Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 30, 2021 | Permalink
"Τζίντιλι"
Πρώτο μυθιστόρημα, μετά από δύο ενδιαφέρουσες συλλογές διηγημάτων, για τον συγγραφέα και φιλόλογο Δημήτρη Χριστόπουλο (1965), το «ΤΖΙΝΤΙΛΙ» - (εκδ. Ροδακιό, σελ. 234), αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα στην λογοτεχνική του πορεία. Στο ωραίο του μυθιστόρημα, ο συγγραφέας φαίνεται να βρίσκει το ύφος που του ταιριάζει σε ένα βιβλίο που ξεχωρίζει όχι μόνο για την θεματική και τους προβληματισμούς που θέτει, αλλά και, για την χρήση της γλώσσας και την δημιουργική απεικόνιση των εμφανών επιρροών που έχει δεχτεί.


«Τζίντιλι» είναι ο ανεμοστρόβιλος στα βλάχικα και «τζίντες» είναι οι φανταστικές νεράιδες των βουνών. Ένας τόπος κατεστραμμένος από μια ένα συμβάν που μόνο τυχαίο δεν ήταν, και ιστορίες ανθρώπων που εμπλέκονται με τα παιχνίδια της μοίρας να καθορίζουν τις ζωές τους, τις επιλογές τους.
 
«… πώς Τζίντες και Τζίντιλι οι βουνίσιοι που μένανε στα γύρω χωριά λένε τα φανταστικά ξωτικά των βουνών – τέσσερις θεότητες που κρατούν σαν Άτλαντες στους λιγνούς τους ώμους τον άξονα της γης, κι άμα χαθούν ο κόσμος όλος θα βυθιστεί στο χάος -, κόρες μιας αρχαίας ουράνιας θεότητας που την έκλεψε ο Βορέας, ο θεός του φοβερού βόρειου ανέμου, τέσσερα ξωτικά που κινούνται με τη μορφή ανεμοστρόβιλου χορεύοντας και τραγουδώντας και μπορούν να πάρουν τα λογικά ή τη φωνή ενός ανθρώπου αν αυτός κοιμηθεί στο σημείο που αυτές χορεύουν ή να θυμώσουν άγρια αν κάποιος πειράξει το καταφύγιό τους ή σκάψει τη γη τους…»
 
Του Χριστόπουλου, του αρέσουν οι «συνταρακτικές ιστορίες των ανθρώπων» γι’ αυτό παραθέτει το σχετικό απόσπασμα του Γ. Χειμωνά από τον «Γιατρό Ινεότη», αλλά μάλλον οι «Χτίστες» του μεγάλου μας δημιουργού τον επηρέασαν περισσότερο. Ιστορίες ανθρώπων χαμένων από χρόνια ή προσφάτως, περιγράφει λοιπόν στο «Τζίντιλι», αλλά και την ιστορία ενός τόπου φανταστικού αλλά και τόσο ρεαλιστικά καμωμένου που ίσως και να είναι πραγματικός.
 
Ας πούμε, όπως θέλει ο συγγραφέας, ότι τον τόπο τον λένε Σόθιψα, ένα ορεινό χωριό στην περιοχή της Εορδαίας στη Δυτική Μακεδονία, χτισμένο από Βλάχους, που κατοίκησαν οι Ηπειρώτες για να έρθουν μετά, πρόσφυγες Πόντιοι διωγμένοι από τον τόπο τους. Κτηνοτρόφοι και πετροχτιστάδες οι κάτοικοι κάποτε που θεωρούσαν τον τόπο τους παράδεισο. Η περιοχή της Εορδαίας, επιλέχθηκε για να συντελεσθεί μια μεγάλη οικολογική καταστροφή. Όλα συνετέλεσαν για μια αλόγιστη ανάπτυξη, ο πόλεμος κι ο εμφύλιος που ακολούθησε, η ανάγκη για εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους. Η φύση όμως εκδικείται και το άλλοτε κεφαλοχώρι, μια μέρα εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Το έδαφος υποχώρησε και τριάντα άνθρωποι χάθηκαν κάτω από τη γη. Οι κάτοικοι έφυγαν πανικοβλημένοι και βρήκαν καταφύγιο σε άλλες περιοχές. Ένας όμως έμεινε. Παρέα με τους ανέμους που διαρκώς φυσάνε.
 
Το Βιβλικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετεί την ιστορία του ο Χριστόπουλος, είναι το παρόν. Σαν αφήγηση παραμυθιού, η περιγραφή των ιστοριών κάποιων ανθρώπων που είτε χάθηκαν, είτε υποχρεώθηκαν εκ των περιστάσεων να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Στο επίκεντρο είναι η οικογένεια του Τσεπέλη. Ο Γιάννος πρωταγωνιστική φιγούρα στο μυθιστόρημα, είναι ο αντιφατικός και βαθιά ανθρώπινος χαρακτήρας που γύρω του περιστρέφονται, άνθρωποι που αδίκησε, άνθρωποι που φρόντισε. Μπερδεμένος εκ φύσεως, μοναχικός και παθιασμένος, ένας λογοτεχνικός ήρωας μεγέθους. Στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, ο αδελφός του, ο Κωσταντής, που πήγε με την πλευρά των χαμένων του Εμφυλίου, υποχρεωμένος να φύγει μακριά, να ζήσει σε άλλη χώρα και ο οποίος γυρίζει να πεθάνει στο χωριό του και σπουδαγμένος στα ξένα, προειδοποιεί για την καταστροφή, μόνο που κανείς δεν τον ακούει.
 
Γύρω τους, συγγενικά ή μη πρόσωπα, μορφές γυναικών που αγωνίζονται και ανδρών με όνειρα που οι περισσότεροι χάνονται. Η οικογένεια του Τσακιρίδη, η γριά Σόμαινα, η Μίρκα, ο δάσκαλος που επιμένει, αλλά και άλλοι, στέρεοι χαρακτήρες που παρασύρονται από την μοίρα, που αγωνίζονται και παλεύουν με τους δαίμονές τους, με τη φύση τους. Ο κάθε νεκρός έχει μια ιστορία που τον συνοδεύει, και ο αναγνώστης παλεύει διαρκώς με το εύθραυστο της αφήγησης. Ποιοι είναι οι νεκροί και ποιοι οι ζωντανοί στα κεφάλαια του βιβλίου, που εναλλάσσονται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης;
 
«Εκείνη τη μέρα ο Γιάννος με τον Βασίλη κουβέντα δεν ανταλλάξανε. Ο Γιάννος καθόταν αμίλητος πίσω από το νοτισμένο τζάμι και η ματιά του πλανιόταν στις καμινάδες πού κάπνιζαν διαρκώς, στα μηχανήματα που δούλευαν εντατικά επτά ημέρες τη βδομάδα, στα χίλια φορτηγά που κάθε μέρα πήγαιναν πάνω από είκοσι αγώγια, φορτωμένα είκοσι τόνους λιγνίτη κάθε φορά, και οι οδηγοί έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα γράμματα, κάνοντας μαγικά πίσω από το τιμόνι ώστε να κινούνται με ασφάλεια στους αλλοιωμένους δρόμους▪  συλλογιζόταν τους χιλιάδες τεχνίτες, μηχανολόγους, εργάτες, εργατοτεχνίτες, οδηγούς και χειριστές που κέρδιζαν με μόχθο και προσωπικές θυσίες το ψωμί τους στα λατομεία, στο λεβητοστάσιο, στην τουρμπίνα, στο μηχανοστάσιο, στο επιβλητικό κλιμακοστάσιο και σε τόσα βοηθητικά κτίρια, για να δίνουν ενέργεια σε όλη τη χώρα και τηλεθέρμανση στην πόλη τους, και θέρμαινε έτσι και τη δική του παγωμένη καρδιά. Με τον καιρό όλοι αυτοί είχαν γίνει οι άνθρωποί του. Ακόμα κι αν έφευγε, ένα μέρος του εαυτού του θα έμενε για πάντα εδώ. Εδώ βρήκε καταφύγιο, όπως άλλοι στο σπιτικό τους, στο γήπεδο ή στο κόμμα, από τότε που πήρε το απολυτήριο του στρατού, και με τον καιρό έμαθε να πιστεύει στο αφεντικό που Δικαιοσύνη το’ λεγε, το αφεντικό που περιέχει το νόημα όλων των πραγμάτων, τη λύση όλων των αινιγμάτων. «Τ’ αγαπάω όλα αυτά», έλεγε, «γιατί στο κάτω-κάτω δεν έχω κάτι άλλο ν’ αγαπώ, κάτι που να αξίζει περισσότερο την αγάπη μου.»


 
Το λυρικό ύφος και η ποιητική γραφή, αναμειγνύονται δημιουργικά με τον ρεαλισμό και τα πραγματολογικά στοιχεία, ενώ το ονειρικό πλαίσιο, έρχεται να υπερτονίσει το αλλόκοτο της ιστορίας. Θα μπορούσε να είναι μια δυστοπία αλλά δεν είναι – ούτε καν… Στο μυθιστόρημα του Χριστόπουλου, ο κόσμος της Ζατέλη, συναντάει τον μαγικό ρεαλισμό του Χουάν Ρούλφο (το «Πέδρο Πάραμο» έρχεται αμέσως στο μυαλό του αναγνώστη), το κινηματογραφικό σύμπαν του Ταρκόφσκι, συναντάει την εγχώρια παράδοση με τους θρύλους και τις αφηγήσεις σε μέρη ορεινά και αποκλεισμένα.
 
Το «Τζίντιλι» ασχολείται με την οικολογική καταστροφή, την σχέση με το περιβάλλον, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας ίσως περισσότερο πληθωρικά απ’ ότι χρειάζεται, θίγει και τα θέματα του επαρχιακού μικρόκοσμου, της προσφυγιάς και της ξενιτειάς, την μικροψυχία και τα τραύματα του Εμφυλίου, τους μικρούς καθημερινούς ηρωισμούς και τα οικογενειακά πάθη. Σημαντικό ρόλο, διαδραματίζει το αλληγορικό πλαίσιο, όπου τα φανταστικά Σόθιψα, και η γύρω περιοχή, αποτελούν μια εικόνα της χώρας, όπου οι θρίαμβοι και οι καταστροφές διαδέχονται αλλήλους, όπου οι αποστάσεις μεταξύ της ανάπτυξης και της δυστυχίας είναι μικρές και συνεχείς.
 
Πολυφωνικό και πυκνογραμμένο, το βιβλίο του Χριστόπουλου, νιώθεις ότι εκτείνεται πολύ περισσότερο από τις 234 σελίδες του. Ο μακροπερίοδος λόγος που επιλέγει ο συγγραφέας, λειτουργεί αρμονικά στην περιγραφή μιας μεταφυσικής ιστορίας, όπου ο αναγνώστης νιώθει διαρκώς το φύσημα των ανέμων να τον συνοδεύουν σε όλη την έκταση του βιβλίου. Μπορεί να δείχνει «μπουκωμένο» κάποιες φορές και να έχεις την αίσθηση ότι ο Χριστόπουλος, προσπαθεί να θίξει πολλά θέματα μαζί – πράγμα που θέλει ιδιαίτερη διαχείριση και μεγάλο συγγραφικό μέγεθος, αλλά η αίσθηση μου είναι, ότι το «Τζίντιλι», είναι ένα σημαντικό έργο (και κυρίως τρομακτικά ενδιαφέρον) για την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.
 
Βαθμολογία 80 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home