Κυριακή, Αυγούστου 08, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Αυγούστου 08, 2021 | Permalink
"Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις"
«Αν μου πουν πως είναι παράλογο να μιλώ έτσι για κάποιον που ποτέ δεν υπήρξε, θ’ απαντήσω πως ούτε για τη Λισαβόνα έχω αποδείξεις ότι υπήρξε ποτέ, ούτε για μένα που γράφω, ή για οτιδήποτε, όπου κι αν είναι αυτό.» (Φερνάντο Πεσσόα)

Η νέα έκδοση και η καινούργια μετάφραση του «Η ΧΡΟΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΡΙΚΑΡΝΤΟ ΡΕΪΣ» («O ano de morte de Ricardo Reis»), του αριστουργήματος, του βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998, Πορτογάλου συγγραφέα Jose Saramago (1922, επαρχία Σανταρέμ, Πορτογαλία – 2010 Λανθαρότε, Ισπανία) – (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφρ. Α. Ψυλλιά, σελ. 495), συνιστά ένα από τα εκδοτικά γεγονότα του χειμώνα που πέρασε. Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα και ίσως το καλύτερο μέσα στο πολυδιάστατο και πλούσιο λογοτεχνικό corpus του Πορτογάλου συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα (και ίσως) το απαιτητικότερό του▪ ένα βιβλίο που ουσιαστικά είναι ένας (παιγνιώδης;) διάλογος με τον έτερο μεγάλο (ίσως τον κυριότερο εκπρόσωπο) της σύγχρονης Πορτογαλικής λογοτεχνίας, τον Φερνάντο Πεσσόα και ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής σε αυτόν.
 
Ο Ρικάρντο Ρέις, ο ήρωας του βιβλίου του Σαραμάγκου, είναι ένα δημιούργημα του Φερνάντο Πεσσόα (1888 – 1935), του σπουδαίου συγγραφέα και ποιητή. Είναι ένας από τους πολλούς ετερώνυμους χαρακτήρες που δημιούργησε ο Πεσσόα, που τους έδωσε ταυτότητα και αυτονομία, εξέδωσε δε βιβλία με το όνομά τους, ας μη λησμονούμε ότι το μέγιστο έργο του (και ανολοκλήρωτο) το υπέροχο, «Βιβλίο της Ανησυχίας» το υπέγραψε ως Μπερνάρντο Σοάρες. Άλβαρο ντε Κάμπος, Αλμπέρτο Καέιρο, Αντόνιο Μόρα, Φρεντερίκο Ρέις είναι μερικοί από αυτούς (τους πάνω από 70 όπως υπολογίζονται), τους ετερώνυμους με τις ανεξάρτητες οντότητες και ο καθένας τους, με διαφορετικό επάγγελμα, που ο Πεσσόα χρησιμοποιούσε για να γράφει κείμενα και ποιήματα με διαφορετικό ύφος.
 

Ο Ρικάρντο Ρέις, ήταν ένας από τους πιο ολοκληρωμένους ετερώνυμους. Ο Πεσσόα (ο δημιουργός του), τού είχε δώσει την ταυτότητα ενός γιατρού, που γεννήθηκε στο Οπόρτο, το 1887, που μορφώθηκε από τους Ιησουίτες, και ήταν φανατικός διανοούμενος Μοναρχικός. Η ήττα στο Μοναρχικό πραξικόπημα εναντίον της Δημοκρατικής κυβέρνησης το 1919, τον αυτοεξόρισε στην Βραζιλία όπου έγραφε ποιήματα με Επικούρειο ύφος. Ο Πεσσόα δεν πρόλαβε να «πεθάνει» το δημιούργημά του, καθώς απεβίωσε ο ίδιος, το 1935. Μέχρι εδώ είναι τα «ντοκουμέντα» ή τουλάχιστον σταματάει η «Πεσσοϊκή σάγκα», από εδώ και πέρα αρχίζει ο μύθος που δημιούργησε η φαντασία του Ζοζέ Σαραμάγκου!
 
«…οι φράσεις όταν λέγονται, είναι σαν πόρτες, μένουν ανοιχτές, σχεδόν πάντα μπαίνουμε μέσα, αλλά μερικές φορές μένουμε και στεκόμαστε απ’ έξω, περιμένοντας ν’ ανοίξει άλλη πόρτα, να ειπωθεί άλλη φράση, για παράδειγμα αυτή, που να βολεύει…»
 
Το βιβλίο ξεκινάει με την άφιξη στην Λισαβόνα, του Ρικάρντο Ρέις μετά από 16 χρόνια. Είναι το τέλος του 1935 και έχει ενημερωθεί για τον θάνατο του Φερνάντο Πεσσόα λίγο καιρό πριν (στις 30/11/1935). Έχει γυρίσει για να εγκατασταθεί μόνιμα ή είναι απλά η νοσταλγία για την πατρική γη; Εγκαθίσταται σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Μπραγκάνσα γιατί θέλει να είναι κοντά στο ποτάμι και περνάει αρκετές ώρες σ’ αυτό, όταν δεν περιφέρεται στους δρόμους της Λισαβόνας, προσπαθώντας να θυμηθεί τα μέρη, διαπιστώνοντας τις αλλαγές με το πέρασμα τόσων χρόνων, ενώ επισκέπτεται και το νεκροταφείο όπου είναι θαμμένος ο Πεσσόα.
 
Ο χρόνος αλλάζει, έχουμε 1936, η δικτατορία του Σαλαζάρ («Estado Novo»), κυβερνάει εδώ και τρία χρόνια, ο εμφύλιος στην Ισπανία ετοιμάζεται να αρχίσει και ο Χίτλερ έχει πλέον ισχυροποιηθεί στη Γερμανία. Η ασφάλεια παρακολουθεί τον νεοφερμένο στη χώρα και το ομιχλώδες παρελθόν του δεν τον βοηθάει ιδιαίτερα, ενώ οι άσκοπες βόλτες του και οι ελλιπείς εξηγήσεις του στο προσωπικό του ξενοδοχείου για το μέλλον του μπερδεύουν τους πάντες. Είναι όμως κι ο ίδιος ο Ρικάρντο Ρέις σε σύγχυση. Βλέπει τον Πεσσόα μπροστά του, μέσα στο δωμάτιό του, σε ένα καφέ και συζητάνε, διαβάζει τις εφημερίδες, και περπατάει ως flaneur μέσα στη πόλη, χωρίς σκοπό, ψάχνοντας θαρρείς την ταυτότητά του.
 
«Ο άνθρωπος πρέπει να μοχθεί διαρκώς για ν’αξίζει να λέγεται άνθρωπος, είναι όμως λιγότερο κύριος του εαυτού και του πεπρωμένου του απ’όσο νομίζει, ο χρόνος, όχι ο δικός του, θα τον κάνει να μεγαλώσει ή θα τον σβήσει, λόγω άλλων αρετών μερικές φορές, ή διαφορετικά αξιολογημένων, Τι θα γενείς σαν φύγεις στη νύχτα και στου δρόμου το τέλος.»
 
Στο ξενοδοχείο, θα αποκτήσει οικειότητα με τον διευθυντή και το προσωπικό, ενώ θα έχει σεξουαλική σχέση με την Λίντια, την καμαριέρα που του καθαρίζει το δωμάτιο, η οποία φέρει και το όνομα ενός χαρακτήρα από ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του. Η κοπέλα όσο καλύτερα γνωρίζεται με τον ιδιόρρυθμο επισκέπτη, τού αποκαλύπτει τις πολιτικές της ανησυχίες, όπως και του αδελφού της που είναι ναύτης σε ένα από τα πολεμικά πλοία που βρίσκονται έξω από το λιμάνι της πόλης και κάποια στιγμή θα αντιδράσουν στην κυβέρνηση του Σαλαζάρ. Ο Ρέις όμως ερωτεύεται την Μαρσέντα, μια «άπιαστη» γυναίκα, λεπτή και πλούσια, που επισκέπτεται την Λισαβόνα με τον πατέρα της, για μια αβέβαιη θεραπεία του παράλυτου χεριού της. Οι δύο γυναίκες που απασχολούν τον Ρέις, η μια γήινη και η άλλη ένα αερικό, θα αποτελέσουν ένα ακόμα δείγμα του διχασμού που βρίσκεται ο ήρωας του βιβλίου.
 
Ο εσωτερικός λαβύρινθος του Ρικάρντο Ρέις, θα συνεχιστεί ακόμα και μετά την απόφασή του, να εξασκήσει την επιστήμη του, νοικιάζοντας και ένα ωραίο διαμέρισμα που βλέπει το ποτάμι. Το φάντασμα του Πεσσόα θα τον επισκέπτεται όλο και συχνότερα, και μέσα από τον διάλογό τους, διαβάζουμε κομμάτια από έργα του μεγάλου δημιουργού, ενώ πάντα η κατάληξη είναι, ο Ρέις να βρίσκεται σε ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και διχασμό προσωπικότητας, ο οποίος ενισχύεται και από την ανάγνωση ενός φανταστικού βιβλίου, του «Ο θεός του Λαβύρινθου» του ανύπαρκτου συγγραφέα Χέρμπερτ Κουέιν, που οραματίστηκε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Το ονειρικό πλαίσιο μιας διαφορετικής αναζήτησης ταυτότητας, που κυριαρχεί στην αφήγηση του Σαραμάγκου, «προσγειώνεται ανώμαλα» με το πολιτικό γίγνεσθαι, τις επισκέψεις της Ασφάλειας στο σπίτι του «ύποπτου» Ρέις, και τα πολιτικά γεγονότα που ακολουθούν την εξέγερση του στρατού στην Ισπανία και του εμφυλίου που έχει ξεκινήσει εκεί.
 
«Όλοι μας υποφέρουμε από μια αρρώστια, μια βασική αρρώστια, ας πούμε, αυτήν που είναι αδιαχώριστη από αυτό που είμαστε, ή ίσως θα ήταν πιο ακριβές να πούμε πως ο καθένας μας είναι η αρρώστια του, εξαιτίας της είμαστε τόσο λίγοι, κι επίσης εξαιτίας της καταφέρνουμε να γίνουμε τόσα πολλά, και ας έρθει ο διάβολος να διαλέξει ανάμεσα στα δύο, όπως επίσης συνηθίζουμε να λέμε.»
 

Η διακειμενικότητα κυριαρχεί στο βιβλίο του Σαραμάγκου και αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή στην αφήγησή του. Ο συγγραφέας εκκινεί από την βάση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καινούργιο πλέον στον γραπτό λόγο, κι ότι όλες οι μορφές του αποτελούν, ένα μωσαϊκό από προηγούμενα κείμενα, που αναπλάθονται με δημιουργικό ή μη τρόπο. Τι άλλο είναι το βιβλίο, παρά ένας διαρκής υπαινιγμός, ένα διαρκές «κλείσιμο ματιού» του συγγραφέα του, προς τον Πεσσόα και τους ετερώνυμούς του; Ο Σαραμάγκου ουσιαστικά «συμπληρώνει» τους χαρακτήρες που άφησε ημιτελείς ο Πεσσόα, στον δε Ρικάρντο Ρέις (ίσως τον πιο ολοκληρωμένο ετερώνυμο), δίνει μια διέξοδο▪ μπορεί να κινείται σαν «χαμένος» μέσα στη πόλη, να θέτει διαρκώς το υπαρξιακό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, να μην αντιδρά σε τίποτα, να δέχεται τις καταστάσεις όπως έρχονται, να μη προσπαθεί να οικοδομήσει το μέλλον του (όποιο κι αν είναι αυτό) αλλά μέσα από το μυθιστόρημα, προβάλει ως άνθρωπος του μεσοπολέμου, αδύναμος και άβουλος, μελαγχολικός και απομονωμένος, όπως ο δημιουργός του. Ο Σαραμάγκου χαρίζει οντότητα στον ετερώνυμο Ρέις, όπως και μια κατάληξη στη ζωή του.
 
Πρωταγωνιστές του βιβλίου, είναι επίσης η πόλη της Λισαβόνας και η πολιτική κατάσταση – η χρονιά του 1936 είναι μια περίοδος ιδιαίτερα σημαντική για την Ιβηρική χερσόνησο, η οποία καθόρισε το μέλλον της. Η Λισαβόνα είναι διαρκώς παρούσα, με τους δρόμους, τα καφέ και τα εστιατόρια της, την ακατάπαυστη βροχή και την μελαγχολία που αντικατοπτρίζεται στα fados της, τις πλατείες και την υγρασία. Η δικτατορία που θα κρατήσει πάνω από 40 χρόνια (η πιο μακροχρόνια στην Ευρώπη), έχει αρχίσει να εδραιώνεται, όλοι παρακολουθούνται και το επίσημο κράτος πανηγυρίζει για την επέλαση των στασιαστών στην Ισπανία και το επερχόμενο τέλος της ασθενικής δημοκρατικής διακυβέρνησης της γειτονικής χώρας.
 
«Βρέχει εκεί έξω, στον απέραντο κόσμο, είναι αδύνατο τούτη την ώρα, με την ίδια πυκνή βοή, να μη βρέχει πάνω σ’ όλη τη γη, η υδρόγειος κινείται στο διάστημα βοώντα νερά, σαν σβούρα που σφυρίζει, Κι ο σκοτεινός θόρυβος της βροχής είναι διαρκής στη σκέψη μου, η ύπαρξή μου είναι αόρατη καμπύλη χαραγμένη απ’ τον ήχο του ανέμου, που φυσά ξεδιάντροπα, αχαλίνωτο άλογο αμολημένο, από αόρατες οπλές που χτυπούν τις πόρτες και τα παράθυρα, καθώς μπαίνω σ’ αυτό το δωμάτιο, όπου μονάχα ταλαντεύονται ελαφρά οι διάφανες κουρτίνες, ένας άντρας, περιστοιχισμένος από ψηλά σκούρα έπιπλα, γράφει ένα γράμμα, συνθέτοντας και προσαρμόζοντας την εξιστόρησή του για να μπορέσει να φανεί το παράλογο λογικό, η ασυναρτησία απόλυτη ορθότητα, η αδυναμία δύναμη, η ταπείνωση αξιοπρέπεια, ο τρόμος θάρρος, γιατί αυτό που υπήρξαμε αξίζει εξίσου μ’ αυτό που επιθυμούμε να είχαμε υπάρξει, να είχαμε αποτολμήσει όταν ήρθε η ώρα να λογαριαστούμε, το ότι το γνωρίζουμε είναι ήδη ο μισός δρόμος, αρκεί να το θυμόμαστε αυτό και να μη μας λείψουν οι δυνάμεις όταν θα χρειαστεί να διανύσουμε τον υπόλοιπο.»
 
Τίποτα δεν είναι τυχαίο σε αυτό το εκπληκτικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Η αναπηρία της Μαρσέντα, έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο, της εμμονής του συγγραφέα σε όλο το έργο του με τα άτομα με ειδικές ανάγκες, και αυτό περνάει στον λογοτεχνικό του ήρωα, όπου η αναπηρία στο χέρι της Μαρσέντα και οι αδιέξοδες προσπάθειες με κάθε τρόπο θεραπείας της, απασχολεί διαρκώς τον Ρικάρντο Ρέις, του γίνεται εμμονή. Επίσης, η υπαρξιακή εμμονή του Ρικάρντο Ρέις να τον θυμούνται περισσότερο ως ποιητή, παρά ως γιατρό τονίζει την προσωπικότητα του δημιουργού του, του Φερνάντο Πεσσόα, που κι εκείνος αυτό ήθελε – και το πέτυχε. Ο Σαραμάγκου θέτοντας τους δύο ήρωές του σε μια διαρκή συνομιλία, επιτυγχάνει την σύγχυση του αναγνώστη, στο ποιος είναι πραγματικός και ποιος όχι, αν όλα αυτά που διαδραματίζονται βρίσκονται μέσα σε ένα ονειρικό πλαίσιο ή όχι.
 

Ο παντογνώστης αφηγητής (εν προκειμένω ο ίδιος ο Σαραμάγκου), μόνο αμέτοχος δεν είναι σε αυτά που περιγράφει. Σχολιάζει τα πολιτικά γεγονότα, παραθέτει πληροφορίες, ειρωνεύεται, κάνει χιούμορ, κριτικάρει, απευθύνεται στον αναγνώστη. Το πολιτικό του σχόλιο είναι εμφανές και δίνει άλλη διάσταση στο βιβλίο, ουσιαστικά «απαιτώντας» την συμμετοχή του αναγνώστη και όχι την παθητικότητά του. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει ιδιαίτερη πλοκή και το βιβλίο δεν απευθύνεται σε ανθρώπους που αγνοούν κάποια βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Πεσσόα ή/και του Σαραμάγκου (αν και θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, να υπήρχε καταγεγραμμένη η άποψη ενός ανθρώπου που αγνοούσε παντελώς τα περί Πεσσόα και ετερώνυμων!).
 
«Δεν ξέρω τι είναι ο θάνατος, αλλά δεν πιστεύω πως είναι αυτή η άλλη πλευρά της ζωής για την οποία μιλάνε, ο θάνατος, νομίζω εγώ, απλώς και μόνο είναι, ο θάνατος είναι, δεν υπάρχει, είναι, Είμαι και υπάρχω δηλαδή δεν είναι ταυτόσημα, Όχι, Αγαπητέ μου Ρέις, είμαι και υπάρχω δεν είναι ταυτόσημα μόνο επειδή έχουμε δύο λέξεις στη διάθεσή μας και τις χρησιμοποιούμε.»
 
Είναι γεγονός ότι για τους λάτρεις της λογοτεχνίας, «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις» αποτελεί απόλαυση. Είναι ένας διαρκής στοχασμός γύρω από έννοιες όπως ταυτότητα, ελευθερία, θάνατος, έρωτας, ύπαρξη, τέχνη, επανάσταση, καταπίεση, εξουσία, μοναξιά, θρησκεία, μνήμη, νοσταλγία, μοίρα, και τόσα ακόμα… Ο μακροπερίοδος λόγος του Σαραμάγκου με τις πολύπλοκες εκφράσεις, η συνεχής χρήση του πλάγιου λόγου σε συνδυασμό με το προσωπικό του ύφος, αποδίδονται θαυμάσια από τη μεταφράστρια Αθηνά Ψυλλιά, η οποία πραγματοποίησε άθλο και της αξίζουν συγχαρητήρια.
 
Υ.Γ. 1 Λίγα χρόνια αργότερα (το 1994), ο εξαίρετος Ιταλός συγγραφέας Antonio Tabucchi (1943, Πίζα, Ιταλία – 2012, Λισαβόνα, Πορτογαλία), μέγας λάτρης του Πεσσόα, οραματίστηκε τον περίφημο Πορτογάλο να συνομιλεί με τους ετερώνυμούς του, οι οποίοι τον επισκέπτονται στο νεκροκρέβατό του, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, στο θαυμάσιο (και δυστυχώς εξαντλημένο), «Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα».

Υ.Γ. 2 Υπάρχει και μια πολύ πρόσφατη (2020), αρκετά καλή, κινηματογραφική μεταφορά του «Η χρονιά θανάτου του Ρικάρντο Ρέις», με τον ίδιο τίτλο («O ano de morte de Ricardo Reis»), από τον Πορτογάλο σκηνοθέτη Joao Botelho.

Υ.Γ. 3 Ενδιαφέρουσα δείχνει η ακόμα πιο πρόσφατη (2021), τηλεοπτική  μεταφορά του βιβλίου, που δεν γνωρίζω αν έχει προβληθεί κάπου, με τίτλο «1936, O ano de morte de Ricardo Reis»
 
Βαθμολογία 88 / 100  


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home