Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2023 | Permalink
Λάδι σε καμβά
Με
το όγδοο μυθιστόρημα του (σε μια λογοτεχνική διαδρομή σαράντα χρόνων) με τίτλο «ΛΑΔΙ
ΣΕ ΚΑΜΒΑ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.213), ο
εξαιρετικός συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος (Αθήνα 1943), συνεχίζει στο ίδιο ύφος
με το πολύ καλό προηγούμενό του βιβλίο «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια», να
περιγράφει με πανοραμικό τρόπο μια εποχή.
Και αν στο προηγούμενο «μεταφερόμαστε»
στην Ελλάδα της δεκαετίας του ‘50, στο «Λάδι με καμβά» διαβάζουμε μια υπέροχη ιστορία
που εκτυλίσσεται στην κύρια μορφή της από τα μέσα της δεκαετίας του 60 έως τα
μέσα της δεκαετίας του ’70, αν και το βιβλίο χρονικά διατρέχει μια περίοδο 35
περίπου χρόνων, έως τις αρχές του 21ου αιώνα.
Το
«Λάδι σε καμβά», μυθιστόρημα πολυεπίπεδο, έχοντας ως βάση (και αφορμή) την
ιστορία του Σπύρου, που τον γνωρίζουμε αισιόδοξο 20άρη και τον αφήνουμε ηττημένο
μεσήλικα, μπορεί να θεωρηθεί «μυθιστόρημα μαθητείας» καθώς τυπικά έχει τα
στοιχεία που θα το χαρακτηρίσουν ως τέτοιο. Η ιστορία του ήρωα, που θα μπορούσε
να είναι η ιστορία ενός οποιουδήποτε νέου που μεγάλωνε στην Ελλάδα της δεκαετίας
του ’60, είναι μια ιστορία διάψευσης ονείρων και απότομης προσγείωσης στην
πραγματικότητα, μια ιστορία ενός καθημερινού ανθρώπου που αλλιώς τα ονειρεύτηκε
και αλλιώς του ήρθαν.
Το βιβλίο θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε δύο μέρη, το ένα φωτεινό, το δεύτερο σκοτεινό. Το καλοκαίρι του ’66, ο Σπύρος σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών και με ταλέντο στη ζωγραφική, φιλοξενείται σε ένα νησί του Αιγαίου (που έχει πολλά στοιχεία της Λέσβου), από την οικογένεια ενός ζωγράφου που διαμένει μόνιμα στο νησί. Ο ζωγράφος Φαίδων Καραλής, φίλος από παλιά του πατέρα του, έχει αποτραβηχτεί εκεί, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου ζει με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά, την Ειρήνη που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη από τον Σπύρο, τον Τζώρτζη που ήταν συνομήλικός του και την δωδεκάχρονη Γωγώ. Ο Σπύρος προερχόμενος από μια αστική Αθηναϊκή οικογένεια (με τον έμπορο πατέρα του να έχει καταπνίξει την αγάπη του για την μουσική, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών με ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας), βρίσκεται στο ολοφώτεινο και ξέγνοιαστο καλοκαιρινό τοπίο, με μια παρέα που μπορεί εκ πρώτοις να μην έχει κοινά στοιχεία, αλλά τους ενώνει η νιότη και η δίψα για ζωή.
«Τότε, μέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών. Μαζί μ’ εμάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαμε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις μπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεμιά, το Συμπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ με τα μικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές μας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εμάς, με φωνές απλές, χωρίς στόμφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε κι εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραμελημένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο.»
Σύντομα, ο νεαρός Αθηναίος, θα αποτελέσει «μήλο της έριδος», μεταξύ της Ειρήνης που σπουδάζει στην Αθήνα και δείχνει πιο απελευθερωμένη και της μικρής Γωγώς που τον πολιορκεί με όλο το πάθος της ηλικίας της και είναι ένα παιδί-γυναίκα, ωριμότερη συναισθηματικά από τα χρόνια της, η οποία προσπαθεί να βρει κώδικες προσέγγισης με τον Σπύρο, που δείχνει (και είναι) φανερά αμήχανος αν και υπερβολικά γοητευμένος. Ο Σπύρος νιώθει σωματική έλξη προς την μεγάλη αδελφή με την οποία υπάρχει έντονο ερωτικό παιχνίδι, αλλά βαθιά μέσα του αρχίζει να ερωτεύεται την Γωγώ, που παρά τους περιορισμούς της ηλικίας της, προσπαθεί να έρθει όλο και πιο κοντά του. Η καθοριστική στιγμή του βιβλίου, είναι όταν μετά από ένα βράδυ γλεντιού, ο Σπύρος και η Ειρήνη θα βρεθούν στο κρεβάτι του. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, θα δουν την Γωγώ να έχει ανοίξει την πόρτα του δωματίου και να τους παρατηρεί φρικαρισμένη. Η Γωγώ φεύγει ουρλιάζοντας, κλείνεται στο δωμάτιό της, το σπίτι ξυπνάει και η οικογένεια προσπαθεί να ηρεμήσει τη μικρή που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος υποχρεούται να φύγει – έτσι κι αλλιώς οι διακοπές του τελείωναν αλλά εκείνος νιώθει ιδιαίτερα ταπεινωμένος και ντροπιασμένος. Στο σπίτι του δεν θα πει τίποτα όταν φτάσει, αλλά ένα τηλεφώνημα που γίνεται μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, θα αποκαλύψει την αλήθεια στην οικογένειά του,
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν μια Αθήνα σε σημείο αναβρασμού. Διαδηλώσεις, απεργίες, ο Σπύρος παρακολουθεί τα μαθήματα, κάνει παρέα με συμφοιτητές του που έχουν ταλέντο, φαίνεται ότι θα προχωρήσει σε ένα καλλιτεχνικό ύφος που του ταιριάζει, αλλά, όταν γίνεται το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, η ζωή του αλλάζει. Ο πατέρας του, ως πρώην αριστερός συλλαμβάνεται και στέλνεται εξόριστος στην μακρινή Ανάφη. Ο Σπύρος αναλαμβάνει το μαγαζί που φλερτάρει με την χρεωκοπία, καθώς ήταν παραμελημένο, και η μητέρα του δείχνει ανίκανη να το διαχειριστεί. Ο Σπύρος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μαθημάτων και αυξανόμενων υποχρεώσεων, ενώ η υγεία του πατέρα του χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Πάνω στην απόγνωσή του, θα απευθυνθεί σε έναν αξιωματικό που γνώρισε στο νησί το καλοκαίρι, κι εκείνος θα του ζητήσει ως αντάλλαγμα να γίνει ο πληροφοριοδότης του στη Σχολή. Ο Σπύρος μπορεί να δείχνει ότι συγκατανεύει σιωπηρά για να σώσει τον πατέρα του, αλλά η απόφασή του είναι να μη ξαναπατήσει στη Σχολή, απαρνούμενος το όνειρό του και την Τέχνη που αγαπούσε. Πολλά χρόνια αργότερα, μια έκθεση ζωγραφικής και ένας πίνακας θα του θυμίσουν τη χαμένη του νιότη και τα όνειρα που πήγαν στράφι.
«… Όσες όμως φορές (το ήξερα αυτό) είχα επιχειρήσει να αντιγράψω, έβγαινε κάτι άλλο, που είχε λιγότερη σχέση με το ξένο έργο και περισσότερη μ’ εμένα ∙ γιατί κάθε πίνακας, πέρα από το θέμα του, είναι και το σωματικό αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης ατομικότητας, που σημαίνει ακόμα και την ανατομία του χεριού, τον ρυθμό της αναπνοής, την πρόσληψη των χρωμάτων και των σχημάτων από την όραση του κάθε ζωγράφου. Τέλεια αντιγράφει μόνο όποιος τίποτα δεν έχει μέσα του.»
Το βιβλίο θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε δύο μέρη, το ένα φωτεινό, το δεύτερο σκοτεινό. Το καλοκαίρι του ’66, ο Σπύρος σπουδαστής στη Σχολή Καλών Τεχνών και με ταλέντο στη ζωγραφική, φιλοξενείται σε ένα νησί του Αιγαίου (που έχει πολλά στοιχεία της Λέσβου), από την οικογένεια ενός ζωγράφου που διαμένει μόνιμα στο νησί. Ο ζωγράφος Φαίδων Καραλής, φίλος από παλιά του πατέρα του, έχει αποτραβηχτεί εκεί, σε ένα παραθαλάσσιο χωριό, όπου ζει με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά, την Ειρήνη που ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη από τον Σπύρο, τον Τζώρτζη που ήταν συνομήλικός του και την δωδεκάχρονη Γωγώ. Ο Σπύρος προερχόμενος από μια αστική Αθηναϊκή οικογένεια (με τον έμπορο πατέρα του να έχει καταπνίξει την αγάπη του για την μουσική, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών συσκευών με ένα μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας), βρίσκεται στο ολοφώτεινο και ξέγνοιαστο καλοκαιρινό τοπίο, με μια παρέα που μπορεί εκ πρώτοις να μην έχει κοινά στοιχεία, αλλά τους ενώνει η νιότη και η δίψα για ζωή.
«Τότε, μέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος όλος ήταν όπως εμείς – είκοσι χρονών. Μαζί μ’ εμάς είχε ξαναγεννηθεί η ζωή, όλα είχαν αλλάξει, ακούγαμε τα νέα τραγούδια που έπαιζαν στις μπουάτ της Πλάκας, τον Τιπούκειτο, την Απανεμιά, το Συμπόσιο, τη Ρουλότα και ένα σωρό άλλες. Αντί για τις ντιζέζ με τα μικρόφωνα, νέοι τραγουδιστές, κορίτσια και αγόρια που θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές μας στη Σχολή, παιδιά κι εκείνα σαν εμάς, με φωνές απλές, χωρίς στόμφο, έλεγαν τα καινούργια τους τραγούδια πάνω σε στίχους που είχαν καθαρή ποίηση. Το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε κι εμείς, απομακρυσμένοι από το όλο και πιο απρόσωπο κέντρο της πόλης, κρυμμένοι στις παραμελημένες γειτονιές της, φέρναμε τον καινούργιο.»
Σύντομα, ο νεαρός Αθηναίος, θα αποτελέσει «μήλο της έριδος», μεταξύ της Ειρήνης που σπουδάζει στην Αθήνα και δείχνει πιο απελευθερωμένη και της μικρής Γωγώς που τον πολιορκεί με όλο το πάθος της ηλικίας της και είναι ένα παιδί-γυναίκα, ωριμότερη συναισθηματικά από τα χρόνια της, η οποία προσπαθεί να βρει κώδικες προσέγγισης με τον Σπύρο, που δείχνει (και είναι) φανερά αμήχανος αν και υπερβολικά γοητευμένος. Ο Σπύρος νιώθει σωματική έλξη προς την μεγάλη αδελφή με την οποία υπάρχει έντονο ερωτικό παιχνίδι, αλλά βαθιά μέσα του αρχίζει να ερωτεύεται την Γωγώ, που παρά τους περιορισμούς της ηλικίας της, προσπαθεί να έρθει όλο και πιο κοντά του. Η καθοριστική στιγμή του βιβλίου, είναι όταν μετά από ένα βράδυ γλεντιού, ο Σπύρος και η Ειρήνη θα βρεθούν στο κρεβάτι του. Κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, θα δουν την Γωγώ να έχει ανοίξει την πόρτα του δωματίου και να τους παρατηρεί φρικαρισμένη. Η Γωγώ φεύγει ουρλιάζοντας, κλείνεται στο δωμάτιό της, το σπίτι ξυπνάει και η οικογένεια προσπαθεί να ηρεμήσει τη μικρή που βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Το επόμενο πρωί ο Σπύρος υποχρεούται να φύγει – έτσι κι αλλιώς οι διακοπές του τελείωναν αλλά εκείνος νιώθει ιδιαίτερα ταπεινωμένος και ντροπιασμένος. Στο σπίτι του δεν θα πει τίποτα όταν φτάσει, αλλά ένα τηλεφώνημα που γίνεται μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, θα αποκαλύψει την αλήθεια στην οικογένειά του,
Οι επόμενοι μήνες βρίσκουν μια Αθήνα σε σημείο αναβρασμού. Διαδηλώσεις, απεργίες, ο Σπύρος παρακολουθεί τα μαθήματα, κάνει παρέα με συμφοιτητές του που έχουν ταλέντο, φαίνεται ότι θα προχωρήσει σε ένα καλλιτεχνικό ύφος που του ταιριάζει, αλλά, όταν γίνεται το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών, η ζωή του αλλάζει. Ο πατέρας του, ως πρώην αριστερός συλλαμβάνεται και στέλνεται εξόριστος στην μακρινή Ανάφη. Ο Σπύρος αναλαμβάνει το μαγαζί που φλερτάρει με την χρεωκοπία, καθώς ήταν παραμελημένο, και η μητέρα του δείχνει ανίκανη να το διαχειριστεί. Ο Σπύρος προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ μαθημάτων και αυξανόμενων υποχρεώσεων, ενώ η υγεία του πατέρα του χειροτερεύει όλο και περισσότερο. Πάνω στην απόγνωσή του, θα απευθυνθεί σε έναν αξιωματικό που γνώρισε στο νησί το καλοκαίρι, κι εκείνος θα του ζητήσει ως αντάλλαγμα να γίνει ο πληροφοριοδότης του στη Σχολή. Ο Σπύρος μπορεί να δείχνει ότι συγκατανεύει σιωπηρά για να σώσει τον πατέρα του, αλλά η απόφασή του είναι να μη ξαναπατήσει στη Σχολή, απαρνούμενος το όνειρό του και την Τέχνη που αγαπούσε. Πολλά χρόνια αργότερα, μια έκθεση ζωγραφικής και ένας πίνακας θα του θυμίσουν τη χαμένη του νιότη και τα όνειρα που πήγαν στράφι.
«… Όσες όμως φορές (το ήξερα αυτό) είχα επιχειρήσει να αντιγράψω, έβγαινε κάτι άλλο, που είχε λιγότερη σχέση με το ξένο έργο και περισσότερη μ’ εμένα ∙ γιατί κάθε πίνακας, πέρα από το θέμα του, είναι και το σωματικό αποτύπωμα μιας συγκεκριμένης ατομικότητας, που σημαίνει ακόμα και την ανατομία του χεριού, τον ρυθμό της αναπνοής, την πρόσληψη των χρωμάτων και των σχημάτων από την όραση του κάθε ζωγράφου. Τέλεια αντιγράφει μόνο όποιος τίποτα δεν έχει μέσα του.»
Οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου, αφορούν τις ημέρες στο νησί. Η ατμόσφαιρα είναι φωτεινή, έχει πολλές στιγμές ανεμελιάς και αθωότητας, με έντονο το ερωτικό στοιχείο και με νοσταλγικό τόνο. Όταν όμως ο ήρωας επιστρέφει στην Αθήνα, η ατμόσφαιρα του βιβλίου βαραίνει, «τα χρώματα» γίνονται σκοτεινά, το υπαρξιακό στοιχείο κυριαρχεί ενώ υπεισέρχεται το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο με ψύχραιμη περιγραφή των ημερών που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, της επταετίας αλλά και των γεγονότων της Νομικής και του Πολυτεχνείου.
Όλοι
οι ήρωες (κεντρικοί ή δευτερεύοντες χαρακτήρες) του βιβλίου, είναι άνθρωποι με
ματαιωμένα όνειρα. Ο Σπύρος που η ζωή τον τραβάει άθελά του σε ένα μονοπάτι
μιζέριας και μικροαστισμού, ο πατέρας του, που δεν αφήνει το πάθος του για τη
μουσική να τον οδηγήσει, αλλά περιορίζεται σε ένα μαγαζί-τάφο των ελπίδων του
(το οποίο θα «θάψει» και τον γιο του), ο ζωγράφος Καραλής που απογοητευμένος
από τις κλίκες και τους συμβιβασμούς της Αθήνας, θα αποτραβηχτεί με την τέχνη
του, στο νησί, είναι άνθρωποι - εκφραστές μιας προσωπικής ήττας, που
ενδεχομένως να έχουν μετανιώσει για κάποιες επιλογές τους αλλά πλέον δεν
μπορούν να τις αλλάξουν. Ο Σπύρος νιώθει τον εαυτό του υπεύθυνο για «προδοσία»
απέναντι στη Γωγώ, το κουβαλάει σε όλη του τη ζωή και αυτοτιμωρείται με την
επιλογή που κάνει για το μέλλον του.
Ο Πανσέληνος είναι ένας συγγραφέας που στις ιστορίες του εισέρχονται και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο οι Τέχνες, κυρίως η Μουσική. Στο «Λάδι σε καμβά», μπορεί να υπάρχει η μουσική αλλά πρωταγωνιστεί η Ζωγραφική. Γίνονται αναφορές σε γνωστούς ζωγράφους που ξεπήδησαν κατά τη διάρκεια της Χούντας, σε καλλιτεχνικά ρεύματα, ενώ υπάρχουν διάλογοι και προβληματισμός για τις τάσεις στη ζωγραφική. Ο αναγνώστης δε, του βιβλίου, θα βρει στις τελευταίες σελίδες του, και τον πίνακα που θα υπενθυμίσει στον ήρωα του, τις ημέρες του μοιραίου καλοκαιριού. Όπως δήλωσε δε, σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας, το μυθιστόρημά του, μπορεί να αναγνωσθεί και «η ιστορία ενός πίνακα».
Ο πανοραμικός τρόπος στο ύφος του Πανσέληνου – κάτι που το κάνει τόσα χρόνια, τόσο καλά -, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες, με πολύ ζωντανές εικόνες και έξοχες περιγραφές των δρόμων της Αθήνας, χαρακτηρίζουν το βιβλίο που έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, είναι απλά γραμμένο αλλά πρώτιστα διαθέτει πολλά επίπεδα ανάγνωσης σε συνδυασμό με την αφηγηματική άνεση που διακρίνει τον συγγραφέα, η οποία έχει τέτοια δύναμη που, εισέρχεται μέσα στον αναγνώστη, προτρέποντάς τον διαρκώς να σταθεί και να σκεφτεί, να προβληματισθεί και να εστιάσει σε σημεία που ίσως στην αρχή να ξεπεράσει βιαστικά.
Γραμμένο με υπαινικτικό ύφος και αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, το «ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ», αποδεικνύεται ένα βαθιά υπαρξιακό και ψυχολογικό μυθιστόρημα με ελεγειακά στοιχεία, δείγμα της μαεστρίας του συγγραφέα του.
«… Από τότε μετρούσα τη ζωή μου με τα καλοκαίρια. Ο υπόλοιπος χρόνος περνούσε μέσα σε πηχτό σκοτάδι και σε σιωπή, οι χειμώνες ήταν σημαδεμένοι από τις πικρές μέρες του πένθους που ήταν το πένθος της γενιάς μου για μια ζωή που το νήμα της είχε κοπεί πριν ακόμα ξεκινήσει.»
Βαθμολογία 83 / 100
Ο Πανσέληνος είναι ένας συγγραφέας που στις ιστορίες του εισέρχονται και διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο οι Τέχνες, κυρίως η Μουσική. Στο «Λάδι σε καμβά», μπορεί να υπάρχει η μουσική αλλά πρωταγωνιστεί η Ζωγραφική. Γίνονται αναφορές σε γνωστούς ζωγράφους που ξεπήδησαν κατά τη διάρκεια της Χούντας, σε καλλιτεχνικά ρεύματα, ενώ υπάρχουν διάλογοι και προβληματισμός για τις τάσεις στη ζωγραφική. Ο αναγνώστης δε, του βιβλίου, θα βρει στις τελευταίες σελίδες του, και τον πίνακα που θα υπενθυμίσει στον ήρωα του, τις ημέρες του μοιραίου καλοκαιριού. Όπως δήλωσε δε, σε μια συνέντευξή του ο συγγραφέας, το μυθιστόρημά του, μπορεί να αναγνωσθεί και «η ιστορία ενός πίνακα».
Ο πανοραμικός τρόπος στο ύφος του Πανσέληνου – κάτι που το κάνει τόσα χρόνια, τόσο καλά -, δίνοντας έμφαση στις λεπτομέρειες, με πολύ ζωντανές εικόνες και έξοχες περιγραφές των δρόμων της Αθήνας, χαρακτηρίζουν το βιβλίο που έχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορία, είναι απλά γραμμένο αλλά πρώτιστα διαθέτει πολλά επίπεδα ανάγνωσης σε συνδυασμό με την αφηγηματική άνεση που διακρίνει τον συγγραφέα, η οποία έχει τέτοια δύναμη που, εισέρχεται μέσα στον αναγνώστη, προτρέποντάς τον διαρκώς να σταθεί και να σκεφτεί, να προβληματισθεί και να εστιάσει σε σημεία που ίσως στην αρχή να ξεπεράσει βιαστικά.
Γραμμένο με υπαινικτικό ύφος και αξιοθαύμαστη οικονομία λόγου, το «ΛΑΔΙ ΣΕ ΚΑΜΒΑ», αποδεικνύεται ένα βαθιά υπαρξιακό και ψυχολογικό μυθιστόρημα με ελεγειακά στοιχεία, δείγμα της μαεστρίας του συγγραφέα του.
«… Από τότε μετρούσα τη ζωή μου με τα καλοκαίρια. Ο υπόλοιπος χρόνος περνούσε μέσα σε πηχτό σκοτάδι και σε σιωπή, οι χειμώνες ήταν σημαδεμένοι από τις πικρές μέρες του πένθους που ήταν το πένθος της γενιάς μου για μια ζωή που το νήμα της είχε κοπεί πριν ακόμα ξεκινήσει.»
Βαθμολογία 83 / 100