Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2018
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 24, 2018 | Permalink
"Σκοτεινός λαβύρινθος"
Η
ομαδική δολοφονία μιας οικογένειας που δείχνει από την αρχή ότι πρόκειται για
την εκτέλεση ενός συμβολαίου θανάτου. Μια ευφυής αστυνόμος που βρίσκεται σε
αδιέξοδο και μια νεαρή γυναίκα που ως το μοναδικό μέλος της οικογένειας που
επέζησε (γιατί απλούστατα δεν ήταν στην Ελλάδα) που προσπαθεί μόνη της να βρει
τους δολοφόνους. Ένα αγχώδες και εμμονικό κυνηγητό για την αναζήτηση του
ιθύνοντα νου της δολοφονίας όπως και των αιτίων της. Αυτό είναι το πλαίσιο γύρω
από το οποίο στήνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία εκδίκησης, με το τέταρτο
αστυνομικό του μυθιστόρημα, ο Γρηγόρης Αζαριάδης (Αθήνα, 1951), με τίτλο
«ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ» (εκδ. Μεταίχμιο, σελ.500).
Το
πρώτο βιβλίο του Αζαριάδη είχε τον τίτλο «Παλιοί λογαριασμοί». Είναι ένας
τίτλος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και στο νέο του βιβλίο. Γιατί κι εδώ
πρόκειται για ένα ξεκαθάρισμα παλιών λογαριασμών, όπως διαφαίνεται με ευκρίνεια
από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος. Η οικογένεια Μαυρονικόλα, τέσσερις
ενήλικες και ένα παιδί 5 ετών, δολοφονούνται εν ψυχρώ σε ένα κτήμα μιας
εξοχικής περιοχής της Αττικής. Οι δύο δράστες δεν αφήνουν πίσω τους κανένα
ίχνος, δείγμα «επαγγελματικής δουλειάς» και ένα συμβόλαιο θανάτου· η αστυνομία
σύντομα βρίσκεται προ αδιεξόδου.
Το
νήμα που προσπαθεί να ακολουθήσει η αστυνόμος Τρύπη, μόνιμη ηρωίδα των βιβλίων
του συγγραφέα, είναι αυτό που βρίσκουν οι αρχές στο παρελθόν του δολοφονηθέντος
Μαυρονικόλα, ο οποίος συμμετείχε ως συνεργός σε μια ληστεία στο σπίτι ενός
εφοπλιστή, πριν από αρκετά χρόνια. Από το σπίτι είχε αφαιρεθεί ένα σημαντικό
ποσό χρημάτων αλλά και ένα πακέτο με κοκαΐνη, η οποία δεν βρέθηκε ποτέ. Τα μέλη
της σπείρας, που συνελήφθησαν όλοι λίγο αργότερα, υποπτεύθηκαν τον Μαυρονικόλα
αλλά δεν ήταν σίγουροι. Καθώς ο ρόλος του στην ληστεία (αλλά και σε άλλες που
έγιναν τον ίδιο καιρό σε γνωστούς επιχειρηματίες) ήταν πολύ δευτερεύων, δεν
κατηγορήθηκε ποτέ, δεν τον κάρφωσε κανείς, την έβγαλε καθαρή και με τα χρόνια η
συμμετοχή του ξεχάστηκε ενώ κι εκείνος χάθηκε από την πιάτσα διαμένοντας μακριά
από το κέντρο της Αθήνας.
Η
Τρύπη στρέφει προς τα εκεί τις έρευνές της, στους παλιούς συνεργάτες, στον
εφοπλιστή-θύμα της ληστείας (την οποία δεν κατήγγειλε ποτέ). Στο προσκήνιο
όμως, εμφανίζεται η από χρόνια εξαφανισμένη κόρη του Μαυρονικόλα, η Σοφία, η
οποία είχε φύγει ξαφνικά από την Ελλάδα για άγνωστο λόγο. Η Σοφία μετά από μια
αρκετά περιπετειώδη διαδρομή στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα ως μέλος
ανθρωπιστικής οργάνωσης στην Αφρική, επιστρέφει επειγόντως μόλις πληροφορείται
από μια φίλη της, αυτά που συνέβησαν στην οικογένειά της.
«Στα
μάτια μου περνούσαν ασταμάτητα οι σκηνές της δολοφονίας της οικογένειάς μου.
Ξανά και ξανά. Σαν ένα ασπρόμαυρο θρίλερ, όπου σε κάθε πλάνο σού κλείνει το
μάτι σαδιστικά ο θάνατος. Κι έχεις εκείνη την αίσθηση της ματαιότητας…Ό,τι και
να κάνεις, δεν πρόκειται να του ξεφύγεις. Τα σώματα των γονιών μου, του αδερφού
μου και της γυναίκας του μέσα σε λίμνες από αίμα. Και το πιο ανατριχιαστικό, το
κορμί του μικρού γιού τους, που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να δω ζωντανό,
άψυχο. Γαζωμένο από τα όπλα των δολοφόνων. Αίμα, παντού αίμα. Όσα κι αν είχα
αντικρίσει αυτά τα δέκα χρόνια στην Αφρική ωχριούσαν μπροστά σ’ αυτό το λουτρό
αίματος. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο αίμα μπορεί να κρύβει το ανθρώπινο
σώμα. Και τώρα το συνειδητοποιούσα με τον πιο εφιαλτικό τρόπο.»
Η
Σοφία θα ασχοληθεί προσωπικά με την ανακάλυψη των εκτελεστών αλλά και του
ιθύνοντα νου της δολοφονίας των δικών της ανθρώπων. Με την βοήθεια ενός
γοητευτικού πάμπλουτου μεσήλικα, του Αλέξανδρου Πανταλέων ο οποίος της
συστήνεται ως «παλιός φίλος» του πατέρα της, και που της συστήνει έναν ιδιωτικό
ερευνητή και έναν δικτυωμένο νομικό σύμβουλο, μεθοδικά θα στήσει την προσωπική
της επιχείρηση εξιχνίασης των φόνων. Πάντα θα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από
την Τρύπη και την ομάδα της, σχεδόν ως το τέλος μιας υπόθεσης, που κρύβει
πολλές ανατροπές, ξεχασμένες ιστορίες, καλά κρυμμένα μυστικά και την εκδίκηση
που περιμένει χρόνια για να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή.
Οι
δύο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, που είναι και οι δύο γυναίκες, η
αστυνόμος Τρύπη και η Σοφία Μαυρονικόλα, αποτελούν τους δύο πόλους γύρω από
τους οποίους περιστρέφεται αυτή η ιστορία καταδίωξης και έρευνας για την
επίλυση του μυστηρίου. Δύο ζωντανοί και όχι χάρτινοι γυναικείοι χαρακτήρες, που
συνεργάζονται και συγκρούονται, με τις αδυναμίες και τα προτερήματά τους,
σκληρές και ταυτόχρονα ευάλωτες, που κυριαρχούν στην αφήγηση και μετατρέπουν
ένα παραδοσιακό (και τυπικό) αστυνομικό μυθιστόρημα σκανδιναβικού τύπου (υπό
την έννοια της ανεξέλεγκτης και πολλές φορές αδικαιολόγητης βίας), σε γυναικεία
υπόθεση. Κυρίως ο χαρακτήρας της Σοφίας, αποτελεί ένα βήμα στην λογοτεχνική
πορεία του συγγραφέα, άριστα ψυχογραφημένος και στιβαρός, δίνει μια διάσταση
διαφορετική στο βιβλίο που είναι πραγματικά κρίμα, ότι δεν αξιοποιείται
εκτενέστερα δίνοντας ίσως μια διαφορετική τροπή στο μυθιστόρημα.
«Έχασα
πολλά κομμάτια από τον εαυτό μου χωρίς να το συνειδητοποιήσω, έχασα όμως κι
άλλα με πλήρη επίγνωση. Έσκισα τις σάρκες μου για να τα ξεφορτωθώ. Πόνεσα,
πληγώθηκα, δεν είχα τον χρόνο να μετανιώσω, να θρηνήσω. Τα παράτησα λάφυρα,
πίσω μου, για όποιον επίμονο εχθρό ε ακολουθήσει. Ακόμα κι αν είναι ο ίδιος μου
ο εαυτός, σε δεύτερη βελτιωμένη έκδοση. Οι τύψεις, οι ενοχές. Η φυγή δεν είναι
η λύση. Όσο μακριά κι αν διακτινιστείς, δεν θα βρεις καμία λύτρωση, απλά θα
κρύψεις τον σκελετό στην ντουλάπα και κάθε φορά που την ανοίγεις θα τον
αντικρίζεις να σου χαμογελάει σαδιστικά.»
Στο
μυθιστόρημα εκτός των πολύ ενδιαφερόντων γυναικείων πρωταγωνιστικών χαρακτήρων,
κάποιων πολύ ενδιαφερόντων ανδρικών βασικών ή όχι πρωταγωνιστών (όπως ο
"ψηλός" επαγγελματίας εκτελεστής και κάποιοι άλλοι), και της ωραίας
ιστορίας που βρίσκεται στο επίκεντρο, κυριαρχούν και τα στοιχεία που προϋπήρχαν
και στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα, ως ένα είδος εμμονών που από ένα
σημείο και μετά, κουράζουν και γίνονται περιττά (σαν βαρίδια από τα οποία
κάποια στιγμή θα πρέπει να απαλλαχθεί ο συγγραφέας). Τα λεπτομερή ντους της
Τρύπη, το ποτήρι με το διποικιλιακό κρασί που πίνει η αστυνομικός όταν
χαλαρώνει, οι σκηνές με τα κρουασάν και τους φραπέδες στο τμήμα, οι συχνές
επαναλήψεις φράσεων και σκηνών, στοιχεία που μαζί με τα γνωστά καφενειακά
σχόλια θυμόσοφων συνταξιούχων που εκτείνονται σε αρκετές σελίδες, δικαιολογούν
εν μέρει το "άπλωμα" και το "ξεχείλωμα" του βιβλίου σε 500
σελίδες, ενώ θα μπορούσε άνετα να περιοριστεί σε λίγο περισσότερες από τις
μισές.
Γενικότερα
όμως, το πρόσημο του βιβλίου είναι απολύτως θετικό. Ο Αζαριάδης παρασύρει τον
αναγνώστη σε ένα ταξίδι στις σκοτεινές πλευρές της πόλης, στα μπαράκια (με
ονόματα όπως "Black cat", "Dead duck", "Camelot", "Unlimited") που είναι χωμένα σε στενά των
συνοικιών, στις παράνομες μπίζνες επιχειρηματιών με "ευυπόληπτο"
πρόσωπο, σε ανθρώπους που κινούνται στα όρια μεταξύ νομιμότητας και ανομίας. Ο
"Σκοτεινός λαβύρινθος", μυθιστόρημα που σηματοδοτεί μια στροφή του
συγγραφέα προς το πιο hardcore είδος (σε βάρος
ενός περισσότερο polar στυλ που υιοθέτησε
στα πρώτα του βιβλία), αποτελεί συγγραφική εξέλιξη του Γρ. Αζαριάδη, σε ένα
ύφος που μάλλον του ταιριάζει απόλυτα.
Βαθμολογία: 76 / 100
Καλημέρα.
Έχεις δίκιο: ίσως είναι το πιο μεστό και ποιοτικό βιβλίο του Αζαριάδη, μέσα στο πλαίσιο του είδους που υπηρετεί.