Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Αυγούστου 25, 2021 | Permalink
"Ένας διαφορετικός τυμπανιστής"
«Δεν
υπάρχει πρόβλημα με τους νέγρους στην Αμερική. Το φυλετικό πρόβλημα στην
Αμερική είναι πρόβλημα των λευκών.» (Lerone Bennett Jr.)
Φαίνεται
ότι οι περιπτώσεις των John Williams, με το «Στόουνερ», και της Lucia Berlin, με το «Οδηγίεςγια οικιακές βοηθούς» δεν είναι οι μόνες στην Αμερικανική λογοτεχνία (υποθέτω
ότι θα υπάρξουν κι άλλες), όπου «ξεχασμένα» σπουδαία λογοτεχνικά έργα,
επανεκδίδονται χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή τους και ταρακουνούν το αναγνωστικό
κοινό. Ίσως, βρισκόμαστε μπροστά σε περιπτώσεις, όπου το περίφημο timing, η κατάλληλη χρονική συγκυρία, έρχεται μετά από
δεκαετίες, αποδίδοντας δικαιοσύνη στην Λογοτεχνική Ιστορία.
Μια
τέτοια (πολύ τρανταχτή) περίπτωση, είναι αυτή του Αφροαμερικανού συγγραφέα William Melvin Kelley (Νέα Υόρκη 1937 - 1979), που το 1962, σε ηλικία 24-25
ετών, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ»
(«A different drummer») και απέσπασε διθυραμβικές κριτικές,
συγκρινόμενος με τους γίγαντες της Αμερικανικής λογοτεχνίας (W. Faulkner, J. Baldwin, Fl. O’Conor) αλλά γρήγορα ξεχάστηκε και παρά την κυκλοφορία ακόμα
τεσσάρων βιβλίων του, το όνομά του δεν ακουγόταν πλέον.
Ένα
γύρισμα όμως της τύχης, συνετέλεσε στο να έρθει ξανά ο Kelley
στην επικαιρότητα. Η δημοσιογράφος του New
Yorker, Kathryn Schulz, στις διακοπές της, «έπεσε» πάνω σε ένα μεταχειρισμένο
βιβλίο με μια αφιέρωση στον Kelley, θυμήθηκε το όνομά
του, έψαξε, και διάβασε για πρώτη φορά τον «Διαφορετικό τυμπανιστή» φέρνοντας
το βιβλίο πάλι στην επικαιρότητα, συστήνοντας ξανά σε ένα νέο και ευρύτερο κοινό,
ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τον Αμερικάνικο Νότο, γεμάτο φαντασία και
ευρηματικότητα. Ευτυχώς για τους Έλληνες αναγνώστες, οι εκδόσεις Μεταίχμιο,
αντιλήφθηκαν την αξία του βιβλίου και εξέδωσαν το «Ένας διαφορετικός
τυμπανιστής», σε μετάφραση του Γ.Ι.Μπαμπασάκη, με πρόλογο το άρθρο της Kathryn Schulz για την ανακάλυψη
του ξεχασμένου συγγραφέα και επίλογο της Jessica
Kelley (σελ.325).
Ο
τίτλος του μυθιστορήματος προέρχεται, από τον «Walden»
του Henry David Thoreau : «Εάν κάποιος δε συντονίζει το βήμα του
με το βήμα των συντρόφων του, αυτό ίσως οφείλεται στο ότι ακολουθεί έναν
διαφορετικό τυμπανιστή. Ας προχωρά με το ρυθμό της μουσικής που αντιλαμβάνεται
ο ίδιος, όποιο κι αν είναι το τέμπο της, όσο μακρινή κι αν ακούγεται.» (μετάφρ.
Β.Αθανασιάδης)
Ο
«διαφορετικός τυμπανιστής» του τίτλου, είναι ο αφροαμερικανός Τάκερ Κάλιμπαν,
που γεννήθηκε και ζει στο Σάτον, μια επινοημένη πόλη του αμερικανικού νότου, ανάμεσα
στις πολιτείες του Μισισίπι και της Αλαμπάμα. Βρισκόμαστε στο 1957 και ένα
πρωί, οι λευκοί κάτοικοι της μικρής πόλης μαθαίνουν ότι, ο Τάκερ ραντίζει με
αλάτι όλο το κτήμα που μόλις έχει αγοράσει, σκοτώνει τα ζώα του, διαλύει την
επίπλωση του σπιτιού και μετά του βάζει φωτιά. Οι λευκοί παρακολουθούν άφωνοι,
την οικογένεια του Τάκερ, να μπαίνει στο αυτοκίνητό τους και να φεύγουν με τις βαλίτσες
τους.
«Άνοιξε
η πόρτα κι ο Τάκερ βγήκε στην αυλή κουβαλώντας στο ένα χέρι ένα τσεκούρι και
στο άλλο ένα ντουφέκι. Τ’ ακούμπησε και τα δύο στον φράχτη του μαντριού και
χάθηκε πίσω απ’ το σπίτι. Όταν ξαναγύρισε, οδηγούσε τ’ άλογό του, ένα γέρικο
γκρίζο ζωντανό που χώλαινε λιγάκι, και μια γελάδα στο χρώμα του φρεσκοκομμένου
ξύλου. Πήγε στο μαντρί, άνοιξε την πόρτα κι έμεινα να κοιτάζει για λίγο τα δυο
ζωντανά, χαϊδεύοντας πρώτα το ένα κι ύστερα το άλλο. Ο Χάρι τον είδε να
στέκεται πιο στητός και ν’ αναστενάζει, μετά να τραβάει τα ζωντανά μες στο
μαντρί, να κλείνει την πόρτα, να σκαρφαλώνει και να κάθεται στον φράχτη με το
ντουφέκι απιθωμένο στα γόνατά του.
Πυροβόλησε τ’ άλογο στο κεφάλι, μόλις πίσω από τ’ αυτί, και αίμα κολλώδες κύλησε στον λαιμό του καις το αριστερό μπροστινό πόδι του. Το άλογο στάθηκε ορθό δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, με τα βλέφαρά του να τσιτώνουν πάνω απ’ τα γουρλωμένα μάτια του, κι ύστερα έκανε ένα τυφλό βήμα και σωριάστηκε. Η γελάδα, που οσφράνθηκε θάνατο και αίμα, έτρεξε μ’ όλη της τη δύναμη μες στο μαντρί, με τα μαστάρια της να ταλαντεύονται βίαια. Όταν χτυπήθηκε κι αυτή απ’ τη σφαίρα, συνέχισε να κινείται ώσπου κοπάνησε στον φράχτη, τινάχτηκε προς τα πίσω, στράφηκε στον Τάκερ με την απορημένη έκφραση μιας γυναίκας που την χαστούκισαν δίχως προφανή λόγο, έβγαλε ένα μουγκανητό και κατέρρευσε. Ο Τάκερ κατέβηκε απ’ τον φράχτη και κοίταξε τα σκοτωμένα ζώα.»
Τις
επόμενες ημέρες, όλοι οι μαύροι κάτοικοι της περιοχής εγκαταλείπουν τα σπίτια τους,
και τις εργασίες τους, με κάθε δυνατό τρόπο. Γεμίζουν τα λεωφορεία, περιμένοντας
υπομονετικά στις στάσεις, συνωστίζονται στον κοντινότερο σταθμό τρένου
πηγαίνοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι λευκοί συζητούν για το
φαινόμενο, χωρίς να καταλαβαίνουν τι γίνεται, ψάχνοντας απαντήσεις χωρίς
αποτέλεσμα.
Η
βιβλικού τύπου «Έξοδος» ουσιαστικά αποτελεί το κεντρικό σημείο του
μυθιστορήματος. Ότι προηγείται ή ακολουθεί, ουσιαστικά συμπληρώνει με ιδιαίτερα
ελλειπτικό τρόπο το αίνιγμα της αποχώρησης των αφροαμερικανών. Οι λευκοί τελείως
μπερδεμένοι παρακολουθούν, έναν μαύρο ιεροκήρυκα με πολυτελές αυτοκίνητο να
πηγαινοέρχεται ψάχνοντας κι αυτός να καταλάβει τι συνέβη, ενώ το νέο έχει πέσει
σαν κεραυνός και στα νεότερα μέλη της οικογένειας Γουίλσον που πούλησαν το
κτήμα στον Τάκερ.
Η
πόλη του Σάτον κτίστηκε τον 19ο αιώνα, έχοντας ως επίκεντρο τις τεράστιες
εκτάσεις που κατείχε ο Στρατηγός Ντιούι Γουίλσον, ο οποίος βάφτισε τον θηριώδη
Αφρικανό σκλάβο που είχε στην κατοχή του, Κάλιμπαν, και έτσι όλοι οι απόγονοι
αυτού, εργάζονταν στα κτήματα του, μέχρι τον Τάκερ που δεν δούλευε στη γη, αλλά
ήταν ο οδηγός της οικογένειας. Η νεότερη γενιά των Γουίλσον, ο Ντέιβιντ
Γουίλσον, αρκετά πιο προοδευτικοί ασχολούντο με τα προβλήματα των
αφροαμερικανών, δεν τους φέρονταν σκληρά, ενώ ο μικρός Τάκερ αποτελούσε την
συμπάθεια της Καμίλ Γουίλσον (συζύγου του Ντέιβιντ). Όταν ο Τάκερ απαίτησε
ουσιαστικά να του πουλήσουν το κομμάτι γης, οι Γουίλσον δεν θεώρησαν παράλογη
την απαίτησή του, το είδαν ως σημείο των καιρών. Τώρα κι αυτοί προσπαθούν να
καταλάβουν τι έγινε!
«
«Μία και μοναδική ευκαιρία έχεις στη ζωή σου: όταν μπορείς κι όταν το νιώθεις.
Όταν κάτι απ’ αυτά λείπει, δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις. Αν μπορείς να το
κάνεις αλλά δεν νιώθεις ότι το θέλεις, γιατί να το κάνεις; Κι αν νιώθεις ότι το
θέλεις αλλά δεν υπάρχει δυνατότητα, απλώς κοπανάς το κεφάλι σου σ’ ένα αμάξι
που τρέχει με εκατό μίλια την ώρα. Δεν έχει νόημα να το σκέφτεσαι αν δεν τα έχεις
και τα δύο. Κι αν ΕΙΧΕΣ και τα δύο και δεν το έκανες, καλύτερα ξέχασέ το μια
και καλή. Η ευκαιρία σου χάθηκε για πάντα».»
Στο
βιβλίο, αφηγητές της ιστορίας είναι οι λευκοί. Ευρισκόμενοι σε μια μεγάλη
κλίμακα, από ρατσιστές μπουρτζόβλαχους μέχρι αυτούς με κάποια κοινωνική
ευαισθησία, οι κάτοικοι του τόπου, συζητούν μεταξύ τους, προσπαθούν με μικρή ή
μεγάλη δόση ρατσισμού στις κουβέντες τους, να εξηγήσουν, αφηγούμενοι ουσιαστικά
την ιστορία του τόπου. Ένας από τους κεντρικότερους αφηγητές είναι το μικρό
αγόρι, που αποκαλείται «Κύριος Λίλαντ», που αντιλαμβάνεται ότι κάτι
συνταρακτικό γίνεται στην περιοχή του και κατανοεί τα γεγονότα, ερχόμενο σε
αντίθεση με τους φανατικούς ρατσιστές της περιοχής, όπως ο Μπόμπι Τζο, που
είναι πάντα έτοιμοι να εκτραπούν.
Η
αφήγηση της ιστορίας από τους λευκούς, ξαφνιάζει τον αναγνώστη, διότι
ουσιαστικά η δράση συμβαίνει από τους αφροαμερικανούς. Με αυτόν τον τρόπο, ο
συγγραφέας τονίζει την «τυφλότητα» και την αφέλεια των λευκών, που αδυνατούν να
αντιληφθούν όχι μόνο, την επίδραση που ασκούν οι μαύροι στην καθημερινότητά τους,
αλλά και την δυνατότητά τους για ανεξάρτητη σκέψη και για αυτόνομες ενέργειες.
Ακολουθώντας
την τεχνική του «μυθιστορήματος μαθητείας» (χωρίς το βιβλίο να ανήκει σε αυτή
την κατηγορία), ο Kelley, μας παρουσιάζει
τον κεντρικό του ήρωα, Τάκερ Κάλιμπαν – για τον οποίο μόνο μαθαίνουμε από τις αφηγήσεις
τρίτων -, να συνειδητοποιείται, να αφυπνίζεται, και με την αυθόρμητη και βίαιη
πράξη του, να τονίζει την «απελευθέρωσή του» από όλα αυτά που τον κρατούσαν «αλυσοδεμένο»,
από όλα αυτά που ήταν συνδεδεμένος συναισθηματικά, ψυχολογικά, επαγγελματικά.
Να φεύγει μακριά, πραγματικά ελεύθερος πλέον, κάτι που δεν μπόρεσαν να
πραγματοποιήσουν οι πρώτοι πρόγονοί του που ήρθαν στην Αμερική και πουλήθηκαν
ως σκλάβοι.
Δομημένο
σε 11 κεφάλαια, που όλα έχουν διαφορετικό αφηγητή, το βιβλίο είναι απλά
συγκλονιστικό. Πολυφωνικό και με στοιχεία αρχαίας τραγωδίας, ακολουθώντας το «Φωκνερικό» στυλ αφήγησης, με τις φωνές των
κατοίκων, να εναλλάσσονται, ο ευφυέστατος συγγραφέας δεν σχολιάζει, δεν
ηθικολογεί, δεν βγάζει συμπεράσματα, δεν δίνει απαντήσεις. Αφήνει τον αναγνώστη
του, να κατανοήσει τα γεγονότα, να εισχωρήσει στην καρδιά της ιστορίας και να
σκεφτεί – έτσι κι αλλιώς υπάρχει πολλή τροφή για σκέψη σε ότι διαδραματίζεται
στο βιβλίο. Το δραματικό φινάλε του μυθιστορήματος, θα έρθει «φυσιολογικά»,
αλλά και πάλι θα σοκάρει με την βιαιότητά του, τονίζοντας και υπενθυμίζοντας τι
έχει γίνει στο παρελθόν και τι θα γίνει στο μέλλον, σε μια ιστορία που δεν έχει
τέλος.
Το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που παρότι έχει γραφτεί πριν
από 60 χρόνια, παραμένει πολύ σύγχρονο, πολύ καίριο, πολύ ζωντανό. Είναι ένα
μυθιστόρημα που ισορροπεί με θαυμαστό τρόπο μεταξύ μαύρου χιούμορ και δράματος,
και μιλάει για τον ρατσισμό με την ίδια δύναμη που έχουν τα βιβλία του James Baldwin, μιλάει για την
άγνοια που προέρχεται από τον φόβο για ότι δεν καταλαβαίνουμε, μιλάει για τον
βαθύ διχασμό μιας χώρας. Η ανάγνωσή του είναι επιβεβλημένη για όποιον αγαπάει
την καλή λογοτεχνία, που δονεί και συγκινεί και ταυτόχρονα προβληματίζει.
Βαθμολογία
88 / 100
Πυροβόλησε τ’ άλογο στο κεφάλι, μόλις πίσω από τ’ αυτί, και αίμα κολλώδες κύλησε στον λαιμό του καις το αριστερό μπροστινό πόδι του. Το άλογο στάθηκε ορθό δέκα ολόκληρα δευτερόλεπτα, με τα βλέφαρά του να τσιτώνουν πάνω απ’ τα γουρλωμένα μάτια του, κι ύστερα έκανε ένα τυφλό βήμα και σωριάστηκε. Η γελάδα, που οσφράνθηκε θάνατο και αίμα, έτρεξε μ’ όλη της τη δύναμη μες στο μαντρί, με τα μαστάρια της να ταλαντεύονται βίαια. Όταν χτυπήθηκε κι αυτή απ’ τη σφαίρα, συνέχισε να κινείται ώσπου κοπάνησε στον φράχτη, τινάχτηκε προς τα πίσω, στράφηκε στον Τάκερ με την απορημένη έκφραση μιας γυναίκας που την χαστούκισαν δίχως προφανή λόγο, έβγαλε ένα μουγκανητό και κατέρρευσε. Ο Τάκερ κατέβηκε απ’ τον φράχτη και κοίταξε τα σκοτωμένα ζώα.»
Δημοσίευση σχολίου