Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 06, 2021 | Permalink
Μεγάλη Λογοτεχνία ("Το Βουνί")
Εκεί που δεν το περιμένεις, έρχεται μια τεράστια αναγνωστική έκπληξη! «ΤΟ ΒΟΥΝΙ», το μυθιστόρημα της Κύπριας συγγραφέως Λουίζας Παπαλοΐζου (Μόρφου, 1972), μόλις το δεύτερό της βιβλίο, και μάλιστα σε απόσταση δεκαετίας από το πρώτο, δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο, είναι ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Στην υπέροχη (ως συνήθως) έκδοση του «Ροδακιού» και σε 477 σελίδες μεγάλου μεγέθους, ξεδιπλώνεται ίσως το καλύτερο ελληνόφωνο μυθιστόρημα της χρονιάς, ένα στιβαρό και μεστό έργο.


Το «Βουνί», είναι ένα πολυφωνικό και σύνθετο μυθιστόρημα, που ξετυλίγεται σε τρία μέρη, φαινομενικά αυτόνομα μεταξύ τους. Τα τρία αυτά μέρη, καλύπτουν μια περίοδο περίπου 70 ετών, αποτελώντας μια σπουδή στον κυπριακό αγροτικό (και όχι μόνο – αφού αυτός είναι η αφορμή) βίο, μέσα από διαφορετικές καταστάσεις και με οδηγό το ιστορικό πλαίσιο, που γίνεται κατανοητό ακόμα και στον πιο αδαή γύρω από τα κυπριακά θέματα αναγνώστη.
 
Το γεωγραφικό πλαίσιο που εκτυλίσσονται οι τρεις ιστορίες της Παπαλοΐζου, είναι η περιοχή της Τηλλυρίας, η ορεινή χερσόνησος της Κύπρου, στο βορειοδυτικό μέρος του νησιού, που ένα μεγάλο μέρος της βρίσκεται στα Κατεχόμενα εδάφη. Πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο αναφέρονται το (ιδιαίτερα εντυπωσιακό) αρχαίο θέατρο των Σόλων (τέλος 2ου-αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.) και το ύψωμα «Βουνί», όπου υπήρχε η αρχαία πόλη Αίπεια. Τις ανασκαφές στους Σόλους και στο Βουνί, ανέλαβε η Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή από το 1927 έως το 1931 – ιστορία που καλύπτει το τρίτο μέρος του βιβλίου. Οι Σόλοι όμως δεν ήταν γνωστοί μόνο για τις αρχαιότητες αλλά και για τα μεταλλεία που διαδραματίζουν ρόλο στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Η περιοχή αυτή, βρίσκεται σήμερα στα Κατεχόμενα εδάφη.
 
Όπως προανέφερα το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο ονομάζεται «Η επιστροφή (1970-1971)», το δεύτερο «Ο βουθός» και το τρίτο «Το βουνό (1928 – 1929)». Τα μέρη αυτά, είναι αυτόνομα και με διαφορετικό αφηγηματικό ύφος, ενώ ποικίλλουν και τα χρονικά πλαίσια στα οποία εκτυλίσσονται. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη στα δύο πρώτα μέρη,  (με έντονη προφορικότητα στο δεύτερο μέρος) και ημερολογιακή στο τρίτο μέρος, ενώ το άκρως μυθοπλαστικό πρώτο μέρος, διαδέχονται από τη μια ο μονόλογος της «Κόρης» του δεύτερου και οι ημερολογιακές καταγραφές του τρίτου.
 
Στο πρώτο μέρος «Η επιστροφή (1970-1971)», κεντρικός χαρακτήρας και αφηγητής είναι ο ναυτικός Ξενής (Ξένιος), που επιστρέφει στη γενέθλια γη, στο τέλος του ’69, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που τον καθιστά ανίκανο για εργασία στα πλοία. Ο Ξενής ήταν ασυρματιστής, «διαβασμένος και διαβαστερός», μονήρης και εσωστρεφής, που είχε βρει στη θάλασσα το ιδανικό μέρος για να «ξεφεύγει». Γυρίζει στο χωριό του, στην περιοχή της Τηλλυρίας και βρίσκεται αντιμέτωπος με την στενή επαρχιακή πραγματικότητα. Πολυμελής οικογένεια, οι αδελφές του (που προίκισε) παντρεμένες, η χήρα μάνα του να του ψάχνει νύφη, καταστάσεις που δεν αλλάζουν όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ο Ξενής ασφυκτιά, δεν αποκτά ξανά την χαμένη πλέον οικειότητα με τον τόπο, τους παλιούς φίλους – είναι ένας άνθρωπος που δεν ασχολείται με τα περασμένα, θέλει την ησυχία του, ενώ γύρω του φουντώνουν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και ένα εμφυλιοπολεμικό κλίμα που θα οδηγήσει στο αδιέξοδο. Το μοναδικό ενδιαφέρον βρίσκεται στη γνωριμία του με ένα ζευγάρι Βρετανών περιηγητών τους οποίους θα ξεναγήσει στο αρχαίο θέατρο, δίνοντας στη ζωή του το χαμένο της νόημα.
 
«Πιο παλιά δε, όταν ζούσαμε ακόμα στα βουνά, γιατί αργότερα κατέβηκαν τα δικά μας χωριά στη θάλασσα και από ορεινά έγιναν παραθαλάσσια —με τις δουλειές στα γειτονικά μεταλλεία—, πιο παλιά οι άνθρωποι για ψύλλου πήδημα πιάνονταν στα χέρια. Χωριανοί εν βρασμώ ψυχής έβγαζαν μαχαίρι. Για το νερό, τα βοσκοτόπια, τα μάτια καμιάς ομορφονιάς. Έβαζε και το ποτό το χεράκι του. Είχαμε και μέθυσους στα χωριά.
Γεωγραφικά δε, ανήκαμε στη χερσόνησο της Τηλλυρίας. Το χωριό μας ήταν κοντά στη μεθόριο γραμμή, τα ανατολικά προπύλαια τρόπον τινά της Τηλλυρίας. Εξαιτίας δε της μορφολογίας του εδάφους, το οποίο είναι ιδιαίτερα λοφώδες και κρημνώδες προς τα δυτικά —πώς είναι οι λόφοι εκεί στα Κόκκινα που κατεβαίνουν σαν αίλουροι από ψηλά— ενώ στα ανατολικά απλώνεται η ανοιχτοσύνη του κάμπου της Μόρφου, ανέκαθεν είχαμε το βλέμμα στραμμένο προς την ανατολή.
Δεν νιώθαμε Τήλλυροι. Χώρια που Τήλλυρος την τότε εποχή ισούνταν με βρισιά. Οι Τήλλυροι ήταν ξακουστοί καρβουνιάρηδες, μεγάλοι τεχνίτες, γύριζαν μέρα νύχτα τα χωριά και πωλούσαν κάρβουνο για να βγάλουν τα προς το ζην. Μέσα στα σακιά όμως ελέγετο πως έβαζαν και πέτρες —ούτε καν άνθρακας ο άνθρακας δηλαδή— και είχαν βγάλει όνομα πως ήταν μεγάλοι παραπόττες. Τα χρόνια εκείνα δεν ήθελες πολλά για να σου βγει το όνομα. Ένα-δυο περιστατικά ήταν αρκετά για να διασύρουν συλλήβδην ολόκληρα χωριά.»
 
Στο δεύτερο μέρος, που είναι γραμμένο εξ ολοκλήρου στην κυπριακή διάλεκτο, «Ο βουθός», το χρονικό πλαίσιο είναι οι αρχές του 20ου αιώνα, σε ένα χωριό στους πρόποδες του Βουνού «Η μάνα, ο τζύρης, θκυο γιούδες τζαι μια κόρη ζουν εις το τέρμα του χωρκού, σ’ έναν μακρινάριν με σανιδωτά παράθυρα». Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι η Ροδού, η κόρη, όπου μέσα από την αφήγησή της, εκτυλίσσεται η σκληρή (και όπως φαίνεται πλέον σ’ εμάς απάνθρωπη) ζωή των χωρικών της εποχής.
 
«Η μάνα μου κουκκουφά με που το πρωίν ώς την νύχταν. Σχολείον έν επήεν μα αρέσκει της να κάμνει την δασκάλαν.
«Αν ήσουν παντρεμένη, έν ήτουν να βάλλεις έτσι σκέψεις με τον νουν σου. Ούτε να υποφέρεις, να γεμώννεις κοτσινίλλες. Αν είσιες άντραν τζιαι κοπελλούθκια έν θα έβρισκες αθκειάσην. Ψώραν έν έσιεις, μα κάτι σε τρώει, κάτι λιώννει το πετσίν σου. Ίντα πάει να πει να καύκεται, κόρη, το πετσίν σου; Ίντα βάσανον καύκεται μέσα σου; Γιατί έν πνάζεις;».»


Η μητέρα σκληρή και αλύγιστη, ο πατέρας απών και βίαιος, τρυφερός μόνο με τα ζώα του, που χτυπάει αλύπητα τα έντρομα (και μόνο στη παρουσία του στον χώρο) μέλη της οικογένειάς του. Ο ένας αδελφός θα ερωτευτεί Τουρκάλα και αυτόματα θα μετατραπεί σε μαύρο πρόβατο της οικογένειας, ο έτερος αδελφός ο Ττιμής, αργόστροφος που δεν παίρνει από γράμματα είναι ο αγαπημένος της Ροδούς που τον έχει υπό την προστασία της. Η Ροδού βιώνει τα οικογενειακά δράματα (ο πατέρας θα πεθάνει στα μεταλλεία) και τις ασθένειες με καρτερία, έχει πάθος για τη ζωή, τη φύση, τα χρώματα, τη θάλασσα, είναι διψασμένη και θέλει να ζήσει, να μάθει.
 
«Άλλην κουβέντα ο τζύρης μου έν λαλεί. Πάει στην αυλήν, ξιδήννει την μούλαν. Ξεκινά για το χωράφιν. Εν’ το γυρίν του να ποτίσει. Θωρώ τον που ξομακρίζει στον κατήφορον. Τζείνος ομπρός, η μούλα πίσω. Σσυφτός, χωματσιασμένος, με την τσάππαν στον ώμον. Ούλα πάνω του εγείρασιν, μα τα πόθκια του ακόμα στέκουν όπως τα δέντρα τα ξερά μέσα στες ποδίνες. Έναν ισιοτόπιν εν έσει ο τόπος μας. Γιαν αν φυτέψεις έναν κουτσίν, πρέπει να σκάψεις το βουνόν.»
 
Στο τρίτο μέρος, «Το βουνό (1928 – 1929)», αλλάζει πάλι ο αφηγηματικός ρυθμός. Αφηγητής εδώ, είναι ένας ανώνυμος Σουηδός αρχαιολόγος, που συμμετέχει στην Σουηδική Αρχαιολογική Αποστολή στις ανασκαφές του ανακτόρου του Βουνού. Μέσα από το ημερολόγιο που κρατάει ο Σουηδός και από τις επιστολές που στέλνει στους γονείς του πίσω στην πατρίδα του, μαθαίνουμε όχι μόνο για την πορεία των ανασκαφών, αλλά για τη ζωή στην Κύπρο μέσα από τα μάτια ενός «προηγμένου» Ευρωπαίου, τις σχέσεις του με τους ντόπιους, τις ερωτικές του ανησυχίες, την αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας.
 
«Αν ένα κορίτσι λοιπόν σε κοιτάζει, θα το υποψιαστείς από τους ώμους της. Τα μάτια της χαμηλωμένα, ποτέ δεν θα κοιτάξει ευθέως προς το μέρος σου, οι ώμοι της όμως σε κοιτάζουν, πώς δεν σε κοιτάζουν! Εδώ τα πάντα γίνονται χωριστά ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Ακόμα και ανάμεσα στα αντρόγυνα. Το αντρόγυνο σμίγει μόνο στο σιδεροκρέβατότ του και αυτό για όσο η γυναίκα βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία. Μετά χωρίζουν ακόμα και στον ύπνο τους. Δεν υπάρχουν μεικτοί χώροι πουθενά. Δεν θα βρεις πουθενά αγόρια και κορίτσια να μαθαίνουν ο ένας τον άλλο. Όλα γίνονται χωριστά. Στην εργασία, στα χωράφια, στην εκκλησία, στις γιορτές, ακόμα και στον χορό. Δεν έχω δει ούτε ένα χορό που να τον χορεύουν άντρες και γυναίκες μαζί. Έχω καταλήξει λοιπόν πως με τα ακατάπαυστα πειράγματα και υπονοούμενα οι άντρες στήνουν τον μεικτό χορό που δεν έχουν, τον χορό της αχαλίνωτης φαντασίας και του οργιαστικού ζευγαρώματος!»
 
Ο Σουηδός αρχαιολόγος άλλοτε μαγεύεται από το τοπίο και τα ευρήματα, άλλοτε προβληματίζεται. Ο βοηθός του, ο Χρίστος, πολιτικοποιημένος και ανήσυχος, βλέπει τα πράγματα από μια πολιτική σκοπιά, είναι καχύποπτος και δίνει μια άλλη διάσταση του πως βλέπουν οι ντόπιοι τις ανασκαφές. Στο τρίτο μέρος, η Παπαλοΐζου, μέσω των συζητήσεων και μιας συνάντησης που θα έχει η Σουηδική αποστολή με τον Άγγλο πρόξενο, δίνει μια πολιτική διάσταση στο μυθιστόρημα.
 
«Σπάνια ταξιδεύουμε χωρίς παρατράγουδα. Σκηνές λατρείας και μίσους μάς συνοδεύουν όπου πάμε. Άλλοι μας υποδέχονται ως ευεργέτες του τόπου, άλλοι ως σωτήρες του έθνους και άλλοι μας βρίζουν και μας μηνύουν με δικηγόρους για τα χωράφια τους. Σαν να μην μας έφταναν οι ντόπιοι, μας έγιναν στενός κορσές κι οι Άγγλοι.
Δόθηκε η λάθος εντύπωση στους κατοίκους του νησιού, λέει η αγγλική κυβέρνηση, και οι Σουηδοί οφείλουν να ξεδιαλύνουν τις παρανοήσεις. Γιατί πριν από τους Έλληνες στο νησί είχαν εγκατασταθεί οι Φοίνικες, οι Αιγύπτιοι, και μετά από τους Έλληνες ήρθαν οι Ρωμαίοι, οι Φράγκοι, οι Ενετοί, οι Οθωμανοί. Πριν από την ιστορία υπήρξε η προϊστορία και μετά από την ιστορία πάλι η ιστορία. Η συνεχιζόμενη ιστορία, αυτή που γράφεται συνεχώς και συνέχεια, γιατί το παρελθόν από μόνο του δεν αποδεικνύει τί-πο-τα!
Το φυσούν και δεν κρυώνει οι Άγγλοι με την γκάφα που έπαθαν να μας επιτρέψουν να σκάψουμε τα χώματα του νησιού. Αλήθεια, τι ήλπιζαν ότι θα ξεθάβαμε; Απολιθώματα δεινοσαύρων;
Ιδέα δεν έχω πώς θα καταφέρουμε να απεμπλακούμε από τα πλοκάμια αυτού του παμφάγου που ονομάζεται πολιτική. Αργά η γρήγορα θα μας κατασπαράξει όλους. Να το θυμηθείτε!»
 

Εάν στο πρώτο και στο τρίτο μέρος, η αφήγηση της Παπαλοΐζου είναι πιο στρωτή και χωρίς δυσκολίες για τον ελλαδίτη αναγνώστη, το δεύτερο μέρος γραμμένο στην Κυπριακή διάλεκτο, στην αρχή τον προβληματίζει, όπου διαπιστώνει ότι χρειάζεται διαρκώς το γλωσσάρι που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου. Αυτή είναι όμως η αρχική αίσθηση, εάν αφεθεί ο αναγνώστης στη λυρικότητα της αφήγησης, στον ακαταμάχητο μουσικό ρυθμό του γάργαρου λόγου, ανακαλύπτει κάτι μοναδικό, μια λογοτεχνική εμπειρία ζωής. Και είναι ακριβώς αυτό το δεύτερο μέρος, που συγκινεί και «παίρνει μαζί του» τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι, που δεν είναι πρωτεύον το να κατανοεί τα πάντα, αλλά να νιώσει την ποιητικότητα του λόγου, την μαγεία κάποιων σελίδων που λειτουργούν ως πεζοποιήματα, αυτόνομα και αριστουργηματικά!
 
Ομολογώ ότι δεν είναι επαρκής η γνώση μου για την κυπριακή λογοτεχνία – δεν μ’ αρέσει να την ξεχωρίζω από την ελληνική, αφού η γλώσσα είναι ίδια, διαβάζουμε τα ίδια πράγματα. Το μυθιστόρημα όμως της Παπαλοΐζου είναι μια αποκάλυψη. Όχι μόνο για την λογοτεχνική του αξία, που την αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες σελίδες – αλίμονο, αλλά και για την κοινωνική του διάσταση. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, περνάει ο διχασμός που είναι βαθιά χαραγμένος στους κατοίκους του νησιού, είτε είναι βουνίσιοι, είτε κατοικούν στα παράλια – ψευδοδίλημμα βέβαια σε ένα τόπο που το ένα απέχει από το άλλο μερικά χιλιόμετρα, η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς και στους ξένους – μόνιμους καταπατητές του νησιού, την αρχέγονη (και πλέον καταπιεσμένη βαθιά) επιθυμία για Ένωση.


Το υπαρξιακό πρόσημο των ιστοριών είναι διαφορετικό από τη μια στην άλλη. Και οι τρείς ήρωες αυτών (οι δύο άντρες και η Κόρη) είναι «ξένοι», νιώθουν κατ’ αυτό τον τρόπο μέσα στην καθημερινότητά τους. Ο Ξενής βέβαια νιώθει έτσι σε όλη του τη ζωή, δεν μπορεί να «ενταχθεί» πουθενά, ούτε στα πλοία που εργάζεται, ούτε στις ξένες χώρες που επισκέπτεται, ούτε όμως και στον τόπο του, που είναι «ξένος» γι’ αυτόν, η Κόρη είναι ουσιαστικά μόνη της μέσα σε ένα πολύβουο οικογενειακό περιβάλλον, που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά της, το ποια είναι, ενώ ο νεαρός Σουηδός που νοσταλγεί το σπίτι και την οικογενειακή θαλπωρή, νιώθει κι αυτός «ξένος», δεν μπορεί να κατανοήσει ή να έρθει εγγύτερα στους ντόπιους.
 
Οι εικόνες που μεταφέρει στο χαρτί, η συγγραφέας είναι ιδιαίτερα έντονες. Το χώμα και η μυρωδιά του, τα φρούτα, τα λουλούδια, ο μόχθος των ανθρώπων, το πάθος στις κουβέντες που παραμορφώνει τα χαρακτηριστικά τους, η πείνα  και η δίψα, τα έντομα, το ζεστό καλοκαίρι, ο δυνατός ήλιος, οι μυρωδιές. Η Κύπρος υπάρχει σε κάθε σελίδα, τα πάθη του λαού, οι αγωνίες του, τα χαρίσματα και οι αδυναμίες του.
 
Μυθιστόρημα μεγάλης πνοής «Το Βουνί», στοιχείο που έχουν μόνο τα σημαντικά έργα. Με έντονες επιρροές από τον Παπαδιαμάντη αλλά και από μεγάλους Αγγλοσάξονες (τον Φώκνερ κυρίως), το βιβλίο συνδυάζει έξοχα τα διαφορετικά αφηγηματικά στυλ, εναλλάσσει με επιτυχία τον ρυθμό, δομεί εξαιρετικά τις ιστορίες ώστε να εντάσσονται σε ένα αρμονικό σύνολο. Βιβλίο που προκαλεί θαυμασμό, δεν φεύγει εύκολα από μέσα σου, μένει βαθιά χαραγμένο και αυτό είναι το σπουδαιότερο επίτευγμα της συγγραφέως.
 
Βαθμολογία 87 / 100

 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home