Είναι
κάτι που παρατηρείται στην Αμερικανική λογοτεχνία. Οι συγγραφείς διακατέχονται
από το άγχος και την φιλοδοξία να γράψουν (ή τουλάχιστον να πλησιάσουν) το
«μεγάλο Αμερικανικό μυθιστόρημα». Συνήθως βέβαια, τα βιβλία τους είναι μεγάλα
περισσότερο σε όγκο παρά σε αξία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η προσπάθειά τους
δεν αξίζει ανταπόκρισης.
Όπως
συμβαίνει πάντα σε όλους τους τομείς (κι όχι μόνο της Τέχνης), η έκπληξη
καραδοκεί και σου φανερώνεται από εκεί που δεν το περιμένεις, όπως είναι η
περίπτωση του μυθιστορήματος, «Ο ΓΙΟΣ
ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ» («The Orphan Master’s Son») του συγγραφέα και
καθηγητή στο Stanford, Adam Johnson (1967, South Dakota), του βραβευμένου
με το βραβείο Pulitzer του 2013 ογκώδους
βιβλίου και δεύτερου μυθιστορήματος του συγγραφέα, που απέσπασε και το National Book Award για τη συλλογή
διηγημάτων του «Fortunes like us» το 2015 και κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος σε μετάφραση-άθλο της (πάντα καλής) Ιωάννας Ηλιάδη (σελ.684). Ένα
μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, πληθωρικό στο έπακρο, που παρασέρνει τον αναγνώστη
του, σε ένα λογοτεχνικό ταξίδι με την κυριολεκτική έννοια του όρου.
Το
βιβλίο έχει όλα τα στοιχεία ενός «μυθιστορήματος μαθητείας» («Bildungsroman»), αλλά ο Τζόνσον ακολούθησε έναν δύσκολο και
επικίνδυνο δρόμο, τοποθετώντας τη δράση του, στη σύγχρονη Βόρεια Κορέα. Κι εδώ
αρχίζει το πρώτο από μια σειρά παράδοξα που θέτει ο συγγραφέας στον αναγνώστη
του. Μυθιστόρημα του δυτικού κόσμου, που εκτυλίσσεται στην πιο «άγνωστη» χώρα του
κόσμου, στην πιο στυγερή (ίσως) δικτατορία που ξέρουμε; Κι όμως. Ο συγγραφέας
μετά από έρευνα επτά ετών, και μια επίσκεψή του στη χώρα, συνέθεσε ένα
χορταστικό μυθιστόρημα, μια δυστοπία θα λέγαμε καλύτερα, που τη συνοδεύει κι
ένα πραγματικό γεγονός, το οποίο συνέβη ένα χρόνο πριν την έκδοση του βιβλίου.
Ένας από τα κύρια πρόσωπά του (που διαδραματίζει και μεγάλο ρόλο στην πλοκή
του, με την σατανική του φιγούρα), ο ηγέτης της χώρας, Κιμ Γιονγκ Ιλ πέθανε το 2011 από μυστηριώδη αίτια. Τι θα έλεγε
άραγε ο ηγέτης της χώρας γι’ αυτό το βιβλίο που στηρίζεται σε πολλά αληθινά
περιστατικά της ιστορίας της χώρας και τα οποία είναι τόσο αδιανόητα που
μοιάζουν κατασκευασμένα;
Κεντρικός
χαρακτήρας και ήρωας του βιβλίου, είναι ο Πακ Τζουν Ντο. Ο Τζουν Ντο μεγαλώνει
στο ορφανοτροφείο που ονομάζεται «Μακρινά
Αύριο», μαζί με άλλα ορφανά παιδιά χωρίς όνομα. Εκείνος θεωρεί ότι δεν
είναι, αφού νομίζει ότι η διάσημη τραγουδίστρια της όπερας, που έχει ως αφίσα ο
διευθυντής στο γραφείο, είναι η μητέρα του, που πέθανε στη γέννα και ο
διευθυντής του ορφανοτροφείου είναι ο πατέρας του. Ο Τζουν Ντο θα περάσει τα
πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί, με αυξημένες αρμοδιότητες, αλλά στα 14 του, την
περίοδο του Μεγάλου Λιμού στη χώρα, θα κληθεί μαζί με τα άλλα ορφανά να
καταταγούν στον στρατό της χώρας. Εκεί θα εκπαιδευτεί στη διάνοιξη υπόγειων
σηράγγων και να πολεμάει στα σκοτεινά, ενώ μετά από μερικά χρόνια θα μετατεθεί
σε ένα πλοίο, ως «απαγωγέας» ατόμων από τις ακτές της Ιαπωνίας, ενώ μετά την
επιτυχημένη του πορεία εκεί, θα εκπαιδευτεί στην εκμάθηση Αγγλικών και θα
σταλεί ως ασυρματιστής, σε ένα πλοίο που τυπικά έχει τη μορφή του ψαράδικου
αλλά είναι στην πραγματικότητα κατασκοπευτικό. Στο μικρό αυτό πλοίο, θα ακούει
συνομιλίες Αμερικανών και Ρώσων και θα παρακολουθεί τις προσπάθειες δύο
Αμερικανίδων κωπηλατισσών να διασχίσουν τον ωκεανό.
«Ως το μεγαλύτερο
αγόρι στα Μακρινά Αύριο, ο Τζουν Ντο είχε ορισμένα καθήκοντα – μοίραζε το
φαγητό, κατάνεμε τις κουκέτες, έδινε στα καινούργια αγόρια ονόματα από τον
κατάλογο των 114 Μεγάλων Μαρτύρων της Επανάστασης. Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής
ήταν αποφασισμένος να μη δείχνει την παραμικρή εύνοια στον γιο του, το μόνο
παιδί στα Μακρινά Αύριο που δεν ήταν ορφανό. Όταν το κλουβί των κουνελιών ήταν
βρόμικο, αυτός που περνούσε τη νύχτα κλειδωμένος εκεί ήταν ο Τζουν Ντο. Όταν τα
αγόρια έβρεχαν τις κουκέτες τους, αυτός που έξυνε τα παγωμένα κάτουρα από το
πάτωμα ήταν ο Τζουν Ντο. Ο Τζουν Ντο δεν καυχιόταν στα άλλα αγόρια ότι ήταν ο
γιος του αφέντη των ορφανών κι όχι κάποιο παιδί που το άφησαν εκεί οι γονείς του
καθ’ οδόν προς ένα στρατόπεδο 9-27. Αν κάποιος ήθελε να το ξεδιαλύνει, ήταν
μάλλον προφανές – ο Τζουν Ντο ήταν εκεί πριν από όλους τους και δεν είχε
υιοθετηθεί ποτέ επειδή ο πατέρας του ποτέ δεν θα άφηνε κάποιον να πάρει τον
μοναχογιό του. Και έβγαζε νόημα: όταν η μητέρα του κλάπηκε για να μεταφερθεί
στην Πονγιάνγκ, ο πατέρας του είχε κάνει αίτηση για τη μοναδική θέση που θα του
επέτρεπε να βγάζει το ψωμί του αλλά και για να προσέχει τον γιο του.»
Από
την υπηρεσία στο πλοίο και τις διάφορες περιπέτειες που συμβαίνουν εκεί, ο
Τζουν Ντο θα εξέλθει προβληματισμένος για τη φύση του καθεστώτος που υπηρετεί,
αλλά και με ένα τεράστιο τατουάζ στο στήθος, το όμορφο πρόσωπο της Ήλιος
Σελήνη, μιας εμβληματικής τραγουδίστριας της Όπερας, που ο Κιμ Γιονγκ Ιλ είναι χρόνια
ερωτευμένος μαζί της, αλλά και συζύγου του αιμοσταγούς και επικίνδυνου διοικητή
Γκα, δεξιού χεριού του ηγέτη της χώρας αλλά και εν κρυπτώ αντιπάλου του ή και
διαδόχου του. Η επόμενη ανάθεση, αφορά ένα ταξίδι στις ΗΠΑ, με τον Τζουν Ντο να
συνοδεύει την κυβερνητική αποστολή στο Τέξας, ως μεταφραστής. Τίποτα δεν πάει
καλά σε αυτό το ταξίδι, ενώ ένα ατύχημα του ήρωα, θα τον αναγκάσει να βγάλει το
πουκάμισό του και οι Αμερικανοί να δουν το τατουάζ του, νομίζοντας πλέον ότι
μπροστά τους βρίσκεται ο Διοικητής Γκα, αφού το πρόσωπο της συζύγου του,
απεικονίζεται στο στήθος του. Μια παρεξήγηση που θα διαδραματίσει σημαίνοντα
ρόλο στο βιβλίο.
Λόγω
της αποτυχίας του ταξιδιού, ο Τζουν Ντο θα σταλεί στα ορυχεία. Είναι πλέον ένας
υποψήφιος νεκρός. Στο ορυχείο όμως, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Διοικητή Γκα,
που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ήρωά μας και αυτό θα είναι μοιραίο και
για τους δυο, αφού στη μονομαχία αυτή, ο Τζουν Ντο θα βγει με μυστηριώδη τρόπο
νικητής εξολοθρεύοντας τον Γκα. Σε μια αποθέωση του πικαρέσκου κλίματος του
βιβλίου, ο ήρωάς μας, θα εμφανιστεί με την στολή του Διοικητή Γκα, πείθοντας
τους πάντες ότι είναι εκείνος. Θα εμφανιστεί μπροστά στην εμβρόντητη Ήλιο
Σελήνη και στα παιδιά της, λέγοντάς τους ότι είναι ο Διοικητής Γκα, ενώ και ο
Κιμ Γιονγκ Ιλ, θα δεχτεί με ανακούφιση (και χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη) το νέο
πρόσωπο του Διοικητή του. Το όνειρο της γνωριμίας με την Ήλιο Σελήνη, επιτέλους
υλοποιείται για τον Τζουν Ντο σε μια συνάντηση που θα επισφραγίσει την τραγική
του μοίρα μετά από πολλά ακόμα επεισόδια, που ο (υπνωτισμένος πλέον) αναγνώστης
θα συναντήσει στο πολυσέλιδο αυτό βιβλίο.
«Διαρκώς σκεφτόμουν
πόσο πολύ έμοιαζε η βιογραφία του διοικητή Γκα με τη δική μου. Τα ονόματα και
των δυο μας ήταν κατά βάση άγνωστα – δεν υπήρχε όνομα με το οποίο μπορούσαν να
μας φωνάξουν φίλοι και συγγενείς, δεν υπήρχε λέξη στην οποία να αποκρίνεται ο
βαθύτερος εαυτός μας. Κι από την άλλη, είχα αρχίσει τρόπον τινά να πιστεύω ότι
δεν ήξερε τι είχαν απογίνει η ηθοποιός και τα παιδιά της. Πράγματι, έδειχνε να
κινείται βάσει της πεποίθησης ότι ήταν σώοι και ασφαλείς, μολονότι μου φαίνεται
πως δεν είχε ιδέα. Σε μεγάλο βαθμό, όπως κι εγώ ο ίδιος – δημιουργούσα τις
βιογραφίες των υποκειμένων μου, οι οποίες ουσιαστικά κατέγραφαν τη ζωή τους ως
το σημείο που με συναντούσαν. Κι ωστόσο, όφειλα να το παραδεχτώ, ποτέ δεν είχα
συνεχίσει να παρακολουθώ την πορεία έστω και ενός ατόμου μετά την αποχώρησή του
από το Τμήμα 42. Ούτε μια βιογραφία δεν είχε επίλογο. Η πιο σημαντική μας
σύνδεση ήταν το γεγονός ότι, προκειμένου να αποκτήσει μια καινούργια ζωή, ο Γκα
είχε αναγκαστεί να αφαιρέσει μιαν άλλη. Αποδείκνυα το θεώρημα αυτό καθημερινά.
Έπειτα από χρόνια αποτυχιών, καταλάβαινα τώρα ότι, γράφοντας τη βιογραφία του
διοικητή Γκα, ίσως έγραφα επίσης και τη δική μου.»
Το
μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε δύο μέρη, στο πρώτο («Η βιογραφία του Τζουν Ντο») που καταλαμβάνει περίπου το 1/3 του
βιβλίου, και έχει τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ήρωας είναι ένα πιόνι του καθεστώτος,
που μετακινείται ανάλογα τις ορέξεις των ανωτέρων του. Από το ορφανοτροφείο,
στις υπόγειες στοές που εκπαιδεύεται ως μια μελλοντική πολεμική μηχανή, στις
απαγωγές, στο ψαράδικο, στην αποστολή στο Τέξας, είναι ένα τυφλό όργανο που
μπορεί να αποκτάει συνείδηση αργά αλλά δεν τολμάει να αντιδράσει. Στο δεύτερο
μέρος («Η εξομολόγηση του Διοικητή Γκα»),
ο αφηγηματικός ρυθμός μετατρέπεται, καθώς η δράση ξεκινάει ένα χρόνο αργότερα,
με τον Τζουν Ντο φυλακισμένο και υπάρχουν δύο φωνές, αυτή του ιδιόρρυθμου
ανακριτή που ουσιαστικά φτιάχνει τη βιογραφία του ανακρινόμενου (όπως και των
υπόλοιπων με τους οποίους ασχολείται), ενώ από την άλλη παρακολουθούμε την
πορεία του ήρωα, με την νέα του ταυτότητα, μέσα από τριτοπρόσωπη αφήγηση που
διανθίζεται από την φωνή των μεγαφώνων που βρίσκονται διάσπαρτα στην πρωτεύουσα
Πιονγκγιάνγκ και περιγράφουν την ιστορία του Διοικητή Γκα (ή Τζουν Ντο).
Το
δυστοπικού χαρακτήρα μυθιστόρημα του Τζόνσον,
περιγράφει με ζωντάνια και δυναμισμό, μια χώρα που θυμίζει το καθεστώς του 1984 του Orwell. Όλοι παρακολουθούν και παρακολουθούνται,
όλα απαγορεύονται και παρ’ όλα αυτά οι κάτοικοι της χώρας συνεχίζουν τη ζωή
τους, με σκυφτό κεφάλι, σε έναν καθημερινό παραλογισμό που θα μπορούσε να
αποτελεί σκηνικό ταινίας ή βιβλίου επιστημονικής φαντασίας. Ο συγγραφέας δίνει
στον ήρωά του, το όνομα Τζουν Ντο παραπέμποντας στο όνομα John Doe, που δίνεται στις Η.Π.Α. στους ανθρώπους
αγνώστου ταυτότητας και αυτό ακριβώς επιτυγχάνεται στο βιβλίο – ο ήρωας είναι ο
καθένας από αυτούς τους φοβισμένους πολίτες που ψάχνουν μια δίοδο αντίδρασης.
Το σουρεαλιστικό πλαίσιο ή και ένα είδος «μαγικού ρεαλισμού» που κυριεύει το
δεύτερο μισό του βιβλίου, με τον ήρωα και την Ήλιο Σελήνη να ερωτεύονται και
την ταινία «Casablanca»
να αποτελεί ορόσημο και οδηγό, απογειώνουν το μυθιστόρημα, που μπορεί να
εξουθενώνει τον αναγνώστη με τον όγκο και τις πολλές λεπτομέρειες του, αλλά από
την άλλη τον μαγεύει με τον εκπληκτικό του ρυθμό.
Στο
πληθωρικό μυθιστόρημα μαθητείας του Τζόνσον, περιέχονται διάφορα λογοτεχνικά
είδη, πικαρέσκο, σουρεαλιστικό, θρίλερ, κατασκοπικό, στρατοπεδική λογοτεχνία, μυθικό ταξίδι
αυτογνωσίας, ιστορία επιβίωσης και αδάμαστης θέλησης, αναζήτησης ταυτότητας,
περιπέτεια και δράμα. Είναι ένα βιβλίο που περιέχει πολλά βιβλία, ένα λογοτεχνικό
tour-de-force, ανοικονόμητο και εφιαλτικό, ζοφερό και τραγελαφικό
και μαζί που καταλήγει σε μια δραματική ιστορία έρωτα και πάθους με τραγικό
φινάλε. Μπορεί να μην είναι αριστούργημα αλλά είναι ένα βιβλίο «εθιστικό» και
ιδιαίτερα τολμηρό.
Όπως
διαβάζω σε συνεντεύξεις του συγγραφέα, πολλά από τα απίθανα περιστατικά που
υπάρχουν στο βιβλίο, με διαφορετικό τρόπο συνέβησαν αληθινά (η απαγωγή μιας
ηθοποιού από την Ιαπωνία και του συζύγου της για να γυρίσουν την κομμουνιστική
βερσιόν του Γκοτζίλα ή η αγάπη του Κιμ για τα τζετ σκι), τόσο παράλογα και τόσο
επικίνδυνα ταυτόχρονα, που ούτε και το πιο σουρεαλιστικό λογοτεχνικό έργο δεν
μπορεί να αποδώσει στην ακρίβεια.
«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΦΕΝΤΗ
ΤΩΝ ΟΡΦΑΝΩΝ»,
είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, που αξίζει θαυμασμού για την δομή και τον ρυθμό
του, κυρίως όμως εντυπωσιάζει για το θέμα του, ένα κράτος – μυστήριο, μια
οπερετική δικτατορία που είναι αδιανόητο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι υπάρχει
ακόμα και, που ο συγγραφέας μετά από τόσα χρόνια έρευνας, επέτυχε να αποδώσει
με τέτοιο δυναμισμό, σε ένα page-turner απολαυστικό μυθιστόρημα.
Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ του Σαββάτου 10/9/22, ελαφρώς συντομευμένο.
Βαθμολογία
85 / 100