Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2019
posted by Librofilo at Σάββατο, Οκτωβρίου 19, 2019 | Permalink
"Θαμμένος ζωντανός"
Καιρό
είχα να διαβάσω ένα τόσο εύστροφο και πνευματώδες, σπινθηροβόλο και γεμάτο
δηλητηριώδες χιούμορ μυθιστόρημα σαν το εξαίσιο «ΘΑΜΜΕΝΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ» («Buried alive»), του Βρετανού
συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Arnold Bennett (Hanley, Staffordshire 1867 – Λονδίνο 1931), ενός συγγραφέα
ουσιαστικά άγνωστου στην Ελλάδα, που οι μυημένοι θα τον θυμούνται περισσότερο
από την διαμάχη του με την Βιρτζίνια Γουλφ – που θα αναφέρω παρακάτω -, παρά
από τα βιβλία του. Πριν από τον Α παγκόσμιο πόλεμο ήταν ένας από τους πιο
διάσημους συγγραφείς ενώ και τα θεατρικά του έργα σημείωναν μεγάλη επιτυχία.
Πλέον έχουμε την δυνατότητα να τον ανακαλύψουμε μέσα από την λογοτεχνική σειρά sub rosa (μαζί με άλλα
«διαμαντάκια»), των εκδόσεων Πατάκη, στην ωραία μετάφραση της Μαργ. Ζαχαριάδου
(σελ.318) και από το εξαιρετικό επίμετρο της υπεύθυνης της σειράς Ελ.
Κεχαγιόγλου.
Το
«Θαμμένος ζωντανός», είναι μια σάτιρα της εποχής που διαδραματίζεται, η οποία
είναι η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα (το βιβλίο κυκλοφόρησε το
1908) και έχει ως ήρωα έναν επιτυχημένο ζωγράφο της εποχής, τον Πρίαμ Φαρλ, που
από μια απόφαση της στιγμής, θα δει την μέχρι τότε βαρετή και πολύ άνετη ζωή
του, να παίρνει διαφορετική τροπή και να αποκτάει ένα άλλο νόημα. Ο
πενηντάχρονος Φαρλ, είναι ένας από τους διασημότερους ζωγράφους αλλά εκείνος
δεν το έχει συνειδητοποιήσει. Μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Παρισιού και
Λονδίνου, οι πίνακές του είναι περιζήτητοι, αλλά εκείνος είναι εξωφρενικά
δειλός και ντροπαλός, χωρίς ιδιαίτερη γνώση της ζωής, οι κοινωνικές του σχέσεις,
είναι ελάχιστες, δεν γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την επιτυχία και την φήμη που
έχει αποκτήσει ενώ αναθέτει όλες τις δουλειές του στον (συνομήλικο) πιστό του
υπηρέτη Χένρυ Λικ.
«Το
πιο έντονο, το πιο οφθαλμοφανές πράγμα μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο του ισογείου
ήταν μια ρόμπα σε χρώμα μεταξύ λιλά και πορφυρού, γνωστό στις προηγούμενες
γενιές ως σάπιο μήλο▪ ένα ρούχο καπιτονέ με επένδυση πούπουλο κύκνου, ανάλαφρο
– σχεδόν – σαν υδρογόνο και ζεστό σαν χαμόγελο καλής καρδιάς, ίσως παλιό,
πιθανώς φθαρμένο στις περιοχές κοντά στα άκρα, με μικρές λευκές, πουπουλένιες
τούφες να δραπετεύουν από τους σατινένιους πόρους του – παρά ταύτα, μια ρόμπα
του ονείρου.(…)
Εντός
της ρόμπας υπήρχε ένας άνδρας. Ο άνδρας αυτός είχε φτάσει στην πιο ενδιαφέρουσα
ηλικία. Εννοώ, την ηλικία όπου νομίζεις πως έχεις απαλλαγεί από όλες τις
νηπιακές ψευδαισθήσεις, πως έχεις καταλάβει πλέον τη ζωή και συνήθως κάθεσαι κι
αναρωτιέσαι τι υπέροχες εκπλήξεις μπορεί να σου επιφυλάσσει ακόμα η ύπαρξή σου▪
την ηλικία, εν ολίγοις, που – για τον άνδρα – είναι η πιο ρομαντική και τρυφερή
απ’ όλες. Εννοώ, την ηλικία των πενήντα. Μια ηλικία παράλογα παρεξηγημένη από
όσους δεν έχουν φτάσει ακόμα εκεί! Είναι τραγικό πόσο απατούν τα φαινόμενα.(…)
Κι
όμως, όπως οι περισσότεροι άνδρες στα πενήντα τους, ήταν ακόμα πολύ νέος, και,
όπως οι περισσότεροι εργένηδες στα πενήντα τους, εντελώς αδύναμος. Είχε την
απόλυτη βεβαιότητα πως η τύχη του δεν υπήρξε και η καλύτερη δυνατή. Αν καθόταν
να ανασκαλέψει επιμελώς την ψυχή του, θα ανακάλυπτε κάπου στα βάθη της μια μελαγχολική,
ικετευτική επιθυμία να τον φροντίζουν, να του παρέχουν προστασία από τις μικρές
δυσχέρειες και τη σκληρότητα του κόσμου. Αλλά μια τέτοια ανακάλυψη δεν θα την
παραδεχόταν ποτέ.»
Ο
Χένρυ Λικ, όμως ο πιστός υπηρέτης, ένα βράδυ πεθαίνει. Ο Φαρλ τον είχε
περιποιηθεί όσο μπορούσε, του είχε παραχωρήσει το κρεβάτι του για να είναι πιο
άνετα. Ο γιατρός που καλείται δεν μπορεί να κάνει πολλά, νομίζει δε, ότι ο
υπηρέτης είναι ο κύριος του σπιτιού, αφού είναι ξαπλωμένος στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα,
ο Φαρλ μέσα στην αμηχανία και την αφόρητη δειλία του, συγκατανεύει σιωπηρά
υποδυόμενος τον υπηρέτη. Ως νεκρός δηλώνεται λοιπόν, ο Πρίαμ Φαρλ και παρά την
διακριτικότητα που ζητείται, τα δημοσιογραφικά λαυράκια που έχουν άκρες στα
γραφεία κηδειών ενημερώνονται για το νέο. Ο αδελφός του Πρίαμ Φαρλ που καλείται
ως κοντινότερος συγγενής, πιστοποιεί την ταυτότητα του νεκρού, αφού είχε να δει
τον Φαρλ πάνω από τρεις δεκαετίες. Ο Φαρλ βρίσκεται προ αδιεξόδου, έχει τα
χαρτιά του Χένρυ Λικ πάνω του, ο αδελφός του Φαρλ, του λέει να εγκαταλείψει το
σπίτι, αφού πάρει τα υπάρχοντά του και έτσι, αυτός ο άνθρωπος που με το ζόρι
μιλούσε σε άλλον, βρίσκεται στον δρόμο, με αρκετά χρήματα (αλλά όχι τόσο πολλά)
στη τσέπη του, υποχρεωμένος μετά την επιλογή του, να παρακολουθεί τα γεγονότα
από μακριά. Το αποκορύφωμα δε είναι, όταν θα παρακολουθήσει (κρυμμένος), την
ίδια του την κηδεία, που γίνεται με τον μεγαλοπρεπέστερο τρόπο στο Αββαείο του
Γουεστμίνστερ, συνειδητοποιώντας εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά την τεράστιά
του δημοτικότητα στην μισητή πατρίδα του, που δεν του είχε φερθεί με τον
καλύτερο τρόπο στο ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του πορείας.
Μια
τυχαία συνάντηση, με μια λαϊκή γυναίκα με την οποία ο υπηρέτης του είχε
αλληλογραφία με σκοπό τον γάμο, θα του ανοίξει άλλους ορίζοντες. Ο Φαρλ θα
βρεθεί σε σχέση ουσιαστικά (του τύπου «τραβάτε με κι ας κλαίω» στην αρχή)
οικειοποιούμενος πλήρως τον ρόλο του ερωτύλου και λίγο μπαγαμπόντη υπηρέτη του.
Η κυρία Τσάλλις, μια ζουμερή σαραντάρα από το Πάτνεϊ, θα είναι η πρώτη πραγματική
ανθρώπινη επαφή στη ζωή του, μαζί της νιώθει όλο και πιο άνετα, και δεν θ’
αργήσει να μετακομίσει σπίτι της. Όμως το χέρι του «τον τρώει» να ζωγραφίσει,
να πιάσει πάλι τα πινέλα. Θα φτιάχνει σκηνές της μικροαστικής καθημερινότητας
της λαϊκής συνοικίας που πλέον διαμένει, τις οποίες πουλάει για ένα ξεροκόμματο
σε εμπόρους της περιοχής, αλλά η τεχνική Φαρλ είναι ευδιάκριτη και γίνεται
εύκολα αντιληπτή από τους ειδικούς. Η κατάσταση για τον Φαρλ θα μπερδευτεί τόσο
πολύ που η ηρεμία που είχε βρει στην ζεστή φωλιά υπό την προστασία της καπάτσας
συντρόφου του, θα διαταραχτεί αλλάζοντας πάλι τα δεδομένα.
Λεπτή
ειρωνεία, φινετσάτο στυλ, έντονη θεατρικότητα, εκπληκτικοί διάλογοι, πολύς
σαρκασμός και χιούμορ κυριαρχούν στο υπέροχο μυθιστόρημα του Μπένετ, που είναι
κυριολεκτικά απολαυστικό! Με αφηγηματική άνεση και ωραίο ρυθμό, ξετυλίγεται μια
ιστορία που καυτηριάζει τα ήθη της ανώτερης τάξης, την υποκρισία και την
συμπεριφορά, τις μόδες και την κερδοσκοπία γύρω από την Τέχνη, την
επιπολαιότητα και την απανθρωπιά των μέσων ενημέρωσης, την κενότητα των
αισθημάτων. Είναι βέβαια και ένα βιβλίο για την αναζήτηση ταυτότητας, για το
ποιος είναι πραγματικά ο άνθρωπος πίσω από την επιφάνεια, πως μπορεί κάποιος να
βρει (ή να ξαναβρεί) τον εαυτό του και πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να
διατηρήσει τον εαυτό του μέσα σε όλη αυτή την τρέλα.
Το
μυθιστόρημα που είναι φαινομενικά ανάλαφρο και διασκεδαστικό, με συνεχείς
παρεξηγήσεις που οδηγούν στην λύση του ιστού της αράχνης, στον οποίο
αυτοπαγιδεύτηκε ο Φαρλ με την στιγμιαία επιλογή του, είναι ένα οξυδερκές και
εύστοχο κοινωνικό σχόλιο, με ζωντανούς χαρακτήρες και ρεαλισμό που παραπέμπει
στους Γάλλους περισσότερο συγγραφείς (Φλωμπέρ, Μπαλζάκ) παρά στην Βικτωριανή
κληρονομιά από την οποία προέρχεται. Ο Μπένετ δεν ήταν μόνο σπουδαίος
συγγραφέας, όπως εμφαντικά αποδεικνύεται από το «Θαμμένος ζωντανός» (βιβλίο που
ο Χ.Λ.Μπόρχες το συμπεριέλαβε στα 100 λογοτεχνικά έργα της "προσωπικής
βιβλιοθήκης" του), αλλά και ένας λογοτέχνης σταρ της εποχής του στον
αγγλοσαξωνικό κόσμο, η δε περιοδεία του στις ΗΠΑ προκάλεσε ενθουσιασμό στο
κοινό, ενώ το περίφημο ξενοδοχείο Savoy του Λονδίνου,
σερβίρει ακόμα την ομελέτα που έχει πάρει το όνομά του.
Ο
Μπένετ όμως έμεινε στην λογοτεχνική ιστορία και για την περιβόητη λυσσαλέα
διαμάχη του με την Βιρτζίνια Γουλφ. Ουσιαστικά ήταν μια μάχη μεταξύ του παλιού
ύφους που αντιπροσώπευε ο Μπένετ και του καινούργιου μοντερνιστικού ύφους που
εκπροσωπούσε η Γουλφ. Εκτενής αναφορά με λεπτομέρειες για αυτήν την διαμάχη
παραθέτει η Ελένη Κεχαγιόγλου στο επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, αντιπαράθεση
που έκλεισε ο θάνατος από τύφο του Μπένετ το 1931. Η Γουλφ στο ημερολόγιο της,
περιγράφει την θλίψη για τον χαμό του μεγάλου της αντιπάλου αναγνωρίζοντας το
μεγαλείο του. Το «Θαμμένος ζωντανός» μεταφέρθηκε τέσσερις φορές στον
κινηματογράφο είτε με τον κανονικό του τίτλο, είτε με τον
θεατρικό/κινηματογραφικό «The Great Adventure» (1915, 1921,
1933, 1943), και δύο φορές στην τηλεόραση σε μεμονωμένα επεισόδια
(1956,1957)γεγονός που δείχνει την μεγάλη δημοφιλία του στο παρελθόν και την
πλήρη λησμονιά τού σήμερα.
Βαθμολογία
83 / 100
Ωραίο κείμενο, Librofilo! Στα χνάρια του Bennett, λοιπόν!..