Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021 | Permalink
"Τζίντιλι"
Πρώτο μυθιστόρημα, μετά από δύο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων, για τον συγγραφέα και φιλόλογο Δημήτρη Χριστόπουλο (1965), το «ΤΖΙΝΤΙΛΙ» - (εκδ. Ροδακιό, σελ. 234), αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα στην λογοτεχνική του πορεία. Στο ωραίο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας φαίνεται να βρίσκει το ύφος που του ταιριάζει σε ένα βιβλίο που ξεχωρίζει όχι μόνο για την θεματική και τους προβληματισμούς που θέτει, αλλά και, για την χρήση της γλώσσας και την δημιουργική απεικόνιση των εμφανών επιρροών που έχει δεχτεί.


«Τζίντιλι» είναι ο ανεμοστρόβιλος στα βλάχικα και «τζίντες» είναι οι φανταστικές νεράιδες των βουνών. Ένας τόπος κατεστραμμένος από μια ένα συμβάν που μόνο τυχαίο δεν ήταν, και ιστορίες ανθρώπων που εμπλέκονται με τα παιχνίδια της μοίρας να καθορίζουν τις ζωές τους, τις επιλογές τους.
 
«… πώς Τζίντες και Τζίντιλι οι βουνίσιοι που μένανε στα γύρω χωριά λένε τα φανταστικά ξωτικά των βουνών – τέσσερις θεότητες που κρατούν σαν Άτλαντες στους λιγνούς τους ώμους τον άξονα της γης, κι άμα χαθούν ο κόσμος όλος θα βυθιστεί στο χάος -, κόρες μιας αρχαίας ουράνιας θεότητας που την έκλεψε ο Βορέας, ο θεός του φοβερού βόρειου ανέμου, τέσσερα ξωτικά που κινούνται με τη μορφή ανεμοστρόβιλου χορεύοντας και τραγουδώντας και μπορούν να πάρουν τα λογικά ή τη φωνή ενός ανθρώπου αν αυτός κοιμηθεί στο σημείο που αυτές χορεύουν ή να θυμώσουν άγρια αν κάποιος πειράξει το καταφύγιό τους ή σκάψει τη γη τους…»
 
Του Χριστόπουλου, του αρέσουν οι «συνταρακτικές ιστορίες των ανθρώπων» γι’ αυτό παραθέτει το σχετικό απόσπασμα του Γ. Χειμωνά από τον «Γιατρό Ινεότη», αλλά μάλλον οι «Χτίστες» του μεγάλου μας δημιουργού τον επηρέασαν περισσότερο. Ιστορίες ανθρώπων χαμένων από χρόνια ή προσφάτως, περιγράφει λοιπόν στο «Τζίντιλι», αλλά και την ιστορία ενός τόπου φανταστικού αλλά και τόσο ρεαλιστικά καμωμένου που ίσως και να είναι πραγματικός.
 
Ας πούμε, όπως θέλει ο συγγραφέας, ότι τον τόπο τον λένε Σόθιψα, ένα ορεινό χωριό στην περιοχή της Εορδαίας στη Δυτική Μακεδονία, χτισμένο από Βλάχους, που κατοίκησαν οι Ηπειρώτες για να έρθουν μετά, πρόσφυγες Πόντιοι διωγμένοι από τον τόπο τους. Κτηνοτρόφοι και πετροχτιστάδες οι κάτοικοι κάποτε που θεωρούσαν τον τόπο τους παράδεισο. Η περιοχή της Εορδαίας, επιλέχθηκε για να συντελεσθεί μια μεγάλη οικολογική καταστροφή. Όλα συνετέλεσαν για μια αλόγιστη ανάπτυξη, ο πόλεμος κι ο εμφύλιος που ακολούθησε, η ανάγκη για εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους. Η φύση όμως εκδικείται και το άλλοτε κεφαλοχώρι, μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Το έδαφος υποχώρησε και τριάντα άνθρωποι χάθηκαν κάτω από τη γη. Οι κάτοικοι έφυγαν πανικοβλημένοι και βρήκαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές. Ένας όμως έμεινε. Παρέα με τους ανέμους που διαρκώς φυσάνε.
 
Το Βιβλικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί την ιστορία του ο Χριστόπουλος, είναι το παρόν. Σαν αφήγηση παραμυθιού, η περιγραφή των ιστοριών κάποιων ανθρώπων που είτε χάθηκαν, είτε υποχρεώθηκαν εκ των περιστάσεων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Στο επίκεντρο είναι η οικογένεια του Τσεπέλη. Ο Γιάννος πρωταγωνιστική φιγούρα στο μυθιστόρημα, είναι ο αντιφατικός και βαθιά ανθρώπινος χαρακτήρας που γύρω του περιστρέφονται, άνθρωποι που αδίκησε, άνθρωποι που φρόντισε. Μπερδεμένος εκ φύσεως, μοναχικός και παθιασμένος, ένας λογοτεχνικός ήρωας μεγέθους. Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ο αδελφός του, ο Κωσταντής, που πήγε με την πλευρά των χαμένων του Εμφυλίου, υποχρεωμένος να φύγει μακριά, να ζήσει σε άλλη χώρα και ο οποίος γυρίζει να πεθάνει στο χωριό του και σπουδαγμένος στα ξένα, προειδοποιεί για την καταστροφή, μόνο που κανείς δεν τον ακούει.
 
Γύρω τους, συγγενικά ή μη πρόσωπα, μορφές γυναικών που αγωνίζονται και ανδρών με όνειρα που οι περισσότεροι χάνονται. Η οικογένεια του Τσακιρίδη, η γριά Σόμαινα, η Μίρκα, ο δάσκαλος που επιμένει, αλλά και άλλοι, στέρεοι χαρακτήρες που παρασύρονται από την μοίρα, που αγωνίζονται και παλεύουν με τους δαίμονές τους, με τη φύση τους. Ο κάθε νεκρός έχει μια ιστορία που τον συνοδεύει, και ο αναγνώστης παλεύει διαρκώς με το εύθραυστο της αφήγησης. Ποιοι είναι οι νεκροί και ποιοι οι ζωντανοί στα κεφάλαια του βιβλίου, που εναλλάσσονται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης;
 
«Εκείνη τη μέρα ο Γιάννος με τον Βασίλη κουβέντα δεν ανταλλάξανε. Ο Γιάννος καθόταν αμίλητος πίσω από το νοτισμένο τζάμι και η ματιά του πλανιόταν στις καμινάδες πού κάπνιζαν διαρκώς, στα μηχανήματα που δούλευαν εντατικά επτά ημέρες τη βδομάδα, στα χίλια φορτηγά που κάθε μέρα πήγαιναν πάνω από είκοσι αγώγια, φορτωμένα είκοσι τόνους λιγνίτη κάθε φορά, και οι οδηγοί έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα, κάνοντας μαγικά πίσω από το τιμόνι ώστε να κινούνται με ασφάλεια στους αλλοιωμένους δρόμους▪  συλλογιζόταν τους χιλιάδες τεχνίτες, μηχανολόγους, εργάτες, εργατοτεχνίτες, οδηγούς και χειριστές που κέρδιζαν με μόχθο και προσωπικές θυσίες το ψωμί τους στα λατομεία, στο λεβητοστάσιο, στην τουρμπίνα, στο μηχανοστάσιο, στο επιβλητικό κλιμακοστάσιο και σε τόσα βοηθητικά κτίρια, για να δίνουν ενέργεια σε όλη τη χώρα και τηλεθέρμανση στην πόλη τους, και θέρμαινε έτσι και τη δική του παγωμένη καρδιά. Με τον καιρό όλοι αυτοί είχαν γίνει οι άνθρωποί του. Ακόμα κι αν έφευγε, ένα μέρος του εαυτού του θα έμενε για πάντα εδώ. Εδώ βρήκε καταφύγιο, όπως άλλοι στο σπιτικό τους, στο γήπεδο ή στο κόμμα, από τότε που πήρε το απολυτήριο του στρατού, και με τον καιρό έμαθε να πιστεύει στο αφεντικό που Δικαιοσύνη το’ λεγε, το αφεντικό που περιέχει το νόημα όλων των πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων. «Τ’ αγαπάω όλα αυτά», έλεγε, «γιατί στο κάτω-κάτω δεν έχω κάτι άλλο ν’ αγαπώ, κάτι που να αξίζει περισσότερο την αγάπη μου.»


 
Το λυρικό ύφος και η ποιητική γραφή, αναμειγνύονται δημιουργικά με τον ρεαλισμό και τα πραγματολογικά στοιχεία, ενώ το ονειρικό πλαίσιο, έρχεται να υπερτονίσει το αλλόκοτο της ιστορίας. Θα μπορούσε να είναι μια δυστοπία αλλά δεν είναι – ούτε καν… Στο μυθιστόρημα του Χριστόπουλου, ο κόσμος της Ζατέλη, συναντάει τον μαγικό ρεαλισμό του Χουάν Ρούλφο (το «Πέδρο Πάραμο» έρχεται αμέσως στο μυαλό του αναγνώστη), το κινηματογραφικό σύμπαν του Ταρκόφσκι, συναντάει την εγχώρια παράδοση με τους θρύλους και τις αφηγήσεις σε μέρη ορεινά και αποκλεισμένα.
 
Το «Τζίντιλι» ασχολείται με την οικολογική καταστροφή, την σχέση με το περιβάλλον, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας ίσως περισσότερο πληθωρικά απ’ ότι χρειάζεται, θίγει και τα θέματα του επαρχιακού μικρόκοσμου, της προσφυγιάς και της ξενιτειάς, την μικροψυχία και τα τραύματα του Εμφυλίου, τους μικρούς καθημερινούς ηρωισμούς και τα οικογενειακά πάθη. Σημαντικό ρόλο, διαδραματίζει το αλληγορικό πλαίσιο, όπου τα φανταστικά Σόθιψα, και η γύρω περιοχή, αποτελούν μια εικόνα της χώρας, όπου οι θρίαμβοι και οι καταστροφές διαδέχονται αλλήλους, όπου οι αποστάσεις μεταξύ της ανάπτυξης και της δυστυχίας είναι μικρές και συνεχείς.
 
Πολυφωνικό και πυκνογραμμένο, το βιβλίο του Χριστόπουλου, νιώθεις ότι εκτείνεται πολύ περισσότερο από τις 234 σελίδες του. Ο μακροπερίοδος λόγος που επιλέγει ο συγγραφέας, λειτουργεί αρμονικά στην περιγραφή μιας μεταφυσικής ιστορίας, όπου ο αναγνώστης νιώθει διαρκώς το φύσημα των ανέμων να τον συνοδεύουν σε όλη την έκταση του βιβλίου. Μπορεί να δείχνει «μπουκωμένο» κάποιες φορές και να έχεις την αίσθηση ότι ο Χριστόπουλος, προσπαθεί να θίξει πολλά θέματα μαζί – πράγμα που θέλει ιδιαίτερη διαχείριση και μεγάλο συγγραφικό μέγεθος, αλλά η αίσθηση μου είναι, ότι το «Τζίντιλι», είναι ένα σημαντικό έργο (και κυρίως τρομακτικά ενδιαφέρον) για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 
Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2021 | Permalink
"Ένας άνθρωπος είναι όμοιος με τη ζωγραφιά του" ("Αφέντες και Δούλοι")
Βιβλίο μαθητείας, ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά και συναρπαστική περιπέτεια, για ανθρώπους που παρασύρονται από την ιστορική πορεία, είναι το ωραίο και πληθωρικό «ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ» («Maitres et esclaves»), του Γάλλου συγγραφέα Paul Greveillac (1981), που έφτασε μια ανάσα από το βραβείο Γκονκούρ του 2018 (το έχασε από το έξοχο «Και μετά από αυτούς τα παιδιά τους» του Nicholas Mathieu) αλλά απέσπασε το βραβείο «Jean Giono» της ίδιας χρονιάς. Το ογκώδες «Αφέντες και δούλοι» εκδόθηκε στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά (σελ.539).


 
Ένας άνθρωπος του Σετσουάν (παραφράζοντας τον Μπρεχτ) είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Greveillac, για την ακρίβεια, τρεις γενιές μιας οικογένειας, της απομακρυσμένης κινεζικής επαρχίας του Σετσουάν, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων. Ο Κιγουάι μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια, σε ένα ταπεινό χωριό. Βρισκόμαστε μόλις στον δεύτερο χρόνο της Μαοϊκής διακυβέρνησης, το 1950 και τα πράγματα έχουν αρχίσει να δυσκολεύουν για τους αγρότες της περιοχής. Ο πατέρας του Κιγουάι, ο Γιονγκμίν ζωγραφίζει ασταμάτητα σκηνές της φύσης (ζώα, πουλιά), και θα παίρνει μαζί του τον μικρό του γιο, ο οποίος θα επηρεαστεί από την εικόνα του πατέρα του, να σχεδιάζει στο μπλοκ του. Η μητέρα του, η Σι Γιαν, έχει άλλα όνειρα για τον γιο της, και αντιδράει στην προσπάθεια του Γιονγκμίν να διδάξει τον γιο του να ζωγραφίζει, αλλά εκείνος θα μεταδώσει στον γιο του, την αγάπη του για την τέχνη.
 
Ο Γιονγκμίν θα πεθάνει από τις κακουχίες, το αγροτικό πλάνο του Μάο (από το 1956), εξολόθρευσε εκατομμύρια αγρότες από την πείνα κι ενώ η στρατιωτική και πολιτική βία κυριαρχεί, η Σι Γιαν προσπαθεί να μεγαλώσει, ακόμα κι εκδιδόμενη, όχι μόνο τον Κιγουάι αλλά κι μια μικρούλα ορφανή, την Λι Φανγκ, για να την σώσει από τον λιμό. Η «πολιτιστική επανάσταση» του Μάο βρίσκεται στο φόρτε της, και χιλιάδες ερυθροφρουροί, προσπαθούν να εξαφανίσουν τα «απομεινάρια του φεουδαλισμού», «εκπολιτίζοντας» τους αγρότες, καταδικάζοντάς τους ουσιαστικά σε θάνατο αργό και βασανιστικό. Ο Κιγουάι όμως έχει ένα ευδιάκριτο ταλέντο που θα τον γλυτώσει απ’ όλα αυτά, παρά το βάρος της πατρικής κηλίδας, καθώς ο Γιονγκμίν θεωρείτο «πλούσιος», είχε ένα μικρό κομμάτι γης. Ένας ερυθροφρουρός θα δει σε αυτόν μεγάλες προοπτικές και θα τον στείλει στο Πεκίνο. Είναι μόλις 18 χρονών κι έχει παντρευτεί την Λι Φανγκ που περιμένει το παιδί τους – εκείνη θα μείνει στο χωριό κι έτσι θα χωριστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
 
Ο Κιγουάι, πηγαίνει στο Πεκίνο ήδη χαρακτηρισμένος, και υποχρεώνεται να υπερβάλλει εαυτόν στην υπεράσπιση της κομματικής γραμμής. Η ζωγραφική του πρέπει να προσαρμοστεί στους κανόνες του καθεστώτος. Πρέπει να ζωγραφίζει σύμφωνα με την επίσημη προπαγανδιστική γραμμή. Είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει με την εικόνα του βασανισμένου πατέρα του και της ταλαιπωρημένης μητέρας του, η επιβίωση είναι εκείνο που τον ενδιαφέρει, οπότε κάνει τα πάντα για να μη δώσει αφορμές, να είναι αρεστός στο καθεστώς και έτσι μετατρέπεται σε έναν οσφυοκάμπτη προπαγανδιστή, που δεν διστάζει να αλλάζει γνώμη μετά από κάθε κυβερνητική αλλαγή, μετά από κάθε φύσημα του κομματικού ανέμου.


 
«Μέσα σε ενάμιση χρόνο, ο Κιγουάι είχε αλλάξει πολύ. Είχε γίνει επίδοξος αξιωματούχος με μεγάλες προσδοκίες. Υποκριτής. Εγωιστής. Ψυχρός συμφεροντολόγος. Δεν είχε παρά έναν σκοπό: να αξιοποιήσει το «πολιτικό του κεφάλαιο». Ήθελε ν’ αποκτήσει το μέσο πρόσβασης στην κουτάλα: το κομματικό βιβλιάριο. Κι έτσι ακόνιζε την «επαναστατική συνείδησή» του. Ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα παιδί. Ένας νεαρούλης είκοσι δύο χρονών που έπλεε μέσα στο γκριζοπράσινο κοστούμι του. Αλλά ήταν έξυπνος. Και, καθώς διέθετε τα εφόδια, έγινε φιλόδοξος.»
 
Όταν η Λι Φανγκ θα έρθει στο Πεκίνο με τον μικρό τους γιο, τον Σιατζί, θα δει έναν άνθρωπο διαφορετικό από τον έφηβο που αγάπησε, έναν άνθρωπο αγχωμένο και προσεκτικό στο κάθε τι, που γίνεται βίαιος κάποιες στιγμές, που αδιαφορεί για εκείνη και τον μικρό τους γιο, ο οποίος, βλέποντας τον πατέρα του να ζωγραφίζει, θα πιάσει κι εκείνος το πινέλο από μωρό με το ταλέντο του να ξεχωρίζει. Οι αλλαγές όμως στο Κινεζικό καθεστώς είναι μεγάλες, και ο θάνατος του Μάο θα τις επιταχύνει. Ο Κιγουάι θα προσαρμοστεί ανάλογα, αλλά από τη μια η αυτοκτονία της Λι Φανγκ, από την άλλη, η δυσκολία στην διαπαιδαγώγηση του ατίθασου Σιατζί, θα τον φέρουν μπροστά σε πολλά αδιέξοδα.
 
Πολυσέλιδες περιγραφές της ζωής στην κινεζική εξοχή, σκηνές γεμάτες λυρισμό αλλά και πόνο στην βασανισμένη επαρχία, κυριαρχούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου η αφήγηση είναι περισσότερο ποιητική και τα γεγονότα κυλάνε πιο αργά. Ο ρυθμός μεταβάλλεται από την ημέρα που ο Κιγουάι θα φτάσει στο Πεκίνο και θα ξεκινήσει την πορεία του προς την κομματική καταξίωση και την προσωπική του αλλοτρίωση. Ο Greveillac, αποδεικνύεται γνήσιος απόγονος της κλασσικής γαλλικής λογοτεχνικής παράδοσης, όπου οι περιγραφές του και η έμφαση στη λεπτομέρεια, το ωραίο αφηγηματικό του ύφος, αντιγράφουν με επιδεξιότητα αυτό των μεγάλων μαστόρων του 19ου αιώνα.
 
«Γύρω από τον Κιγουάι, τα πάντα ήταν ακίνητα. Ο αέρας σταμάτησε να φυσάει. Η επιφάνεια του νερού έμοιαζε με ξεθωριασμένη καθρέφτη, που αντανακλούσε τη λάσπη του βυθού μάλλον, παρά το γαλάζιο του ουράνιου θόλου, που άλλωστε ήταν τώρα γκρίζος. Ο Κιγουάι αναρωτιόταν αν έπρεπε να παλέψει, αν θα χρησίμευε σε τίποτα να παλέψει ενάντια στην απάθεια του σύμπαντος που τον κατέτρωγε, αργά αλλά σταθερά, από την προπροηγούμενη μέρα, που η Εθνική Έκθεση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού έκλεισε τις πόρτες της. Αφύσικη λευκή κηλίδα, κουφάρι πουλιού που επιπλέει για λίγο ακόμη προτού βυθιστεί, ένα χάρτινο καραβάκι πέρασε αργά δίπλα από τον φελλό της πετονιάς του. Από μερικούς χαρακτήρες που κατάφερε να διακρίνει, ο Κιγουάι αναγνώρισε ένα παλιό φυλλάδιο της έκθεσης, επιδέξια διπλωμένο. Διαφήμιζε την έκθεση τετρακόσιων και παραπάνω πινάκων. Ο Κιγουάι παρακολούθησε το καραβάκι να βουλιάζει. Εκείνος ήταν πάντα εκεί.»


 
Το βιβλίο περιγράφει με δυναμισμό και στυλ, το ταραγμένο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στην Κίνα. Το Μαοϊκό καθεστώς, η πολιτιστική επανάσταση, η εξαθλίωση των αγροτών, ο τρόμος και ο φόβος που κυριαρχούσαν σε όλες τις κλίμακες του δημόσιου βίου, μεταφέρονται από τον συγγραφέα μέσα από την πορεία του αντιφατικού και μονίμως αγχωμένου ήρωά του. Ο Κιγουάι είναι ένας άνθρωπος που μεγαλώνει προσπαθώντας να επιβιώσει, αυθεντικό ζωγραφικό ταλέντο, που υποτάσσει τα θέλω του, στην αγωνία του να επιπλεύσει και να μπορέσει να ανέλθει χτίζοντας ένα τείχος προστασίας γύρω του. Λίγα πράγματα θα τον κάνουν να σπάσει τη μάσκα, ο έρωτάς του για μια μπαλαρίνα, η αυτοκτονία της συζύγου του, ο ατίθασος χαρακτήρας του γιου του. Ο Κιγουάι, παρασύρεται από το ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι, είναι ένας λογοτεχνικός ήρωας, ζωντανός και ανθρώπινος, ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του βιβλίου.
 
Το «ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ», είναι μια saga, που εμπεριέχει πολλά στοιχεία εντός της. Ιστορία ενηλικίωσης, ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει περιπέτεια και στοχασμό, τέχνη και δολοπλοκίες, ρεαλισμό και λυρισμό, χωρίς διδακτισμό στις περιγραφές ενός κόσμου, μιας κοινωνίας ουσιαστικά άγνωστης στον αναγνώστη της Δύσης. Το βιβλίο όμως, είναι και μια ιστορία για πατέρες και γιους, όπου οι σχέσεις και το χάσμα των γενεών, ανατέμνονται και περιγράφονται με ευαισθησία και τρυφερότητα, με σαφήνεια και έμφαση στις μικρές λεπτομέρειες.
 
Βαθμολογία 80 / 100

 
 
Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2021 | Permalink
POP. 1280
Ένα από τα δικά μου (αναμφίβολα) κορυφαία βιβλία της χρονιάς, θα είναι στο τέλος της, το εκπληκτικό νουάρ γουέστερν του Αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου, Jim Thompson (Οκλαχόμα, 1906 – Χόλιγουντ, Λος Άντζελες 1977), με τίτλο «POP. 1280». Ένα μυθιστόρημα, που (ευτυχώς) επανεκδόθηκε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου (σελ. 278), και που, είχε εκδοθεί (και επανεκδοθεί) από τις εκδόσεις Γνώση, πρώτα το 1986 ως «Πληθυσμός 1280» και 27 χρόνια αργότερα ως «Χίλιες διακόσιες ογδόντα μαύρες ψυχές», περνώντας και τις δύο φορές ελαφρώς απαρατήρητο.


 
Κλασσικό δείγμα pulp λογοτεχνίας, αυτής που δύσκολα την παίρνουν στα σοβαρά, οι κριτικοί, σε όλα τα μέρη του κόσμου, το POP. 1280, είναι ένα απολαυστικό βιβλίο, από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα, με μια ιστορία με αρχή, μέση και (ιδιαίτερα ανοιχτό) τέλος, με έναν λογοτεχνικό ήρωα, αφοπλιστικό μέσα στην απόλυτη κτηνωδία του και την γκροτέσκα περιγραφή ενός κόσμου που δεν υπάρχει καλός και κακός, έξυπνος και βλάκας, όλοι είναι όλα, όλοι τα περικλείουν όλα.
 
Στην μικρή πόλη Πότσβιλ των 1280 κατοίκων, σερίφης (όπως και όλης της κομητείας Ποτς) είναι ο Νικ Κόρεϊ. Ο Κόρεϊ θεωρείται απ’ όλους ο υπέρτατος βλαξ. Δεν κάνει τίποτα, περιφέρεται ασκόπως όταν δεν κοιμάται στο γραφείο ή στο σπίτι του, τρελαίνεται με τον ποδόγυρο και το μόνο του άγχος είναι να επανεκλεγεί Σερίφης στις επερχόμενες εκλογές, διότι αυτό μόνο ξέρει να κάνει στη ζωή του. Δηλαδή, τίποτα.
 
Το να είσαι Σερίφης της 47ης μεγαλύτερης κομητείας της Πολιτείας (χαμένης κάπου στα βάθη της Άγριας Δύσης), στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (που διαδραματίζεται η ιστορία), δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες, απλά να «πηγαίνει με το ρεύμα» και να διατηρεί τις ισορροπίες, όπως και να θεωρούν όλοι ότι «είναι ο δικός τους άνθρωπος». Και ο Κόρεϊ, το παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι, γιατί στην πραγματικότητα είναι ο απόλυτα χειριστικός τύπος, πανούργος και παμπόνηρος, σατανικός και υπολογιστής, ικανός για το πιο ψυχρό έγκλημα αλλά ταυτόχρονα και για την μεγαλύτερη ηλιθιότητα. Ένας τύπος, που δεν μπορεί να αντισταθεί στην γυναικεία γοητεία, αλλά τον «έχει τυλίξει» μια πραγματική μέγαιρα, που είναι η σύζυγός του Μίρα, που εκμεταλλεύτηκε ένα μεθύσι του για να τον υποχρεώσει να την παντρευτεί, ενώ μαζί τους μένει ο πανηλίθιος και ματάκιας, αδελφός της Λένι, που ίσως δεν είναι και τόσο αδελφός της στην τελική.
 
«…Αυτό που αγαπούσα ήταν ο εαυτός μου και ήμουν διατεθειμένος να κάνω ό,τι ήταν απαραίτητο για να συνεχίσω να λέω ψέματα, να εξαπατώ, να μπεκροπίνω, να ξενοπηδάω και να πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία με τους υπόλοιπους αξιοσέβαστους πολίτες.
«Και θα σου πω και κάτι ακόμα, μπαρμπα-Τζον», του είπα, «κάτι πολύ πιο λογικό απ’ όλα τα σκατά σε όλες τις αναθεματισμένες γραφές που έχω διαβάσει. Καλύτερα την έχει ο τυφλός, μπαρμπα-Τζον. Πολύ καλύτερος ο τυφλός που κατουράει απ’ το παράθυρο παρά ο χωρατατζής που τον οδήγησε ως εκεί. Και ξέρεις ποιος είναι ο χωρατατζής, μπαρμπα-Τζον; Ε, το λοιπόν, ο κόσμος όλος σχεδόν! Κάθε μαλάκας που κάνει τον κινέζο όταν τα σκατώνει ▪ κάθε ρουφιάνος που στον πούτσο του όλα, αυτό το χαβά του αραχτός με τον ένα αντίχειρα στον κώλο και τον άλλον του στο στόμα, να ελπίζει πως τίποτα κακό δεν θα συμβεί σ’ αυτόν ▪ κάθε πουτανόβιος που φαντάζεται ότι χύνει λεμονάδα ▪ κάθε μαμούχαλος που πιστεύει ότι είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του Θεού, που αλίμονο μην πέσω πάνω σε τέτοια μούτρα καμιά νύχτα σκοτεινή. Μέχρι κι εσύ, ιδίως εσύ, μπαρμπα-Τζον, που είσαι από κείνους που περιφέρονται μες στα σκατά και αναπνέουν μ’ ανοιχτό το στόμα και σοκάρονται όταν κάποιος τους πετάξει μέσα σε μια κουράδα. Βέβαια δε φταις εσύ που είσαι αυτός που είσαι, ένας μαύρος φουκαράς. (…) Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορείς να γίνεις φίλος με λευκούς. Με κανέναν απ’ αυτούς, ρε! Όφειλες, ρε, να το ξέρεις πια, να ξέρεις ότι δεν έχεις φίλους κι ούτε θα βρεις γιατί είσαι σκάρτος μπαρμπα-Τζον. Ένα ξερατό που πηγαίνει γυρεύοντας να τη φάει στον κώλο, και ποιος θέλει τέτοιους φίλους, μπαρμπα-Τζον;»
Και άδειασα και τις δυο κάννες της καραμπίνας πάνω του.
Σχεδόν τον έκοψα στα δύο, π’ ανάθεμά τον.»
 
Ο Κόρεϊ διατηρεί ερωτική σχέση με την Ρόζ, την καλύτερη φίλη της Μίρα, που ο άντρας της, την χτυπάει και την κακομεταχειρίζεται. Στην πραγματικότητα όμως εκείνη που συνεχίζει να τον συγκινεί περισσότερο, είναι η πρώην αρραβωνιαστικιά του, η Έιμι, που την παράτησε στα κρύα του λουτρού για να συρθεί στην εκκλησία από την Μίρα. Την Έιμι θέλει πραγματικά και θα φέρει τον κόσμο ανάποδα για να την αποκτήσει. Ο Κόρεϊ αφήνει τους άλλους να νομίζουν ότι μπορούν να τον κάνουν ότι θέλουν. Και τους αφήνει με αυτή την ψευδαίσθηση, για πολύ καιρό, σε σημείο να του λένε στα ίσια τι πιστεύουν γι’ αυτόν. Εκείνος όμως «χτίζει» σιγά, σιγά το σχέδιό του, όχι μόνο για επανεκλογή (με ένα τρικ σπίλωσης της φήμης του συνυποψήφιού του, απλό αλλά και τόσο αληθινό ταυτόχρονα), αλλά και για την απαλλαγή του από όλους εκείνους που τον θεωρούν του χεριού τους. Με δολοπλοκίες και «βυζαντινισμούς» θα καταφέρει να εκτελέσει το πολύπλοκο σχέδιό του, που (βέβαια) κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα μπορούσε να σκεφτεί ένας ηλίθιος σαν κι αυτόν.
 
Διατρέχοντας τις σελίδες αυτού του τόσο σαγηνευτικού βιβλίου, διαρκώς αναρωτιέσαι ποιος είναι ο πιο ηλίθιος ή ο πιο μοχθηρός, από τους χαρακτήρες της ιστορίας. Ο Τόμσον περιγράφει με πολύ έντονα χρώματα, μια κοινωνία όπου το Κακό κυριαρχεί, η δολοπλοκία είναι μέρος της καθημερινότητας, όπου η υποκρισία βασιλεύει, και οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε αποσύνθεση. Ο συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τα βαθύτερα και πιο κτηνώδη ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, και επιλέγει την αλληγορία, μέσω μια ιστορίας θεωρητικά τραβηγμένης, για να τονίσει την τοξικότητα του περιβάλλοντος μιας μικρής πόλης, όπου ο ένας παρακολουθεί τον άλλον και εύχεται να «πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», θίγοντας καταστάσεις που ενοχλούν τις «ευαίσθητες ψυχές», με έναν ρεαλισμό που είναι τόσο ζωντανός που αγγίζει το παράλογο.
 

«Όλα τα ανυπεράσπιστα κοριτσάκια που κλαίνε όταν οι μπαμπάδες τους φιδοσέρνονται στα κρεβατάκια τους και στα βρακάκια τους. Όλοι οι άντρακλες που ξυλοφορτώνουν τις γυναίκες τους που ουρλιάζουν ικετεύοντας τους να σταματήσουν. Όλα τα παιδάκια που βρέχουν το κρεβάτι τους από φόβο και αγωνία και οι μανάδες τους που τα τιμωρούν με κόκκινο πιπέρι. Όλα τα τσακισμένα πρόσωπα, κατάχλωμα και ρουφηγμένα, φαγωμένα από τα παράσιτα, ρημαγμένα από το σκορβούτο. Όλος ο υποσιτισμός, η υποτέλεια, οι υποχρεώσεις, τα χρέη. Όλη η αγωνία του πώς να φάμε, πώς να κοιμηθούμε, πώς να ντύσουμε τον παγωμένο φτωχό μας κώλο. Το είδος της αγωνίας που όταν το κάνεις σε πλήρη απασχόληση, όταν αγωνιάς διαρκώς και μόνο για το πώς θα συνεχίσεις να ζεις, τότε είναι προτιμότερο να πεθάνεις. Γιατί αυτό είναι το κενό της σκέψης, η διαδικασία της σκέψης έχει ακυρωθεί, είσαι ήδη νεκρός, το μόνο που κάνεις είναι να σκορπίζεις γύρω σου μπόχα και τρόμο, κλάμα και οδυρμό, το βάσανο, το λιμό, την ντροπή της νέκρας σου. Του κενού σου.»
 
Το εκπληκτικό μυθιστόρημα του Τόμσον, κινείται μεταξύ μαύρου χιούμορ, θεότρελης κωμωδίας και ιδιαίτερα βίαιης αφήγησης. Στην ίδια σελίδα, ο αναγνώστης μπορεί να πεθάνει από το γέλιο και λίγες σειρές αργότερα, να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την υπέρμετρη και ανεξέλεγκτη βία. Όπως γράφει κι ένας ξένος κριτικός, η ιστορία μοιάζει με ένα παιχνίδι πόκερ, όπου ο αναγνώστης καλείται να μαντέψει τι φύλλο κρύβεται και ποια μπορεί να είναι η επόμενη κίνηση. Είναι ένα βιβλίο όπου πίσω από την καλοσύνη κρύβεται η κακία, πίσω από την μαλθακότητα η βία, και πίσω από την δύναμη η αδυναμία. Δηλαδή για να μη πλατειάζω, η ανθρώπινη φύση.
 
Το «POP. 1280», είναι ένα σπουδαίο νουάρ μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα ψευδή όρια της κατηγοριοποίησης σε «pulp». Ιδιαίτερα δυναμικό και ζωντανό, κυνικό και ευφάνταστο, βίαιο και με "ασεβές" και αναρχικό χιούμορ, με χαρακτήρες που μπορεί να θυμίζουν comic strips αλλά δεν είναι "χάρτινοι" και μια αφοπλιστική πλοκή που σε παρασύρει, είναι ένα συναρπαστικό και χορταστικό βιβλίο που δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις από τις πρώτες του σελίδες – φτάνει να έχεις «ανοιχτό μυαλό». Σημαντική στην απόλαυση του βιβλίου, η εξαιρετική δουλειά της μεταφράστριας Κίκας Κραμβουσάνου, που απέδωσε με δυναμισμό και φαντασία το κείμενο.
 
Ο Τζιμ Τόμσον μπορεί να έχει γίνει γνωστός από την πορεία του ως σεναριογράφος, αλλά να μη λησμονούμε, ότι τα σενάρια βασίστηκαν σε βιβλία που έχει γράψει, τα οποία μπορεί να ήταν πάρα πολλά, αλλά μερικά είναι εξαιρετικά – θεωρώ ότι ως συγγραφέας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους μεγάλους του νουάρ όπως ο Dashiell Hammett ή ο Raymond Chandler, ενώ η περίπτωσή του συγγενεύει με αυτήν του Donald Westlake (άλλου ενός υποτιμημένου μεγάλου στυλίστα). Βιβλία όπως «Οι Κλέφτες», «Getaway», «Ο δολοφόνοςμέσα μου» ή το μοναδικό «Όταν πέσει το σκοτάδι», που μεταφέρθηκαν με τεράστια επιτυχία στον κινηματογράφο, ή το σενάριο του «The Killing» του Κιούμπρικ, αποτελούν εκπληκτικά δείγματα του είδους.
 
Το «POP. 1280» γνώρισε μια πρωτότυπη και ιδιαίτερα χαλαρή μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη, από τον εξαιρετικό (και πρόσφατα θανόντα) Γάλλο σκηνοθέτη Μπερτράν Ταβερνιέ, το 1981 με τον τίτλο «Ξεκαθάρισμα» («Coup de Torchon»). Η συμπαθητική ταινία του Ταβερνιέ διατηρεί τα βασικά στοιχεία του μυθιστορήματος, μεταφέρει όμως τη δράση στην Αφρική και επικεντρώνεται περισσότερο στις βίαιες και ψυχολογικές καταστάσεις και όχι στο ανατρεπτικό χιούμορ του βιβλίου. Η επιτυχία (κυρίως από στόμα σε στόμα) του βιβλίου που το έχει μετατρέψει σε cult, αντικατοπτρίζεται και στο ότι το Αμερικανικό συγκρότημα POP. 1280 έχει πάρει το όνομα του από τον τίτλο του βιβλίου.
 
Βαθμολογία 87 / 100



 
 
Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2021 | Permalink
Ελλάσων αλλά υπέροχος Joseph Roth ("Ο Τσίπερ και ο πατέρας του")
Η σχέση πατέρα και γιού είναι διαρκώς παρούσα, στο έργο του μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα Joseph Roth (1894 Μπρόντι, Γαλικία – 1939, Παρίσι, Γαλλία). Ο πολυγραφότατος (και ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας) Ροτ, στα περισσότερα μυθιστορήματά του, έχει ως ήρωες ανίκανους και (εν πολλοίς) μάλλον άχρηστους πατέρες και κατεστραμμένους γιους. Αυτή η σχέση περιγράφεται πολύ έντονα και σε μια από τις θεωρούμενες ως «ελάσσονες» και «άγνωστες» νουβέλες του, το «Ο ΤΣΙΠΕΡ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ» («Zipper und sein Vater»), που εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ροές, σε μετάφραση και επίμετρο της Πελ. Τσινάρη (σελ. 225).


 
Το μυθιστόρημα του εβραϊκής καταγωγής συγγραφέα, γραμμένο το 1928,  στα χρόνια μεταξύ των δύο magnum opus του (του «Hotel Savoy» (1924) και του «Εμβατηρίου Ραντέτσκυ (1932) ), και λίγο πριν την έκδοση, δύο εξαιρετικά επιτυχημένων βιβλίων του, του «Ο Βουβός Προφήτης» και του «Ιώβ», είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα χαρακτήρων με την γνωστή αφηγηματική δεινότητα που χαρακτηρίζει αυτόν τον τεράστιο συγγραφέα.
 
«Εγώ δεν είχα πατέρα – ή μάλλον τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ -, ο Τσίπερ όμως διέθετε έναν.»
 
Χρονολογικά τοποθετημένο στις αρχές του 20ου αιώνα, το βιβλίο περιγράφει την ιστορία δύο ανθρώπων, του Άρνολντ Τσίπερ και του πατέρα του (που αποκαλείται μόνο με το επίθετό του «Τσίπερ» στην ιστορία). Ο γερο-Τσίπερ είναι ένας μικροαστός τεχνίτης, κατασκευαστής βιολιών και περιοδεύων αντιπρόσωπος, άνθρωπος πληθωρικός και ανήσυχος, μονίμως οργισμένος με την εξουσία και με διάθεση να «ανέβει κοινωνικά». Η σύζυγός του, μια νοικοκυρά που θαύμαζε τη Μοναρχία και τις παρελάσεις, φροντίζει να μη του πηγαίνει κόντρα, φοβούμενη τις εκρήξεις του – πρόσωπο που ο Ροτ τοποθετεί σε πολύ δεύτερο πλάνο. Ο Τσίπερ έχει δύο παιδιά, τον μεγαλύτερο γιο Καίσαρα και τον μικρότερο Άρνολντ, στον οποίο επενδύει όλες τις ελπίδες του για κοινωνική καταξίωση, καθώς ο Καίσαρας από μικρός δείχνει την απειθαρχία του και το ατίθασο του χαρακτήρα του.
 
Την ιστορία των Τσίπερ αφηγείται ο αδελφικός φίλος του Άρνολντ (ουσιαστικά ο συγγραφέας). Ο γέρο-Τσίπερ, τον δέχεται σαν να είναι παιδί του, τον φιλοξενούν συχνά στο σπίτι τους και του εκμυστηρεύεται τα όνειρα που έχει για τον γιο του. Όταν ξεσπάει ο Α παγκόσμιος πόλεμος, ο Τσίπερ αλλάζει και από αντίθετος στη Μοναρχία, γίνεται ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου και ζητωκραυγάζει τα στρατεύματα που φεύγουν για το μέτωπο βγάζοντας πύρινους λόγους στο καφενείο. Ο Άρνολντ θα καταταγεί, θα πολεμήσει και θα επιστρέψει τελείως διαφορετικός από πριν. Δεν έχει πλέον όρεξη για τίποτα, είναι ένας άνθρωπος παραιτημένος, που δεν πιστεύει σε τίποτα και νιώθει άχρηστος. Ο άλλος γιος ο Καίσαρ, θα μείνει ανάπηρος από τον πόλεμο, θα γυρίσει και θα πεθάνει γρήγορα. Ο γερο-Τσίπερ θα τοποθετήσει τον Άρνολντ, σε μια θέση αργομισθίας ουσιαστικά, από την οποία θα παραιτηθεί μη βρίσκοντας νόημα, ενώ θα βρίσκεται μονίμως στα καφενεία ακούγοντας και προσέχοντας τους γύρω του, χωρίς να συμμετέχει σε τίποτα.
 
Ο γέρο – Τσίπερ μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου γιού του, την διάλυση της Αυτοκρατορίας είναι κι αυτός ένας άνθρωπος διαφορετικός, χωρίς ενέργεια, γκρίζος και κατηφής ενώ ο Άρνολντ θα βρει νόημα στην ύπαρξή του, συναντώντας ξανά την Έρνα, μια συμμαθήτρια του από το σχολείο η οποία προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού. Θα την ερωτευτεί τρελά, θα την παντρευτεί χωρίς κανείς να καταλάβει πως, και θα την ακολουθήσει μέχρι το Βερολίνο, όπου η νεαρή και φιλόδοξη ηθοποιός θα προσπαθήσει να γίνει γνωστή. Ο Άρνολντ θα είναι διακριτικά δίπλα της, θα ανέχεται τις τρέλες και τις εκρήξεις μεγαλομανίας της, σε μια πορεία προς την γελοιοποίηση και την αυτοκαταστροφή.
 
«Νομίζω ότι ο πόλεμος μάς χάλασε. Ας παραδεχτούμε ότι αδίκως γυρίσαμε. Ξέρουμε όσα κι οι νεκροί, πρέπει όμως να παριστάνουμε τους κουτούς επειδή έτυχε να ζήσουμε. Τούτος ο δρόμος και τούτη η υπηρεσία, οι φόροι και το ταχυδρομείο και ο χορός και το θέατρο κι η αρρώστια, το πατρικό σπίτι και όλα τα υπόλοιπα μάς φαίνονται όλα τόσο γελοία. Στην ουσία, δυο πράγματα μπορούμε να κάνουμε μόνο, που μας αποδεικνύουν ότι είμαστε ζωντανοί: να υπακούμε και να διατάζουμε. Προτιμάμε όμως να υπακούμε παρά να διατάζουμε. Κι αυτό το κάναμε σαν να παίζαμε επιτραπέζιο. Γιατί, μια και είχαμε μυηθεί στο θάνατο, οι στρατιωτικές προετοιμασίες για το θάνατο δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι. Τον είχαμε ξεπεράσει, όπως και οι σοβαροί άνθρωποι που θέλουν να περάσουν την ώρα τους στο τρένο και είναι υπεράνω του ντόμινο με το οποίο παίζουν.»
 
Οι δυο διαφορετικοί κόσμοι των δύο Τσίπερ, του πατέρα και του γιού, που περιγράφει ο Ροτ στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του – γιατί στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, το βάρος της πλοκής πέφτει στην πορεία του Άρνολντ στο Βερολίνο -, βρίσκονται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο παλιός κόσμος, που κυριολεκτικά εξαφανίζεται με το τέλος του Α παγκόσμιου πολέμου, είναι ο κόσμος του γερο-Τσίπερ, ο κόσμος της μεγαλομανίας και της μεγαλοστομίας, των παρελάσεων κάτω από το έμβλημα της μεγάλης Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ο κόσμος που μπορούσε ένας μικροαστός εβραίος επαρχιώτης να ονειρεύεται ότι θα σταδιοδρομήσει ο γιος του, ότι θα πετύχει εκεί που εκείνος λόγω έλλειψης εκπαίδευσης, γνωριμιών, ικανοτήτων απέτυχε. Ο Άρνολντ, ένας καλός και συνετός γιος, θα ζήσει όμως στον πόλεμο καταστάσεις για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένος (και ποιος ήταν όμως), θα απογοητευτεί, θα δει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα κι ότι όσα όνειρα είχε, έχουν καταστραφεί μαζί με την πτώση της χώρας.
 
 Οι δύο ήρωες του βιβλίου, ο πατέρας και ο γιος, τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι, θα απογοητευτούν, θα συντριβούν, θα γελοιοποιηθούν. Ο Ροτ σε αυτό του το βιβλίο, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τα χρονογραφήματα που έγραφε σε εφημερίδες της εποχής – είδος στο οποίο μεγαλούργησε -, θα περιγράψει την προσωπική του απογοήτευση, από την παρακμή της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ενώ διακρίνουμε στοιχεία από την επερχόμενη υποταγή του γερμανικού και του αυστριακού λαού σε αυτό που έρχεται τα επόμενα χρόνια, αυτήν την απάθεια και την σήψη, την μυρωδιά του θανάτου και της ήττας σε όλες τις ενέργειες των ηρώων του.


 
«Αν ο Άρνολντ είχε πάθος να πηγαίνει στο θέατρο, δεν το έκανε, ας πούμε, επειδή φανταζόταν ότι έστεκε ο ίδιος στη σκηνή. Δεν ήταν ούτε τόσο αφελής ούτε τόσο φιλόδοξος – ούτε καν στα όνειρά του. Ήθελε μονάχα να ανασάνει τον αέρα του θεάτρου, όπως πήγαινε στο καφενείο όχι για να παίξει χαρτιά αλλά για να ανασάνει τον αέρα του καφενείου. Ανήκε στο κοινό – αλλά ήταν γνώστης. Όταν γνώριζε έναν ηθοποιό, ένιωθε την ανάγκη να τον δει να παίζει. Αν έβλεπε έναν ηθοποιό πάνω στη σκηνή, έπρεπε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει. Αν γνώριζε ένα συγγραφέα, έπρεπε να τον διαβάσει. Αν διάβαζε ένα βιβλίο, ήθελε να δει τον συγγραφέα. Αν μιλούσε μ’ ένα ζωγράφο, τον επισκεπτόταν έπειτα στο ατελιέ του. Αυτές οι τάσεις και τα πάθη του είχαν σχεδόν ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Περισσότερο από ένα τυπωμένο βιβλίο, τον ενδιέφερε ένα χειρόγραφο, περισσότερο από ένα ολοκληρωμένο έργο ένα ημιτελές, περισσότερο από το κατεργασμένο αντικείμενο η αφορμή και η αιτία της εργασίας, περισσότερο από το πορτρέτο το μοντέλο. Ήταν σαν η δυστυχισμένη φύση του να ζητούσε να μάθει πως «φτιαχνόταν» κάτι. Γιατί διέθετε το χάρισμα της αίσθησης ενός δημιουργού, το ενδιαφέρον για μια τέχνη, σαν κάποιος που την ασκούσε. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να παραγάγει τίποτα. Ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη, όπου θες να φωνάξεις και δεν μπορείς.»
 
Ο Ροτ περιγράφει με κυνισμό και οξύ ρεαλισμό, την πορεία των δύο ανθρώπων (και όχι μόνο, καθώς η περιγραφή της Έρνα είναι ενδελεχής και ακριβής – λες και βλέπεις μπροστά σου, αυτές τις σταρλετίτσες που προσπαθούσαν να κάνουν καριέρα στα στούντιο της εποχής), ενώ στην υπέροχη αφήγησή του, έχει αυτές τις φράσεις σαν ξυραφιά, τις φοβερές παραγράφους που τον χαρακτηρίζουν. Αντιμετωπίζει με συμπόνια και πολύ χιούμορ τους ήρωές του, κυρίως η απεικόνιση του γερο-Τσίπερ είναι μεγαλειώδης, ενώ ο Άρνολντ, αντιπροσωπεύει όλη αυτή τη γενιά των ανθρώπων που πήγε η ζωή τους στράφι, έρμαια του ιστορικού γίγνεσθαι και της θύελλας που πήρε τα πάντα στο διάβα της, ουσιαστικά πάνω από μια 40αετία.
 
«Ο Τσίπερ και ο πατέρας του», μπορεί να μην είναι το καλύτερο ή το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα, αλλά έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του. Είναι ένα βιβλίο που απολαμβάνεις να διαβάζεις, στυλάτο και διαυγές, ατμοσφαιρικό και σαγηνευτικό στο έπακρο, απαραίτητο ανάγνωσμα για όλους εμάς που αγαπάμε τον Roth.
 
Βαθμολογία 82 / 100 



 
Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 02, 2021 | Permalink
Η ιδιαίτερη (και υπέροχη) περίπτωση της Fleur Jaeggy ("Είμαι ο αδελφός τής ΧΧ" και "Προλετέρκα")
Η Ελβετή συγγραφέας Fleur Jaeggy (Ζυρίχη, 1940), είναι μια μοναδική περίπτωση δημιουργού, τελείως sui generis, που ομολογώ ότι αγνοούσα (και δεν αισθάνομαι καθόλου καλά γι’ αυτό). Τρία (!) βιβλία της είχαν κυκλοφορήσει παλαιότερα, από τις εκδόσεις Χατζηνικολή, δεν είχα πάρει χαμπάρι… Αυτήν την Ελβετίδα (που γράφει στα Ιταλικά τα βιβλία της, ζώντας στο Μιλάνο από την δεκαετία του ’60), την «ανακάλυψα» πολύ πρόσφατα, όταν διάβασα την συλλογή διηγημάτων της «ΕΙΜΑΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΗΣ ΧΧ («Sono il Fratello di XX») που εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση του Στ. Παπασταύρου και αποτέλεσε (για μένα), μια τεράστια έκπληξη. Σχεδόν αμέσως διάβασα το δεύτερο βιβλίο της που εκδόθηκε πάλι από τις εκδόσεις Άγρα, λίγο πριν φύγει το 2020, την νουβέλα «ΠΡΟΛΕΤΕΡΚΑ» («Proleterka»), πάλι σε μετάφραση του Στ. Παπασταύρου (βιβλίο που είχε εκδοθεί παλαιότερα από τις εκδόσεις Χατζηνικολή) και συνειδητοποίησα ότι έχω μπροστά μου, μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς των τελευταίων 50 χρόνων.


 
Τι χαρακτηρίζει το ύφος της Φλερ Γιέγκυ; Μια λέξη μόνο: Κρυστάλλινο! Ψυχρό και αδιάσπαστο, οξύ και στυλάτο. Τόσο cool και αποστασιοποιημένο, που αποκλείεται να μη σε εντυπωσιάσει. Σε μια συνέντευξή της, η Γιέγκυ απαντάει στην ερώτηση, για την αφηγηματική τεχνική της, με περιγραφή της γραφομηχανής της (Hermes παρεπιπτόντως), ενώ υπενθυμίζει στην δημοσιογράφο να μη ξεχάσει να αναφέρει την βαθιά φιλία της με έναν κύκνο (τον Έρικ) που βρίσκεται σε μια λίμνη κοντά στο σπίτι της.
 
Τα μοτίβα στο συγγραφικό ύφος της Jaeggy, συναντώνται σε όλο το φάσμα του έργου της. Κοφτές σύντομες προτάσεις, ηρεμία και μια ψυχρότητα όπου ο αναγνώστης νιώθει μια απειλή να έρχεται, οικογενειακές σχέσεις στο προσκήνιο, ο θάνατος πάντα και παντού παρών, η ιστορία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κάνει έντονη την παρουσία της, η καταπίεση της εκκλησίας, μια διάχυτη μελαγχολία, οι κοινωνικές τάξεις και τι ρόλο διαδραματίζουν στη ζωή ενός ανθρώπου, το φαίνεσθαι και το είναι, ενώ δίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ψυχρή περιγραφή του εξωτερικού τοπίου. Υπάρχει μια συγγένεια με το συγγραφικό ύφος του Thomas Bernhard χωρίς όμως να συγκρίνονται οι δύο περιπτώσεις μεταξύ τους.
 
Και τα δύο βιβλία για τα οποία θα μιλήσουμε σήμερα, είναι έργα ωριμότητας της Fleur Jaeggy, «Η προλετέρκα» εκδόθηκε το 2001, το «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» εκδόθηκε το 2014. Ας τα δούμε ένα – ένα.
 
«Ο αδελφός της ΧΧ» μέσα σε 142 σελίδες, περιέχει 21 ιστορίες. Οι περισσότερες δεν εκτείνονται πέραν των 4-5 σελίδων, ενώ η ομώνυμη (συγκλονιστική) ιστορία που είναι και η μεγαλύτερη, είναι γύρω στις 15 σελίδες. Οι 21 αυτές ιστορίες, δεν έχουν κοινή θεματική. Είναι διηγήματα με αυτοβιογραφική χροιά, βιογραφικές συνθέσεις για πρόσωπα γνωστά στον χώρο της λογοτεχνίας, και σε όλες τις αφηγήσεις, το γνωστό τσεκούρι της λογοτεχνικής δύναμης διαταράσσει τα ήρεμα νερά της λίμνης…


 
Στην ομώνυμη ιστορία («Είμαι ο αδελφός της ΧΧ») που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, ο μικρότερος αδελφός νιώθει την έντονη επιρροή της αδελφής του πάνω στη ζωή του και αυτοκτονεί, ενώ στο «Negde» ο ποιητής Ιωσήφ Μπρόντσκυ, που ζει στη Νέα Υόρκη, θεωρεί τον κάθε τόπο ως «πουθενά» (negde στα ρωσικά) καθώς βλέπει τους Δίδυμους Πύργους να καταρρέουν. Στον γοτθικής υφής, «Τελευταίο απόγονο», ένας γέρος εργένης έχει μείνει μόνος σε έναν πύργο με τα πορτρέτα των μελών της οικογένειάς του να τον κοιτάνε βλοσυρά, ενώ στην εκπληκτική «Άγκνες», μια γυναίκα πεθαμένη πλέον, έχει στοιχειώσει τις ζωές των δύο ανθρώπων (μιας γυναίκας κι ενός άντρα) που την ερωτεύτηκαν βαθιά και τώρα συναντιούνται.
 
«Φαντάζομαι έναν άντρα τρελό από πόνο μέσα στον όμορφο κήπο. Είναι εκτός εαυτού. Τον καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πότε ένας άντρας είναι αναστατωμένος. Μού το λέει. Το επαναλαμβάνει. Είναι αναστατωμένος. Ενοχλούμαι ελαφρώς. Δεν τον αφήνω να το δει. Είμαι η μόνη που τον καταλαβαίνει. Άλλωστε κι εγώ δεν την αγάπησα; Πριν από εκείνον. Είμαστε δύο που την αγαπήσαμε. Την αγαπήσαμε αληθινά. Λέει. Αυτό το «αληθινά» που λέει είναι πλεονασμός. Όμως στον κόσμο πάντα αρέσει να μιλάει με υπερβολές. Προσθέτει. Αντί να αφαιρεί. Είμαι ήρεμη. Φυσικός θάνατος, λέει. Γιατί; Ρωτάω εγώ, χωρίς πολλή περιέργεια. Τελευταία ήταν ανήσυχη. Δεν τον ακούω πια. Αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο. Ενώ ο άντρας μιλάει, εγώ ξεφεύγω. Δε νιώθω καμιά συγκίνηση. Δε νιώθω πόνο. Ο πόνος υπήρξε κάποτε. Δεν επιστρέφει πια. Δε με επισκέπτεται πια. Στο σπίτι, μέσα στο δωμάτιο, ο πόνος επιστρέφει. Σα θεία χάρη.»Άγκνες»)


 
Σε δύο ιστορίες πρωταγωνιστεί η ποιήτρια Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, στο «Αποστειρωμένο δωμάτιο» συζητάει για τα γηρατειά (πέθανε νεότατη) και στο «Σπίτι με το αλμυρό νερό», στο σπίτι που νοικιάζει σε ένα χωριό στην Ιταλία, διοργανώνονται λογοτεχνικές βραδιές με εκλεκτούς καλεσμένους και ατελείωτες συζητήσεις. Στην «Κληρονόμο» (ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής) μια δεσποινίς «ευγενική, μαραμένη και πολύ μόνη», καθιστά το δεκάχρονο κοριτσάκι που περιμάζεψε από τον δρόμο, μοναδική κληρονόμο της περιουσίας της, χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, ενώ, στο «Κλουβί» ο θάνατος της μητέρας ενός άνδρα, έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την αφελή Γερμανίδα σύζυγό του. Ο Όλιβερ Σακς μονίμως ζεσταίνεται και αφήνει πάντα ανοιχτά τα παράθυρά του στο «Μια συνάντηση στο Μπρονξ», ενώ η Άντζελα ντε Φιολίνο, βγαίνει από τον πίνακα που την απεικονίζει και βολτάρει αμέριμνη στις αίθουσες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Νάπολης («Η επισκέπτρια») και μια αφηρημένη γάτα στο διήγημα «Η γάτα», δεν αποτελειώνει τα θύματά της, καθώς αποσπάται η προσοχή της λίγο προτού τα σκοτώσει, ενώ στην «Τέλεια επιλογή», μια μητέρα αισθάνεται ένα είδος γαλήνης όταν αυτοκτονεί ο γιος της.
 
«…Οι φλόγες την ερέθιζαν. Τρέχει από το ένα δωμάτιο στο άλλο, μεθυσμένη από τον κίνδυνο. Ποια είναι εκείνη που θα εμποδίσει τον μοιραίο καταστροφέα; Μονάχα ο Θεός μπορεί. Ο Θεός επέβαλε την ολοκληρωτική καταστροφή του σπιτιού. Εκείνη το ξέρει. Υπάρχει κάτι πιο μεγάλο πάνω από μάς, στα απόκρυφα μέρη που προστάζουν τις φλόγες να κάνουν δική τους κάθε λαχτάρα ζωής. Εκείνη είναι άπορη, κόρη αγνώστων, χωρίς ελπίδα. Δεν μπορεί να επικαλεστεί τίποτα. Δεν έχει τίποτα. Πως μπορεί να επικαλεστεί την θεία χάρη; Όποιος δεν έχει τίποτα, τίποτα απολύτως, δε ζητάει. Δεν έχει καν παρελθόν. Ούτε γέννηση. Ξεφύτρωσε απ’ τα σκουπίδια και στα σκουπίδια θα επιστρέψει. Ξεφύτρωσε από τους βάλτους των πεθαμένων. Και θα επιστρέψει στους βάλτους. Γι’ αυτό η δεσποινίς την περιμάζεψε. Γιατί λοιπόν να σβήσει τις φλόγες που ακολουθούν κάποιο υπέρτατο σχέδιο; Κι έπειτα διασκέδαζε. Για πρώτη φορά στην άθλια ζωή της. Για μάς, τα πλάσματα των δρόμων, το ένστικτο είναι το κατάλυμά μας. Και μια απόλυτη αδιαφορία προς το καλό. Και συχνά, όποτε του κάνει κέφι, το κακό είναι η καλύτερη μορφή που το ύψιστο καλό μπορεί να πάρει.» («Η Κληρονόμος»)
 
Μια συλλογή ετερόκλητων αλλά ιδιόμορφων, στυλάτων και εκλεπτυσμένων κειμένων, όπου η θεματική τους μας ξαφνιάζει είναι το «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ». Θραύσματα μεγαλύτερων ιστοριών, που ξέφυγαν, εικόνες που διαγράφονται έντονα στη μνήμη, το κακό να μπερδεύεται με το καλό και η υποδόρια βία να είναι διαρκώς παρούσα και να παραμονεύει στο γύρισμα της σελίδας να γραπώσει τον ανυποψίαστο αναγνώστη από τον λαιμό χωρίς σχεδόν να το αντιληφθεί. Η Jaeggy, κάνει κάτι που πολλοί συγγραφείς θα σκότωναν να το πετύχουν, με μια σύντομη ιστορία βγάζει περισσότερη ουσία, απ’ ότι οι περισσότεροι μπορούν να καταφέρουν με πολυσέλιδα μυθιστορήματα.
 
Αυτό ακριβώς επιτυγχάνει και στην εξαιρετική νουβέλα της, με τίτλο «Προλετέρκα» βιβλίο προγενέστερο τού «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ», το οποίο απέσπασε αρκετά βραβεία όταν εκδόθηκε. Στο σύντομο αυτό μυθιστόρημα – μόλις 114 σελίδες -, η Ελβετίδα συγγραφέας, περιγράφει μια ιστορία ενηλικίωσης με ψυχρό, αποστασιοποιημένο τρόπο, που όμως η διάχυτη μελαγχολία που διαπερνάει τις σελίδες της, σε καταλαμβάνει και εισέρχεται εντός σου αργά αλλά σταθερά.


 
Η ανώνυμη αφηγήτρια της ιστορίας, είναι ένα κορίτσι που δεν έχει κλείσει ακόμα τα δεκάξι της χρόνια. Ο πατέρας της, με τον οποίο έχει απομακρυνθεί εδώ και αρκετά χρόνια, της προσφέρει μια κρουαζιέρα στην Ελλάδα με το Γιουγκοσλαβικό μικρό και καθόλου πολυτελές πλοίο «Προλετέρκα», διάρκειας 14 ημερών, που θα αποδειχθεί ως η τελευταία ευκαιρία που τους δίνεται, να γνωρίσουν επιτέλους ο ένας τον άλλον. Ο πατέρας που ονομάζεται Γιοχάννες, ήταν μακριά από τη ζωή της κόρης του, που μετά τον χωρισμό του με την μητέρα της, ζούσε με την γιαγιά της Όρσολα (από την μεριά της μητέρας). Ο πατέρας όλα αυτά τα χρόνια, έπρεπε να ζητήσει την άδεια να επισκεφτεί την κόρη του, χωρίς πάντα με επιτυχία, με αποτέλεσμα, να αποξενωθούν εντελώς μεταξύ τους.
 
Ούτε όμως με την Όρσολα (την γιαγιά της), η ηρωίδα του βιβλίου, είναι συναισθηματικά συνδεδεμένη, καθώς οι σχέσεις τους καθορίζονται από αυστηρούς κανόνες στο περιβάλλον της μικρής Ελβετικής πόλης που ζουν, όπου οι γυναίκες φροντίζουν τα έπιπλα του σπιτιού, τους κήπους τους και είναι ανίκανες για οποιοδήποτε συναίσθημα. Τα παντζούρια παραμένουν κλειστά κατά τη διάρκεια της ημέρας, η καχυποψία προς τους γείτονες είναι παρούσα μονίμως, όπως και η αυστηρότητα απέναντι στον άμοιρο Γιοχάννες που επιμένει να τηλεφωνεί την ίδια ώρα καθημερινά ώσπου του απαγορεύεται κι αυτό. Όταν αφηγείται την ιστορία, η ηρωίδα δεν είναι πια έφηβη, είναι μια μεσόκοπη γυναίκα και η διαρκώς απούσα μητέρα είναι κι αυτή νεκρή. Το μόνο που έχει μείνει να τη θυμίζει, είναι τα κοσμήματά της κι ένα πιάνο.
 
«Ήταν γυναίκες που κυβερνούσαν σπίτια και ανθρώπους. Μακρόβιες. Αφού μεγάλωναν τα παιδιά τους, την πρώτη θέση έπαιρναν τα λουλούδια και τα χαρτιά. Τα λουλούδια καταντούσαν έμμονη ιδέα. Όπως οι αρρώστιες και τα παράσιτα ▪ που φθείρουν φύλλα και πέταλα. Όμως τα διά τους λουλούδια και φύλλα ήταν σχεδόν πάντα υγιή, σε αντίθεση με τους κήπους των άλλων, όπου ήταν άρρωστα.
Κάπου αλλού μπορεί να γινόταν πόλεμος, και όντως γινόταν. Εκείνες ανησυχούσαν πάνω απ’ όλα για τα λουλούδια. Είμαι καχύποπτη προς οποιονδήποτε καλλιεργεί λουλούδια, όπως έκαναν οι γυναίκες στην οικογένεια της συζύγου του Γιοχάννες. Ήταν περισσότερο αφοσιωμένη στα χαρτιά. Κι ακόμα περισσότερο, μιας και επρόκειτο για αληθινό και πολύ μεγάλο πάθος, στο πιάνο. Επειδή, υποθέτω, αποσπούσε την προσοχή της από τον κόσμο. Έπαιζε εφτά ώρες τη μέρα. Και μετά σιωπή. Οι γυναίκες αυτής της οικογένειας είχαν ένα αυτιστικό πάθος για τις καμέλιες, τα τριαντάφυλλα και τίποτε άλλο. Ελάχιστο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα πλάσματα.»
 
Στην κρουαζιέρα τής δίνεται η ευκαιρία να παρατηρεί τον γηρασμένο και παραιτημένο πατέρα της (ο οποίος είχε χρεοκοπήσει, χάνοντας την τεράστια κάποτε πατρική περιουσία). Οι σχέσεις τους παραμένουν τυπικές. Θέλει να τον αφυπνίσει, να τον ταρακουνήσει αλλά δεν ξέρει πως. Μεγαλωμένη σε μια οικογένεια χωρίς αγάπη ή τρυφερότητα, θα εξερευνήσει τα όρια του εαυτού της, συνάπτοντας ερωτικές σχέσεις με μέλη του πληρώματος, οι οποίοι την κακομεταχειρίζονται και την εκμεταλλεύονται – αλλά είναι αυτό που επιζητά, καθώς ακόμα και η βίαιη συμπεριφορά απέναντί της, δείχνει ένα είδος προσοχής στο πρόσωπό της, που ποτέ δεν είχε.
 
Όταν το πλοίο φθάνει στην Ελλάδα, στην επίσκεψη στην Κνωσσό και στα γαϊδουράκια της Σαντορίνης, η αφηγήτρια θα δει τον πατέρα της να δυσκολεύεται, θα αντιληφθεί ότι ασθενεί βαριά, ότι ίσως είναι η τελευταία της ευκαιρία να τον καταλάβει, να συζητήσει μαζί του, αλλά εκείνος παραμένει απόμακρος, τα μάτια του είναι ψυχρά, δεν θα καταφέρουν να επικοινωνήσουν, σε μια σχέση που ίσως να τους εξυπηρετεί, καθώς δεν ήταν ικανοί για κάτι παραπάνω.
 
«Ο Γιοχάνες δεν έχει ανάγκη από φωτογραφική μηχανή, σκέφτομαι. Ούτε από αναμνήσεις. Του αρκεί να σημειώνει τις στάσεις του ταξιδιού. Το όνομα του καραβιού. «18. April: Reise nach Griechenland. Ruckkehr: 2. Mai». 18 Απριλίου: ταξίδι στην Ελλάδα. Επιστροφή: 2 Μαΐου. Η ζωή, στις σημειώσεις του, είναι σιωπηλή και απούσα. Ονόματα και ημερομηνίες. Τίποτε άλλο. Γραμμένη από έναν άνθρωπο ακόμα πιο απόντα, ακριβολόγο μέσα στην απουσία του. Για τον Γιοχάννες, σ’ αυτό το ταξίδι, το τελευταίο που θα έκανε μαζί με την κόρη του, δεν υπάρχει ούτε ένα μονολεκτικό σχόλιο. Μολονότι ήταν το μεγαλύτερο διάστημα που περάσαμε ποτέ μαζί. Ούτε και μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτό το ταξίδι, στη συνέχεια. Πάνω σε τούτο το πλοίο που θα’ λεγε κανείς πως δεν είχε πηδάλιο ▪ πως ήταν έρμαιο μιας θολής ονειροφαντασίας.»


 
Το Προλετέρκα, δεν είναι απλά ένα πλοίο που πραγματοποιεί μια κρουαζιέρα με τους λίγο ή πολύ αδιάφορους επιβάτες του. Είναι ένα ταξίδι προς εαυτόν, μια καταβύθιση στον ενδότερο κόσμο της ανώνυμης αφηγήτριας. Νουβέλα για την μνήμη, βιβλίο ενηλικίωσης και αναζήτησης εαυτού, μύησης στη ζωή, όπου η πλοκή είναι σχεδόν ανύπαρκτη αλλά το ενδιαφέρον δεν χάνεται ούτε στιγμή. Είναι το μοναδικό στυλ της Γιέγκυ, που καταφέρνει να περιγράψει χωρίς πολλά λόγια, την υποβόσκουσα τρυφερότητα που δεν μπορεί να εκδηλωθεί μεταξύ πατέρα-κόρης, τα λόγια που δεν εκστομίζονται, την αδυναμία προσέγγισης.
 
Το «Προλετέρκα» ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων, που μια ανάγνωση δεν είναι αρκετή – το σκέφτεσαι για καιρό, εισέρχεται μέσα σου, ύπουλα και ανεπαίσθητα. Ιδιαίτερα μελαγχολικό αλλά με μια ακαθόριστη γοητεία, που οφείλεται στην μοναδική αφηγηματική δύναμη της συγγραφέως, που ξεδιπλώνεται με ηρεμία και προσωπικότητα και αποτελεί ίσως την καλύτερη εισαγωγή στο έργο της Fleur Jaeggy.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 85 / 100