Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15, 2021 |
Permalink
Homo homini lupus κλπ ("Λύκος ανάμεσα σε λύκους")
Η
έκδοση και η μετάφραση του magnum opus «ΛΥΚΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΛΥΚΟΥΣ» («Wolf unter Wolfen»), του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα Hans Fallada (λογοτεχνικό
ψευδώνυμο του Rudolf Wilhelm Friedrich Hitzen),
(1893, Greifswald – 1947, Βερολίνο), είναι ένα γεγονός για τα
λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μας. Οι δύο τόμοι, των συνολικά 1501 σελίδων,
στη σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg, στην μετάφραση (και εισαγωγή), της Ιωάννας
Αβραμίδου, δεν είναι κάτι απλό για την σύγχρονη οικονομική πραγματικότητα, όσο
δημοφιλής και αγαπητός κι αν είναι ο Φάλαντα πλέον στη χώρα μας, μετά την
έκδοση αρκετών εξαιρετικών βιβλίων του.
Η
μεγάλη ικανοποίηση για την έκδοση αυτής της saga
του Φάλαντα, δεν μπορεί να μη σκιάζεται από μια σειρά από προβληματισμούς που
εγείρονται και τον «τρόμο» που προκαλεί ο όγκος του βιβλίου. Πόσοι έχουν την
δυνατότητα να διαθέσουν τα (κάτι πάνω από) 40 ευρώ για την αγορά του βιβλίου; Πόσοι
αναγνώστες υπάρχουν, που θα ασχοληθούν με τον όγκο του βιβλίου, όταν βλέπουμε
γύρω μας, τον κόσμο να δηλώνει ότι δεν μπορούν να διαβάσουν βιβλία πάνω από 300
σελίδες; Πόσοι θα έχουν την υπομονή να εισέλθουν στον κόσμο που περιγράφει ο
Φάλαντα στην ιστορία του, να αφιερώσουν ημέρες και νύχτες ανάγνωσης; Οι
περισσότεροι, το ξέρουν, θα «βγουν νικητές» με την αφοσίωσή τους αυτή, πόσοι όμως
είναι διατεθειμένοι να το προσπαθήσουν;
Το
βέβαιο είναι ότι, η ανάγνωση του «Λύκος ανάμεσα στους Λύκους», αποτελεί
αναγνωστική εμπειρία ολκής. Το μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα, απεικονίζει με
άκρως ρεαλιστικό τρόπο, την ατμόσφαιρα των ημερών «της Βαϊμάρης», της ταραγμένης
εποχής, που η Γερμανία, τραυματισμένη και ταλαιπωρημένη από την περιπέτεια του
Α Παγκοσμίου πολέμου, με φανερές της πληγές της ήττας, προσπαθεί να συνέλθει.
Το βιβλίο διαδραματίζεται το δεύτερο μισό της χρονιάς – ορόσημο, του 1923.
Είναι μια χρονιά που το γερμανικό μάρκο έχει πιάσει πάτο (ή πιο σωστά έχει
εξευτελιστεί τελείως). Χαρακτηριστικά, όταν ξεκινάει το μυθιστόρημα, τον Ιούλιο
του 1923, η αντιστοιχία του έναντι του Αμερικανικού δολαρίου ήταν 414.000 (1
δολάριο=414.000 μάρκα) και τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, λίγο πριν την επιβολή
του καινούργιου νομίσματος, του Rentenmark, η αναλογία είχε
φτάσει στο αστρονομικό νούμερο των 4 τρις ανά δολάριο (1 δολάριο = 4
τρισεκατομμύρια μάρκα – μάλλον πατσαβούρες πλέον). Ο υπερπληθωρισμός αυτός,
είχε συντελέσει στο να υπάρχει ουσιαστική διάλυση στην Γερμανική οικονομία που
διακινείτο μόνο με δολάρια ή χρυσά μάρκα, ενώ η κοινωνία υπέφερε και το εμπόριο
περίμενε να πάει 12 το μεσημέρι, να ανακοινωθεί η ισοτιμία της ημέρας.
Σε
αυτό το κλίμα αβεβαιότητας και παρακμής, εκτυλίσσεται η ιστορία που περιγράφει
ο Φάλαντα στις σελίδες του βιβλίου. Βασικός ήρωας είναι ο Βόλφγκανγκ Πάγκελ (με
πολλά κοινά στοιχεία με την πραγματική ζωή του συγγραφέα), ένας ευπαρουσίαστος
νεαρός 23 χρονών, ήδη βετεράνος του Μεγάλου πολέμου, που έχει καταντήσει
τζογαδόρος. Παίζει στη ρουλέτα εκατομμύρια μάρκα κάθε βράδυ, στα παράνομα
καζίνο του Βερολίνου, τριγυρισμένος από κοκαϊνομανείς, πόρνες, έχει ουσιαστικά
εκδιωχθεί από το σπίτι του και στην αρχή του βιβλίου, είναι άλλος ένας από τους
νέους της εποχής στη χώρα του, που γέρασαν απότομα και γρήγορα, χωρίς παρόν,
χωρίς μέλλον, χωρίς την παραμικρή προοπτική.
«Κι
όμως δεν ήταν εντάξει! Δεν είχε ζωντάνια μέσα του, δεν ενθουσιαζόταν με τίποτε,
δεν θύμωνε. Το παλικάρι ήταν είκοσι τριών ετών – δεν ήταν δυνατόν να τριγυρνά
μ’ αυτό το κρυφό μειδίαμα και να μην παίρνει τίποτα στα σοβαρά. Λες κι όλος ο
κόσμος ήταν μια απάτη και μόνον αυτός το είχε ανακαλύψει! Αν το σκεφτόσουν,
ήταν λες και τον έβλεπες πίσω από ένα θολό, μουντό πέπλο – σαν να μη ζούσε,
μόνο φυτοζωούσε, λες και η συναισθηματική του ζωή είχε παραλύσει!»
Στην
ιστορία όμως πρωταγωνιστούν τρεις άνθρωποι, που οι περιστάσεις τους ενώνουν. Οι
τρεις κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου, συμπολεμιστές στον Α παγκόσμιο πόλεμο,
που οι ζωές τους ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας,
συναντιούνται ξανά πέντε χρόνια μετά, τυχαία, σε μια επανένωση που θα τους αλλάξει
τη μοίρα.
Ο
απόστρατος ίλαρχος Φον Πράκβιτς, παντρεμένος με την κόρη ενός μεγαλοκτηματία
και αριστοκράτη, του μυστικοσύμβουλου Φον Τέσοβ, βρίσκεται διαρκώς υπό την σκιά
της καχυποψίας του πεθερού του (ενός ανθρώπου που το μόνο που τον ενδιαφέρει
είναι η εξουσία που έχει απέναντι στους αγρότες που δουλεύουν στα κτήματά του,
και που βλέπει με μέγιστη αντιπάθεια τον άντρα που του «έκλεψε» τη μονάκριβη κόρη),
που του έχει εκμισθώσει με όρους αποικιοκρατικούς μια μεγάλη έκταση, για
εκμετάλλευση. Η αντιπάθεια που έτρεφε ο πεθερός του για τον ίλαρχο, δεν ήταν
απολύτως αδικαιολόγητη. Ο Φον Πράκβιτς, δεν είναι ικανός, όχι μόνο να
κουμαντάρει και να βγάλει κέρδος από την καλλιέργεια των εκτάσεων, αλλά ούτε
και να φέρει εις πέρας τις απλούστερες πράξεις που απαιτεί η διαχείριση ενός κτήματος.
Στην
αρχή του Α τόμου, ο Φον Πράκβιτς έχει μεταβεί στο Βερολίνο, για να βρει φθηνά
εργατικά χέρια για την ετήσια συγκομιδή σίκαλης και πατάτας. Σε ένα πολυτελές
ξενοδοχείο θα συναντήσει μετά από πέντε χρόνια τον παλιό του συμπολεμιστή, τον
Φον Στούτμαν που εργάζεται εκεί ως ρεσεψιονίστ. Ο υπερφίαλος ίλαρχος, σοκάρεται
με την εικόνα του Φον Στούτμαν (που οι ικανότητές του στην οργάνωση είναι
αδιαμφίσβητες), να βγάζει το ψωμί του με τρόπο που εκείνος θεωρεί «ταπεινό».
Μετά από μια γκροτέσκα σκηνή που διαδραματίζεται στο ξενοδοχείο και υπεύθυνος
για τον χαμό που δημιουργείται, θεωρείται ο Στούντμαν, ο Φον Πράκβιτς του
προτείνει να αναλάβει διαχειριστής του κτήματος του. Ο Στούτμαν μέσα στην
απελπισία του, μετά την αδικαιολόγητη απόλυσή του από το ξενοδοχείο, θα δεχτεί
την πρόταση του ίλαρχου και μεταβαίνουν σε ένα κεντρικό καφέ να συζητήσουν τις λεπτομέρειες
της συνεργασίας τους. Εκεί συναντούν τον μεθυσμένο Πάγκελ, τον κάποτε έφηβο
συμπολεμιστή τους, που έτρεμε τα κανόνια, και τώρα τον βρίσκουν σε χαοτική
κατάσταση με ένα τεράστιο χρηματικό ποσό στα χέρια του, έτοιμο να αυτοκτονήσει.
Ο
23άχρονος Βόλφγκανγκ Πάγκελ, είναι μια διαφαινόμενη χαμένη περίπτωση. Γόνος
αστικής οικογένειας, με τον νεκρό πλέον πατέρα του, να υπήρξε διάσημος ζωγράφος
και μεγαλωμένος από μια καταπιεστική και εξουσιαστική μητέρα, είναι πλέον
εθισμένος στον τζόγο, ποντάροντας κάθε μέρα στα παράνομα καζίνο που έχουν
πλημμυρίσει την πόλη. Συζεί με τα την Πέτρα (που την αποκαλεί Πέτερ), ένα
όμορφο νεαρό κορίτσι, από τα δεκάδες χιλιάδες που ωρίμασαν γρήγορα, μετά την
κατάρρευση της Γερμανίας, και η ανάγκη για επιβίωση, τα έβγαλε στους δρόμους,
να κάνουν δουλειές του ποδαριού, κάποιες να εκπορνεύονται αραιά και που, για να
συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Η Πέτρα είναι ερωτευμένη με τον Πάγκελ και
ανέχεται τις εκρήξεις του, την μανία του να παίζει καθημερινά ότι έχει και δεν
έχει, να ισορροπούν μεταξύ πείνας και έρωτα, σε μια πολυκατοικία που θυμίζει
κοινόβιο. Εκτός των άλλων, η Πέτρα, είναι πλέον έγκυος και το ζευγάρι έχει
κανονίσει να παντρευτούν εκείνη ακριβώς τη μέρα. Το προηγούμενο όμως βράδυ, ο
Πάγκελ είχε μια πολύ άτυχη βραδιά στο καζίνο και μέσα στην απελπισία του, θα
πάει στο πατρικό του, και θα πάρει τον πιο διάσημο πίνακα του πατέρα του, που
θα τον πουλήσει σε μια γκαλερί. Στο ενδιάμεσο, η Πέτρα απελπισμένη που ο
σύντροφός της δεν έχει γυρίσει σπίτι, βγαίνει στον δρόμο, φορώντας μόνο μια
καπαρντίνα, να τον περιμένει – εκεί θα την δει ένας αστυνομικός που έχει καθυστερήσει
στη δουλειά του και για να δικαιολογήσει την αργοπορία του, την συλλαμβάνει για
πορνεία.
Ο
Πάγκελ με όλα αυτά τα χρήματα στα χέρια, συνειδητοποιεί ότι τα έχει θαλασσώσει.
Απελπισμένος κάνει σκέψεις αυτοκτονίας και εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται
μπροστά του, οι παλιοί ανώτεροί του στον λόχο, που βλέποντάς τον σε αυτή την
κατάσταση, του προσφέρουν μια θέση εργασίας – αδιευκρίνιστη στην αρχή, κάτι σαν
μαθητευόμενος -, στο αγρόκτημα. Εκείνος δέχεται, αφού μετά από αρκετά ποτά, θα
παρασύρει τους δύο συμπολεμιστές του, σε μια θεότρελη βραδιά στο καζίνο, ενώ η
άμοιρη Πέτρα, μάταια θα περιμένει κάποιο χέρι βοήθειας.
«Αχ,
πώς απογυμνώθηκε ο κόσμος, πώς χάθηκε ο κομψός τρόπος ομιλίας, πώς
εξανεμίστηκαν οι χαριτωμένες φράσεις! Μέσα στην οικογενειακή ζωή, τα φτιασίδια
ξεβάφουν και η κούφια νεκροκεφαλή του εγωισμού σού χαμογελά μέσ’ από τις μαύρες
κοιλότητες των ματιών. Ο Πάγκελ είδε ξαφνικά τον εαυτό του σαν φάντασμα ξαπλωμένο
δίπλα στην Πέτρα στο δωμάτιο της Μαντάμ Γιογιό, είδε τις βρόμικες κουρτίνες να
κρέμονται μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα. Τώρα του φαίνονταν σαν κάποιο
σύμβολο, ή μάλλον όχι! Σαν τα προκαταρκτικά μιας δύσκολης δοκιμασίας. Τότε
μπορούσε να πάρει τη βαλίτσα του και να φύγει σαν δειλός, εδώ κάτι τέτοιο είναι
αδύνατον! Τέρμα τα χαριτωμένα ψέματα με τη γλυκιά τους γεύση, πέταξε μακριά η
τρυφερή μορφή της αγάπης – άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, λύκος ανάμεσα σε λύκους,
πρέπει να είσαι σταθερός στην απόφασή σου αν θέλεις να επιβληθείς!»
Στο
βιβλίο που γράφτηκε μέσα σε δέκα μήνες, από το καλοκαίρι του ’36 έως την άνοιξη
του ’37, μέσα στην ακμή της Ναζιστικής περιόδου, ο συγγραφέας, για ευνόητους
λόγους δεν μπορούσε παρά να αποφύγει «ευαίσθητα θέματα». Εβραίοι δεν
αναφέρονται, το όνομα του Χίτλερ δε, καθόλου, ενώ ένα πραξικόπημα που
ετοιμάζεται και αποτυγχάνει, αξιωματικών του στρατού και απόστρατων, δεν είναι
τίποτε άλλο, από μια απεικόνιση της αποτυχημένης εξέγερσης του Μονάχου κατά της
Βαυαρικής κυβέρνησης που προκάλεσε την φυλάκιση του Χίτλερ. Ο Φάλαντα
προσεκτικός, περιορίζεται στην απεικόνιση της εποχής και επικεντρώνεται στις ζωές
των δεκάδων χαρακτήρων που περνάνε από τις σελίδες του.
Εκτός
λοιπόν, από τους τρεις πρωταγωνιστές του βιβλίου, τον ήρωα του, Βόλφγκανγκ Πάγκελ
και τους δύο παλιούς συμπολεμιστές του, από το μυθιστόρημα παρελαύνουν μια
σειρά από περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Κυρίως στο δεύτερο
μέρος, που η δράση περνάει στα κτήματα του ίλαρχου Φον Πράκβιτς (αν και
ουσιαστικά αυτά ανήκουν στον μυστικοσύμβουλο Φον Τέσοβ), οι χαρακτήρες είναι
τόσοι πολλοί που μόνο θαυμασμό μπορεί να προκαλέσει η άψογη δομή του βιβλίου. Βεβαίως
η προσοχή από τη μέση του Β τόμου και μετά πέφτει πάνω στον Βόλφγκανγκ Πάγκελ
που προβάλλει ως ο απόλυτος ήρωας του βιβλίου, εξελισσόμενος διαρκώς ως
χαρακτήρας, αποσυνάγωγος και loser στην αρχή του
βιβλίου, βαίνοντας προς την ωριμότητα και την συνειδητοποίηση της ταυτότητάς
του.
Εξαρχής
το μυθιστόρημα θέτει τον αναγνώστη του, μπροστά σε δύο τελείως διαφορετικούς
ρυθμούς. Στον Α τόμο, που ο αφηγηματικός χρόνος είναι 24 ώρες, απεικονίζεται η
ζωή στο παρακμιακό και ξέφρενο Βερολίνο, που τη νύχτα είναι μια άλλη πόλη.
Παράνομα καζίνο, πόρνες, λαμπερά ή μη καφέ, εκατομμύρια μάρκα να γίνονται
φτερά, γκροτέσκες καταστάσεις. Στον Β τόμο (και πολύ πιο ενδιαφέροντα),
περιγράφεται η ζωή στην ύπαιθρο, όπου οι οικογενειακές και ερωτικές ίντριγκες
είναι πολλές, η δράση γίνεται εντονότερη και η μοχθηρία των ανθρώπων πιο
έντονη.
Σε
αυτόν τον διαρκή αγώνα για επιβίωση, δεν αντέχεις αν δεν μεταμορφώνεσαι σε
Λύκο! Μπορεί το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Βόλφγκανγκ Πάγκελ να
παραπέμπει εκεί, αλλά ουσιαστικά (και όπως αναφέρει συχνά-πυκνά ο συγγραφέας)
ήταν μια «λαίμαργη εποχή, η εποχή των λύκων», οι εφημερίδες αγοράζονταν μόνο
για να παρακολουθούν τις διακυμάνσεις του νομίσματος, κανείς δεν ενδιαφερόταν
για τον διπλανό του, για το ποιος κυβερνάει. Όλοι είναι πάμπτωχοι, εκτός από
την ανώτερη αστική τάξη (που κι αυτή δυσκολεύεται), μόνο να ζήσουν μέρα με τη
μέρα τους ενδιαφέρει. Οι σκηνές από τις εξαθλιωμένες οικογένειες που ζουν
στοιβαγμένες στα διαμερίσματα, η εξωφρενική ανεργία, η πείνα όχι μόνο στις πόλεις
αλλά και στην ύπαιθρο, που παλεύουν για ένα κομμάτι σίκαλης ή μια πατάτα,
συνταράσσουν και συγκλονίζουν.
Μυθιστόρημα
μαθητείας αλλά πανόραμα μιας εφιαλτικής εποχής, το βιβλίο (που μεταφέρθηκε στηντηλεόραση το 1964 σε μορφή μίνι-σειράς 4 επεισοδίων), αποτελεί μια σκληρή και
απόλυτα ρεαλιστική τοιχογραφία ενός κόσμου, μιας κοινωνίας που αποσυντίθεται
καθημερινά, όπου οι καλοί γίνονται κακοί ή ακόμα καλύτερα, οι διαφορές μεταξύ
Καλού και Κακού είναι ρευστές. Ο μόνος χαρακτήρας που παραμένει μοχθηρός και
κακός καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου είναι ο μυστικοσύμβουλος Φον Τέσοβ, οι υπόλοιποι
μεταβάλλονται διαρκώς είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο, καθώς «ανήμποροι
και μοιραίοι» θα υποχρεωθούν κάποια δεδομένη στιγμή να κοιτάξουν το συμφέρον τους,
ανήμποροι να ελέγξουν τη ροή των εξελίξεων.
Επικό
μυθιστόρημα (με μια μετάφραση της Ι. Αβραμίδου που αποτελεί άθλο), το «Λύκος
ανάμεσα σε λύκους», μια κοινωνικοπολιτική saga,
που μπορεί να περιγράφει με έντονα χρώματα μια εποχή ζόφου και εξελίξεων, όμως,
η αφηγηματική μαεστρία του Φάλαντα, περνάει σελίδες γεμάτες σαρκασμό και
χιούμορ δίνοντας άλλη διάσταση και αναδεικνύοντας πολλές φορές το κωμικοτραγικό
κάποιων γεγονότων. Με αυτό τον τρόπο αποφορτίζεται το κλίμα, και αποστασιοποιείται
ο αναγνώστης από τις μελοδραματικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν.
Πορτρετίστας
μοναδικός ο Φάλαντα έγραψε ένα βιβλίο χωρίς ηθικολογίες και διδακτισμό, που «ρουφιέται»
κυριολεκτικά, γραμμένο απλά, με σχεδόν δημοσιογραφική γλώσσα, με μια ιστορία
που ολοκληρώνεται αφήνοντας κάποιες ελπίδες στο τέλος, μια αχτίδα αισιοδοξίας
μέσα στη σκοτεινιά – ίσως και για λόγους λογοκρισίας. Όπως κι αν το δει κανείς
πάντως, πρόκειται για ένα μυθιστόρημα μεγάλης πνοής, ζωντανό και άκρως
επίκαιρο, καθαρή λογοτεχνική απόλαυση.
Βαθμολογία
87 / 100
Είναι εξαιρετική η παρουσίασή σας και πολύ ταιριαστή η σύνδεση του βιβλίου με το καταπληκτικό τραγούδι Du bist alles των Woods of Birnam που ακούστηκε στην υπέροχη σειρά Babylon Berlin! Ο δραματικός χρόνος της σειράς είναι το 1929, πολύ κοντά στο 1923 του Λύκου, και προφανώς οι καταστάσεις είναι παρόμοιες. Ευχαριστώ -για άλλη μια φορά- για τις παρουσιάσεις σας! Τις διαβάζω ανελλιπώς και τις λαμβάνω πάντα σοβαρότατα υπόψιν στις αναγνωστικές μου επιλογές εδώ και χρόνια. Να είστε καλά!
Σοφία Τεπερεκίδου
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Είμαι φανατικός του Babylon Berlin, όπως ίσως αντιληφθήκατε!
Είναι εξαιρετική η παρουσίασή σας και πολύ ταιριαστή η σύνδεση του βιβλίου με το καταπληκτικό τραγούδι Du bist alles των Woods of Birnam που ακούστηκε στην υπέροχη σειρά Babylon Berlin! Ο δραματικός χρόνος της σειράς είναι το 1929, πολύ κοντά στο 1923 του Λύκου, και προφανώς οι καταστάσεις είναι παρόμοιες. Ευχαριστώ -για άλλη μια φορά- για τις παρουσιάσεις σας! Τις διαβάζω ανελλιπώς και τις λαμβάνω πάντα σοβαρότατα υπόψιν στις αναγνωστικές μου επιλογές εδώ και χρόνια. Να είστε καλά!
Σοφία Τεπερεκίδου