Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 09, 2021 | Permalink
Ελλάσων αλλά υπέροχος Joseph Roth ("Ο Τσίπερ και ο πατέρας του")
Η
σχέση πατέρα και γιού είναι διαρκώς παρούσα, στο έργο του μεγάλου Αυστριακού
συγγραφέα Joseph Roth (1894 Μπρόντι,
Γαλικία – 1939, Παρίσι, Γαλλία). Ο πολυγραφότατος (και ιδιαίτερα αγαπητός στη
χώρα μας) Ροτ, στα περισσότερα μυθιστορήματά του, έχει ως ήρωες ανίκανους και
(εν πολλοίς) μάλλον άχρηστους πατέρες και κατεστραμμένους γιους. Αυτή η σχέση
περιγράφεται πολύ έντονα και σε μια από τις θεωρούμενες ως «ελάσσονες» και «άγνωστες»
νουβέλες του, το «Ο ΤΣΙΠΕΡ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ» («Zipper
und sein Vater»), που εκδόθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ροές, σε
μετάφραση και επίμετρο της Πελ. Τσινάρη (σελ. 225).
Το μυθιστόρημα του εβραϊκής καταγωγής συγγραφέα, γραμμένο το 1928, στα χρόνια μεταξύ των δύο magnum opus του (του «Hotel Savoy» (1924) και του «Εμβατηρίου Ραντέτσκυ (1932) ), και λίγο πριν την έκδοση, δύο εξαιρετικά επιτυχημένων βιβλίων του, του «Ο Βουβός Προφήτης» και του «Ιώβ», είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα χαρακτήρων με την γνωστή αφηγηματική δεινότητα που χαρακτηρίζει αυτόν τον τεράστιο συγγραφέα.
«Εγώ δεν είχα πατέρα – ή μάλλον τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ -, ο Τσίπερ όμως διέθετε έναν.»
Χρονολογικά τοποθετημένο στις αρχές του 20ου αιώνα, το βιβλίο περιγράφει την ιστορία δύο ανθρώπων, του Άρνολντ Τσίπερ και του πατέρα του (που αποκαλείται μόνο με το επίθετό του «Τσίπερ» στην ιστορία). Ο γερο-Τσίπερ είναι ένας μικροαστός τεχνίτης, κατασκευαστής βιολιών και περιοδεύων αντιπρόσωπος, άνθρωπος πληθωρικός και ανήσυχος, μονίμως οργισμένος με την εξουσία και με διάθεση να «ανέβει κοινωνικά». Η σύζυγός του, μια νοικοκυρά που θαύμαζε τη Μοναρχία και τις παρελάσεις, φροντίζει να μη του πηγαίνει κόντρα, φοβούμενη τις εκρήξεις του – πρόσωπο που ο Ροτ τοποθετεί σε πολύ δεύτερο πλάνο. Ο Τσίπερ έχει δύο παιδιά, τον μεγαλύτερο γιο Καίσαρα και τον μικρότερο Άρνολντ, στον οποίο επενδύει όλες τις ελπίδες του για κοινωνική καταξίωση, καθώς ο Καίσαρας από μικρός δείχνει την απειθαρχία του και το ατίθασο του χαρακτήρα του.
Την ιστορία των Τσίπερ αφηγείται ο αδελφικός φίλος του Άρνολντ (ουσιαστικά ο συγγραφέας). Ο γέρο-Τσίπερ, τον δέχεται σαν να είναι παιδί του, τον φιλοξενούν συχνά στο σπίτι τους και του εκμυστηρεύεται τα όνειρα που έχει για τον γιο του. Όταν ξεσπάει ο Α παγκόσμιος πόλεμος, ο Τσίπερ αλλάζει και από αντίθετος στη Μοναρχία, γίνεται ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου και ζητωκραυγάζει τα στρατεύματα που φεύγουν για το μέτωπο βγάζοντας πύρινους λόγους στο καφενείο. Ο Άρνολντ θα καταταγεί, θα πολεμήσει και θα επιστρέψει τελείως διαφορετικός από πριν. Δεν έχει πλέον όρεξη για τίποτα, είναι ένας άνθρωπος παραιτημένος, που δεν πιστεύει σε τίποτα και νιώθει άχρηστος. Ο άλλος γιος ο Καίσαρ, θα μείνει ανάπηρος από τον πόλεμο, θα γυρίσει και θα πεθάνει γρήγορα. Ο γερο-Τσίπερ θα τοποθετήσει τον Άρνολντ, σε μια θέση αργομισθίας ουσιαστικά, από την οποία θα παραιτηθεί μη βρίσκοντας νόημα, ενώ θα βρίσκεται μονίμως στα καφενεία ακούγοντας και προσέχοντας τους γύρω του, χωρίς να συμμετέχει σε τίποτα.
Ο γέρο – Τσίπερ μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου γιού του, την διάλυση της Αυτοκρατορίας είναι κι αυτός ένας άνθρωπος διαφορετικός, χωρίς ενέργεια, γκρίζος και κατηφής ενώ ο Άρνολντ θα βρει νόημα στην ύπαρξή του, συναντώντας ξανά την Έρνα, μια συμμαθήτρια του από το σχολείο η οποία προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού. Θα την ερωτευτεί τρελά, θα την παντρευτεί χωρίς κανείς να καταλάβει πως, και θα την ακολουθήσει μέχρι το Βερολίνο, όπου η νεαρή και φιλόδοξη ηθοποιός θα προσπαθήσει να γίνει γνωστή. Ο Άρνολντ θα είναι διακριτικά δίπλα της, θα ανέχεται τις τρέλες και τις εκρήξεις μεγαλομανίας της, σε μια πορεία προς την γελοιοποίηση και την αυτοκαταστροφή.
«Νομίζω ότι ο πόλεμος μάς χάλασε. Ας παραδεχτούμε ότι αδίκως γυρίσαμε. Ξέρουμε όσα κι οι νεκροί, πρέπει όμως να παριστάνουμε τους κουτούς επειδή έτυχε να ζήσουμε. Τούτος ο δρόμος και τούτη η υπηρεσία, οι φόροι και το ταχυδρομείο και ο χορός και το θέατρο κι η αρρώστια, το πατρικό σπίτι και όλα τα υπόλοιπα μάς φαίνονται όλα τόσο γελοία. Στην ουσία, δυο πράγματα μπορούμε να κάνουμε μόνο, που μας αποδεικνύουν ότι είμαστε ζωντανοί: να υπακούμε και να διατάζουμε. Προτιμάμε όμως να υπακούμε παρά να διατάζουμε. Κι αυτό το κάναμε σαν να παίζαμε επιτραπέζιο. Γιατί, μια και είχαμε μυηθεί στο θάνατο, οι στρατιωτικές προετοιμασίες για το θάνατο δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι. Τον είχαμε ξεπεράσει, όπως και οι σοβαροί άνθρωποι που θέλουν να περάσουν την ώρα τους στο τρένο και είναι υπεράνω του ντόμινο με το οποίο παίζουν.»
Οι δυο διαφορετικοί κόσμοι των δύο Τσίπερ, του πατέρα και του γιού, που περιγράφει ο Ροτ στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου του – γιατί στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, το βάρος της πλοκής πέφτει στην πορεία του Άρνολντ στο Βερολίνο -, βρίσκονται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος. Ο παλιός κόσμος, που κυριολεκτικά εξαφανίζεται με το τέλος του Α παγκόσμιου πολέμου, είναι ο κόσμος του γερο-Τσίπερ, ο κόσμος της μεγαλομανίας και της μεγαλοστομίας, των παρελάσεων κάτω από το έμβλημα της μεγάλης Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ο κόσμος που μπορούσε ένας μικροαστός εβραίος επαρχιώτης να ονειρεύεται ότι θα σταδιοδρομήσει ο γιος του, ότι θα πετύχει εκεί που εκείνος λόγω έλλειψης εκπαίδευσης, γνωριμιών, ικανοτήτων απέτυχε. Ο Άρνολντ, ένας καλός και συνετός γιος, θα ζήσει όμως στον πόλεμο καταστάσεις για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένος (και ποιος ήταν όμως), θα απογοητευτεί, θα δει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα κι ότι όσα όνειρα είχε, έχουν καταστραφεί μαζί με την πτώση της χώρας.
Οι δύο ήρωες του βιβλίου, ο πατέρας και ο γιος, τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι, θα απογοητευτούν, θα συντριβούν, θα γελοιοποιηθούν. Ο Ροτ σε αυτό του το βιβλίο, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τα χρονογραφήματα που έγραφε σε εφημερίδες της εποχής – είδος στο οποίο μεγαλούργησε -, θα περιγράψει την προσωπική του απογοήτευση, από την παρακμή της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας, ενώ διακρίνουμε στοιχεία από την επερχόμενη υποταγή του γερμανικού και του αυστριακού λαού σε αυτό που έρχεται τα επόμενα χρόνια, αυτήν την απάθεια και την σήψη, την μυρωδιά του θανάτου και της ήττας σε όλες τις ενέργειες των ηρώων του.
«Αν ο Άρνολντ είχε πάθος να πηγαίνει στο θέατρο, δεν το έκανε, ας πούμε, επειδή φανταζόταν ότι έστεκε ο ίδιος στη σκηνή. Δεν ήταν ούτε τόσο αφελής ούτε τόσο φιλόδοξος – ούτε καν στα όνειρά του. Ήθελε μονάχα να ανασάνει τον αέρα του θεάτρου, όπως πήγαινε στο καφενείο όχι για να παίξει χαρτιά αλλά για να ανασάνει τον αέρα του καφενείου. Ανήκε στο κοινό – αλλά ήταν γνώστης. Όταν γνώριζε έναν ηθοποιό, ένιωθε την ανάγκη να τον δει να παίζει. Αν έβλεπε έναν ηθοποιό πάνω στη σκηνή, έπρεπε οπωσδήποτε να τον γνωρίσει. Αν γνώριζε ένα συγγραφέα, έπρεπε να τον διαβάσει. Αν διάβαζε ένα βιβλίο, ήθελε να δει τον συγγραφέα. Αν μιλούσε μ’ ένα ζωγράφο, τον επισκεπτόταν έπειτα στο ατελιέ του. Αυτές οι τάσεις και τα πάθη του είχαν σχεδόν ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Περισσότερο από ένα τυπωμένο βιβλίο, τον ενδιέφερε ένα χειρόγραφο, περισσότερο από ένα ολοκληρωμένο έργο ένα ημιτελές, περισσότερο από το κατεργασμένο αντικείμενο η αφορμή και η αιτία της εργασίας, περισσότερο από το πορτρέτο το μοντέλο. Ήταν σαν η δυστυχισμένη φύση του να ζητούσε να μάθει πως «φτιαχνόταν» κάτι. Γιατί διέθετε το χάρισμα της αίσθησης ενός δημιουργού, το ενδιαφέρον για μια τέχνη, σαν κάποιος που την ασκούσε. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να παραγάγει τίποτα. Ζούσε μέσα σε έναν εφιάλτη, όπου θες να φωνάξεις και δεν μπορείς.»
Ο Ροτ περιγράφει με κυνισμό και οξύ ρεαλισμό, την πορεία των δύο ανθρώπων (και όχι μόνο, καθώς η περιγραφή της Έρνα είναι ενδελεχής και ακριβής – λες και βλέπεις μπροστά σου, αυτές τις σταρλετίτσες που προσπαθούσαν να κάνουν καριέρα στα στούντιο της εποχής), ενώ στην υπέροχη αφήγησή του, έχει αυτές τις φράσεις σαν ξυραφιά, τις φοβερές παραγράφους που τον χαρακτηρίζουν. Αντιμετωπίζει με συμπόνια και πολύ χιούμορ τους ήρωές του, κυρίως η απεικόνιση του γερο-Τσίπερ είναι μεγαλειώδης, ενώ ο Άρνολντ, αντιπροσωπεύει όλη αυτή τη γενιά των ανθρώπων που πήγε η ζωή τους στράφι, έρμαια του ιστορικού γίγνεσθαι και της θύελλας που πήρε τα πάντα στο διάβα της, ουσιαστικά πάνω από μια 40αετία.
«Ο Τσίπερ και ο πατέρας του», μπορεί να μην είναι το καλύτερο ή το σπουδαιότερο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα, αλλά έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο του. Είναι ένα βιβλίο που απολαμβάνεις να διαβάζεις, στυλάτο και διαυγές, ατμοσφαιρικό και σαγηνευτικό στο έπακρο, απαραίτητο ανάγνωσμα για όλους εμάς που αγαπάμε τον Roth.
Βαθμολογία 82 / 100
Δημοσίευση σχολίου