Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2023
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2023 |
Permalink
Derek Raymond, "Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά"
Πώς
μπορεί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα χωρίς ιδιαίτερη πλοκή να είναι συναρπαστικό;
Ο Βρετανός Derek Raymond (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Robin (Robert) Cook) – (Λονδίνο
1931-1994), δίνει την απάντηση, με το έξοχο νουάρ μυθιστόρημά του «ΠΕΘΑΝΕ ΜΕ ΤΑ
ΜΑΤΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ» («He died with his eyes open»), ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1984 στη Μεγάλη
Βρετανία, σηματοδοτώντας την αρχή της σειράς των «Factory
Novels» του συγγραφέα, και εκδόθηκε στα μέσα της προηγούμενης
χρονιάς, για πρώτη φορά στη χώρα μας, από τις (πολύ δημιουργικές και ανήσυχες)
εκδόσεις Έρμα, σε μετάφραση της Β. Λιακοπούλου και επίμετρο της Χ.
Παπαδημητρίου (σελ.292).
Βρισκόμαστε
στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και στο κέντρο του βιβλίου, είναι ένας
αρχιφύλακας που θα αφηγηθεί την ιστορία ενός φόνου που προσπαθεί να εξιχνιάσει
παραμένοντας ανώνυμος καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος. Ο σαραντάρης
μοναχικός κι απογοητευμένος απ’ όλα, αρχιφύλακας, που προτιμάει να δουλεύει
μόνος και χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις, υπηρετεί στο Α14, ένα υποτιμημένο τμήμα
της Σκότλαντ Γιαρντ που ερευνά ως επί το πλείστον, ανεξιχνίαστες υποθέσεις ή
εκείνες που μένουν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με θύματα που συνήθως
δεν αναζητάει κανείς. Και η υπόθεση του σφαγιασμένου πτώματος που βρέθηκε σε
ένα σκοτεινό δρομάκι μιας υποβαθμισμένης συνοικίας του Λονδίνου ήταν σίγουρα
μια από αυτές.
Τα
χαρτιά που βρέθηκαν στις τσέπες του νεκρού, δείχνουν ότι το όνομά του ήταν
Τσαρλς Λόκσλι Άλγουιν Στάνιλαντ, αρκετά μακρύ όνομα για έναν μεσήλικα
φτωχοδιάβολο που φαντάζονται όλοι ότι ήταν. Τον αρχιφύλακα από την αρχή τον
απασχολεί, η βιαιότητα του φόνου τι ήταν αυτό που προκάλεσε τόσο
μίσος; Γιατί να διαλύσει κάποιος το πρόσωπο ενός ανθρώπου; Το τμήμα Εγκλήματος
της Σκότλαντ Γιαρντ αποκλείεται να ασχοληθεί με τον φόνο, αλλά ο αρχιφύλακας είδε
στα πράγματα του νεκρού που του παραδόθηκαν, μια σειρά από κασέτες. Αρχίζοντας
να τις ακούει, διαπιστώνει έκπληκτος ότι ο νεκρός μιλάει μέσα από αυτές σε ένα
είδος ημερολογίου.
«Μπορείς
να εξηγείς επί μακρόν στους ανθρώπους το νόημα της ζωής, αλλά μήπως δεν
κατάλαβες ακόμη ότι ποτέ δεν πρόκειται να βγεις ζωντανός απ’ αυτή; Η ερώτηση,
ωστόσο, είναι: Πώς θα πεθάνεις άραγε; Όλοι μας θα χρειαστεί να το
αντιμετωπίσουμε αυτό. Το πρόβλημα είναι πώς να το κάνουμε συνειδητά, ηθελημένα,
να το σχεδιάσουμε μέχρι την τελευταία στιγμή και να καταγράψουμε τα πάντα. Το
καλύτερο θα ήταν αν μπορούσα να καταγράψω τι έγινε την τελευταία στιγμή και
αμέσως μετά απ’ αυτή. Αλλά κάποιος άλλος θα κληθεί να καλύψει το κενό – αν ποτέ
καλυφθεί.» (απόσπασμα από τις κασέτες του Στάνιλαντ)
Ο
αφηγητής εξετάζοντας λεπτομερώς το πτώμα, διαπιστώνει ότι ο πενηντάχρονος δεν
ήταν από τους συνήθεις τύπους του περιθωρίου που βρίσκονται νεκροί με τέτοιο
τρόπο. Τα λεπτά δάχτυλα και τα ωραία γράμματα στις σημειώσεις του, έρχονται σε
αντίθεση με τα άθλια ρούχα που φορούσε, ενώ ένα γράμμα από μια τράπεζα που του
υπενθυμίζει ένα χρέος, υποδεικνύει μια διαφορετική διεύθυνση κατοικίας από την
πολύ φτωχική που βρήκαν στην αρχή. Διαφαίνεται πλέον καθαρά ότι το έγκλημα δεν
ήταν για λόγους κλοπής ή αποτέλεσμα κάποιας συμπλοκής, αλλά ήταν ένα καθαρό
έγκλημα μίσους.
Ακούγοντας
διαρκώς τις κασέτες, ο αρχιφύλακας αρχίζει να νιώθει ένα είδος ταύτισης με τον
νεκρό. Ο Στάνιλαντ απ’ότι αποδεικνύεται από τις έρευνες ήταν ένας αποτυχημένος
συγγραφέας, που κουβαλούσε πολύ πόνο και μοναξιά. Βίωσε μια οικογενειακή
τραγωδία και η ζωή του τα τελευταία χρόνια ήταν σε μια διαρκή παρακμή,
βυθίζοντάς τον σε μια κόλαση.
«Οι
περισσότεροι άνθρωποι ζουν με τα μάτια τους κλειστά, αλλά εγώ σκοπεύω να πεθάνω
με τα δικά μου ανοιχτά. Όλοι μας, ενστικτωδώς, προσπαθούμε να κάνουμε τον
θάνατο λιγότερο δύσκολο για τους εαυτούς μας. Προσωπικά έχω δύο τρόπους: Πρώτον,
πίνω. Πίνω για να φτάσω στη λήθη, και μετά σε κάποιου είδους πτώση ή χτύπημα,
όταν βρίσκομαι πια μακριά από τη σκέψη και το συναίσθημα. Ο άλλος τρόπος που
έχω είναι να εκλογικεύω το βίωμά μου. Αλλά, όσο λογικά και να σκέφτεται κανείς,
σύντομα πέφτει σε σύγχυση. Η ύπαρξη είναι τυφλή – ούτε υπέρ ούτε εναντίον σου.
Αυτή η αμεροληψία διαψεύδει τα πάντα στο ανθρώπινο βίωμα ∙ δεν υπάρχει αγάπη ή
μίσος, χάδια ή επίθεση στη συναλλαγή του ανθρώπου με το καθημερινό. Η ύπαρξη
είναι κάτι σαν το χρηματιστήριο αξιών – μπορείς να γελοιοποιήσεις τον εαυτό σου
όπως σου αρέσει και να συνεχίσεις μέχρι το σφυροκόπημα.» (απόσπασμα από τις
κασέτες του Στάνιλαντ)
Ο
αρχιφύλακας αντιλαμβάνεται ότι για να βρει τον/τους δολοφόνο/ους, θα πρέπει να
ακούσει όλες τις κασέτες. Παθιάζεται και σχεδόν ταυτίζεται με τις σκέψεις (την
κραυγή) του Στάνιλαντ, αντιλαμβανόμενος και αυτός, τα λάθη του και την
αποξένωσή του από την κόρη του και την πρώην σύζυγό του. Συνειδητοποιεί στη (μοναχική
του) πορεία των ακροάσεων, ότι πρέπει να μπει «στην καρδιά του σκοταδιού», να «περπατήσει
στα βήματα» του νεκρού, να γνωρίσει την γυναίκα που ήταν μαζί του τον τελευταίο
καιρό, να ακολουθήσει τις διαδρομές του, την πορεία του προς τον θάνατο με
κίνδυνο, όχι μόνο να κινδυνεύσει κι ο ίδιος, αλλά και η ζωή του (αν επιβιώσει
απ’ όλο αυτό) να μην είναι η ίδια πια.
Μυθιστόρημα
«βρόμικο» και σκοτεινό, γεμάτο απελπισία και μοναξιά, δικαιολογώντας στην
κυριολεξία τον όρο «νουάρ», με χαρακτήρες βίαιους, ψυχρούς και απόμακρους. Μυθιστόρημα
υπαρξιακό και κυρίως ψυχολογικό θρίλερ, όπου όλα φαίνονται στατικά αλλά
ουσιαστικά βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Τα
«ανθρώπινα σκοτάδια» και το «ξεγύμνωμα» ενός ανθρώπου ξεδιπλώνονται με έναν
αργό αλλά εθιστικό για τον αναγνώστη ρυθμό, που τον προσκαλούν/προκαλούν να
βιώσει μια ξεχωριστή αναγνωστική εμπειρία (από εκεί που δεν το περιμένεις). Ο θάνατος του
Στάνιλαντ δεν ήταν απρόσμενος γι’ αυτόν, τον περίμενε, ήξερε τι θα
επακολουθήσει με την τυχοδιωκτική ζωή που έκανε, στον δρόμο που είχε πάρει, μη
μπορώντας να σταθεί σε ένα κόσμο τόσο ξένο γι’ αυτόν, σε ένα κόσμο που διαρκώς
τον απογοήτευε και τον βύθιζε όλο και περισσότερο στον τάφο του.
Το
υπέροχο «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά», είναι ένα σκοτεινό μυθιστόρημα, που
κερδίζει την συμμετοχή του αναγνώστη με τον υπνωτιστικό ρυθμό που ακολουθεί. Βιβλίο
στοχαστικό, γραμμένο με εξαιρετικό στυλ (συγγραφικό δείγμα υψηλής ποιότητας)
και δυναμισμό, ρεαλιστικό σε σημείο (πολλές φορές) δυσφορίας, με περιγραφές
τόσο ζωντανές (που η (ζεστή) μπίρα που ρέει στην (υποτυπώδη) πλοκή του
κυριολεκτικά μυρίζει), και που η μαεστρία του Raymond,
το κάνει να φαίνεται απλό ενώ στην πραγματικότητα είναι πολυσύνθετο και
ιδιαίτερα απαιτητικό, όπου η δεύτερη ανάγνωση ενδεχομένως να «ξεκλειδώνει»
κάποια πράγματα που σε πρώτη ανάγνωση (σίγουρα) διαφεύγουν.
«Φυσικά
και θα βρωμάω όταν πεθάνω. Θα πρηστώ, όπως όλοι άλλωστε, και δεν θα μείνει
τίποτα από μένα. Μόνο που, όπως όλες οι αλήθειες για τον εαυτό μας, είναι τόσο
δύσκολο να το πιστέψει κανείς, και δεν θα μπορούσα να το πιστέψω ούτε σε δέκα
χρόνια. Αλλά τώρα είμαι εντάξει και πάλι και είμαι ξανά δυνατός για να μπορώ να
μιλάω με διαύγεια στη μηχανή μου.
Αυτός
που θεωρεί ότι η συγγραφή είναι ένας ευχάριστος περίπατος σε έναν μεσοαστικό
τρόπο ζωής, δεν θα γράψει τίποτα παρά μόνο σκατά.» (απόσπασμα από τις κασέτες
του Στάνιλαντ)
Όπως
γράφει στο (θαυμάσιο) επίμετρό της, η Χίλντα Παπαδημητρίου, ο λογοτεχνικός χαρακτήρας
του Στάνιλαντ - και τα κείμενα που μεταφέρονται από τις κασέτες που ακούει ο
αρχιφύλακας -, ουσιαστικά θυμίζει ή περιγράφει τον συγγραφέα του βιβλίου με το
πραγματικό του όνομα. Σαν σε βγαλμένη μέσα από τους λογοτεχνικούς μύθους ιστορία,
ο Robin Cook προερχόμενος από
εύπορη οικογένεια, έκανε τις επιλογές του, ακολουθώντας τον δικό του
αυτοκαταστροφικό δρόμο. Γνώρισε την κριτική αναγνώριση με το πρώτο του βιβλίο
που κυκλοφόρησε το 1962, με τίτλο «The Crust on its Uppers» ένα κοινωνικό και
αρκετά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα γραμμένο σε γλώσσα των Cockneys, αλλά εμπορικά τα πήγε χάλια και ο
συγγραφέας του απογοητεύτηκε σε σημείο να παρατήσει ουσιαστικά το γράψιμο και
να ασχοληθεί με διάφορα επαγγέλματα. Επανερχόμενος όμως στη γραφή, θα γνωρίσει
την αναγνώριση από άλλο δρόμο με την σειρά των «Factory novels», τα νουάρ
μυθιστορήματά του δηλαδή, που έγραψε με το ψευδώνυμο Derek
Raymond, και όπου το «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά»
ήταν το πρώτο από τα πέντε συνολικά, με ήρωα τον ανώνυμο αρχιφύλακα, και που
κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Διασημότερο (και
ίσως καλύτερο) όλων θεωρείται αυτό με τίτλο «I
was Dora Suarez», που ανέβηκε στο National Theater με την μορφή multimedia παράστασης, σε μουσική των Τζέρι και Τέρι
Έντουαρντς, με τον συγγραφέα να απαγγέλει – ένα κομμάτι μπορείτε να ακούσετε
στο τέλος του κειμένου. Τι τύπος, τι συγγραφέας!
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου