέναν να περνά μπροστά από την πολυκατοικία μου.
Άνοιξα το παράθυρο. Η πόλη ήταν τόσο σιωπηλή, που σκέφτηκα πως μπορεί και να είχαμε μείνει όλοι κι όλοι δύο επιζήσαντες στο Παρίσι: εγώ κι ο άντρας που φώναζε.

Εύκολα καταλάβαινες τις λέξεις που ούρλιαζε η φωνή. Δεν ήταν διαταγή, δεν ήταν συμβουλή, ήταν μια απλή πρόταση: να βαδίσουμε προς τον Νότο, να πορευτούμε προς τη θάλασσα, να επιστρέψουμε εκεί όπου τόσα πράγματα είχαν αρχίσει.
Να πάμε στην Αθήνα για να πεθάνουμε όλοι μαζί.
Αυτή την πρόταση έκανε το Κάλεσμα."

Στην Ακρόπολη θα βρει ένα ετερόκλητο γκρουπ περίπου χιλίων ανθρώπων που σιγά σιγά λιγοστεύουν πεθαίνοντας ήρεμα στη γωνιά τους. Ο αφηγητής θα έρθει πιο κοντά με έναν γηραιό άντρα, που τον αποκαλούν "Ουίλιαμ Σαίξπηρ", που έλεγε ότι ήταν 124 χρονών, οι νέοι πέφτανε κάτω σαν τις μύγες, εκείνος ζούσε. Ο "Σαίξπηρ" θα ονομάσει τον αφηγητή "Μπελαρμέν", από τον ήρωα του "Υπερίωνα" βιβλίο που ο "Σαίξπηρ" έχει πάντα μαζί του. Γύρω τους οι άνθρωποι του καταυλισμού, πεθαίνουν, κάνουν έρωτα βλέποντας τον θάνατο να τους πλησιάζει, τρελαίνονται. Ο "Σαίξπηρ" ο τελευταίος σοφός, θα μεταδώσει λίγη από την γνώση του στον "Μπελαρμέν" και μαζί θα προσπαθήσουν να ξεγελάσουν το αναπόφευκτο τέλος.

"Ο άνθρωπος δεν αποδέχτηκε ότι είχε μείνει πίσω.
Ο άνθρωπος δεν αποδέχτηκε ότι είχε ξεπεραστεί."

Το μυθιστόρημα (όπως αναλύει στο εξαιρετικό της επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, η καθηγήτρια Αναστασία Αντωνοπούλου), συνομιλεί διακειμενικά με τον “Υπερίωνα” του Χέλντερλιν, ένα βιβλίο που γράφτηκε στο τέλος του 18ου αιώνα από τον Γερμανό ποιητή σε επιστολικό ύφος (που ήταν σύνηθες για την εποχή). Ο Υπερίων ήταν ένας ερημίτης Έλληνας που ζούσε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και συμμετέχει στην επαναστατική αφύπνιση του σκλαβωμένου λαού, λαμβάνοντας μέρος σε εξεγέρσεις (ο Χέλντερλιν ουσιαστικά αναφέρεται στα Ορλωφικά του 1770), ενώ ερωτεύεται και την Διοτίμα. Μετά τον θάνατό της (και του δασκάλου του), τραυματίζεται στη μάχη, αλλά περισσότερο τον επηρεάζει που απογοητεύεται από τους συμπατριώτες του, οι οποίοι είναι περισσότερο κατσαπλιάδες παρά επαναστάτες, χωρίς οράματα και ιδεολογία. Θα απογοητευτεί όμως και από τους Γερμανούς, τόπο στον οποίο θα καταφύγει μετά την αποτυχία της επανάστασης. Θα καταλήξει ερημίτης για να βρει τον εαυτό του, στοχαζόμενος την απογοήτευσή του για την κατάντια της χώρας, του πνεύματός της αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου, σε αντιδιαστολή με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Είναι ένα ουτοπικό βιβλίο, όπου η ομορφιά, η ελευθερία, ο ρομαντικός αγώνας για μια επαναφορά στην Ελλάδα της αρχαιότητας, το κατακλύζουν. Η Ελλάδα της αρχαιότητας, μέσα από τα μάτια του, είναι ένας τόπος εκλεκτός, ένα ιδανικό που παραμένει άπιαστο, ένα αισθητικό, πνευματικό και πολιτιστικό θαύμα, που βρίσκεται σε μεγάλη αντίθεση με το παρόν. Ενταγμένο μέσα στα πλαίσια του Ρομαντισμού και του φιλελληνικού πνεύματος, είναι ένα βιβλίο που προκάλεσε αναταράξεις την εποχή που κυκλοφόρησε.


Ο Αμιγκορένα δεν αναφέρει πουθενά τον “Υπερίωνα” στο μυθιστόρημά του, υπάρχουν όμως αποσπάσματα και ο αφηγητής παίρνει το όνομα του “Μπελαρμέν” (ή “Μπελαρμίνο” όπως είναι στο βιβλίο του Χέλντερλιν), ο οποίος είναι ο αποδέκτης των επιστολών του ερημίτη Υπερίωνα, ένα βιβλίο που ο “Ουίλιαμ Σαίξπηρ” ανατρέχει συνεχώς σε αυτό, διαβάζοντας αποσπάσματα και προσπαθώντας να το κατανοήσει κάτω από τον Αττικό ουρανό.

"Πολλές θεωρίες υπήρξαν ανώφελες: ο μαρξισμός δεν έφτασε ποτέ στον κομμουνισμό, η ψυχανάλυση δεν αντιμετώπισε ποτέ το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η οικονομία δεν κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί την οικονομία, η δημογραφία δεν εμπόδισε ούτε τον υπερπληθυσμό ούτε τον αποπληθυσμό, η κοινωνιολογία ποτέ δεν χρησίμεψε σε τίποτα."

Με όλα αυτά, που ο αναγνώστης μπορεί και να μη τα αντιληφθεί, καθώς ο συγγραφέας ευφυώς, δεν τα χρησιμοποιεί ιδιαίτερα στην εξέλιξη της ιστορίας του, αποφεύγοντας να την “βαρύνει” και με πολλές αναφορές και αποσπάσματα, από Μπόρχες, Πεσόα αλλά και Νίτσε (όπου γενικώς η φιλοσοφία του Νίτσε αιωρείται πάνω από την ιστορία που αφηγείται ο Αμιγκορένα), αλλά και επιρροές στην δομή του βιβλίου, από Κόρμακ Μακάρθι (κυρίως τον έξοχο “Δρόμο” του), Μπάλαρντ, Χάξλεϊ, καθιστούν το μυθιστόρημα, ένα μινιμαλιστικό επίτευγμα.

Η νουβέλα του Amigorena, έχει κινηματογραφικό ρυθμό και τα μικρά κεφάλαια παραπέμπουν σε σενάριο ταινίας με συνεχή fade-outs μετά από κάθε σκηνή. Το υπαινικτικό και συγκροτημένο ύφος του συγγραφέα, σε συνδυασμό με την ποιητική γλώσσα, δίνουν στο κείμενο ελεγειακή χροιά και το κάνουν το κείμενο γοητευτικό και ιδιαίτερα ελκυστικό για περισσότερες αναγνώσεις – διότι ας μη λησμονούμε ότι είναι ένα μυθιστόρημα που ουσιαστικά μπορεί να διαβαστεί σε μια-δυο ώρες.

“Ο άνθρωπος όμως ήταν ανέκαθεν σκεπτόμενος. Ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι. Αυτό ήταν το μεγαλείο του· αυτό ήταν το όριό του."

Το τέλος της ανθρωπότητας, μπορεί να συνιστά μια νέα αρχή, γράφει ο Αμιγκορένα, κλείνοντας το βιβλίο του με ένα αισιόδοξο τέλος. Μυθιστόρημα – έκπληξη, από έναν δημιουργό που προσωπικά αγνοούσα και μόνο τυχαίος δεν είναι. Στην απόλαυση του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος, συντελούν η εισαγωγή και μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια, και το παράρτημα που συνοδεύει το βιβλίο, με το επίμετρο της κας Αντωνοπούλου (που προανέφερα) αλλά και το διήγημα “Κένταυρος” του Maurice de Guerin (σε μετάφρ. Σωτ. Σκίπη), που αποσπάσματά του παραθέτει ο Αμιγκορένα στο βιβλίο του.

Βαθμολογία 81 / 100


 
Τρίτη, Οκτωβρίου 08, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 08, 2019 | Permalink
Σκελετοί στο ντουλάπι ("Το φάντασμα του βεστιαρίου")

Το μεταπολεμικό Λονδίνο και η ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πόλη μετά τους βομβαρδισμούς που ισοπέδωσαν μεγάλο μέρος της, ζωντανεύει, μέσα από την γραφή του πολύ καλού Βρετανού συγγραφέα Patrick McGrath (Λονδίνο, 1950), στο ωραίο ψυχολογικό θρίλερ «ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΕΣΤΙΑΡΙΟΥ» («The Wardrobe Mistress») – (εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. Μ. Μακρόπουλος, σελ.372), ένα στιβαρό και πολύ ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα.


Βρισκόμαστε στο Λονδίνο του σκληρού χειμώνα 1946 – 1947 (το βιβλίο ξεκινάει μια μέρα του Γενάρη 1947 που κάνει αφόρητο κρύο), και ο φημισμένος Σαιξπηρικός ηθοποιός Τσάρλι Γκράις πεθαίνει από καρδιακή προσβολή μετά από την πτώση του από μια σκάλα στο σπίτι της κόρης του. Η (εβραϊκής καταγωγής) σύζυγός του, Τζόαν Γκράις, υπεύθυνη ενός μεγάλου βεστιαρίου, παθαίνει σοκ μη μπορώντας να αντέξει την απώλεια του συντρόφου της. Από τη μια το ξαφνικό του θανάτου, από την άλλη η larger than life προσωπικότητα του εκλιπόντος που τα παράσερνε όλα στο διάβα του, την διαλύουν ψυχολογικά. Η Τζόαν είναι μια εντυπωσιακή, ψηλή γυναίκα μέσης ηλικίας με χαλασμένη δόντια (όπως οι περισσότεροι εκείνη την εποχή), αυστηρή και σκληρή στη δουλειά της. Με τον Τσάρλι είχαν μια κόρη, την πανέμορφη (και εκρηκτική ως προσωπικότητα) Βέρα, που έχει ξεκινήσει με επιτυχία την καριέρα της στο θέατρο και είναι παντρεμένη με τον Τζούλιους Γκλας, έναν πρώην ιμπρεσάριο αρκετά μεγαλύτερό της. Ο γάμος τους περνούσε κρίση, λόγω της φιλοξενίας στο σπίτι τους μιας αινιγματικής Εβραίας, που ο Τζούλιους είχε σώσει από τους Ναζί στον πόλεμο και την παρουσίαζε σε όλους ως αδερφή του. Η Βέρα που έχει ευαίσθητα νεύρα και βρίσκεται υπό φαρμακευτική αγωγή, τους υποψιάζεται όπως και η Τζόαν για την πραγματική φύση της σχέσης τους, ενώ και ο θάνατος του Τσάρλι Γκράις που ουσιαστικά συνέβη μετά από λεκτικό διαπληκτισμό με τον Τζούλιους Γκλας, προσθέτει δυσαρέσκεια στις μεταξύ τους σχέσεις.

Εν τω μεταξύ, το Λονδίνο (και γενικότερα η Αγγλία) προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του, μετά την καταστροφή του πολέμου. Η ανοικοδόμηση των σπιτιών προχωράει και υπάρχουν περιοχές που χτίζονται από την αρχή. Ο κόσμος περνάει δύσκολα, το δελτίο στα τρόφιμα υπάρχει ακόμα, ενώ η πολιτική ατμόσφαιρα είναι τεταμένη. Στους δρόμους παρελαύνουν οι Βρετανοί Φασίστες του Μόσλεϊ, που θεωρούν ότι ο πόλεμος συνεχίζεται και οι συμπλοκές είναι μια καθημερινότητα. Τα θέατρα όμως (αυτή η εκπληκτική Βρετανική παράδοση στο είδος) συνεχίζουν να γεμίζουν κόσμο και νέες παραγωγές ετοιμάζονται.

"Ήταν άσχημη χρονιά, έτσι κι αλλιώς. Αχ, μια φριχτή χρονιά, κι ας είχε μόλις τρεις εβδομάδες που είχε μπει. Ακόμη το φαγητό δεν ήταν αρκετό, και το προηγούμενο καλοκαίρι - του 1946 φυσικά, όταν είχε γίνει η μεγάλη παρέλαση - είχαν βάλει δελτίο στο ψωμί, κι ας είχε τελειώσει ο πόλεμος! Μεγαλειώδεις νικητές, α ναι - και χρεοκοπημένοι. Ηθικά λαμπροί και οικονομικά πανί με πανί. Αποκαμωμένοι. Αχ Αγγλία! Αιθαλομίχλη, ερείπια, άχρωμα ρούχα, κακό φαΐ, κρατήρες από βόμβες, αρουραίοι. Υπήρχε δουλειά, α ναι - στην κατεδάφιση. (...) Ύστερα όμως απ' όλα αυτά, αχ, ύστερα από τις ατέλειωτες θυσίες, τους είχαμε ξεφορτωθεί τους φασίστες;
Όχι. Ω όχι. Τα μέλη της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών που είχαν φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου με βάση τον Αμυντικό Κανονισμό 18b - ως συμπαθούντες των εχθρικών δυνάμεων - είχαν ξαναβγεί στους δρόμους (...) Παρέλαυναν σε τριάδες στο Ιστ Εντ, πραγματοποιούσαν δημόσιες συγκεντρώσεις, γέμιζαν ολόκληρους τοίχους με τη σβάστικα, έφτυναν μίσος λες και δεν είχαν πάρει ποτέ πόδι, λες δεν είχε γίνει ποτέ πόλεμος, τον οποίον είχαν χάσει. Οι φασαρίες ήταν αναπόφευκτες. Συμπλοκές ξέσπαγαν και άνθρωποι πληγώνονταν, πράγμα αναμενόμενο. Όχι, αυτοί ήταν ενεργοί φασίστες, που πουλούσαν τις εφημερίδες τους έξω από σταθμούς του μετρό. Και, φυσικά, τα πράγματα ήταν χειρότερα στο Ιστ Εντ, εκεί που ζούσαν οι Εβραίοι (...) Φτώχεια, συνωστισμός, βία και πολιτική διαμάχη, γι' αυτά μας ήταν γνωστό το Στέπνι - και για τους Εβραίους. Κι εκεί έκαναν τις συναντήσεις τους οι φασίστες. Για την ακρίβεια, παντού στο Ίστ Εντ άντρες με τηλεβόες πάνω σε εξέδρες κραύγαζαν υπέρ της απέλασης αυτών που τώρα ήταν αναγκασμένοι να αποκαλούν "ξένους". Λέγοντας μας ότι ο Χίτλερ δεν είχε προχωρήσει αρκετά, δεν είχε τελειώσει τη δουλειά. Αν μπορείτε να το πιστέψετε. Εν έτει 1946."


Η Τζόαν δεν μπορεί να συνέλθει από τον χαμό του συζύγου της. Πιστεύει ότι το πνεύμα του, παραμένει μέσα στο σπίτι, την ακολουθεί παντού. Τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, μυρίζοντας τα ρούχα του, ψάχνοντας για κοστούμια από θεατρικές παραστάσεις, βρίσκεται στα όρια της παραφροσύνης. Όταν δε γνωρίζει τον αντικαταστάτη του στη θεατρική παράσταση, τον (αρκετά νεότερό του) Φρανκ Στόουν, πιστεύει ότι το πνεύμα του Τσάρλι Γκράις «κατοικεί» εντός του. Η γνωριμία της μαζί του, την γοητεύει γιατί πιστεύει ότι είναι μια μετενσάρκωση του νεκρού συζύγου της και αρνείται να παραδεχτεί ότι σιγά σιγά τον ερωτεύεται.

Όμως ποιος ήταν ο σύζυγός της στ’ αλήθεια; Αυτός ο πληθωρικός άντρας, που του συγχωρούσες τα πάντα λόγω της ακαταμάχητης προσωπικότητάς του; Τι ήξερε γι’ αυτόν; Μετά από συζητήσεις με τον γαμπρό της, τον Τζούλιους και λίγο ψάξιμο παραπάνω στο σπίτι, ανακαλύπτει αυτό που όλοι οι άνθρωποι του θεατρικού συναφιού γνώριζαν, ο Τσάρλι Γκράις, δεν ήταν απλώς συμπαθών του Φασιστικού κόμματος, αλλά πλήρες μέλος του, με την ωραία στολή του γυαλισμένη (και με το ανατριχιαστικό S ραμμένο πάνω της), στο βάθος μιας ντουλάπας. Πως θα αντιδράσει η Τζόαν, όταν διαπιστώνει ότι ο αγαπημένος της σύζυγος, το «φως της ζωής της», ήταν ένας από αυτός που κυνηγούσαν τους συμπατριώτες της; Τι άλλες ανατροπές θα υπάρξουν όχι μόνο στη δική της ζωή, αλλά και στη ζωή της κόρης της Βέρας που ετοιμάζεται για μια πολυαναμενόμενη πρωταγωνιστική επιστροφή στη θεατρική σκηνή;  

"Μπορούσε λοιπόν να πιστέψει έστω και ένα πράγμα που της είχε πει; Η κοινή τους ζωή έμοιαζε τώρα να μην είναι τίποτε άλλο από μια περίτεχνη παράσταση με προσποιήσεις και μεταμφιέσεις, ναι, όλη του η ζωή μια παράσταση, δεν σταματούσε ποτέ να υποδύεται..."


Το μυθιστόρημα του ΜακΓκράθ, ξεκινάει ως μια σπαρακτική ιστορία, θλίψης και απώλειας, πένθους και συντριβής, για να συνεχιστεί όταν ανακαλύπτεται η πολιτική δράση του Τσάρλι Γκράις σε ένα πολιτικό βιβλίο για την δράση του Φασισμού στο μεταπολεμικό Λονδίνο, το αντισημιτικό κλίμα και την ταραγμένη πολιτική ατμόσφαιρα που διαδραματίζεται όταν το ταλαιπωρημένο και πληγωμένο βαθιά, Αγγλικό κράτος, προσπαθεί να σταθεί πάλι στα πόδια του.

Ευφυέστατα γραμμένο, με την αφήγηση να μοιράζεται μεταξύ ενός ιδιότυπου «χορού» που θυμίζει αρχαία τραγωδία αλλά και Σαιξπηρικό δράμα, καθώς οι γυναίκες του Βεστιαρίου περιγράφουν σχολιάζοντας (αλλά και κουτσομπολεύοντας σε ορισμένες σκηνές) τα γεγονότα, αλλά και μιας τριτοπρόσωπης αποστασιοποιημένης αφήγησης που εξιστορεί τη ζωή εκτός του θεατρικού περίγυρου, στους δρόμους του Λονδίνου, το βιβλίο είναι απολαυστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Γκόθικ στοιχεία, ψυχολογικό σασπένς (όπως άλλωστε και στο καλύτερο βιβλίο του ΜακΓκράθ, το υπέροχο «Στον ιστό της αράχνης»), και μια συνεχής ατμόσφαιρα μυστηρίου αλλά και θεατρικών παρασκηνίων, κατακλύζουν τις σελίδες του μυθιστορήματος, που θα μπορούσε να γίνει μια εξαιρετική ταινία. Μπορεί οι συνεχείς ανατροπές κάπου να μπερδεύουν και οι τελευταίες 50 σελίδες να μη στέκονται στο ίδιο ύψος με το υπόλοιπο βιβλίο,  αλλά η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα και κρατάει τον αναγνώστη σε συνεχή αγωνία.

Στην γοητεία αυτού του ωραίου μυθιστορήματος, συντελεί η στιλιστική ικανότητα του συγγραφέα που με τις εναλλαγές δράματος και σάτιρας διατηρεί έναν καλοκουρδισμένο ρυθμό στην αφήγησή του, ενώ οι έξοχοι χαρακτήρες του βιβλίου, με κυριότερο αυτόν της ηρωίδας του βιβλίου, της σπαρακτικής Τζόαν που άλλοτε εύθραυστη, άλλοτε σκληρή σαν βράχος κυριαρχεί στο μυθιστόρημα, συντελούν στη αναγνωστική απόλαυση ενός βιβλίου που μπορεί να μην είναι κάποιο λογοτεχνικό αριστούργημα, αλλά η ιστορία του σε ακολουθεί για καιρό.

Βαθμολογία 81 / 100



 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 02, 2019 | Permalink
"Η τέχνη της απώλειας"

"Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.

Χάνε κάτι κάθε μέρα. Αποδέξου το νευρίασμα
των χαμένων κλειδιών, της κακοξοδεμένης ώρας.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.

Ύστερα εξασκήσου να χάνεις περισσότερα, να χάνεις
γρηγορότερα: τόπους κι ονόματα, και το που σκόπευες
να ταξιδέψεις. Τίποτα απ' αυτά καταστροφή δεν φέρνει.

Έχασα της μητέρας μου το ρολόι. Και κοίτα! το τελευταίο,
ή το προτελευταίο, από τρία αγαπημένα σπίτια πάει.
Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.

Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και, ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν, μα δεν ήταν δα καταστροφή."
                   Ελίζαμπεθ Μπίσοπ "Μια τέχνη" (μετάφρ. Π. Αλεξανδρίδης)

Κάπου στη μέση του μυθιστορήματός της, "Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ" ("L' art de perdre") - (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Έφη Κορομηλά, σελ. 652), η Γαλλοαλγερινή συγγραφέας Alice Zeniter (Κλαμάρ, 1986), παραθέτει τη ρήση του Γάλλου φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντέ: "Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην είναι ο τόπος σύγκρουσης πολιτισμών", μια φράση που ουσιαστικά σημαδεύει ολόκληρο, αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο. Η οικογενειακή σάγκα που αφηγείται η Ζενιτέρ με ωραίο στυλ, και έξοχη δομή, περιγράφει την ιστορία μιας οικογένειας (τριών γενεών της), που η στέρηση της πατρίδας σημάδεψε τη μοίρα των μελών της.


Έχουμε δει ταινίες, έχουμε διαβάσει βιβλία γύρω από τον πόλεμο της Αλγερίας (από το 1954 έως το 1962), τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της χώρας. Έχουμε διαβάσει για τους "pieds-noirs", τους "μαυροπόδαρους" δηλαδή, τους Γάλλους κατοίκους της Αλγερίας και την δυσκολία προσαρμογής τους, όταν επέστρεψαν στη χώρα καταγωγής τους, όχι όμως και για τους "harkis" ("αρκί"), τους Αλγερίνους (καταγόμενους από την φυλή των Καβύλιων οι περισσότεροι), που υποστήριξαν τις ενέργειες της Γαλλικής κυβέρνησης στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, και συνεργάστηκαν με τις στρατιωτικές δυνάμεις πολεμώντας εναντίον των επαναστατών. Οι Καβύλιοι, φυλή αυτόνομη και ανεξάρτητη με την δική της σημαία, γλώσσα, ήθη κι έθιμα, δεν ήταν ποτέ φιλικά διακείμενοι προς τους Άραβες και κυνηγήθηκαν άγρια μετά την επικράτηση της επανάστασης, οι περισσότεροι (πάνω από τους μισούς) κατέφυγαν στην Γαλλία.

"Πως γεννιέται μια πατρίδα; Ποιος τη φέρνει στον κόσμο;
Σε ορισμένες περιοχές της Καβυλίας, υπάρχει μια δοξασία που τη λένε "το κοιμισμένο παιδί". Εξηγεί γιατί μια γυναίκα μπορεί να γεννήσει, παρόλο που ο άντρας λείπει πολλά χρόνια: είναι που είχε συλλάβει το παιδί με τον άντρα της και μετά αυτό αποκοιμήθηκε μέσα στην κοιλιά για να βγει από εκεί πολύ αργότερα.
Η Αλγερία μοιάζει με το κοιμισμένο παιδί: η σύλληψή της έγινε παλιά, τόσο παλιά που κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει σε μια χρονολογία, και μετά έμεινε για χρόνια στην κατάσταση του ύπνου, μέχρι την άνοξη του 1962. Τη στιγμή που υπογράφονται οι συμφωνίες του Εβιάν, το FLN επιμένει στη ρητή διατύπωση ότι η Αλγερία επανακτά την ανεξαρτησία της."

Χωρισμένο σε τρία μέρη, το μυθιστόρημα της Ζενιτέρ, αφηγείται την ιστορία της οικογένειας, της βασικής ηρωίδας, της Ναϊμά, μιας νέας γυναίκας που εργάζεται σε μια γκαλερί του Παρισιού. Η Ναϊμά με αφορμή μια έκθεση ενός Αλγερινού καλλιτέχνη, που διοργανώνεται, συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την ιστορία της οικογένειάς της, μόνο θραύσματα αναμνήσεων, λέξεις και φράσεις που άκουγε στην παιδική της ηλικία, ψάχνει στο διαδίκτυο πληροφορίες για την χώρα καταγωγής της και γνωρίζει ότι πρέπει να ψάξει καλύτερα, και πιο εντατικά.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, παρακολουθούμε την ιστορία του Αλί, του παππού της Ναϊμά, ενός ευκατάστατου Καβύλιου εμπόρου και προύχοντα του ορεινού χωριού στο οποίο διαμένει με την οικογένειά του. Ο Αλί, πολέμησε στον Β παγκόσμιο πόλεμο με τη σημαία της Γαλλίας, είναι πρόεδρος των βετεράνων πολεμιστών, παρασημοφορήθηκε και τώρα που ξεκινάει ο απελευθερωτικός αγώνας, δεν μπορεί να συνταχθεί με τους συμπατριώτες του, αισθάνεται εγγύτερα στους Γάλλους, ενώ βλέπει και την ανταγωνιστική οικογένεια του χωριού του, να βοηθούν τους επαναστάτες. Παρότι συγκρατείται, στο τέλος επιλέγει να βοηθήσει, έστω διακριτικά, τις Γαλλικές αρχές και αυτό θα το πληρώσει, καθώς η επανάσταση επικρατεί και εκείνος με την οικογένειά του, πρέπει να εγκαταλείψουν την πατρική γη και να καταφύγουν στην Γαλλία.

Στη Γαλλία, ο Αλί και η σύζυγός του μαζί με τα παιδιά του, συνειδητοποιούν ότι είναι όχι μόνο ξένοι, αλλά και οι τοπικές κοινωνίες τους συμπεριφέρονται ως μιάσματα, περιφρονητικά και με απέχθεια. Διωγμένοι από τον τόπο τους, όπου θεωρούνται προδότες και συνεργάτες του εχθρού, βρίσκονται σε έναν αφιλόξενο τόπο, που στοιβάζονται σε προσφυγικά στρατόπεδα, τους παρέχονται οι μίνιμουμ συνθήκες διαβίωσης και εργάζονται ως εργάτες σε τοπικά εργοστάσια.


Στο δεύτερο μέρος (που είναι το καλύτερο του μυθιστορήματος), ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Χαμίντ, ο πατέρας της Ναϊμά, και είναι ο πρώτος γιος της οικογένειας του Αλί. Ο Χαμίντ, θα είναι στην ηλικία που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, όταν φυγαδεύονται για την Γαλλία. Θα μεγαλώσει μέσα σε συνθήκες προσφυγιάς και φτώχειας, απόρριψης από όλους σε μια ζωή μοναχική και αφόρητη. Στους καταυλισμούς αναγκάζονται να συμβιώσουν με κάθε καρυδιάς καρύδι, δεν είναι μόνο άνθρωποι που συντάχθηκαν με τους Γάλλους χωρίς ουσιαστική συμμετοχή, αλλά και δολοφόνοι, εκτελεστές, παραστρατιωτικοί από διάφορες οργανώσεις. Ο Χαμίντ, αποφασίζει να μη μιλήσει ποτέ γι’ αυτά που βιώνει, ακολουθεί τον δικό του, μοναχικό δρόμο, και καθώς μεγαλώνει σε μια Γαλλία που αλλάζει, με τα γεγονότα του Μάη του ’68, θα έρθει σε ιδεολογική σύγκρουση με την οικογένειά του, θα μορφωθεί όσο μπορεί και θα παντρευτεί μια Γαλλίδα, αυτονομούμενος από το παρελθόν. Ο Χαμίντ που θα δουλέψει ως υπάλληλος για όλη του τη ζωή, θα βυθιστεί στην σιωπή για το παρελθόν και οι κόρες του, ανάμεσά τους και η Ναϊμά, δεν θα μάθουν τίποτα για την ιστορία του τόπου καταγωγής τους, για τις περιπέτειες της οικογένειας.

Στο τρίτο μέρος, πρωταγωνιστεί η Ναϊμά, που πρέπει επιτέλους να μάθει, να βρει τον συνδετικό κρίκο της ζωής της, να καταλάβει γιατί το χρώμα του δέρματός της είναι πιο σκούρο από των συνεργατών της στη γκαλερί, γιατί στις αναμνήσεις της υπάρχουν μουσικές και ήχοι από μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνει και ότι η Αλγερία, είναι κάτι το ζωντανό, και όχι ένα σημείο στον χάρτη και, κάποια τραγούδια που θυμάται να ακούει από το στόμα της γιαγιάς της, καθώς της έφτιαχνε τα μαλλιά. Πρέπει να πάει εκεί, να βρει όποιους συγγενείς μπορεί, να ακούσει τις ιστορίες τους, να βρει τον εαυτό της.


"...δεν υπάρχουν βινιέτες, δεν υπάρχουν εικόνες με έντονα χρώματα, όπου τα χρόνια να έχουν ξεβάψει μέχρι και τα παστέλ που ομορφαίνουν την κάθε σκηνή. Τις έχουν αντικαταστήσει στρεβλά κομμάτια που αναδύονται από τις αναμνήσεις του Χαμίντ κι έχουν ξαναδουλευτεί από χρόνια σιωπής και αναμαλλιασμένα όνειρα, θραύσματα πληροφοριών που του ξεφεύγουν του Αλί μές στη ροή μιας φράσης πριν απαντήσει το αντίθετο όταν τον ρωτάνε, υπολείμματα αφηγήσεων παρμένα θαρρείς από πολεμικές ταινίες χωρίς κανείς να ήταν εκεί για να τις ζήσει. Κι ανάμεσα σ' αυτές τις σκόνες σαν ζυμάρι, σαν γύψος που γλιστράει μέσα στις χαραμάδες, σαν τα ασημένια νομίσματα που λιώνουν στο βουνό για να δέσουν κοράλια, μεγάλα όσο μια παλάμη μερικές φορές, υπάρχουν οι έρευνες της Ναϊμά περισσότερο από εξήντα χρόνια μετά το φευγιό από την Αλγερία, που προσπαθούν να δώσουν μια μορφή, μια σειρά σ' αυτό που δεν έχει καμία, που δεν είχε ίσως ποτέ."

Στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Ζενιτέρ, υπάρχουν σελίδες μεγάλης ομορφιάς και διαστήματα σπουδαίας λογοτεχνίας, δυστυχώς όμως το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου, που αφορά το ταξίδι της Ναϊμά στην πατρική γη, το ταξίδι ανακάλυψης, δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με το υπόλοιπο του βιβλίου, χαλώντας την τελική εικόνα. Το μυθιστόρημα παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον στις ιστορίες του Αλί και του Χαμίντ, κυρίως το δεύτερο μέρος έχει συγκλονιστικές εικόνες, με την άφιξη της οικογένειας στη Γαλλία και την ζωή στα στρατόπεδα προσφύγων, την “υποδοχή” των Γάλλων, την διαπίστωση ότι ήρθαν σε μια εχθρική ουσιαστικά χώρα, την διάψευση των προσδοκιών του Αλί (υπάρχει μια εκπληκτική σκηνή σε ένα μπαρ, που ο ιδιοκτήτης και οι θαμώνες αμφισβητούν τα παράσημα του Αλί, κατηγορώντας τον ως κλέφτη), και το σκοτάδι που θα κυριεύσει τις ψυχές τους, είναι σελίδες που μένουν χαραγμένες στη μνήμη του αναγνώστη.

Δυνατές εικόνες, ωραία δομημένο μυθιστόρημα, με δυνατές περιγραφές και καλό ρυθμό, η «Τέχνη της απώλειας», είναι ένα βιβλίο που δεν μιλάει μόνο για την σύγκρουση των πολιτισμών, αλλά και (ή ίσως κυρίως) για τον νόστο, την απώλεια, για την ήττα και τις συνέπειές της, για τις αποφάσεις που παίρνουμε και σημαδεύουν την ζωή μας, για την άρνηση και την αποδοχή, για την προσφυγιά και τον ρατσισμό, αλλά και για την αναζήτηση ταυτότητας και την αίσθηση του ανήκειν, για την οικογενειακή κληρονομιά, για ζωές που καταστρέφονται, για ζωές που ξαναχτίζονται.

Πληθωρικό και με δυνατή αφήγηση, το μυθιστόρημα, θα ήταν περισσότερο σφιχτοδεμένο αν δεν πλάτειαζε σε αρκετά σημεία του, και αν η ιστορία της Ναϊμά, παρουσίαζε το ίδιο ενδιαφέρον όσο των προγόνων της. Είναι βέβαια, ένα ωραίο και καλογραμμένο βιβλίο, που μας παρουσιάζει μια πτυχή της ιστορίας που οι περισσότεροι αγνοούμε και (ίσως το κυριότερο), διαβάζεται πολύ ευχάριστα – κυριολεκτικά “ρουφιέται”, οπότε συγχωρείς τις “ατέλειες” που προανέφερα.

Βαθμολογία 80 / 100