Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 26, 2024 | Permalink
Kill, kill, kill ("Τέκνο του Θεού" και "Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ")
Μυθιστορήματα βίαια και νοσηρά, όπου οι συγγραφείς εξερευνούν την ανθρώπινη κατάσταση και φτάνουν στα όρια της γραφής τους, προκαλώντας διαρκώς τον αναγνώστη (και τις αντοχές του). Μυθιστορήματα ζοφερά αλλά ιδιαίτερα ελκυστικά, που δεν ενδείκνυνται για «ευαίσθητους αναγνώστες» ή γι’ αυτούς που (συνηθίζουν στα βιβλία που διαβάζουν να) εισέρχονται βαθιά εντός τους – το πιθανότερο είναι να βλέπουν εφιάλτες αργότερα. Είναι δύο βιβλία διαφορετικής θεματικής, γραμμένα το πρώτο, από έναν συγγραφέα-κολοσσό με φανατικούς θαυμαστές και το δεύτερο, από έναν ελάχιστα γνωστό στο παγκόσμιο κοινό που τράβηξε τον δικό του μοναχικό δρόμο με λίγους (σχετικά) αλλά πολύ φανατικούς αναγνώστες.
 

Στο κείμενο αυτό, γράφω για ένα από τα ελάσσονα έργα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα
Cormac McCarthy (Providence 1933 – Santa Fe 2023), που έχει ως τίτλο «ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ» («Child of God») – εκδόσεις Gutenberg, (σειρά Aldina) σε (αστραφτερή) μετάφραση και ωραία εισαγωγή του Παναγιώτη Κεχαγιά (σελ. 221), που έχει ως κεντρικό χαρακτήρα έναν από τους αποκρουστικότερους κακούς στο λογοτεχνικό σύμπαν, και για το διασημότερο ίσως λογοτεχνικό έργο, του Βρετανού συγγραφέα (και πολλά άλλα) Derek Raymond (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Robin (Robert) Cook) – (Λονδίνο 1931-1994), με τίτλο «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ» («I was Dora Suarez») – εκδόσεις Έρμα σε μετάφραση της Όλγας Καρυώτη (σελ. 267), με ήρωα έναν από τους πιο διεστραμμένους κακούς που έχω συναντήσει σε μυθιστόρημα. Ας τα πάρουμε από την αρχή:

Το «ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ», είναι ένα από τα πρώτα μυθιστορήματα (ουσιαστικά, το τρίτο) που έγραψε ο μεγάλος McCarthy. Εκδόθηκε το 1973, την εποχή που ο έξοχος συγγραφέας δεν είχε γίνει ακόμα διάσημος και προτού γραφτούν τα «μεγάλα έργα» του. Είναι από τα λιγότερο γνωστά βιβλία του, που όμως διαβάζοντάς το μετά από 50 χρόνια από τη δημιουργία του, παραμένει εξαιρετικά σύγχρονο και διαθέτει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ύφος του McCarthy, κυρίως την ικανότητά του να περιγράφει τον ανθρώπινο ψυχισμό και τα όριά του, μέσα στα τραχιά τοπία της αμερικανικής ενδοχώρας, και να εμβαθύνει στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
 
Στο μυθιστόρημα, ακολουθούμε τον Λέστερ Μπάλαρντ, έναν φτωχό αγρότη, ο οποίος χάνει το κτήμα του, για χρέη στην τράπεζα, σε μια επαρχία του Τενεσί. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 και ο Μπάλαρντ, συγκλονισμένος από αυτή την απώλεια, περιφέρεται άστεγος και χωρίς διάθεση για δουλειά. Απλά επιβιώνει και σκοτώνει. Γιατί ο Μπάλαρντ είναι ένας διαταραγμένος άνθρωπος, αποξενωμένος από την κοινωνία που τον περιφρονεί και δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Ο Μπάλαρντ βυθίζεται όλο και περισσότερο στην παράνοια, δολοφονώντας ζευγάρια που κατασκοπεύει μέσα στα αυτοκίνητά τους σε ερωτικές στιγμές, είναι νεκρόφιλος (αφού παίρνει τα γυναικεία πτώματα και τα βιάζει) και τελείως εξαχρειωμένος.
 

«Ένας άντρας μοναχικός. Όσοι πήγαιναν στου Κίρμπι για να πιούν τον πετύχαιναν νυχτιάτικα δίπλα στο δρόμο, καμπουριασμένο και μόνο, με την καραμπίνα στο χέρι σαν κάτι που δεν μπορούσε ν’ αποτινάξει.
Είχε αδυνατίσει κι είχε γίνει πικρόχολος.
Κάποιοι έλεγαν πώς είχε τρελαθεί.
Ένα κακόβουλο άστρο τον οδηγούσε.
Σταματούσε στα σταυροδρόμια κι αφουγκραζόταν τα σκυλιά των άλλων να γαβγίζουν πάνω στο βουνό. Μια ψωροπερήφανη φιγούρα στο φως των προβολέων των λιγοστών αυτοκινήτων που περνούσαν. Μέσα στη σκόνη που άφηναν πίσω τους εκείνος έβριζε ή μουρμούριζε ή εκτόξευε ροχάλες ενώ οι άλλοι στριμώχνονταν μέσα στα παλιά μεγάλα σεντάν με καραμπίνες και βάζα με ουίσκι ακουμπισμένα ανάμεσά τους και λιγνά κυνηγόσκυλα κουλουριασμένα πάνω στο καπό του πορτμπαγκάζ.»
 
Λόγω της εμφάνισής του – είναι τόσο κοντός (στα όρια του νανισμού), βρώμικος και εξαθλιωμένος – κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Τον αφήνουν να περιφέρεται – κάποιοι τον λυπούνται, λόγω του βασανισμένου παρελθόντος του, ο πατέρας του κρεμάστηκε, ως παιδί δε αντιμετώπιζε πάντα την χλεύη των συμμαθητών του -, τον βλέπουν ως γραφική φιγούρα, αλλά εκείνος είναι ότι πιο κοντινό σε serial killer, μπορείς να φανταστείς. Κατρακυλάει στην τρέλα, σκοτώνοντας και βιάζοντας νεκρές γυναίκες, αγοράζει γυναικεία εσώρουχα προσπαθώντας να τους τα φορέσει, ντύνεται με γυναικεία ρούχα και ζει σε σπηλιές, ενώ οι υποψίες για τη δράση του εντείνονται αλλά αποδείξεις δεν υπάρχουν.
 
Στο βιβλίο του McCarthy, τα ηθικά όρια θολώνουν και η γραμμή μεταξύ «πολιτισμού» και «αγριότητας» ξεθωριάζει, όσο δε ο Μπάλαρντ βυθίζεται όλο και περισσότερο στην τρέλα, προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί για τις έννοιες της «ηθικής» και των κανόνων που επιβάλλονται από την κοινωνία. Ο ήρωας του βιβλίου, είναι ένας άνθρωπος χαμηλής νοημοσύνης που είναι ανίκανος να επικοινωνήσει με τους άλλους, απομονώνεται και ζει ως κτήνος, δεν ξεχωρίζει τις ενέργειές του μεταξύ «καλού» και «κακού», βγάζοντας στην επιφάνεια τα χαμηλότερα ένστικτα του ανθρώπινου είδους.
 
«Ενώ ήταν ξαπλωμένος μέσα στη σκοτεινή σπηλιά τού φάνηκε ότι άκουσε ένα σφύριγμα όπως όταν ήταν μικρό παιδί στο κρεβάτι του κι άκουγε τον πατέρα του που γύριζε σπίτι να σφυρίζει από το δρόμο, έναν μοναχικό αυλητή, αλλά τώρα ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ρυάκι που κυλούσε στα βάθη του σπηλαίου για να καταλήξει ίσως σε άγνωστους ωκεανούς στα βάθη της γης.
Εκείνη τη νύχτα είδε στον ύπνο του ότι ακολουθούσε τη δασωμένη ράχη του βουνού καβάλα στο μουλάρι. Είδε πιο χαμηλά κάτι ελάφια σ’ ένα λιβάδι να φωτίζονται από τον ήλιο που έπεφτε στο χορτάρι. Το χορτάρι δεν είχε στεγνώσει ακόμη και τα ελάφια στέκονταν ακίνητα και τους έφτανε μέχρι τα γόνατα. Μπορούσε να νιώσει τη ραχοκοκαλιά του μουλαριού να κινείται με κάθε βήμα και ο Μπάλαρντ πίεσε με τα πόδια του τα πλευρά. Η θλίψη και ο φόβος του βάθαιναν με κάθε φύλλο που άγγιζε το πρόσωπό του. Κάθε φύλλο που περνούσε το έβλεπε για τελευταία φορά. Κυλούσαν πάνω στο πρόσωπό του σαν πέπλα, κάποια ήδη κίτρινα, με τις φλέβες τους σαν λεπτά κόκκαλα στο φως του ήλιου. Ήταν απόφασισμένος να συνεχίσει γιατί δεν υπήρχε γυρισμός και ο κόσμος εκείνη τη μέρα ήταν πανέμορφος όπως και κάθε άλλη μέρα από την αρχή του κόσμου και ο Μπάλαρντ πήγαινε ίσια στο χαμό του.»


Ο McCarthy, δημιουργεί έναν ήρωα, που θα συναντήσουμε και σε μεταγενέστερα βιβλία του (σχεδόν πανομοιότυπος είναι ο – απόλυτα Κακός – Άντον Τσίγκουρ αλησμόνητος χαρακτήρας του «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους»), έναν ήρωα που παρότι είναι ένα «τέκνο του Θεού» («μάλλον όπως κι εσείς» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, στην αρχή του βιβλίου), επισημαίνει διαρκώς στον αναγνώστη ποια είναι τα βαθύτατα όρια μιας ύπαρξης, πόσο βαθιά κρυμμένο (ή και καταπιεσμένο) είναι το «Κακό» μέσα μας, δοκιμάζει τα όρια των αναγνωστικών αντοχών μας.
 
Το «Τέκνο του Θεού» που μετέφερε στον κινηματογράφο ο (διαρκώς ανήσυχος και πολύ μορφωμένος) James Franco, μπορεί να μη βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των εκπληκτικών βιβλίων του Cormac McCarthy, αλλά είναι ένα «μεγάλο – μικρό» μυθιστόρημα, αφόρητο και ελκυστικό, απωθητικό και σαγηνευτικό, μια διαρκής αναγνωστική πρόκληση, αλλά και ταυτόχρονα μια υπενθύμιση της μεγαλοσύνης του σπουδαίου συγγραφέα.
 
Στο «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», η βία και η κτηνωδία έχουν άλλο πρόσωπο, αλλά η «δοκιμασία» στις αντοχές του αναγνώστη συνεχίζεται. Ο ευφυέστατος Derek Raymond, αναπτύσσει μια απόλυτα ρεαλιστική (πιο «ρεαλιστική» δεν γίνεται) ιστορία, όπου κι εδώ έχουμε όχι μόνο έναν «απόλυτα Κακό» λογοτεχνικό ήρωα, που είναι όμως ταυτόχρονα κι ένας ζωντανός χαρακτήρας που θα μπορούσε να βρίσκεται διαρκώς δίπλα μας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στα μαγαζιά που διασκεδάζουμε, στον δρόμο που περπατάμε. Είναι ένα «ταξίδι» μέσα στην παράνοια που μόνο στην απόλυτη φρίκη μπορεί να σε οδηγήσει.
 

Οι πρώτες 44 σελίδες του βιβλίου, δεν αστειεύονται! Ο αναγνώστης εισέρχεται στην «καρδιά του σκότους» κατευθείαν, χωρίς καθυστέρηση. Ο νεαρός δολοφόνος, εισβάλλει με ένα τσεκούρι, στο σπίτι που φιλοξενείται η Ντόρα Σουάρεζ και την τεμαχίζει (κυριολεκτικά), ενώ η άτυχη γηραιά κυρία Μπέτι Κάρστερς που άκουσε τον θόρυβο μέσα στο διαμέρισμά της, θα πεταχτεί σαν σακί πάνω στο ψηλό επιδαπέδιο ρολόι, όπου θα βρει τον θάνατο από την πρόσκρουση. Ο δολοφόνος όμως δεν θα αρκεστεί σε αυτά. Θα κατακρεουργήσει  το πτώμα της Ντόρα Σουάρεζ, θα εκσπερματώσει πάνω του, θα γλείψει το αίμα, θα αφοδεύσει. Αφού τα κάνει όλα αυτά, θα φύγει και θα πάει στο σπίτι, του Φέλιξ Ροάτα, συνιδιοκτήτη ενός κλαμπ με τον οποίο φαίνεται να έχουν μια οικονομική δοσοληψία, και θα τον στείλει στον άλλον κόσμο, ρίχνοντάς του από πολύ κοντινή απόσταση μια σφαίρα που του διαλύει το κεφάλι (κυριολεκτικά).
 
Ο ανώνυμος ντετέκτιβ που θα κληθεί από την αστυνομία να αναλάβει την υπόθεση, είναι ο ίδιος που είναι βασικός ήρωας στο «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά», βιβλίο της σειράς των «Factory novels» (περισσότερα γι’ αυτή τη σειρά, μπορείτε να διαβάσετε στο κείμενό μου για το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά»). Στο «Ήμουν η Ντόρα Σουάρεζ» είναι ανθυπαστυνόμος που έχει απολυθεί από το σώμα λόγω συμπεριφοράς, αλλά καλείται πίσω εσπευσμένα στο «Εργοστάσιο» (όπως αποκαλείται το τμήμα στο οποίο υπηρετεί – ένα ιδιαίτερα σκληρό και βίαιο τμήμα, που χρησιμοποιούν πολλές φορές ανορθόδοξες μεθόδους). Προσπαθώντας να ξετυλίξει το νήμα της υπόθεσης, ο ανθυπαστυνόμος βρίσκει το ημερολόγιο της Ντόρα Σουάρεζ, όπου θα εισέλθει σε έναν ιστό της αράχνης, γεμάτο διαφθορά, βία και ζόφο. Αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο φόνος της Ντόρα Σουάρεζ και του Φέλιξ Ροάτα, που έγινε μερικά χιλιόμετρα μακριά, συνδέονται μεταξύ τους και το κλειδί βρίσκεται στο κλαμπ που είχε τελευταίος. Όσο περισσότερο όμως εισέρχεται στις λεπτομέρειες της ιστορίας και σε συνδυασμό με την ευαισθησία που βγαίνει από τα γραπτά της δολοφονηθείσας κοπέλας, κυριεύεται από μια συνεχή εμμονή να την «δικαιώσει».
 
Αν ο αναγνώστης πιστέψει ότι αυτό το κρεσέντο της βίας και της φρίκης, εξαντλείται στην αρχή, πλανάται… Αυτό που ακολουθεί με τα ευρήματα μέσα στον επάνω όροφο του κλαμπ, , είναι αδιανόητο, και δείγμα της αχαλίνωτης φαντασίας του συγγραφέα. Από την άλλη όμως έχουμε και το πάθος του ανθυπαστυνόμου για την Ντόρα Σουάρεζ, που γίνεται (ερωτική ουσιαστικά) εμμονή, και που οδηγείται αργά αλλά σταθερά στην παράνοια και στην προσωπική εκδίκηση απέναντι σε έναν διαταραγμένο και άρρωστο δολοφόνο. Το φινάλε του βιβλίου ελαφρώς απογοητεύει καθώς η (πολυαναμενόμενη) κορύφωση δεν έρχεται, σε μια ιστορία ηλεκτρισμένη και τελείως παρανοϊκή.
 
«Οι πληκτικοί και οι δολοφόνοι είναι περίπου το ίδιο, οι περισσότεροι φόνοι οφείλονται είτε στην ανία είτε στην απελπισία. Οι δολοφόνοι, σε αντίθεση με τους απλούς ανθρώπους, σκοτώνουν επειδή τους είναι τρομερά δύσκολο να είναι ευγενικοί. Οι περισσότεροι δολοφόνοι έχουν αστική καταγωγή ή, ακόμα χειρότερα, επειδή έχουν εξαναγκαστεί να βρίσκονται σε εργατικό περιβάλλον, αναπαράγουν το αστικό.(…)
Αυτός ο δολοφόνος είχε πάρα πολύ σοβαρά σεξουαλικά προβλήματα. Δεν είχε ιδέα από που προέρχονταν, φυσικά, αφού δεν είχε καμία δυνατότητα να τα διακρίνει. Μια μορφή που έπαιρνε το πρόβλημά του (μακάρι να είχε σταματήσει εκεί!) ήταν το απόλυτο, αν και ασυνείδητο, μίσος που έτρεφε προς το μοναδικό μέρος του εαυτού του πάνω στο οποίο, αν και ήταν προσαρτημένο στο σώμα του, δεν είχε κανένα έλεγχο: το πουλί του.
Είχε αρχίσει να το τιμωρεί γι’ αυτόν τον λόγο από τότε που ήταν ακόμα πολύ νέος, για την ακρίβεια από την πρώτη φορά που μια γυναίκα το προκάλεσε να κάνει τη δουλειά του και απέτυχε. Στα δεκαπέντε του, την πρώτη του φορά, εκείνη την πρώτη φοβερή στιγμή στη ζωή ενός νεαρού άντρα, τον απογοήτευσε σαν σκασμένο λάστιχο. Εξαιτίας της ακλόνητης και απόλυτης άρνησής του να σηκωθεί, αυτό το μέρος του σώματός του απέδειξε ότι δεν ήταν εκείνο το ανώτερο ον που νόμιζε. Αντιθέτως, αυτό το συρρικνωμένο αλλά ζωτικό μικρό μέρος του κούρνιαζε αδύναμο, όπως έκανε έκτοτε κάθε φορά, με μια αρνητική αλλά ελεγκτική αυθάδεια, πεσμένο πάνω στον μηρό του σαν γερομπεκρής σε κάποιο μπαρ, κλείνοντάς του λίγο-πολύ το μάτι πονηρά, προκαλώντας τον να κάνει κάτι. Στο τέλος τού έδωσε ένα τόσο γερό χαστούκι, που ούρλιαξε από τον πόν πόνο που προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του, ενώ το κορίτσι, μπροστά στο άσχημο θέαμα της ανικανότητάς του, έγινε καπνός. Έτσι το πρώτο φαλλικό αίμα που έχυσε ποτέ ήταν το δικό του. Το κορίτσι που νόμιζε ότι ήταν δικό του, πολύ λογικά, την κοπάνησε αμέσως από το δωμάτιο κι έφυγε μακριά από εκείνο το φτηνό ξενοδοχείο στην Καλιντόνιαν Ρόουντ.»


Ο Raymond περιγράφει στο βιβλίο του, τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, εξερευνώντας θέματα εξουσίας, βίας και λύτρωσης. Είναι ένα κολασμένο ταξίδι προς την άβυσσο με το οποίο ο αναγνώστης νιώθει διαρκώς άβολα και δυσάρεστα, με τρομερό αφηγηματικό ρυθμό, αγχώδη και ξέφρενο, όπου δεν υπάρχει κάποιος χαρακτήρας θετικός – ακόμα και ο ανώνυμος ανθυπαστυνόμος που έλκεται από την νεκρή Ντόρα Σουάρεζ, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι κάνα πρότυπο.
 
Νοσηρό και ευρισκόμενο διαρκώς σε μια ισορροπία τρόμου, ζοφερό και απόκοσμο το βιβλίο, σκοτεινό και άκρως ρεαλιστικό, μας μεταφέρει σε ένα Λονδίνο διαστροφικό και πέρα από κάθε ηθικό φραγμό. Το «ΗΜΟΥΝ Η ΝΤΟΡΑ ΣΟΥΑΡΕΖ», είναι ένα μυθιστόρημα που έγινε cult, που απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και που μεταφέρθηκε στο θέατρο σε μια multimedia παράσταση. Είναι ένα βιβλίο που σε γοητεύει και το ρουφάς, που σε ακολουθεί για μέρες, αλλά δεν είναι για όλους - συνιστάται σε αποστασιοποιημένους αναγνώστες και όχι εκείνους που επηρεάζονται εύκολα.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 85 / 100


 
Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2024
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 15, 2024 | Permalink
Μετα-αποκαλυπτικός λυρισμός ("Ο αστερισμός του σκύλου")
Μυθιστόρημα που συναρπάζει τους αναγνώστες του και τους μεταφέρει σε ένα μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν, είναι το εξαιρετικό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Αμερικανού συγγραφέα Peter Heller (Νέα Υόρκη, 1959), με τίτλο «Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ» («The Dog Stars»), που εκδόθηκε το 2012 στις Η.Π.Α. και πριν από μερικούς μήνες, για πρώτη φορά στη χώρα μας, από τις Εκδόσεις του 21ου, σε μετάφραση των Α.Αγγελίδη και Μ.Αγγελίδου (σελ. 365). Το μυθιστόρημα του Χέλερ, είναι ένα αγωνιώδες βιβλίο, όπου η επιβίωση εξαρτάται ουσιαστικά από την τύχη, στα πλαίσια των πολύ επιτυχημένων (και δημοφιλών) «Ο Δρόμος» του Κ.Μακάρθι, «Όρυξ και Κρέικ»της Μ.Άτγουντ και άλλων.


Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα (και ιδιαιτέρως ελκυστική) ιστορία, που διαδραματίζεται σε ένα έρημο (από ανθρώπους) περιβάλλον, που έχει καταστραφεί από μια πανδημία γρίπης, η οποία έχει αφανίσει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας (το 99% για την ακρίβεια), το μυθιστόρημα ακολουθεί την ιστορία του Χιγκ, ενός ερασιτέχνη πιλότου, που ζει σε ένα εγκαταλειμμένο μικρό αεροδρόμιο του Κολοράντο, μαζί με τον πιστό του γηραιό σκύλο Τζάσπερ (ο συγγραφέας με τον τίτλο του, «παίζει» ανάμεσα στον αστερισμό του Μέγα Κύονα και τον σκύλο του ήρωά του).
 
«Μην μπερδευτούμε: έχουν περάσει εννιά χρόνια. Η γρίπη σκότωσε σχεδόν τους πάντες, και μετά η αρρώστια του αίματος σκότωσε ακόμα περισσότερους. Όσοι απόμειναν, είναι βασικά Όχι Καλοί, γι’ αυτό μένουμε εδώ στην πεδιάδα, γι’ αυτό περιπολώ κάθε μέρα.»
 
Ο Χιγκ ζούσε με τη σύζυγό του στο Ντένβερ, που ήταν έγκυος όταν την βρήκε η πανδημία και κατασκεύαζε σπίτια, ενώ έγραφε και ποίηση. Στάθηκε πολύ τυχερός, γλυτώνοντας από τον χαμό, και τώρα εκεί που ζει, βρήκε έναν μισάνθρωπο μεσήλικα, τον Μπάγκλεϊ για τον οποίο δεν γνωρίζει τίποτα, παρά μόνο ότι κουβαλάει μαζί του, πολλά όπλα με τα οποία είναι ιδιαίτερα ικανός.
 
Οι δυο τους και ο Τζάσπερ, προσπαθούν να επιβιώσουν, και να γλυτώσουν από τις επιδρομές διαφόρων τρελαμένων, που έχουν σχηματίσει συμμορίες και περιφέρονται ψάχνοντας τροφή, σκορπίζοντας τον θάνατο. Ο Χιγκ τους χαρακτηρίζει «όχι καλούς», αλλά αυτός είναι ένας πραγματικά Καλός άνθρωπος, ο οποίος έχει ανακαλύψει μια ομάδα ανθρώπων, που παρότι τους έχει χτυπήσει ο ιός επιζούν και διαβιώνουν στην άλλη πλευρά του βουνού, και πηγαίνει με το αεροπλανάκι του (σε πλήρη διαφωνία με τον Μπάγκλεϊ), πηγαίνοντάς τους τροφή και υλικά για την επιβίωσή τους. Ο Χιγκ συνεχίζει να ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον και η αυτή του η ελπίδα τον κρατάει ζωντανό. Όταν πεθάνει ο Τζάσπερ, θα συντριβεί, θα νιώσει ότι όλα χάνονται.
 
Νιώθει την ελπίδα να τον εγκαταλείπει, είναι εκείνος που έλεγε ότι πρέπει οι ηθικές αξίες να διατηρηθούν με κάθε τρόπο και ερχόταν ο Μπάγκλεϊ να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα, πάντα έτοιμος να σκοτώσει τους εισβολείς, να τον μάθει να σέρνει τα πτώματα (από τα πόδια), να παρακολουθεί από το παρατηρητήριό του ανελλιπώς. Πριν από τρία χρόνια, ο Χιγκ, ψάχνοντας τα ραδιοκύματα του μικρού Cesna αεροπλάνου του (οι επικοινωνίες λειτουργούν λόγω των δορυφόρων που συνεχίζουν να περιφέρονται στο διάστημα), θα ακούσει μια φωνή να καλεί από κάποια αεροπορική βάση. Πλέον μετά τον χαμό του Τζάσπερ, του γίνεται έμμονη ιδέα να πάει να βρει αν υπάρχουν επιζώντες και που. Θα πάρει το αεροπλάνο του, προς αναζήτηση και αυτό θα αλλάξει τη ζωή του για άλλη μια φορά. Θα γνωρίσει στον δρόμο του ένα ζευγάρι πατέρα-κόρης, και η γυναίκα αυτή, θα τον κάνει να πιστέψει ξανά στη ζωή.
 
«Ήταν λες και ζούσα διπλή ζωή ∙ ήταν η μπλε και πράσινη επιμονή της ζωής, που απλωνόταν πάνω στα γκρίζα χρώματα του θανάτου. Κι εγώ ταλαντευόμουν ανάμεσά τους, περνούσα μια από δω και μια από κει με την ίδια ευκολία που περνούσα από τη λιακάδα στην κρύα σκιά του υπόστεγου. Ή ακόμη κι όταν εγώ δεν κουνιόμουν, περνούσε η σκιά από πάνω μου, σαν σύννεφο, έκανε τα μπράτσα μου ν’ ανατριχιάσουν, και μετά έφευγε. Χανόταν.
Η ζωή ζούσε μέσα στο θάνατο κι ο θάνατος ζούσε μέσα στη ζωή. Αυτή ήταν η σκέψη μου. Ότι ο θάνατος βρισκόταν μέσα σε όλους μας. Περιμένοντας μόνο μια νύχτα πιο ζεστή ∙ ένα λάθος στο σύστημα ∙ ένα μαμούνι σαν αυτό που έφαγε τα μαύρα δέντρα στο βουνό. Και η ζωή, από την άλλη, βρισκόταν μέσα στο θάνατο, επίμονη και μεταδοτική σαν τον ιό της γρίπης. Όπως πρέπει.»


«Ο αστερισμός του σκύλου», είναι μια πολύ «αμερικάνικη ιστορία», ένα βιβλίο που εντάσσεται στη σύγχρονη μυθολογία, που θέλει τον ήρωα να κάνει τα πάντα για την επιβίωσή του. Θέμα αγαπημένο σε συγγραφείς και τηλεοπτικούς παραγωγούς με την συνεχή αναπαραγωγή σειρών και ταινιών που ασχολούνται με έναν «μετα-αποκαλυπτικό» κόσμο. Στο βιβλίο υπάρχουν επίσης και άλλα προσφιλή στους Αμερικανούς θέματα, όπως η δύναμη της φύσης (που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία), λεπτομέρειες για το ψάρεμα και το κυνήγι, ενώ τα άγρια τοπία του Κολοράντο προσφέρουν το τέλειο σκηνικό για το περιπετειώδες (και είναι έντονο) στοιχείο του βιβλίου, που έχει πολλή βία όπως είναι αναμενόμενο.
 
Υπάρχουν βέβαια πολλά πράγματα που ξεχωρίζουν στο μυθιστόρημα του Χέλερ. Αρχικά εντυπωσιάζουν  η ένταση και οι πολύ ζωντανές εικόνες του. Με γλώσσα λιτή αλλά υποβλητική, περιγράφει μια άκρως ζοφερή αλλά πολύ σαγηνευτική εικόνα ενός ερειπωμένου σύμπαντος. Ο κίνδυνος είναι διαρκής και ο αγώνας για επιβίωση δεν σταματάει. Επίσης είναι εξαιρετική η αποτύπωση της ανθρώπινης κατάστασης σε ένα κόσμο που είναι μεν εξωτερικά όμορφος, αλλά οι αντιξοότητες παρουσιάζονται καθημερινά. Ο Χιγκ είναι πολύπλοκος και βαθιά ανθρώπινος που νιώθει ενοχές για την απώλεια της συζύγου του και του μωρού που θα’ρχόταν, απελπίζεται και κουβαλάει διαρκώς μια αίσθηση ματαιότητας για όλα, αλλά από την άλλη, μπορεί και βρίσκει παρηγοριά στις μικρές απολαύσεις της ζωής.
 
Η σχέση του Χιγκ με τον σκύλο του, τον Τζάσπερ, είναι ένα από τα κεντρικά στοιχεία του μυθιστορήματος. Στη σχέση αυτή, υπάρχει διαρκώς η υπενθύμιση στον αναγνώστη, ότι η φιλία και η αγάπη μπορεί να υπάρξει και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Ο Τζάσπερ είναι το πιο συγκινητικό πρόσωπο του βιβλίου και ένα φωτεινό σημείο μέσα στη ζοφερή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο πλαίσιο της ιστορίας, αποτελώντας μαζί με τον Χιγκ τον συναισθηματικό πυρήνα της ιστορίας.
 
«Αναρωτιόμουν: έτσι νιώθεις όταν πεθαίνεις; Έτσι ολομόναχος; Να πετάς γαντζωμένος από μια αγάπη παλιά; Και να συνεχίζεις;»
 
Σε αντίθεση με τις περισσότερες δυστοπίες, οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι αληθοφανείς και όχι «χάρτινοι». Δεν υπάρχει «υπερήρωας» στο βιβλίο, ούτε εμφανίζεται κάποιος «από μηχανής Θεός». Ο φόβος και η ανάγκη για καθημερινή επιβίωση, δεσπόζει – οι ήρωες του μυθιστορήματος προσπαθούν να ζήσουν μέρα τη μέρα, ενώ εντυπωσιακό είναι και το «αισιόδοξο» φινάλε του βιβλίου, παρά τον ζόφο που αιωρείται στην ατμόσφαιρα.
 
Η αφήγηση του Χέλερ ρέει χαλαρά, χωρίς εντάσεις, ίσως σε βάρος της ιστορίας. Για πολλές σελίδες δεν γίνεται κάτι, με πολλές περιγραφές της φύσης και της οικολογικής καταστροφής. Τονίζεται διαρκώς η εκδίκηση του φυσικού στοιχείου και η σταδιακή εξαφάνιση των πόλεων, που μέσα σε 9 χρόνια αρχίζουν να εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Τονίζεται το θέμα της υπερθέρμανσης και μιας εφιαλτικής μελλοντικής καταστροφής, που θα ακολουθήσει αυτό που συνέβη από τον ιό.
 
Ωραίο και «διαβαστερό» μυθιστόρημα το «Ο ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ», όπου με την ανάπτυξη της ιστορίας, τους πλούσιους και πολυεπίπεδους χαρακτήρες και την υποβλητική ατμόσφαιρα, τονίζεται η δύναμη της ελπίδας και η ανθεκτικότητα του ανθρώπου. Ο Heller, έχει το στυλ του Χεμινγουέι στη γλώσσα του, γράφει απλά και μινιμαλιστικά, χωρίς λογοτεχνικές υπερβολές, έχοντας έναν αβίαστο λυρισμό που σε συνδυασμό με την ιστορία μαγνητίζει τον αναγνώστη. Η τηλεοπτική ή κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου είναι μάλλον σίγουρη!
 
Βαθμολογία 83 /100


 
Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2024
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 06, 2024 | Permalink
Saul Bellow "Το δώρο του Χάμπολντ"
Δεν γνωρίζω αν ο εμβληματικός Αμερικανοκαναδός συγγραφέας Saul Bellow (Κεμπέκ Καναδά, 1915 – Brookline, Massachusetts, 2005), είναι τόσο δημοφιλής στις μέρες μας (σε παγκόσμιο επίπεδο), όσο 50 χρόνια πριν, όταν αποσπούσε τα βραβεία (Νόμπελ, Πούλιτζερ), το ένα μετά το άλλο, σε σημείο να βρίσκεται στο Πάνθεον των πιο πολυβραβευμένων συγγραφέων των Η.Π.Α. Βλέπω την αδιαφορία γύρω από τους μεγάλους του είδους, όπως ο P.Roth, ο J.Updike (και άλλους), και πιστεύω ότι βρισκόμαστε προ μεγάλων αλλαγών στα λογοτεχνικά γούστα.
 
Ένα από τα κλασσικά πλέον, έργα του Saul Bellow, είναι «ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΧΑΜΠΟΛΝΤ» («HUMBOLDTS GIFT»), που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μεταφράστηκε στα μέσα της προηγούμενης χρονιάς για πρώτη φορά στα ελληνικά (με εξαιρετικό ως συνήθως τρόπο) από την Μαργ. Ζαχαριάδου, για τις εκδόσεις Gutenberg (σειρά Orbis Literae), με εισαγωγή του Jeffrey Eugenides (σελ.815), συμπληρώνοντας μια μακρά λίστα από τα έξοχα μυθιστορήματα του Bellow, που είχαμε την τύχη να έχουν μεταφραστεί (άλλα πολύ καλά, άλλα λιγότερο) στη γλώσσα μας, από την δεκαετία του ’70 και μετά.


«Το δώρο του Χάμπολντ», είναι ένα μυθιστόρημα-πανηγύρι. Πικαρέσκο και χαοτικό, μπερδεύει τον αναγνώστη του, με τις συνεχείς μετατροπές στη διάθεση, καθώς γίνεται εύκολα – από τη μια σελίδα στην άλλη – κωμικοτραγικό και ελεγειακό. Αφηγητής και κεντρικός χαρακτήρας είναι ο πολύ επιτυχημένος, αλλά σε κάθετη πορεία ευρισκόμενος, θεατρικός συγγραφέας, διανοούμενος και γενικότερα άνθρωπος των γραμμάτων Τσάρλι Σιτρίν, που μεσήλικας πλέον, βρίσκεται σε μια φανερή κρίση μέσης ηλικίας, με την πρώην σύζυγό του να τον έχει «στραγγίξει» οικονομικά και ψυχολογικά, σε μια ερωτική σχέση με μια πληθωρική νεαρή γυναίκα που τον πιέζει να την παντρευτεί και με τεράστια χρέη που έχουν δημιουργηθεί από κάποιες άστοχες κινήσεις, από την αφέλειά του αλλά και από τα χρέη του στα χαρτιά. Ουσιαστικός όμως πρωταγωνιστής του βιβλίου, χωρίς να εμπλέκεται στη δράση είναι ο Φον Χάμπολντ Φλάισερ, ένας πεθαμένος πλέον και τελείως λησμονημένος ποιητής, που όχι μόνο αποτέλεσε τον μέντορα του Σιτρίν, εισάγοντάς τον στους λογοτεχνικούς και πολιτιστικούς κύκλους. Οι δύο άνδρες είχαν μακρές συζητήσεις γύρω από λογοτεχνικά και φιλοσοφικά θέματα, όπου ο Χάμπολντ αποτελούσε πηγή έμπνευσης αλλά και σοφίας.
 
«Ποιητής, στοχαστής, προβληματικός πότης, χαπάκιας, μεγαλοφυής, μανιοκαταθλιπτικός, ραδιούργος, μια ιστορία προσωπικής επιτυχίας, έγραψε κάποτε ποιήματα γεμάτα πνεύμα και ομορφιά, αλλά τι είχε κάνει τώρα πρόσφατα; Είχε αρθρώσει τάχα τα σπουδαία λόγια και τα τραγούδια που είχε μέσα του; Δεν τα είχε αρθρώσει. Τα άγραφα ποιήματα τον πέθαιναν. Είχε αποσυρθεί σ’ αυτό εδώ το μέρος, που καμιά φορά το έβλεπε σαν Αρκαδία κι άλλοτε σαν κόλαση. Εδώ έμαθε ότι λέγονται για κείνον διάφορα από τους επικριτές του – άλλους συγγραφείς και διανοούμενους. Σιγά σιγά έγινε κι ο ίδιος μοχθηρός, αλλά ήταν λες και δεν άκουγε τι έλεγε κι αυτός για τους άλλους, πόσο τους λοιδορούσε. Καθόταν και παρασκεφτόταν τα πάντα κι οργάνωνε φανταστικές ίντριγκες. Είχε αρχίσει να γίνεται ένας από τους μεγάλους μονήρεις. Αλλά δεν ήταν φτιαγμένος για μονήρης. Ήταν φτιαγμένος για να είναι μέσα στη ζωή και στη δράση, να είναι κοινωνικό όν. Κι αυτό το αποκάλυπταν οι ραδιουργίες  και τα σχέδιά του.»
 
Ο Χάμπολντ όμως, κατέληξε παράφρων, καταστρέφοντας την προσωπική του ζωή, κυρίως μετά την τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία του προστατευόμενού του στο Broadway. Η σχέση τους άλλαξε, καθώς κατηγόρησε τον Σιτρίν ότι του χρωστούσε μερίδιο από τα κέρδη, θεωρώντας ότι βάσισε τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή του σ’ εκείνον. Τώρα ο Σιτρίν βρίσκεται κι αυτός σε ένα αδιέξοδο και νιώθει να χάνει το μυαλό του. Οι δίκες και ο ιστός της αράχνης που έχει πλέξει γύρω του η πρώην σύζυγός του με τους δικηγόρους της και η φορτική πίεση από έναν μαφιόζο Ιταλοαμερικανό στον οποίο βρέθηκε να χρωστάει χρήματα, όπως και η ένταση στις σχέσεις του με την νεαρή του ερωμένη που θέλει να τον παρασύρει σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη για να βρει τον χαμένο της πατέρα, τον έχουν κάνει να σκέφτεται διαρκώς τον Χάμπολντ και να κάνει έναν απολογισμό της ζωής του. Και τότε θα ανακαλύψει ότι ο χαμένος πλέον μέντοράς του, τού έχει αφήσει ένα πολύτιμο δώρο που θα τον επαναφέρει στο λογοτεχνικό (και όχι μόνο) προσκήνιο.


«Κι έτσι εγώ, ο Σιτρίν, βολεμένος, στα μισά της ζωής, απλωμένος πάνω σ’ έναν καναπέ, φορώντας κασμίρινες κάλτσες (αναλογιζόμενος πώς τα πόδια των θαμμένων στη γη ξεφτίζουν σαν τα φύλλα του καπνού – τα πόδια του Χάμπολντ), αναπαριστούσα στο μυαλό μου πώς ο στιβαρός εμπνευσμένος φίλος μου παρήκμασε κι εξέπεσε. Το ταλέντο του είχε χαθεί. Και τώρα εγώ ήμουν αναγκασμένος να σκεφτώ τι γίνεται με το ταλέντο σήμερα, σ’ αυτούς τους καιρούς. Πώς να αποτρέψω τη λέπρα της ψυχής. Για κάποιο λόγο, έμοιαζε να εξαρτάται από μένα.»
 
Τίποτα δεν είναι απλό, στο πολυφωνικό μυθιστόρημα του Bellow. Οι σύνθετες καταστάσεις στη ζωή, η φιλία, η εμπιστοσύνη, η αναζήτηση της ευτυχίας, οι οικογενειακές σχέσεις, τα γηρατειά και η μοναξιά, ο θάνατος και η επιβίωση, η επιτυχία και η καταστροφή, ο καθημερινός παραλογισμός, η απληστία και η πλεονεξία, παρελαύνουν από τις σελίδες του ογκώδους μυθιστορήματος. Όλα αυτά, μέσα σε ένα χαοτικό και πικαρέσκο ύφος, που κινείται μεταξύ τραγωδίας και φάρσας, σάτιρας και «τέλους εποχής» σε ένα βιβλίο που σε εξαντλεί και σε μπερδεύει με τους χαρακτήρες και την ατελείωτη φλυαρία του, που έχοντας όλα αυτά τα «μειονεκτήματα» κατορθώνει να σε μαγεύει και να σε συγκινεί με την εμβάθυνση στους χαρακτήρες του.
 
Ο Σιτρίν (που κάθε επίμονος αναγνώστης έρχεται στα όριά του μαζί του – από τη μια τον συμπονεί, από την άλλη θέλει να του σπάσει το κεφάλι) χρησιμεύει στην εξέλιξη της ιστορίας, ως κεντρικός χαρακτήρας αλλά και ως αφηγητής που ψάχνει το νόημα της ζωής, ενώ ταυτόχρονα εξερευνά την ανθρώπινη κατάσταση. Έχοντας το παράδειγμα του Χάμπολντ που συνετρίβη παλεύοντας με τους δαίμονές του και, προσπαθώντας να βρει την υλική επιτυχία, βλέπει ότι κι αυτός οδεύει προς την παράνοια και το αδιέξοδο, ενώ μέσα του ξυπνάνε όλο και πιο έντονα οι ενοχές για τη συμπεριφορά του στο τέλος, προς τον μέντορά του. Η σχέση τους που χαρακτηρίστηκε από ένταση αλλά και συντροφικότητα, αναγνώριση και εμπιστοσύνη, εχθρότητα και βία, απεικονίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σχέσης και της φιλίας.
 
«Κάνουμε και ξανακάνουμε τα ίδια πράγματα, συνεχώς, με τρόπο τρομερά προβλέψιμο. Συγχωρούμαστε όμως, απ’ αυτή την άποψη, αφού το κάνουμε από την επιθυμία να συνδεθούμε κάπως με την ομορφιά.»


Το βιβλίο όμως χαρακτηρίζεται και από μεγάλα αποσπάσματα, που αφορούν την «Ανθρωποσοφία», μια μυστικιστική (μάλλον θολή) φιλοσοφική θεωρία του Αυστριακού φιλόσοφου του 19ου αιώνα, Ρούντολφ Στάινερ, η οποία επηρέασε τον συγγραφέα και που κηρύττει ότι, μέσω της εσωτερικής καλλιέργειας, αποκτά ο άνθρωπος, πρόσβαση σε έναν αντικειμενικά πνευματικό κόσμο. Ο Bellow μέσω αυτής της θεωρίας, αναλύει ότι η Αμερική της δεκαετίας του ’70 (αλλά θα μπορούσε να το πει και για αργότερα αν έγραφε το βιβλίο πιο μετά) έχει εμπορευματοποιηθεί, έχει χάσει την εσωτερική της συνοχή, με τον υλισμό να έχει κυριαρχήσει. Χρησιμοποιώντας την «υπερβολικότητα» (το πικαρέσκο) που προαναφέρω, ο συγγραφέας δημιουργεί καταστάσεις κωμικοτραγικές που προσφέρουν σελίδες μεγάλης λογοτεχνικής απόλαυσης, αλλά και, μεγάλα κομμάτια του έργου που είναι παντελώς αδιάφορα και δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο στην εξέλιξη της ιστορίας.
 
Συνδυάζοντας όμως ευφυώς, ο Bellow, τα θέματα της λύτρωσης και της απώλειας, της συντροφικότητας και της αγάπης και παρασύροντας τον αναγνώστη του σε ένα λογοτεχνικό tour-de-force από τους δρόμους του Σικάγου, στην Μαδρίτη, στα ράντσα της Αμερικάνικης Δύσης και στους ουρανοξύστες των Αμερικάνικων πόλεων, προσφέρει ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, που παρά τις αντιφάσεις του και την ανισότητά του, καθηλώνει με την ομορφιά, την πολυπλοκότητα και την πολυφωνία του. «Το δώρο του Χάμπολντ», μπορεί να μη το θεωρώ «αριστούργημα» αλλά είναι ένα βιβλίο που σε προτρέπει διαρκώς να σκεφτείς για την πορεία που μπορεί να πάει η ζωή, τα βάσανα και την δυστυχία αλλά και το νόημα που υπάρχει σ’ αυτήν.
 
Βαθμολογία 85 / 100