Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 23, 2008 | Permalink
Λογοτεχνία που σε "απογειώνει"
Δύο υπέροχα βιβλία διάβασα τις τελευταίες μέρες , τελείως διαφορετικά μεταξύ τους (όπως συνηθίζω), αλλά με μιά κοινή συνισταμένη,την εγγυημένη απόλαυση του αναγνώστη.Ας τα πάρω ένα-ένα αρχίζοντας από το πιό «χαλαρό»...
Της μουρλής γίνεται στο νεοεκδοθέν μυθιστόρημα του αγαπημένου μου,Paco Ignacio Taibo II (σταθερή επιλογή σε δύσκολους καιρούς), ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗ (Εκδ.ΑΓΡΑ,σελ.209) (85) .Δεν είναι καινούριο το βιβλίο απλά τώρα εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Ο γαζωμένος από σφαίρες στο εξαιρετικό ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ , θεότρελος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν κατόπιν απαίτησης των αναγνωστών του Ταϊμπο,ξαναζωντανεύει ,σχεδόν ανάπηρος σωματικά και με πολλά ψυχολογικά προβλήματα,γίνεται ήρωας μιάς απερίγραπτης ιστορίας που διαδραματίζεται στην Πόλη του Μεξικού και στο Ακαπούλκο γεμάτης δράση.Ο συγγραφέας παρότι υιοθετεί ένα λογοτεχνικό τρικ σύνηθες στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας οι οποίοι «ανασταίνουν» ήρωες τους που προσπάθησαν να «σκοτώσουν» σε κάποιο προγενέστερο μυθιστόρημά τους,δεν εμφανίζει τον Έκτορα σαν ένα σούπερ ήρωα αλλά σαν ένα άνθρωπο γεμάτο φοβίες γιά τον θάνατο,τον πόνο,τα βασανιστήρια.Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε κρεβάτι και κρύβεται μέσα στη ντουλάπα,αρνείται να αναλάβει υποθέσεις γιά να μη μπλέξει κλπ..Παρ’όλα αυτά,είναι πολύ «διάολος» γιά να μένει ήσυχος και ασχολείται με μιά περίεργη υπόθεση όπου είναι μπλεγμένος ένας πράκτορας της CIA, διεφθαρμένοι κυβερνητικοί παράγοντες της εξουσίας, σαντινίστας, Κουβανοί εξόριστοι, το πτώμα του Τσε, πολιτικά κόμματα του Μεξικού, ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος που είναι μόνιμα μεθυσμένος, την δε τελική λύση θα την δώσουν καμιά τριανταριά τραγουδιστές Μαριάτσι.
Αναρχικός εκ φύσεως,αντιεξουσιαστής,βαθειά ανθρώπινος,ασεβής και τελείως αντισυμβατικός,ο ήρωας του Ταϊμπο ακολουθεί τους δικούς του κανόνες επίλυσης της ιστορίας.Παρακολουθεί στα φανερά τον βασικό ύποπτο,μπουκάρει όπου βρει χωρίς να το σκέφτεται και είναι πάντα έτοιμος να παρασυρθεί από ωραία θεάματα:
«Το Ακαπούλκο τον τρέλαινε και είχε μόλις δυό μέρες στην παραλία.Του τη βάρεσε και το’ριξε στην παρατήρηση οπισθίων.Ήταν κατενθουσιασμένος με τους κώλους.Κάτι τέτοιες στιγμές λυπόταν που ήταν μονόφθαλμος,γιατί,όπως και να το κάνεις,το ένα μάτι βλέπει λιγότερα απ’ότι τα δύο.Ο Έκτορ Μπελασκοαράν,ντετέκτιβ σε ηλιοθεραπεία,έφτιαξε ένα κατάλογο οπισθίων,δημοκρατικότατο,χωρίς διακρίσεις,και ιεραρχίες.Τους απολάμβανε όλους αδιακρίτως.Του άρεσαν εξίσου οι μυτεροί κώλοι των αδύνατων ξανθιών που ανέρχονταν προς τα ουράνια,οι στρογγυλοποιημένοι κώλοι των Ιαπωνίδων με τα μαύρα μπικίνι που έπαιζαν ρακέτες λίγα μέτρα από την αιώρα του,ο μνημειώδης κώλος της Τζαμαϊκανής μουλάτας που ξεχείλιζε από το μπικίνι και προσπαθούσε να ξεφύγει και από τις δύο μεριές,οι τεθωρακισμένοι κώλοι των καθηγητριών του Πανεπιστημίου της Νουέβο Λεόν που γιόρταζαν το διαζύγιό τους,ο χαμηλός αλλά πλατύς κώλος της αλλήθωρης Αυστραλής που έτρωγε τεράστια στρείδια ακατάπαυστα.Ήταν κώλοι αστραφτεροί,γεμάτοι ήλιο,που πάλλονταν σε διάφορους ρυθμούς,που ανεβοκατέβαιναν,κωλομέρια που πήγαιναν πότε εδώ και πότε εκεί,που υψώνονταν μονομιάς,κοιτούσαν και έκλειναν το μάτι στον αμερόληπτο παρατηρητή – ο οποίος τοςυ παρατηρούσε σαν ειδήμονας της μοντέρνας τέχνης,συλλογιζόταν ο Έκτορ από την προνομιακή θέση του μπανιστηρτζή.»
Η ιδέα του θανάτου που ακολουθεί τον ήρωα σε όλο το μυθιστόρημα δεν φεύγει ποτέ,ούτε όταν κάνει έρωτα με το περίεργο κορίτσι με την αλογοουρά που τον διεκδικεί με πάθος,ούτε όταν τρώει μέχρι σκασμού,ούτε όταν λύνει το παζλ της μπερδεμένης υπόθεσης.Όπως στα περισσότερα βιβλία του απίστευτου αυτού συγγραφέα η Πόλη του Μεξικού και το διεφθαρμένο μέχρι εκεί που δεν παίρνει κράτος είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας.Ένα μυθιστόρημα βαθύ και ουσιαστικό που σε παρασέρνει,που περνάς καλά,που αγωνιάς και που γελάς μέχρι δακρύων.
Τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα συναντάμε στην αριστουργηματική νουβέλα του Joseph Roth «HOTEL SAVOY» (Εκδόσεις ΑΓΡΑ,σελ.170) (85).Το βιβλίο είναι μιά αλληγορία του κόσμου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,όπου ένα ογκώδες αριστοκρατικό ξενοδοχείο επτά ορόφων σε μιά ανώνυμη πόλη στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης χρησιμεύει ως σύμβολο του «πολιτισμένου» μεσοπολεμικού κόσμου.
«...Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy:απ’έξω έλαμπε,άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα,αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια,αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά,πολύ χαμηλά,θαμμένοι σε αέρινους τάφους-κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων,που κάθονταν κάτω,ήσυχοι και βολεμένοι,δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»
Ο στρατιώτης του Αυστροουγγρικού στρατού Γκάμπριελ Νταν,γυρίζοντας από πολύχρονη αιχμαλωσία στην Σιβηρία έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής γιά το σπίτι του.Σταματάει στην μικρή πόλη,όπου έχει ένα πάμπλουτο θείο με σκοπό να πάρει μιά μικρή οικονομική βοήθεια από αυτόν γιά να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του.Επιλέγει να μείνει στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης,το Σαβόϋ.Με το που πιάνει το δωμάτιο στον έκτο όροφο αντιλαμβάνεται ότι όσο ανεβαίνουμε σε ορόφους,τόσο φτωχότερα είναι τα δωμάτια,τόσο αλλάζει η διακόσμηση,τόσο διαφορετική είναι η πελατεία.Εάν στον πρώτο όροφο η πολυτέλεια είναι χτυπητή και το service είναι εξαιρετικό,στον έβδομο όροφο άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και την ανέχεια.
Η πόλη ταλαιπωρείται από τις απεργίες,αλλά οι μεγαλοβιομήχανοί της αδιαφορούν αφού επιδίδονται σε χρηματιστηριακά παιχνίδια συναλλάγματος και βγάζουν τεράστια κέρδη από εκεί.Ο Νταν συνειδητοποιεί ότι ζει σε ένα καζάνι που σιγοβράζει και είναι θέμα ημερών πότε θα εκραγεί.Ερωτεύεται μιά χορεύτρια αλλά διστάζει να εκδηλώσει τα αισθήματά του,προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της φτωχολογιάς του έβδομου ορόφου,και της άρχουσας τάξης που γλεντοκοπά στο μπαρ του ξενοδοχείου.Την ίδια στιγμή προσπαθεί με κάθε τρόπο,να μαζέψει κανένα φράγκο να την κάνει από την πόλη/Τιτανικό η οποία βουλιάζει καθημερινά μέσα στην παρακμή και την τρέλλα.
Καφκική ατμόσφαιρα (το άρωμα του Πύργου είναι έντονο),αναμεμιγμένη με το ύφος του Ίσεργουντ στις ιστορίες του γιά το μεσοπολεμικό Βερολίνο (ΑΝΤΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ,μιά από τις ιστορίες είναι εκείνη που αποτέλεσε τη βάση γιά την ταινία Καμπαρέ με την Λάϊσα Μινέλι),ο κόσμος του Ροτ είναι ο κόσμος της κεντρικής Ευρώπης του 20,των εθνών που αλλάζουν,των νομισμάτων που υποτιμούνται,της σεξουαλικής ελευθερίας και της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.
Το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο (στην λογοτεχνία και στο σινεμά,έχουμε παρακολουθήσει παρόμοιες ιστορίες) αλλά η γραφή του Ροτ παρ’ότι έχει μιά τάση προς το γκροτέσκο,είναι κορυφαία,η ειρωνία κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα και ο ήρωας είναι πολύ ζωντανός και στέρεος.Το περίεργο αυτό ξενοδοχείο που ψάχνουν όλοι τον ελληνικής καταγωγής διευθυντή συνέχεια,είναι γοητευτικό μέσα στο χάος που κυριαρχεί,οι δε χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στη σκηνή είναι δοσμένοι με ολοζώντανα χρώματα.
Εξαιρετικές και οι δύο εκδόσεις από την ΑΓΡΑ με υπέροχες μεταφράσεις των Ηλιόπουλου,Αγγελίδου γιά Ταϊμπο και Ροτ αντίστοιχα που βοηθούν στην απόλαυση των κειμένων.
Τηρώντας την προσωπική μου παράδοση θα απουσιάσω εκτός Ελλάδος γιά τις ημέρες του Πάσχα.Εύχομαι καλή Ανάσταση , να περάσετε όλοι καλά με πολύ διάβασμα και καλό φαγητό (ή το ανάποδο) .Θα τα ξαναπούμε μετά την πρωτομαγιά ελπίζω με περισσότερα βιβλία. Hasta la vista…
Της μουρλής γίνεται στο νεοεκδοθέν μυθιστόρημα του αγαπημένου μου,Paco Ignacio Taibo II (σταθερή επιλογή σε δύσκολους καιρούς), ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΠΟΛΗ ΥΠΟ ΒΡΟΧΗ (Εκδ.ΑΓΡΑ,σελ.209) (85) .Δεν είναι καινούριο το βιβλίο απλά τώρα εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Ο γαζωμένος από σφαίρες στο εξαιρετικό ΧΩΡΙΣ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ , θεότρελος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν κατόπιν απαίτησης των αναγνωστών του Ταϊμπο,ξαναζωντανεύει ,σχεδόν ανάπηρος σωματικά και με πολλά ψυχολογικά προβλήματα,γίνεται ήρωας μιάς απερίγραπτης ιστορίας που διαδραματίζεται στην Πόλη του Μεξικού και στο Ακαπούλκο γεμάτης δράση.Ο συγγραφέας παρότι υιοθετεί ένα λογοτεχνικό τρικ σύνηθες στους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας οι οποίοι «ανασταίνουν» ήρωες τους που προσπάθησαν να «σκοτώσουν» σε κάποιο προγενέστερο μυθιστόρημά τους,δεν εμφανίζει τον Έκτορα σαν ένα σούπερ ήρωα αλλά σαν ένα άνθρωπο γεμάτο φοβίες γιά τον θάνατο,τον πόνο,τα βασανιστήρια.Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε κρεβάτι και κρύβεται μέσα στη ντουλάπα,αρνείται να αναλάβει υποθέσεις γιά να μη μπλέξει κλπ..Παρ’όλα αυτά,είναι πολύ «διάολος» γιά να μένει ήσυχος και ασχολείται με μιά περίεργη υπόθεση όπου είναι μπλεγμένος ένας πράκτορας της CIA, διεφθαρμένοι κυβερνητικοί παράγοντες της εξουσίας, σαντινίστας, Κουβανοί εξόριστοι, το πτώμα του Τσε, πολιτικά κόμματα του Μεξικού, ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος που είναι μόνιμα μεθυσμένος, την δε τελική λύση θα την δώσουν καμιά τριανταριά τραγουδιστές Μαριάτσι.
Αναρχικός εκ φύσεως,αντιεξουσιαστής,βαθειά ανθρώπινος,ασεβής και τελείως αντισυμβατικός,ο ήρωας του Ταϊμπο ακολουθεί τους δικούς του κανόνες επίλυσης της ιστορίας.Παρακολουθεί στα φανερά τον βασικό ύποπτο,μπουκάρει όπου βρει χωρίς να το σκέφτεται και είναι πάντα έτοιμος να παρασυρθεί από ωραία θεάματα:
«Το Ακαπούλκο τον τρέλαινε και είχε μόλις δυό μέρες στην παραλία.Του τη βάρεσε και το’ριξε στην παρατήρηση οπισθίων.Ήταν κατενθουσιασμένος με τους κώλους.Κάτι τέτοιες στιγμές λυπόταν που ήταν μονόφθαλμος,γιατί,όπως και να το κάνεις,το ένα μάτι βλέπει λιγότερα απ’ότι τα δύο.Ο Έκτορ Μπελασκοαράν,ντετέκτιβ σε ηλιοθεραπεία,έφτιαξε ένα κατάλογο οπισθίων,δημοκρατικότατο,χωρίς διακρίσεις,και ιεραρχίες.Τους απολάμβανε όλους αδιακρίτως.Του άρεσαν εξίσου οι μυτεροί κώλοι των αδύνατων ξανθιών που ανέρχονταν προς τα ουράνια,οι στρογγυλοποιημένοι κώλοι των Ιαπωνίδων με τα μαύρα μπικίνι που έπαιζαν ρακέτες λίγα μέτρα από την αιώρα του,ο μνημειώδης κώλος της Τζαμαϊκανής μουλάτας που ξεχείλιζε από το μπικίνι και προσπαθούσε να ξεφύγει και από τις δύο μεριές,οι τεθωρακισμένοι κώλοι των καθηγητριών του Πανεπιστημίου της Νουέβο Λεόν που γιόρταζαν το διαζύγιό τους,ο χαμηλός αλλά πλατύς κώλος της αλλήθωρης Αυστραλής που έτρωγε τεράστια στρείδια ακατάπαυστα.Ήταν κώλοι αστραφτεροί,γεμάτοι ήλιο,που πάλλονταν σε διάφορους ρυθμούς,που ανεβοκατέβαιναν,κωλομέρια που πήγαιναν πότε εδώ και πότε εκεί,που υψώνονταν μονομιάς,κοιτούσαν και έκλειναν το μάτι στον αμερόληπτο παρατηρητή – ο οποίος τοςυ παρατηρούσε σαν ειδήμονας της μοντέρνας τέχνης,συλλογιζόταν ο Έκτορ από την προνομιακή θέση του μπανιστηρτζή.»
Η ιδέα του θανάτου που ακολουθεί τον ήρωα σε όλο το μυθιστόρημα δεν φεύγει ποτέ,ούτε όταν κάνει έρωτα με το περίεργο κορίτσι με την αλογοουρά που τον διεκδικεί με πάθος,ούτε όταν τρώει μέχρι σκασμού,ούτε όταν λύνει το παζλ της μπερδεμένης υπόθεσης.Όπως στα περισσότερα βιβλία του απίστευτου αυτού συγγραφέα η Πόλη του Μεξικού και το διεφθαρμένο μέχρι εκεί που δεν παίρνει κράτος είναι οι ουσιαστικοί πρωταγωνιστές της ιστορίας.Ένα μυθιστόρημα βαθύ και ουσιαστικό που σε παρασέρνει,που περνάς καλά,που αγωνιάς και που γελάς μέχρι δακρύων.
Τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα συναντάμε στην αριστουργηματική νουβέλα του Joseph Roth «HOTEL SAVOY» (Εκδόσεις ΑΓΡΑ,σελ.170) (85).Το βιβλίο είναι μιά αλληγορία του κόσμου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο,όπου ένα ογκώδες αριστοκρατικό ξενοδοχείο επτά ορόφων σε μιά ανώνυμη πόλη στην ανατολική μεθόριο της Ευρώπης χρησιμεύει ως σύμβολο του «πολιτισμένου» μεσοπολεμικού κόσμου.
«...Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy:απ’έξω έλαμπε,άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα,αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια,αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά,πολύ χαμηλά,θαμμένοι σε αέρινους τάφους-κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων,που κάθονταν κάτω,ήσυχοι και βολεμένοι,δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα.»
Ο στρατιώτης του Αυστροουγγρικού στρατού Γκάμπριελ Νταν,γυρίζοντας από πολύχρονη αιχμαλωσία στην Σιβηρία έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής γιά το σπίτι του.Σταματάει στην μικρή πόλη,όπου έχει ένα πάμπλουτο θείο με σκοπό να πάρει μιά μικρή οικονομική βοήθεια από αυτόν γιά να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του.Επιλέγει να μείνει στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης,το Σαβόϋ.Με το που πιάνει το δωμάτιο στον έκτο όροφο αντιλαμβάνεται ότι όσο ανεβαίνουμε σε ορόφους,τόσο φτωχότερα είναι τα δωμάτια,τόσο αλλάζει η διακόσμηση,τόσο διαφορετική είναι η πελατεία.Εάν στον πρώτο όροφο η πολυτέλεια είναι χτυπητή και το service είναι εξαιρετικό,στον έβδομο όροφο άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα και την ανέχεια.
Η πόλη ταλαιπωρείται από τις απεργίες,αλλά οι μεγαλοβιομήχανοί της αδιαφορούν αφού επιδίδονται σε χρηματιστηριακά παιχνίδια συναλλάγματος και βγάζουν τεράστια κέρδη από εκεί.Ο Νταν συνειδητοποιεί ότι ζει σε ένα καζάνι που σιγοβράζει και είναι θέμα ημερών πότε θα εκραγεί.Ερωτεύεται μιά χορεύτρια αλλά διστάζει να εκδηλώσει τα αισθήματά του,προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ της φτωχολογιάς του έβδομου ορόφου,και της άρχουσας τάξης που γλεντοκοπά στο μπαρ του ξενοδοχείου.Την ίδια στιγμή προσπαθεί με κάθε τρόπο,να μαζέψει κανένα φράγκο να την κάνει από την πόλη/Τιτανικό η οποία βουλιάζει καθημερινά μέσα στην παρακμή και την τρέλλα.
Καφκική ατμόσφαιρα (το άρωμα του Πύργου είναι έντονο),αναμεμιγμένη με το ύφος του Ίσεργουντ στις ιστορίες του γιά το μεσοπολεμικό Βερολίνο (ΑΝΤΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ,μιά από τις ιστορίες είναι εκείνη που αποτέλεσε τη βάση γιά την ταινία Καμπαρέ με την Λάϊσα Μινέλι),ο κόσμος του Ροτ είναι ο κόσμος της κεντρικής Ευρώπης του 20,των εθνών που αλλάζουν,των νομισμάτων που υποτιμούνται,της σεξουαλικής ελευθερίας και της αχαλίνωτης κερδοσκοπίας.
Το θέμα δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυπο (στην λογοτεχνία και στο σινεμά,έχουμε παρακολουθήσει παρόμοιες ιστορίες) αλλά η γραφή του Ροτ παρ’ότι έχει μιά τάση προς το γκροτέσκο,είναι κορυφαία,η ειρωνία κυριαρχεί σε όλο το μυθιστόρημα και ο ήρωας είναι πολύ ζωντανός και στέρεος.Το περίεργο αυτό ξενοδοχείο που ψάχνουν όλοι τον ελληνικής καταγωγής διευθυντή συνέχεια,είναι γοητευτικό μέσα στο χάος που κυριαρχεί,οι δε χαρακτήρες που μπαινοβγαίνουν στη σκηνή είναι δοσμένοι με ολοζώντανα χρώματα.
Εξαιρετικές και οι δύο εκδόσεις από την ΑΓΡΑ με υπέροχες μεταφράσεις των Ηλιόπουλου,Αγγελίδου γιά Ταϊμπο και Ροτ αντίστοιχα που βοηθούν στην απόλαυση των κειμένων.
Τηρώντας την προσωπική μου παράδοση θα απουσιάσω εκτός Ελλάδος γιά τις ημέρες του Πάσχα.Εύχομαι καλή Ανάσταση , να περάσετε όλοι καλά με πολύ διάβασμα και καλό φαγητό (ή το ανάποδο) .Θα τα ξαναπούμε μετά την πρωτομαγιά ελπίζω με περισσότερα βιβλία. Hasta la vista…