Η εξαιρετική συλλογή των
22 διηγημάτων/αφηγημάτων του Τάσου Γουδέλη (Αθήνα,1949), με τίτλο "ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΑΤΥΧΗΜΑ" (Εκδ. Κέδρος, σελ. 221) , είναι ένα βιβλίο που σε γοητεύει και δεν μπορείς
να το αφήσεις από τα χέρια σου – αυτό είναι το πρώτο συναίσθημα που σε
καταλαμβάνει ως αναγνώστη, ότι βρίσκεσαι δηλαδή μπροστά σε μια ιδιαίτερη
περίπτωση αφηγηματικού λόγου που ακόμα κι αν δεν μπορείς να τον κατανοήσεις
πλήρως, σε «αιχμαλωτίζει» με την γοητεία της γλώσσας.
«Πολλές ιστορίες
σφραγίζουν τις πόρτες πίσω τους, επιτρέποντας να συγκρατήσεις μόνο ό,τι είδες
στο φως. Αναζητάς μάταια τη συνέχεια: κάτι, τέλος πάντων, ενθαρρυντικό, που θα
σε έφερνε κοντά τους. Εκείνες, όμως, κλειστές στον εαυτό τους αλαζονικά,
κρατούν αποστάσεις, χαράζοντας άβατα όρια μεταξύ σας. Τις παρακολουθείς,
λοιπόν, από μακριά στη σύντομη τροχιά τους, που επαναλαμβάνεται χωρίς
παρέκκλιση. Σαν να περιμένουν τον Αλεξανδρινό που θα τις εικονίσει μετωπικά και
μόνο.
Καθημερινά περιστατικά,
απίστευτες ειδήσεις, που χάνονται μόλις ειπωθούν, σαν τη φευγαλέα οπτασία του
Τριφό, απρόσιτη και επικίνδυνα ιδανική.
Από την άλλη, ίσως από
αντίδραση, τις υποτιμάς για να μη νιώσεις αποξενωμένος, χωρίς φίλους στον ύπνο
σου. Βαθιά, όμως, ξέρεις ότι αυτή η τιμωρία που σου επιβάλλουν δείχνει την αξία
τους. Εντέλει, ίσως να μη χρειάζεται να τις πλησιάσεις αλλά να τις κρατήσεις
ήσυχες στη φραγή τους. Κι ας σε επισκέπτονται αυτές, όποτε θέλουν, με το μισό
τους πρόσωπο. Μετά, περισσότερο για να ηρεμήσεις, πείθεις τον εαυτό σου ότι δεν
σε αφορούν ολόκληρες. Και δεν χρειάζεται να επινοήσεις τις προεκτάσεις τους. Γιατί
θα έπρεπε να ενώσεις κάτι θρυμματισμένο στον αέρα.»
Η ατμόσφαιρα κυριαρχεί
στις ιστορίες του βιβλίου. Μια ατμόσφαιρα ποιητική και καθαρά εσωτερική με πολύ
μελαγχολία, χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Η πλοκή υπάρχει αλλά δεν τοποθετείται με
την συνηθισμένη ρεαλιστική έννοια του όρου «μύθος» ή «ιστορία», εξάλλου ουδόλως
αυτό ενδιαφέρει τον συγγραφέα, ο οποίος αφήνει τον αναγνώστη να προχωρήσει ένα
βήμα παραπάνω ή να κοιτάξει «πίσω από τον καθρέφτη», να εξελίξει την «πλοκή».
Δια του τρόπου ή της τεχνικής αυτής, ο αναγνώστης δεν μπορεί να είναι
παθητικός, πρέπει να είναι ενεργός η συμμετοχή του, άρα και η προσοχή και
αφοσίωσή του καθώς διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου.
Ο Γουδέλης συνδιαλέγεται
συνεχώς με συγγραφείς και σκηνοθέτες στα αφηγήματά του. Άνθρωπος που πατάει με
το ένα πόδι στη λογοτεχνία (συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας ο ίδιος) και με το
άλλον στον κινηματογράφο (σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, θεωρητικός της
ιστορίας του σινεμά) δεν αρνείται, ούτε εγκαταλείπει τις επιρροές του. Πόε,
Προυστ (κυρίως), Τ.Μαν, Τ.Χάρντι, Ντοστογιέφσκι, Μοντέν, Κάφκα, Σβέβο, Χ.Τζέιμς
αλλά και πολλούς άλλους βλέπουμε να περνάνε από τις σελίδες του είτε σε πρώτο,
είτε σε δεύτερο επίπεδο. Πολάνσκι, Γουέλς, Κιούμπρικ, Τουρνέρ (και όλη η
«μυθολογία» των B-Movies) είναι σε πρώτο πλάνο με αναφορές και παραπομπές,
χωρίς όμως αυτό να προκαλεί τον αναγνώστη που (ενδέχεται να) αγνοεί το έργο των
ανωτέρω, ούτε να χρησιμεύει ως στοιχείο εντυπωσιασμού και επίδειξης γνώσεων,
αντίθετα μάλιστα.
Εκτός από τις 2 πρώτες
ιστορίες, την πρώτη με τίτλο «Γοτθικό» όπου ήρωας είναι ο συγγραφέας Ε.Α.Πόε
και το δεύτερο αφήγημα με τίτλο «Αντάλλαγμα» όπου έχουμε μια πλήρη
ιστορία/ανάμνηση από ένα οικογενειακό άλμπουμ αναμνήσεων, οι υπόλοιπες 20
ιστορίες είναι περισσότερο ποιητικές με συναισθήματα που δεν εκφράζονται αλλά
παραμένουν σε μια βαθιά εσωτερική κατάσταση. Ο χρόνος ή μάλλον το πέρασμά του
απασχολούν έντονα τον συγγραφέα ενώ εντυπωσιάζει η λιτότητα του κειμένου, η
υπαινικτικότητα (το τόσο πολύτιμο βρετανικό understatement, το οποίο θα έπρεπε να διδάσκεται στους Έλληνες
δημιουργούς), η απουσία κάθε περιττού στοιχείου.
«Είχα πάντα την αίσθηση
ότι η γυναίκα αυτή ήταν μια αφήγηση με διάφορους επιλόγους, που δεν τους
σφράγιζε η γνωστή κι ανιαρή επιβεβαίωση των πολλαπλών προσώπων μας, αλλά
αντίθετα η διαπίστωση ότι εκείνη είχε την ικανότητα να κρατά και από τον εαυτό
της κρυφό το ένα και μοναδικό προφίλ της.
Οπότε εξουδετέρωνε κάθε
παιχνίδι με ορισμούς, δίνοντας την αίσθηση εκείνου, που, ενώ ξέρει καλά τη
γεωγραφία ενός δωματίου, πριν το διασχίσει στο σκοτάδι, ανάβει πάλι το φως. Οι
κινήσεις της, λοιπόν, έκρυβαν και μια αβεβαιότητα: που την αντιλαμβανόσουν,
φαινομενικά, σαν κάτι ξένο στην ιδιοσυγκρασία της: σαν την ασυνήθιστη ερυθρίαση
μιας ερωτικής εξτρεμίστριας ή το φόβο ενός ασκημένου σχοινοβάτη. Όμως,
ταυτόχρονα και σαν ένα απόλυτα χρωματικό ημιτόνιο της προσωπικής της μουσικής.
Κι αυτό γιατί η αόρατη διεύθυνση μέσα της ενορχήστρωνε μελωδίες και θορύβους,
εναρμονισμένα σχεδόν τέλεια σε μια αθώα σύνθεση, που την προστάτευε. Έτσι,
έδειχναν να ζουν αρμονικά οι συχνοί θυμοί με την γλυκύτητα, η μόνιμη διέγερση
με την (σπάνια) κατατονία, το υπόκωφο με το γοερό, η ζήλια με τη συγκατάβαση.
Φεύγοντας από κοντά της
εξαντλημένος, δεν αναζητούσες το αντίδοτο κάπου αλλού, γιατί ήξερες ότι το
κρατούσε εκείνη. Ακόμα και όταν αποφάσιζες να μην επιστρέψεις, ένιωθες ανίκανος
να τη μειώσεις, γιατί, όπως λένε, μιλάμε ειρωνικά μόνο για κάτι που έχει
πεθάνει.»
Η Γυναίκα ως αντικείμενο
πόθου, ως μητέρα, ως ντίβα, ως ερωμένη, ως σύζυγος, ως μυστήριο, ως ανέφικτο,
διαρκές ζητούμενο κυριαρχεί στις αφηγήσεις του Γουδέλη. Υπάρχουν ακόμα ιστορίες
για τον γιό, το διαδίκτυο, τον πατέρα πάντα με μια χαμηλότονη και λιτή
υπαρξιακή διάθεση και ατμόσφαιρα. Όπως έγραψε άλλωστε ο Παπαγιώργης –
εκφράζοντας με τον ιδανικότερο τρόπο το αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα: «ο
Γουδέλης δεν καταφεύγει, όπως θα περίμενε κάποιος, σε αφηρημένες πρόζες στις
οποίες δεν υπάρχουν: υπόθεση, δραματικότητα και αφήγηση. Απεναντίας, προτιμά
τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ παραστάσεως και εσωτερίκευσης, όπου κατά κάποιον
τρόπο μεσολαβεί ένας μετεωρισμός που παρευθύς βρίσκει καταφύγιο στη γνωστή μας
αφηγηματική ροή. Με άλλα λόγια, είμαστε πολύ κοντά και συνάμα πολύ μακριά από
το νόημα…»
Αυτός ο «μετεωρισμός» του
συγγραφέα, αυτό το «κυνήγι της σκιάς», του αδιόρατου και αφηρημένου, η γοητεία του ψίθυρου και της
σιωπής είναι που μετατρέπουν την ανάγνωση αυτής της υπέροχης συλλογής
διηγημάτων σε μυσταγωγία, σαγηνεύοντας και «τυλίγοντας» τον αναγνώστη που
επιθυμεί να ξεφύγει από τα καθιερωμένα και να αποπειραθεί να διαβάσει κάτι
διαφορετικό, χαμηλότονο και απαιτητικό – μόνο κερδισμένος μπορεί να βγεί.
_______________________________________________________________________
Παρακολουθήστε την
συζήτηση με τον Τάσο Γουδέλη γύρω από το «Ωραίο ατύχημα» και όχι μόνο, στο podcast της εκπομπής Booktalks@Amagi
radio, του Σαββάτου 11/1/14. Μετά την κουβέντα μας, υπάρχει
η υπόλοιπη ύλη της εκπομπής με ποιήματα των Τσίζεκ, Dylan Thomas, Cesare Pavese, ένα
απόσπασμα από την «Λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» του Κ.Τσίζεκ και βέβαια
το ένθετο «Στη φωλιά του (βιβλιο)κούκου».
Καλή ακρόαση
Καλησπέρα. Τον κύριο Γουδέλη τον γνώριζα απ' τις μονογραφίες του και μόλις το καλοκαίρι διάβασα την "Παρουσία" καθώς και την "Πρωινή επίσκεψη". Το επόμενο που θα διαβάσω θα είναι ο "Ύπνος του Άλφρεντ". Στο μπλογκ του μπαίνω κάπου δυο χρόνια, γιατί κάνει πολύ ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προτάσεις.
Στους "Διαλόγους" του Μπόρχες και του Σάμπατο (με πρόλογο του Ορλάντο Μπαρόνε), εκδ. Printa, ο προλογίζων υποκινεί το θέμα της διαφοράς διηγήματος - μυθιστορήματος (σελ. 72-73):
ΜΠΑΡΟΝΕ: Μερικοί πιστεύουν πως η διαφορά μεταξύ μυθιστορήματος και διηγήματος είναι η διαφορά μεταξύ μακροχρόνιας και εφήμερης εμμονής.
ΜΠΟΡΧΕΣ: Είναι αλήθεια το διήγημα είναι ένα σύντομο όνειρο, μια ψευδαίσθηση που διαρκεί λίγο.
Και λίγο παρακάτω:
ΣΑΜΠΑΤΟ: Το μυθιστόρημα είναι σαν μια ήπειρος. Για να φτάσεις σ' ένα όμορφο μέρος, καλείσαι ξαφνικά να διασχίσεις λίμνες ή απέραντες ελώδεις εκτάσεις, να διατρέξεις ατελεύτητους δρόμους, γεμάτους σκόνη και λάσπη. Νομίζω πως ο Μπόρχες είπε κάποτε πως βαριέται τους άχαρους αυτούς δρόμους, οι οποίοι θα πρέπει να είναι εξίσου άχαροι για τον αναγνώστη. Αλλά όποιος θέλει να βρει ένα θησαυρό στο Μάτο Γκρόσσο θα πρέπει να αντιμετωπίσει πολλούς κινδύνους.
ΜΠΟΡΧΕΣ: Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ένας συγγραφέας θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένος, όταν τελειώνει ένα μυθιστόρημα. Απεναντίας, όταν ολοκληρώνει κανείς ένα διήγημα δεν ξέρει αν άξιζε τον κόπο να το γράψει.
ΣΑΜΠΑΤΟ: Μα, Μπόρχες, το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα. Μη σας πω ότι είναι και χειρότερα: Ξέρετε τι θα πει, αφού έχεις γράψει πεντακόσιες σελίδες, να νιώθεις πως άλλα ήθελες να πεις;
ΥΓ. 1 Αν και λάτρις της μικρής φόρμας δε θα άλλαζα ούτε "και" στη δήλωση του Προυστ ότι μία απ' τις μεγαλύτερες δυστυχίες της ζωής του ήταν ο θάνατος του Λυσιέν ντε Ρυμαμπρέ.
ΥΓ. 2 Έχοντας δει σχεδόν όλες τις ταινίες του Bela Tarr, διαφωνώ με το επίθετο "ελιτίστικος", που του αποδώσατε.
Ειδικά το Satantango, όταν τελείωσε, ήθελα να το ξαναδώ απ' την αρχή! Και το ξαναείδα λίγο καιρό αργότερα. Ταινία που αντέχει πολλές αναγνώσεις... Και πως να μην αντέχει, αφού το σενάριο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Λάζλο Κρασναχορκάι!
Ακόμη και ο λόγος για τον οποίο ο σκηνοθέτης επιθυμεί να μην ξανακάνει ταινίες με συγκίνησε*, όπως με είχε συγκινήσει η μικρού μήκους ταινία για το Visions of Europe, όπου με το τράβελινγκ αφηγείται το μέλλον της Ευρώπης.
* CdC: why fed up?
Tarr: I can't stand this fucking polite equality, "petite-bourgeoise", existing in the world. This deal between the poor and Society, how they are forced to accept this order, and we accept this shitty world, it's unbelievable. So no, I have to show what is really going on : people are fed up, their emotions are strong, powerful. And the question is : how these emotions are exploited, controlled, before the big bang.
Θερμούς Χαιρετισμούς!