Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Οκτωβρίου 15, 2019 | Permalink
The end of the world ("Τα τελευταία μου λόγια")
"Κανείς
δεν θα μάθει πως και γιατί, μετά από εκατομμύρια γενιές που, από τον πρώτο homo sapiens και μετά,
κατοίκησαν την επιφάνεια της Γης σε σημείο υπερπληθυσμού, έπεσε σε μάς ο κλήρος
να είμαστε η τελευταία: η γενιά του αποπληθυσμού."
Εκεί
που ο Χέλντερλιν με τον "Υπερίωνα" συναντιέται με τον Κόρμακ Μακάρθι
και τον "Δρόμο" του - τι θανατηφόρος συνδυασμός -, βρίσκουμε τον
Αργεντίνο (εγκατεστημένο από χρόνια στη Γαλλία), συγγραφέα, σκηνοθέτη και
σεναριογράφο, Santiago Horacio Amigorena (Μπουένος Άιρες, 1962), με την
δυστοπική νουβέλα του "ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ ΛΟΓΙΑ" ("Mes derniers mots") - (εκδ. Gutenberg
(σειρά Aldina), μετάφρ. Τ. Δημητρούλια, σελ. 188). Για όσους με
παρακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια, αρχαιολατρεία και επιστημονική φαντασία όταν
συνδυάζονται μαζί (άλλα και χώρια για να λέμε την αλήθεια), είναι ικανά να με
κάνουν να τρέχω μακριά, αλλά ομολογώ ότι το μινιμαλιστικό και συνοπτικό
μυθιστόρημα του Amigorena, αποτέλεσε μια
πολύ ευχάριστη έκπληξη.
Στο μικρό αυτό βιβλίο που χωρίζεται σε 165 σύντομα κεφάλαια, ο αφηγητής που δεν θυμάται το
όνομά του, περιγράφει τις τελευταίες ημέρες της ανθρωπότητας στη γη.
Βρισκόμαστε στο έτος 2086 και έχει έρθει κυριολεκτικά το τέλος του κόσμου. Ένας
φονικός ιός σε συνδυασμό με την μόλυνση του πλανήτη και τον υπερπληθυσμό που
έχει οδηγήσει στην έλλειψη βασικών προϊόντων για τροφή ενώ και το πόσιμο νερό
έχει εξαντληθεί, έχουν δημιουργήσει ένα καταστροφικό κοκτέιλ που δεν έχει
αφήσει ψυχή ζώσα. Οι πόλεις ερημώνονται, οι εναπομείναντες "τυχεροί"
σχηματίζουν συμμορίες, για να βρουν λίγο φαγητό εξολοθρεύοντας ο ένας τον
άλλον. Ο αφηγητής που είχε κλειστεί στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, ακούει τις
φωνές από τον δρόμο που προτρέπουν όσους είναι ζωντανοί να πάνε στην Αθήνα και
πιο συγκεκριμένα στην Ακρόπολη για να πεθάνουν όλοι μαζί. Είναι το
"Κάλεσμα" που τον αγγίζει, και αρχίζει ένα μεγάλο και επίπονο ταξίδι
που θα τον φέρει στην Αθήνα. Είναι ο μικρότερος από τους απελπισμένους που
έχουν βρει καταφύγιο στον Ιερό Βράχο, είναι μόλις δεκαοχτώ χρονών.
"Είχε
μεσημεριάσει όταν άκουσα τη φωνή να ουρλιάζει στον δρόμο. Μέρες και μέρες δεν
είχα δει απολύτως κανέναν να περνά μπροστά από την πολυκατοικία μου.
Άνοιξα
το παράθυρο. Η πόλη ήταν τόσο σιωπηλή, που σκέφτηκα πως μπορεί και να είχαμε
μείνει όλοι κι όλοι δύο επιζήσαντες στο Παρίσι: εγώ κι ο άντρας που φώναζε.
Εύκολα
καταλάβαινες τις λέξεις που ούρλιαζε η φωνή. Δεν ήταν διαταγή, δεν ήταν
συμβουλή, ήταν μια απλή πρόταση: να βαδίσουμε προς τον Νότο, να πορευτούμε προς
τη θάλασσα, να επιστρέψουμε εκεί όπου τόσα πράγματα είχαν αρχίσει.
Να
πάμε στην Αθήνα για να πεθάνουμε όλοι μαζί.
Αυτή
την πρόταση έκανε το Κάλεσμα."
Στην
Ακρόπολη θα βρει ένα ετερόκλητο γκρουπ περίπου χιλίων ανθρώπων που σιγά σιγά
λιγοστεύουν πεθαίνοντας ήρεμα στη γωνιά τους. Ο αφηγητής θα έρθει πιο κοντά με
έναν γηραιό άντρα, που τον αποκαλούν "Ουίλιαμ Σαίξπηρ", που έλεγε ότι
ήταν 124 χρονών, οι νέοι πέφτανε κάτω σαν τις μύγες, εκείνος ζούσε. Ο
"Σαίξπηρ" θα ονομάσει τον αφηγητή "Μπελαρμέν", από τον ήρωα
του "Υπερίωνα" βιβλίο που ο "Σαίξπηρ" έχει πάντα μαζί του.
Γύρω τους οι άνθρωποι του καταυλισμού, πεθαίνουν, κάνουν έρωτα βλέποντας τον
θάνατο να τους πλησιάζει, τρελαίνονται. Ο "Σαίξπηρ" ο τελευταίος
σοφός, θα μεταδώσει λίγη από την γνώση του στον "Μπελαρμέν" και μαζί
θα προσπαθήσουν να ξεγελάσουν το αναπόφευκτο τέλος.
"Ο
άνθρωπος δεν αποδέχτηκε ότι είχε μείνει πίσω.
Ο
άνθρωπος δεν αποδέχτηκε ότι είχε ξεπεραστεί."
Το
μυθιστόρημα (όπως αναλύει στο εξαιρετικό της επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση,
η καθηγήτρια Αναστασία Αντωνοπούλου), συνομιλεί διακειμενικά με τον “Υπερίωνα”
του Χέλντερλιν, ένα βιβλίο που γράφτηκε στο τέλος του 18ου αιώνα από
τον Γερμανό ποιητή σε επιστολικό ύφος (που ήταν σύνηθες για την εποχή). Ο
Υπερίων ήταν ένας ερημίτης Έλληνας που ζούσε στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα και
συμμετέχει στην επαναστατική αφύπνιση του σκλαβωμένου λαού, λαμβάνοντας μέρος
σε εξεγέρσεις (ο Χέλντερλιν ουσιαστικά αναφέρεται στα Ορλωφικά του 1770), ενώ
ερωτεύεται και την Διοτίμα. Μετά τον θάνατό της (και του δασκάλου του), τραυματίζεται
στη μάχη, αλλά περισσότερο τον επηρεάζει που απογοητεύεται από τους συμπατριώτες
του, οι οποίοι είναι περισσότερο κατσαπλιάδες παρά επαναστάτες, χωρίς οράματα
και ιδεολογία. Θα απογοητευτεί όμως και από τους Γερμανούς, τόπο στον οποίο θα
καταφύγει μετά την αποτυχία της επανάστασης. Θα καταλήξει ερημίτης για να βρει
τον εαυτό του, στοχαζόμενος την απογοήτευσή του για την κατάντια της χώρας, του
πνεύματός της αλλά και του σύγχρονου ανθρώπου, σε αντιδιαστολή με τα
αρχαιοελληνικά ιδεώδη. Είναι ένα ουτοπικό βιβλίο, όπου η ομορφιά, η ελευθερία,
ο ρομαντικός αγώνας για μια επαναφορά στην Ελλάδα της αρχαιότητας, το
κατακλύζουν. Η Ελλάδα της αρχαιότητας, μέσα από τα μάτια του, είναι ένας τόπος
εκλεκτός, ένα ιδανικό που παραμένει άπιαστο, ένα αισθητικό, πνευματικό και
πολιτιστικό θαύμα, που βρίσκεται σε μεγάλη αντίθεση με το παρόν. Ενταγμένο μέσα
στα πλαίσια του Ρομαντισμού και του φιλελληνικού πνεύματος, είναι ένα βιβλίο
που προκάλεσε αναταράξεις την εποχή που κυκλοφόρησε.
Ο
Αμιγκορένα δεν αναφέρει πουθενά τον “Υπερίωνα” στο μυθιστόρημά του, υπάρχουν όμως
αποσπάσματα και ο αφηγητής παίρνει το όνομα του “Μπελαρμέν” (ή “Μπελαρμίνο” όπως
είναι στο βιβλίο του Χέλντερλιν), ο οποίος είναι ο αποδέκτης των επιστολών του
ερημίτη Υπερίωνα, ένα βιβλίο που ο “Ουίλιαμ Σαίξπηρ” ανατρέχει συνεχώς σε αυτό,
διαβάζοντας αποσπάσματα και προσπαθώντας να το κατανοήσει κάτω από τον Αττικό
ουρανό.
"Πολλές
θεωρίες υπήρξαν ανώφελες: ο μαρξισμός δεν έφτασε ποτέ στον κομμουνισμό, η
ψυχανάλυση δεν αντιμετώπισε ποτέ το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η οικονομία δεν
κατάφερε ποτέ να διαχειριστεί την οικονομία, η δημογραφία δεν εμπόδισε ούτε τον
υπερπληθυσμό ούτε τον αποπληθυσμό, η κοινωνιολογία ποτέ δεν χρησίμεψε σε
τίποτα."
Με
όλα αυτά, που ο αναγνώστης μπορεί και να μη τα αντιληφθεί, καθώς ο συγγραφέας
ευφυώς, δεν τα χρησιμοποιεί ιδιαίτερα στην εξέλιξη της ιστορίας του,
αποφεύγοντας να την “βαρύνει” και με πολλές αναφορές και αποσπάσματα, από
Μπόρχες, Πεσόα αλλά και Νίτσε (όπου γενικώς η φιλοσοφία του Νίτσε αιωρείται
πάνω από την ιστορία που αφηγείται ο Αμιγκορένα), αλλά και επιρροές στην δομή
του βιβλίου, από Κόρμακ Μακάρθι (κυρίως τον έξοχο “Δρόμο” του), Μπάλαρντ,
Χάξλεϊ, καθιστούν το μυθιστόρημα, ένα μινιμαλιστικό επίτευγμα.
Η
νουβέλα του Amigorena, έχει κινηματογραφικό ρυθμό και τα μικρά
κεφάλαια παραπέμπουν σε σενάριο ταινίας με συνεχή fade-outs μετά από κάθε σκηνή. Το υπαινικτικό και συγκροτημένο
ύφος του συγγραφέα, σε συνδυασμό με την ποιητική γλώσσα, δίνουν στο κείμενο
ελεγειακή χροιά και το κάνουν το κείμενο γοητευτικό και ιδιαίτερα ελκυστικό για
περισσότερες αναγνώσεις – διότι ας μη λησμονούμε ότι είναι ένα μυθιστόρημα που
ουσιαστικά μπορεί να διαβαστεί σε μια-δυο ώρες.
“Ο
άνθρωπος όμως ήταν ανέκαθεν σκεπτόμενος. Ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι. Αυτό ήταν
το μεγαλείο του· αυτό ήταν το όριό του."
Το
τέλος της ανθρωπότητας, μπορεί να συνιστά μια νέα αρχή, γράφει ο Αμιγκορένα,
κλείνοντας το βιβλίο του με ένα αισιόδοξο τέλος. Μυθιστόρημα – έκπληξη, από
έναν δημιουργό που προσωπικά αγνοούσα και μόνο τυχαίος δεν είναι. Στην απόλαυση
του υπέροχου αυτού μυθιστορήματος, συντελούν η εισαγωγή και μετάφραση της Τιτίκας
Δημητρούλια, και το παράρτημα που συνοδεύει το βιβλίο, με το επίμετρο της κας
Αντωνοπούλου (που προανέφερα) αλλά και το διήγημα “Κένταυρος” του Maurice de Guerin (σε μετάφρ. Σωτ. Σκίπη), που αποσπάσματά του παραθέτει
ο Αμιγκορένα στο βιβλίο του.
Βαθμολογία
81 / 100
Δημοσίευση σχολίου