Μια
από τις πλέον ταραγμένες περιόδους της Ευρωπαϊκής ιστορίας, περιγράφει ο
βραβευμένος Γερμανός συγγραφέας Lutz Seiler (Γκέρα Λ.Δ.Γ.,1963), στο εξαιρετικό πολυσέλιδο
μυθιστόρημα, με τίτλο, «ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡ» («Stern 111»), που
εκδόθηκε την περασμένη χρονιά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, σε (ωραία)
μετάφραση της Πελαγίας Τσινάρη (σελ.636). Το βιβλίο, περιγράφει πανοραμικά την
περίοδο μετά το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας έως
τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, σε μια θαυμάσια αφήγηση
με πολλά σουρεαλιστικά στοιχεία.
Οι
παλιότεροι μπορεί να μη το θυμούνται, οι νεότεροι μπορεί να μη το γνωρίζουν,
αλλά, υπήρξε μια περίοδος αναταραχής, ελπίδων και επαναστατικού κλίματος, μεταξύ
του μερικού ανοίγματος των συνόρων μεταξύ Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας
(αυτή που αποκαλούσαμε «Ανατολική») και Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
(αυτή που αποκαλούσαμε «Δυτική»), και της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Από
τον Νοέμβριο του 1989 και την ανακοίνωση ότι οι πολίτες της ΛΔΓ, μπορούσαν να
ταξιδέψουν σχεδόν χωρίς περιορισμούς, και την ενοποίηση των δύο Γερμανιών, που
ήρθε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, υπήρξε μια περίοδος που η κατάσταση στην (πρώην
πλέον) ΛΔΓ ήταν χαοτική. Σε εκείνη την περίοδο εστιάζει η εν μέρει
αυτοβιογραφική ιστορία που αφηγείται ο Ζάιλερ, έχει στο επίκεντρό της, τον Καρλ
Μπίσοφ, και την οικογένειά του, κινούμενη σε δύο μυθιστορηματικούς πόλους. Από
τη μια παρακολουθούμε την αφύπνιση και τη σταδιακή ωρίμανση του νεαρού άνδρα,
από την άλλη την προσπάθεια των γονιών του να υλοποιήσουν το νεανικό τους
όνειρο.
Όταν
επιστρέφει ο νεαρός Καρλ, στο πατρικό του, στη Γκέρα της Θουριγγίας, μετά από
μακροχρόνια απουσία και μετά από το αινιγματικό τηλεγράφημα που έλαβε από τους
γονείς του, να πάει να τους βρει γιατί «χρειάζονται τη βοήθειά του», δεν έχει
ιδέα τι τον περιμένει. Οι γονείς του, έχουν φτιάξει τα πράγματά τους, είναι
έτοιμοι για αναχώρηση – ο δε πατέρας του, παίρνει μαζί του κι ένα παλιό
ακορντεόν που είχε. Τα σύνορα έχουν ανοίξει ουσιαστικά, και ο κόσμος
συνωστίζεται στα τρένα και στα συνοριακά φυλάκια για να περάσει στη Δύση. Οι
γονείς του, δεν του δίνουν πολλές εξηγήσεις, του λένε απλώς ότι πρέπει να
φύγουν και του αφήνουν τα κλειδιά του διαμερίσματος που έμεναν και τα κλειδιά
του αυτοκινήτου – ενός παλιού ρώσικου αμαξιού σε άριστη κατάσταση, αφού ο
πατέρας ασχολείτο επισταμένως, και είχε όλα τα σύνεργα – όπως και μιας αποθήκης
με διάφορα εργαλεία. Η Ίνγκε και ο Βάλτερ, οι γονείς του Καρλ, εκείνος
προγραμματιστής υπολογιστών, εκείνη ζαχαροπλάστρια, έδειχναν ότι έλεγχαν
απολύτως την κατάσταση, ενώ η στάση τους απέναντι στο γιο τους ήταν
αποστασιοποιημένη. Ο Καρλ μπερδεμένος και ανίκανος να σκεφτεί οτιδήποτε, τους
πηγαίνει στα σύνορα με το αυτοκίνητο και βλέπει τους γονείς του να αναχωρούν
χωρίς δάκρυα.
«Ως
αυτή τη στιγμή όμως, το σίγουρα ήταν ένα: οι γονείς του περιπλανιούνταν στην
παγκόσμια ιστορία. Είχαν ξεκινήσει για ένα ταξίδι και τώρα περνούσαν
περιπέτειες ∙ ήταν οι αδιαφιλονίκητοι πρωταγωνιστές του τρέχοντος ιστορικού
γίγνεσθαι, με όλες τις δυσκολίες του, ενώ ο Καρλ, κατά κάποιον τρόπο, είχε
αναλάβει τα καθήκοντα που βρίσκονταν πίσω από την πρώτη γραμμή, είχε έναν
δευτερεύοντα ρόλο, κάπου στην Ανατολή, σε μια πατρίδα που ήταν κιόλας
μισοξεχασμένη.»
Ο
Καρλ μετά από λίγο καιρό, φεύγει για το Ανατολικό Βερολίνο. Στοιβάζει κάποια
οικοδομικά εργαλεία από την αποθήκη του πατέρα του στο αυτοκίνητο και πηγαίνει
στο κέντρο των γεγονότων. Στην αρχή κοιμάται μέσα στο αυτοκίνητο, κάπου στην
Αλεξάντερπλατζ, αλλά όταν γνωρίσει μια ομάδα ανθρώπων που έχουν κάνει κατάληψη
σε διάφορα κτίρια (οικοδομικά μπλοκς), θα ενωθεί μαζί τους. Έχει δουλέψει τα
χρόνια που σπούδαζε, ως κτίστης, τα χέρια του πιάνουνε, οπότε είναι χρήσιμος
για τις διάφορες οικοδομικές και άλλου τύπου εργασίες που απαιτούνται από την
ομάδα. Θα του δώσουν ένα ετοιμόρροπο διαμέρισμα να μείνει, κι ο Καρλ που το
μόνο που τον ενδιέφερε μέχρι τότε είναι η Ποίηση, εντάσσεται σε αυτή την
ιδιόρρυθμη ομάδα – περισσότερο αγέλη θα την έλεγες -, που υπακούει στον Χάφι
τον Βοσκό, ένα τύπο που τριγυρνάει με μια κατσίκα, από την οποία πίνουν όλοι
γάλα, και η ομάδα του οργανώνει ένα διαφορετικό «αντάρτικο πόλης» για να
προστατέψει τα εκατοντάδες εγκαταλειμμένα διαμερίσματα σε θηριώδεις
πολυκατοικίες όπου πλέον ζουν μόνο ηλικιωμένοι που δεν μπορούν να διαφύγουν. Η
ομάδα θα οργανώσει κι ένα μπαρ, όπου ο Καρλ θα σερβίρει και το μέρος αυτό θα
γίνει το κέντρο, των νέων, των ιερόδουλων, των Σοβιετικών στρατιωτών που έχουν
παραμείνει εκεί, αλλά και του κάθε άστεγου και εξεγερμένου που αρνείται να εγκαταλείψει
την ταραγμένη πόλη.
Ο
Καρλ όμως έχει κρύψει από τους γονείς του, ότι δεν ζει πια στη Γκέρα. Εκείνοι
πιστεύουν ότι φροντίζει ακόμα το σπίτι τους και τα γράμματα που του στέλνει η
μητέρα του, μεταβιβάζονται στο σπίτι του στο Βερολίνο. Ο ένας κρύβει κάτι από
τον άλλον… Με τον ίδιο τρόπο, οι γονείς του δεν αποκαλύπτουν τον πραγματικό
λόγο της φυγής τους. Βέβαια ο Βάλτερ (που λάτρευε τον Buddy
Holly) και η Ίνγκε, περνάνε δύσκολα στη αρχή, πηγαίνουν από
πόλη σε πόλη, μέχρι να βρεθεί μια ευκαιρία εργασίας, και ο Βάλτερ να αποδείξει
την αξία του ως γνώστης όλων των γλωσσών του υπολογιστή για να ζήσουν πιο
άνετα. Οι γνώσεις του Βάλτερ, αποδεικνύονται σπάνιες και αποτελούν το κλειδί
για επαγγελματική ανέλιξη (παρά την ηλικία του) και οικονομική άνεση – αν και
ως πρώην Ανατολικογερμανός ο μισθός του είναι αισθητά χαμηλότερος και η
αντιμετώπιση των άλλων περιφρονητική.
«Λίγα
μόλις χρόνια πριν, τα παιδιά των Φλετ ζούσαν ακόμη στον επάνω όροφο. Εκεί δεν
υπήρχε τηλεόραση, ένα ραδιόφωνο μόνο, κάτι που δεν ενοχλούσε τους Μπίσοφ – ένα
τραπέζι για το πρόγευμα με ραδιόφωνο, «αυτό για μάς είναι η υπέρτατη
πολυτέλεια», έτσι είχε γράψει η Ίνγκε. Πάντως, όλο αυτό δεν ακουγόταν σαν
υψηλότερο βιοτικό επίπεδο (κάτι που εντέλει θα ήταν ένας στόχος – και μια εξήγηση),
κάθε άλλο: Πράγματα από το παρελθόν εμφανίζονταν πάλι στις σκέψεις του και
έπαιζαν έναν ρόλο για ό,τι τους συνέβαινε: «Το πρώτο μας τρανζίστορ, Καρλ!
Θυμάσαι; Το Στερν 111, με τη χρυσή μάσκα;»
Αυτή
ήταν η πραγματική κατεύθυνση της περιπλάνησής τους; Πίσω στον χρόνο, πίσω στην
ανέστια κατάσταση; Για να καθίσουν και να σκεφτούν ποιοι ήταν κάποτε και τι
ήθελαν τότε; Προτού γεννηθώ εγώ, σκέφτηκε ο Καρλ. Η σκέψη τον άγγιξε με έναν
παράξενο τρόπο: οι γονείς του χωρίς αυτόν, χωρίς τη γονεϊκή τους ιδιότητα. Το
διατύπωσε ως εξής (διατύπωση που κράτησε για τον εαυτό του): το Στερν 111, το
Αστέρι 111, ήταν μια χαρά και σωστό για την παλιά, προηγούμενη ζωή. Άρα ήταν
μια ανάμνηση για τον δρόμο. Ένα αστέρι για να προσανατολιστούν στο ταξίδι.»
Τα
ερωτήματα που προκύπτουν καθώς εξελίσσεται η ιστορία είναι πολλά και θα
απαντηθούν κατά τη διάρκειά του βιβλίου. Ποιο ήταν το μυστικό των γονιών του
Καρλ και γιατί έφυγαν από τη χώρα τους, μόλις άνοιξαν τα σύνορα; Πως θα
επιβιώσει ο Καρλ μέσα στο χάος του Ανατολικού Βερολίνου, όπου η ζωή δεν αξίζει
τίποτα και οι Ρώσοι φαντάροι που ακόμα διατηρούνται (μέχρι την ενοποίηση)
παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια με όπλα στο μπαρ (όπου ο Καρλ αποδεικνύεται άσος
στο λύσιμο του καλάζνικοφ!), ενώ η βία στους δρόμους είναι διαρκής; Θα μπορέσει
ο Καρλ να βρει την ευτυχία δίπλα στον εφηβικό του έρωτα, την Έφι που θα
συναντήσει τυχαία στη πόλη με τον μικρό της γιο; Και η ποίηση σε ταραγμένους
καιρούς; Θα βρει διέξοδο μέσα από όλα αυτά; Πως θα ενωθεί ξανά η οικογένεια που
κάποτε περνούσε τα βράδια της γύρω από ένα παλιό τρανζίστορ (το Stern 111 – κατασκευασμένο το 1964 - που είναι κι ο τίτλος
του βιβλίου στη γλώσσα του);
Η
ποίηση του Καρλ, με το πέρασμα του χρόνου, θα αρχίσει να αναγνωρίζεται με τον
ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα συναντήσει ποιητές και εκδότες και θα επωφεληθεί από
την γενικότερη αναταραχή και την αναζήτηση νέων «φωνών» με ενδιαφέρον. Οι
πόρνες με τους Ρώσους στρατιώτες αγκαλιά μέσα στο μπαρ και τα όνειρα για ένα
διαφορετικό αύριο, δεν θα κρατήσουν πολύ. Μπορεί να βλέπουν την κατσίκα του
Χόφι να ανυψώνεται αλλά το αφεντικό της γκρεμοτσακίζεται και δεν θα συνέλθει
ποτέ. Οι ημέρες μετά το γκρέμισμα του Τείχους και την ενοποίηση, προδιαθέτουν
για τη δημιουργία μιας Ουτοπίας αλλά η πραγματικότητα θα τα διαψεύσει όλα, κι ο
αγώνας των καταληψιών είναι να εμποδίσουν τις μεγάλες εταιρείες της Δύσης να
εκμεταλλευτούν τα τεράστια οικοδομικά μπλοκ, ενώ το μπαρ που κάποτε αποτελούσε
ντανταϊστικό σκηνικό μετατρέπεται σε κάτι διαφορετικό και μοδάτο.
Ο
Ζάιλερ που έγινε γνωστός στη παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή με το «Κρούζο» το
πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πριν μερικά χρόνια στη χώρα μας, συνδέει
τα δύο βιβλία του με τα πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, μέσα από την εμφάνιση
του ήρωα του προηγούμενού του και το τρανζιστοράκι που αναφερόταν σε αυτό. Η
πανοραμική και κινηματογραφική ματιά του συγγραφέα, με τους έξοχους χαρακτήρες
(όχι μόνο κεντρικούς αλλά και δευτερεύοντες) που περνάνε μέσα από τις σελίδες
του, προσδίδει επικά στοιχεία που μόνο κλασσικά μυθιστορήματα του 19ου
και των αρχών του 20ου αιώνα διαθέτουν.
«Ο
Καρλ είχε χρόνια που δεν ζούσε πια στους γονείς του, στην Γκέρα, κι όμως αίφνης
υπήρχαν στιγμές στις οποίες ένιωθε ορφανός, εγκαταλειμμένος σαν παιδί χωρίς φως
στο παράθυρο. Δεν ήταν το φευγιό, ο αποχωρισμός, δεν ήταν η προσδιορίσιμη,
αντιληπτή, αλλά μια άλλη εγκατάλειψη: Δεν αναγνώριζε τους γονείς του. Πλέον δεν
ήξερε ποιοι ήταν – στην πραγματικότητα. Όσο η ερώτηση αυτή πλανιόταν στον αέρα,
λίγα πράγματα υπήρχαν (κοιτάζοντας το παρελθόν) για τα οποία μπορούσε να είναι
βέβαιος. Ήταν όλα όσο συνέβησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή ένα είδος μυθοπλασίας;
Και τα όσα συνέβαιναν τώρα η λεγόμενη πραγματικότητα – η πτώση του τείχους των
μυθοπλασιών και η εισβολή της πραγματικότητας;»
Το
βιβλίο θα μπορούσε να είναι περιπετειώδες, κατασκοπικό, θρίλερ, ρομαντικό καθώς
τα συστατικά για όλα αυτά τα είδη υπάρχουν εντός του αφηγηματικού πλαισίου του.
Είναι όμως κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Είναι δύο ιστορίες φυγής που
αλληλοσυνδέονται. Μπορεί το βιβλίο να αποτελεί ουσιαστικά ένα «μυθιστόρημα
ενηλικίωσης και συνειδητοποίησης», είναι όμως και (παράλληλα) ένα μυθιστόρημα
«δρόμου», ένα οδοιπορικό σε αναζήτηση ενός (καλύτερου; διαφορετικού;) μέλλοντος
και η αναζήτηση ενός ονείρου.
Είναι
μια κοινωνία σε ένα μεταβατικό στάδιο και ο Ζάιλερ γράφει με υπέροχο ύφος, που
έχει λυρικότητα, χιούμορ, σουρεαλισμό για την εποχή των μεγάλων αλλαγών. Για
μια εποχή που σημάδεψε μια γενιά και άλλαξε την πορεία της Ευρώπης. Η πτώση του
Τείχους δεν επηρέασε μόνο μια πόλη ή μια χώρα πολιτικά και στρατιωτικά,
επίδρασε στον ψυχισμό του κόσμου, κι ο συγγραφέας δείχνει με το δικό του
ιδιαίτερο ύφος τις καθημερινές αλλαγές που συμβαίνουν στους ήρωές του. Δεν
είναι όμως μόνο το Βερολίνο. Στο βιβλίο υπάρχει και η (εξίσου ενδιαφέρουσα)
ιστορία του Βάλτερ και της Ίνγκε, που βιώνουν τον ρατσισμό στις πόλεις που
επιλέγουν να ζήσουν και στις εργασιακές συνθήκες που συναντούν.
Πολιτικό
μυθιστόρημα για μια χώρα που εξαφανίστηκε από τον χάρτη μέσα σε ελάχιστο
χρονικό διάστημα και μια ταλαιπωρημένη πόλη που μεταλλάχθηκε. Μυθιστόρημα άκρως
σαγηνευτικό και εθιστικό, με πολλά λυρικά στοιχεία και έναν σουρεαλισμό που το
απογειώνει, ενώ οι δόσεις συναισθηματισμού που κυριαρχούν στα ψυχολογικά
αδιέξοδα που βιώνει ο Καρλ, δίνουν έναν σπαρακτικό τόνο. Το «Τρανζίστορ»
αποτελεί ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση, από εκείνες που μόνο συγγραφείς τεράστιου
μεγέθους μπορούν να χαρίσουν.
Βαθμολογία
86 / 100
Δημοσίευση σχολίου