Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013 | Permalink
Ιστορίες μοναξιάς


Καθώς βυθίζεσαι στην ατμόσφαιρα των τριών ιστοριών που απαρτίζουν την συλλογή διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου στη λογοτεχνία, Γιώργου Μητά (Λειβαδιά, 1966), η οποία έχει τον ιδιόμορφο τίτλο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΑΛ» (Εκδ. Κίχλη, σελ.140), ούτε στιγμή δεν σου περνάει από το μυαλό, ότι διαβάζεις το πρωτόλειο ενός νεοέλληνα συγγραφέα. Ωριμότητα στη γραφή, ευαισθησία που συναντάς σε (λογοτεχνικές) φωνές που σε συγκίνησαν στο παρελθόν (Κ.Μάνσφηλντ, Β.Γούλφ, Χ.Τζέημς), χαμηλότονο ύφος χωρίς «στολίδια» και περιττά πράγματα, συνθέτουν ένα γοητευτικό και «αγαπησιάρικο» βιβλιαράκι, σκέτο διαμάντι.

Η πόλη του Χαλ, ένα παρηκμασμένο λιμάνι της Βόρειας θάλασσας, στην Αγγλική επαρχία. Έχει χάσει από χρόνια (στη συνείδηση του κοινού), το πρώτο συνθετικό του πλήρους ονόματος της, Kingston-Upon-Hull , η κάποτε «Πόλη του Βασιλιά» μεγάλο μεταφορικό κέντρο εμπορευμάτων και αλιείας, που ανηλεώς βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου («The Hull blitz»), βλέπει πλέον το λιμάνι (άλλοτε πηγή πλούτου και ευμάρειας) να φυτοζωεί, τις τεράστιες αποθήκες να στέκουν άδειες και θλιβερές και ολόκληρες γειτονιές να έχουν ρημάξει.
Μέσα σ’αυτό το γκρίζο και μελαγχολικό τοπίο, τοποθετεί τους ήρωες των ιστοριών του ο Μητάς (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό «Διαβάζω» για το 2012). Νεαροί μεσογειακής προέλευσης, ένας Ισπανός, ένας Έλληνας και ένας Τούρκος απ΄τη μεριά του Αιγαίου, βρίσκονται για σπουδές στην πόλη και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα αλλεπάλληλα αρχικά σοκ που υφίστανται τις πρώτες μέρες τους στο Χαλ. Ο γκρίζος ουρανός, η συνεχής βροχή, οι άδειοι δρόμοι μόλις νυχτώνει, η τοπική προφορά που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δεν ξέρεις τη γλώσσα, οι διαφορετικές συνήθειες.

«Οι δρόμοι του Χαλ το βράδυ είναι έρημοι και παγωμένοι. Τον ξένο που θα βγεί να περπατήσει στην Cottingham Road μετά τη δύση του ηλίου τον συντροφεύουν η ομίχλη, το τσουχτερό κρύο και τα σιωπηλά αιωνόβια δέντρα, που υψώνουν τα μπλεγμένα κλαδιά τους στον σκοτεινό ουρανό. Τα πεζοδρόμια, εγκαταλειμμένα από τους πρωινούς διαβάτες, αντανακλούν στον νυχτερινό παγετό το ασθενικό φως που απλώνουν γύρω τους οι φανοστάτες. Όταν ο άνεμος πέφτει και παύει ν’ακούγεται το συριστικό βουητό του, το κρύο μοιάζει να επικάθεται βουβό και απειλητικό πάνω στις σκοτεινές προσόψεις των σπιτιών και στους ξύλινους φράχτες, επιβάλλοντας μια απόκοσμη σιωπή. Αν βρίσκεσαι έξω τέτοια ώρα, εισαι αναγκασμένος να γυρίσεις γρήγορα σπίτι, καθώς δεν υπάρχει ούτε ένα κατάστημα ανοιχτό να τραβήξει με τα φώτα την προσοχή σου. Κι όταν το άγαλμα της Παρθένου ξεπροβάλλει υποβλητικό και πένθιμο μέσα από την ομίχλη, πάνω στο φωτισμένο υπέρθυρο του ναού των μεθοδιστών, βιάζεις το βήμα για να βρεθείς στη ζεστασιά του δωματίου σου το συντομότερο δυνατό, με την αλλόκοτη αίσθηση του τελευταίου ζωντανού ανθρώπου στον πλανήτη.»

Υπάρχει ένα κοινό σημείο στις τρεις ιστορίες, η σχέση του «ξένου», του φοιτητή εν προκειμένω, με τον "άλλον", είτε αυτός είναι με τη μορφή μιας γηραιάς κυρίας, είτε ενός νεαρού φοιτητή (που δεν είναι από το Χαλ βέβαια, αλλά είναι Βρετανός), είτε ένας καταθλιπτικός μεσήλικας. Μέσα από τη σχέση αυτή οι ήρωες των ιστοριών του Μητά, καταπολεμούν (όσο μπορούν) την μοναξιά τους, γνωρίζουν την διαφορετική κουλτούρα, γνωρίζουν όμως και τον εαυτό τους – οι ιστορίες λοιπόν, μπορούν να αναγνωσθούν και ως μαθήματα αυτογνωσίας και συντροφικότητας, όπου μέσα από τις αντιθέσεις προκύπτει η ανθρωπιά και η αλληλοκατανόηση, η ικανότητα για συνύπαρξη και η ανάγκη για το ανθρώπινο χέρι που θα απλωθεί την κατάλληλη (;) στιγμή.

Η κυρία Ρότζερς της πρώτης ιστορίας που έχει ως τίτλο «Κεντρική Βιβλιοθήκη» ζει μια πολύ μοναχική και «περίκλειστη» ζωή, χωρίς συναναστροφές και φιλίες. Κάνει βόλτες ή πάει για ψώνια με το ποδήλατό της, ενώ απασχολείται ως ταξιθέτρια στην κινηματογραφική λέσχη της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του Χαλ. Τακτικός (ίσως ο τακτικότερος τους τελευταίους μήνες) θαμώνας της λέσχης είναι ένας νεαρός Ισπανός φοιτητής, ο οποίος της χαμογελάει και την χαιρετάει κάθε φορά που πηγαίνει εκεί – νιώθει ότι είναι ο μόνος που την «βλέπει», που δεν του είναι αόρατη.
Η κα Ρότζερς επιθυμεί διακαώς να προσκαλέσει τον φοιτητή για ένα φλυτζάνι τσάϊ για να του ανταποδώσει μ’αυτόν τον (τυπικά Βρετανικό) τρόπο την ευγενική του συμπεριφορά. Όταν έρχεται αυτή η στιγμή, και μετά το τσάι ακολουθεί το κονιάκ, ο συγγραφέας πραγματοποιεί ένα κινηματογραφικό «fade-out» – δεν γνωρίζουμε την συνέχεια της βραδιάς , επανερχόμαστε όταν η κα Ρότζερς ξυπνάει στον καναπέ του σαλονιού της «λουσμένη στο φως του πρωινού» γεμάτη χαρά. «Στηρίζεται στους αγκώνες και κοιτάζει γύρω της., προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα τη χρυσή αχλή. Αναγνωρίζει το σαλόνι της. Είναι ξαπλωμένη στον καναπέ, σκεπασμένη πρόχειρα με δυό κουβέρτες. Οι κουρτίνες αφήνουν ένα μεγάλο άνοιγμα, απ’όπου ξεχύνεται ο καταρράκτης του φωτός. Στ’αριστερά της, η αντανάκλαση του ήλιου στον καθρέφτη της ντουλάπας εξαϋλώνει σχεδόν το δωμάτιο μέσα σε μια χρυσαφένια έκρηξη.»

Στην δεύτερη ιστορία, με τίτλο «Ντόναλντ και Τζόυ» περιγράφεται η χαλαρή φιλική σχέση μεταξύ ενός έλληνα μεταπτυχιακού φοιτητή και του Ντόναλντ, ενός Σκωτσέζου πρωτοετή φοιτητή Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Χαλ, ο οποίος συνοδεύεται από το σκυλί του, την Τζόυ - ένα σκυλί για τυφλούς, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή από τα μάτια της. Και οι δύο αισθάνονται απομονωμένοι και αμήχανοι σε ένα ξένο τόπο – ο Ντόναλντ πρώτη φορά φεύγει από την ασφάλεια του σπιτιού του, προσπαθεί να ανοίξει τα φτερά του.
Όταν εκείνο το μοιραίο βράδυ, ο νεαρός έλληνας θα συναντήσει τον Ντόναλντ στο κλάμπ παρέα με κάποιον συμφοιτητή του και δύο όμορφες κοπέλλες, διακρίνει στην έκφραση του Ντόναλντ ότι κάτι έχει αλλάξει. Ο νεαρός τυφλός φίλος του είναι ερωτευμένος με τη μία από τις κοπέλλες, αλλά λίγο αργότερα που εκείνη θα χορέψει με τον φίλο του Ντόναλντ, ο έλληνας θα τους δει να χαϊδεύονται – ο Ντόναλντ βεβαίως δεν έχει καταλάβει τίποτα, αλλά τις προσεχείς ημέρες – εβδομάδες, η στιγμή της συνειδητοποίησης του ανέφικτου της προσπάθειάς του δεν θα αργήσει βουλιάζοντας τον σε μια βαθιά μελαγχολία. Η συναισθηματική «εκπαίδευση» του νεαρού Σκωτσέζου θα είναι απότομη και σκληρή και όλο αυτό το βάρος θα τον συνθλίψει. «Παρουσίαζε την εικόνα ενός ανθρώπου που, ενώ παλεύει με καταστάσεις που τον ξεπερνούν, έχοντας επιστρατεύσει τις εφεδρείες των δυνάμεών του, πασχίζει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. Ήταν καταπονημένος. Είχε αδυνατίσει πολύ, το περήφανο παράστημά του είχε καμφθεί, το πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο, και στο δροσερό, όμορφο στόμα ζωγραφιζόταν μια έκφραση πόνου, νευρικότητας και αγωνίας. Μολοταύτα, ένα καινούργιο φως, ένα νέο, σκληρό αλλά ανεκτίμητο φορτίο έμοιαζε να ενδημεί στο πρόσωπό του, προσδίδοντάς του μια διαφορετική λάμψη και ομορφιά. Η Τζόυ, με το παραπονεμένο βλέμμα, τη νευρική κίνηση των αυτιών και τη χαμηλωμένη ουρά, συμπλήρωνε την εικόνα.»

Η τρίτη ιστορία με τον τίτλο «Ένα ποτήρι μπίρα» κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την συλλογή διηγημάτων του Μητά. Δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκονται να συγκατοικούν σε ένα σπίτι του Χαλ. Ο μεσήλικας (θηριώδης σε εμφάνιση) Στηβ πρώην χτίστης, νοικιάζει ένα δωμάτιο στον Αζίζ, τον Τούρκο απ’το Κουσάντασι που βρίσκεται τελείως έξω από τα νερά του στην πόλη. Ο Στηβ γεμίζει τον διστακτικό Αζίζ με ψεύτικες ιστορίες από ταξίδια σε όλα τα μέρη της γης, με μυθικά κατορθώματα και μικρούς ηρωισμούς για να καλύψει την δυστυχία και την μοναξιά που τον περιβάλλει. Όταν ο Αζίζ διαπιστώνει ότι ο Στηβ που τον προσκαλεί καθημερινά στις 7.30 για ένα ποτήρι μπίρα στην κοντινή παμπ, δεν πηγαίνει ούτε κι εκείνος εκεί, αποφασίζει να τον ακολουθήσει διακριτικά, να μάθει που εξαφανίζεται κάθε βράδυ (καμιά φορά κι ολόκληρη τη νύχτα) για να ξεκλειδώσει το μυστικό του.
Αυτό που ανακαλύπτει, το ανύπαρκτο της ζωής του Στηβ, θα είναι πιο εκκωφαντικό κι από τον ισχυρότερο κρότο. Καθώς ακολουθεί τον Στηβ στις αποβάθρες, ο Αζίζ θα έρθει αντιμέτωπος με τις δικές του φοβίες, τους δικούς του εφιάλτες και τη στιγμή που ο Στηβ θα βγάλει την απεγνωσμένη κραυγή, τον τελευταίο λυγμό, αυτός ανήμπορος να τον βοηθήσει θα «μαρμαρώσει» συνειδητοποιώντας την δικιά του αδυναμία. «Ο Αζίζ έμεινε να κοιτά σαν μαγνητισμένος την έρημη αποβάθρα, τους σκούρους όγκους των αποθηκών, τους σκελετωμένους γερανούς, τα θλιβερά κουφάρια των πλοίων. Είχε αποδεχτεί την πρόσκληση – και ήταν εκεί, μόνος μέσα στη Νύχτα. Ο συγκάτοικός του είχε χαθεί – δεν υπήρχε ίχνος ζωής σ’εκείνο τον έρημο τόπο. Το θάρρος στράγγιξε από την καρδιά του. Προς στιγμήν ένιωσε ότι όλα, ο ερχομός του στην Αγγλία, η γνωριμία με τον Στηβ, η αλλόκοτη ζωή του ασπρομάλλη γίγαντα και η ατέλειωτη αποψινή περιπλάνηση δεν είχαν παρά έναν και μοναδικό σκοπό: να τον οδηγήσουν εκεί, μπροστά στον Φόβο, εκεί που ποτέ πριν δεν είχε τολμήσει να πάει – και τώρα θα έπρεπε να συνεχίσει μέχρι το τέλος, ή να κάνει πίσω και να φύγει, όσο ήταν καιρός.»

Μέσα από τις σελίδες μοναξιάς των εξαιρετικών ιστοριών του Γ.Μητά, αναπνέει η ελπίδα και η πίστη στη ζωή. Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την αίσθηση ότι μεταφερόμουν σε σκηνικό κάποιας ταινίας του Κεν Λόουτς. Μουντός και γκρίζος ο ουρανός, δυστυχισμένοι και ξεζουμισμένοι άνθρωποι, όλα παγωμένα και ακίνητα με τον ποταμό Χάμπερ βρώμικο και άσχημο να δίνει την απαραίτητη πινελιά της βαριάς θλίψης, το Χαλ ουσιαστικός πρωταγωνιστής του βιβλίου βαραίνει με τη σκιά του τις σελίδες.
Οι ιστορίες με τις οποίες παρουσιάζεται στα ελληνικά γράμματα ο συγγραφέας, αποπνέουν ευαισθησία και καλαισθησία, κομψότητα ύφους και αριστοτεχνικής γραφής, σκληρής δουλειάς με στέρεες λογοτεχνικές βάσεις αγγλοσαξωνικής λογοτεχνίας και των κυριότερων εκπροσώπων αυτής. Ακόμα και το «γοτθικό» ύφος του τελευταίου διηγήματος, έρχεται και δένει απόλυτα με το χαμηλότονο και μινιμαλιστικό στυλ των προηγούμενων ιστοριών συνεχίζοντας την περιγραφή των αισθημάτων των ηρώων κάτω από τον σκούρο ουρανό της παρακμάζουσας πόλης του Γιορκσάιρ. Μακάρι η λογοτεχνική διαδρομή του (ιδιαίτερα σεμνού) συγγραφέα να είναι ανάλογη.


_______________________________________

Στην εκπομπή Booktalks που παρουσιάζω κάθε Σάββατο στο Amagi radio, ο Γ.Μητάς ήταν καλεσμένος μου στις 12 Ιανουαρίου. Είχαμε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα γύρω από το βιβλίο αλλά και για την διαμονή του στο Χαλ. Ακούστε την εκπομπή στο podcast που βρίσκεται παρακάτω. Καλή ακρόαση