Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 28, 2013 | Permalink
Taibo II forever


«Αυτό που λέμε φυσιολογικό δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η επίφαση του φυσιολογικού» D.Lindsay



Η αγάπη μου για τον θεότρελλο Μεξικάνο Paco Ignacio Taibo II, είναι δεδομένη και την έχω δηλώσει πολλές φορές σε παλαιότερες αναρτήσεις. Δεν χάνω βιβλίο του που εκδίδεται στη γλώσσα μας και αν (καμμιά φορά σχεδόν μαζοχιστικά) αφήσω κάποιο διάστημα χωρίς να ασχοληθώ μαζί του, με χτυπάει το «στερητικό σύνδρομο» (το οποίο αποκαλώ «Ταμποϊσμός», εξ’ού και η έκφραση που χρησιμοποιώ: «μ’έχει πιάσει ένας Ταμποϊσμός τελευταία» και το οποίο – το σύνδρομο ντε – εκδηλώνεται με αισθήματα αναγνωστικής λιγούρας, παροξυσμό γέλιου και φωναχτή ανάγνωση ολόκληρων Ταμποϊκών φράσεων και προτάσεων στους 4 τοίχους – μια χαρά είμαι, νομίζω…). Μετά από σχεδόν διετή αποχή από τα βιβλία του χοντρούλη μου, αποφάσισα να τον ξαναπιάσω στα χέρια μου για να συνειδητοποιήσω για άλλη μια φορά πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι.



Είναι 2 τα βιβλία του Τάιμπο ΙΙ, με τα οποία θα ασχοληθώ στην σημερινή μου ανάρτηση, η οποία σας προειδοποιώ, δεν έχει καμμία (μα καμμία λέμε) «αντικειμενική» αξία. Διότι (και δεν θέλω αντιρρήσεις) θεωρώ και τα 2 βιβλία μεγαλειώδη (θαυμάσια μεταφρασμένα), την γραφή τους εξαιρετική, το στυλ τους μοναδικό μέσα στην (γνωστή για τους αναγνώστες του Τάιμπο) αναρχική ατμόσφαιρα όπου το έλλογο συγκρούεται με το παράλογο, και όπου οι θεότρελλες και τραβηγμένες από τα μαλλιά καταστάσεις εντάσσονται αρμονικά μέσα στην δομή των ιστοριών, οι οποίες έχουν τη μορφή και την επικάλυψη της αστυνομικής ίντριγκας αλλά ουσιαστικά αποτελούν προοδευτικά (με την πλήρη έννοια του όρου) πολιτικά σχόλια για την κοινωνική κατάσταση του Μεξικού, για την ιστορική θέση μιας χώρας που αποτελεί συνώνυμο της διαπλοκής και της διαφθοράς.



Ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάϋν είναι ο ήρωας και των δύο βιβλίων. Στο εκπληκτικό «ΟΤΑΝ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ» («Desvanecidos difuntos»), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Κ.Ηλιόπουλος, σελ.122), η δράση εκτυλίσσεται στην χώρα των Τσιάπας στις νότιες περιοχές της χώρας, απ’όπου ξεκίνησε η εξέγερση των Ζαπατίστας, ενώ στο υπέροχο και σπαρακτικό «ΑΝΤΙΟ ΜΑΔΡΙΤΗ» («Adios Madrid»), (Εκδ.Άγρα, μετάφρ. Κ.Ηλιόπουλος, σελ.127), ο Σάϋν «ξεβολεύεται», βγαίνει έξω από τη χώρα του (αυτός που δεν ταξιδεύει ποτέ) για να βρει έναν αρχαιολογικό θησαυρό που έχει εξαφανισθεί από το Εθνικό Μουσείο Ανθρωπολογίας της Πόλης του Μεξικού και οι πληροφορίες τον φέρνουν στα χέρια αρχαιοκάπηλων στην Μαδρίτη της Ισπανίας.



«Δεν είχε δικά του σκηνικά, είχε μόνο δανεικά σκηνικά, κατασκευασμένα ειδικά για εκείνον, έναν απελπισμένο ηθοποιό χαμένο στη μέση μιάς παράστασης, στο κέντρο των σανιδιών, χωρίς σενάριο στα χέρια, χωρίς κανένα ταλέντο, χωρίς καμμιά ικανότητα αυτοσχεδιασμού. Ήταν χαμένος σ’εκείνο το χωριό όπου σύμμαχοι δεν έλεγαν να φανούν και όλος ο κόσμος είχε απαντήσεις σε ανύπαρκτες ερωτήσεις. Όμως είχε χαθεί και στο κέντρο της Πόλης του Μεξικού, μέσα στο δωμάτιο του πριν από μία εβδομάδα, όταν άκουγε ιστορίες από το ραδιόφωνο που μιλούσαν για μια παράξενη χώρα και υποστήριζαν ότι η χώρα αυτή ήταν η δική του. Άρχιζε να χάνεται μέσα στην ομίχλη του Μεξικού, να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του στους δρόμους. Γερνούσε, και μαζί με την ηλικία ερχόταν η αίσθηση ξαφνιάσματος, η αίσθηση απουσιών, πολλών μικρών αμνησιών για πράγματα που έπρεπε να ήταν σημαντικά κάποτε, αλλά είχε ξεχάσει να τα σημειώσει στην καρδιά του. Δεν ένιωθε ούτε καν θλίψη για τον εαυτό του. Άρχιζε να μοιάζει με τον άνθρωπο που γύρευε. Ήταν κι οι δυό χαμένοι στο Σαν Αντρές.» («Όταν οι νεκροί χορεύουν»)



Στο συναρπαστικό νουάρ, «Όταν οι νεκροί χορεύουν», ο Σάϋν αναλαμβάνει να βοηθήσει τους επαναστατημένους απεργούς δάσκαλους του Νότου, που έχουν έρθει στην Πόλη του Μεξικού να διαδηλώσουν για καλύτερους μισθούς, δημοκρατικό συνδικαλισμό και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ο Σάυν κουρασμένος και απογοητευμένος απ’όλα κι απ’όλους, βλέπει μια επαναστατική αφέλεια και έναν αγνό ιδεαλισμό στα σκαμμένα πρόσωπα που διαδηλώνουν. Συγκινείται από το πείσμα αυτών των «ντεκαμισάδος» που έχουν κατασκηνώσει μέσα στην αχανή πόλη άφραγκοι και πεινασμένοι. Του ζητάνε να βγάλει από την φυλακή τον ηγέτη τους, τον δάσκαλο Μεδάρδο Ριβέρα, ο οποίος κατηγορείται για τον φόνο ενός κομματάρχη σε ένα χωριό, του Λούπε Μπάρσενας, που όμως σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες είναι ζωντανός και σφύζει από υγεία.



Ένας μονόφθαλμος λοιπόν, πηγαίνει στο στόμα του λύκου για να βρεί έναν «νεκρό» που δεν είναι νεκρός, όπως εξάλλου πληροφορείται με το που πατάει το πόδι του στο χωριό, όπου τον υποδέχονται με καραμπίνες στα μούτρα του και όπου όλοι ξέρουν τον σκοπό της επίσκεψής του εκεί. Ο δε δάσκαλος που περιμένει καρτερικά στη φυλακή, μπας και ελευθερωθεί, αντί να του δώσει παραπάνω στοιχεία για την (εξώφθαλμη) πλεκτάνη εις βάρος του, του βάζει γρίφους από ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς παίζοντας με τα νεύρα του. Σαν να μην έφθαναν αυτά, το ένα του μάτι (το καλό δηλαδή) μολύνεται και ο (σε κατάσταση νευρικού κλονισμού πλέον) ντετέκτιβ είναι τελείως τυφλός (προσωρινά βεβαίως) και του κάνει πλάκα ακόμα και ο «νεκρός» Μπάρσενας εμφανιζόμενος ξαφνικά μπροστά του.



Ο Σάυν δεν αργεί να ξεδιαλύνει την ιστορία, τρώγοντας το «ξύλο της αρκούδας», να βγάλει άκρη μέσα από τα πλοκάμια της διαπλοκής (που εάν στην Πόλη του Μεξικού υπακούει έστω σε κάποιους «κανόνες», στον εγκαταλελειμένο και πάμφτωχο Νότο, είναι ανεξέλεγκτη και «κράτος εν κράτει»), να ξεφύγει από τις απόπειρες δολοφονίας και να εμφανίσει τον «νεκρό» Μπάρσενας ενώπιον των Αρχών. Ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ παρατηρεί την έκταση της διαφθοράς, φιλοσοφεί για το κομματικό κράτος, την διαπλοκή, τις αποτυχημένες επαναστάσεις, την αγνή ματιά των χωρικών που παλεύουν για λίγο ψωμί, για αξιοπρέπεια.



«Μα τι σου συνέβαινε; Μήπως ήθελες να μοιραστείς τη χώρα με τους άλλους και την έχανες; Για ποια χώρα μιλούσες; Για την πόλη-χώρα, για την Πόλη του Μεξικού που γενίκευε τα πάντα, για τη μεταλασσόμενη πόλη, την περιοχή που λυμαίνονται οι μυρμηγκοφάγοι. Αυτή την πόλη-μελάσσα που συμπεριλαμβάνει όλα τα λαϊκά τραγούδια κορρίδο του Κούκου Σάντσες, όλα τα ανέκδοτα με τον Τοτό, όλα τα μαραμένα δειλινά με βροχή χωρίς ουράνιο τόξο, όλες τις θεωρίες μοντερνισμού του κόμματος PRI που κρύβουν τα στιλέτα με οψιδιανό της αιώνιας εξουσίας, όλα τα βιντεοκλάμπ με γαλλικές ταινίες του νέου κύματος που έπαψε πια να είναι νέο, παρά μόνο για οχτώ νοσταλγικούς τύπους που τις καταναλώνουν, όλα τα σούπερ μάρκετ που είναι φίσκα με αμερικανικές σοκολάτες και γιαπωνέζικους φούρνους μικροκυμάτων, και το βλέμμα των νεκρών, το ακλόνητο και καταραμένο βλέμμα των νεκρών, που διαμαρτύρονται ότι τους έχεις παρατήσει μονάχους, που σου ζητάνε να τους δείς εσύ, να τους κοιτάξεις εσύ που επιζείς. Άραγε υπάρχει αυτή η περιοχή όλων και κανενός; Υπήρχε…Τη θυμάσαι, ήταν εκεί, οικεία. Την ανακάλυψες πριν από δεκαπέντε χρόνια και έμεινες εκεί. Και τώρα κάτι σε τραβάει, σε βγάζει, σε ξεριζώνει από αυτή την αληθινή χώρα για να σε πετάξει σε κάτι άλλο, για να σε στείλει στο μεγάλο τίποτα. Θέλει να σε ξεκολιάσει μια για πάντα.» («Όταν οι νεκροί χορεύουν»)



Στο έξοχο «Αντίο Μαδρίτη», η δράση μεταφέρεται στην Ισπανία. Ο Σάυν δέχεται την πρόταση του φίλου του Χούσκο Βάσκες, διευθυντή του Μουσείου Ανθρωπολογίας της Πόλης του Μεξικού, να βρει μια παλιά διάσημη τραγουδίστρια, την «Μαύρη Χήρα» ερωμένη ενός παλαιού Προέδρου της χώρας, η οποία ζει πλέον μόνιμα στην πρωτεύουσα της Ισπανίας και ο Βάσκες την υποπτεύεται ότι κατέχει (ή τουλάχιστον ότι γνωρίζει ποιος έχει στην κατοχή του) τον θώρακα του Μοκτεσούμα, του αυτοκράτορα των Αζτέκων, ένα αντικείμενο τεράστιας αξίας.



Ο Σάυν επισκέπτεται για πρώτη φορά στη ζωή του, την Μαδρίτη που αγάπησαν οι γονείς του και του είχαν πει τα πάντα γι’αυτήν. Αλλά, βρίσκει μια Μαδρίτη πολύ διαφορετική από τις περιγραφές που είχαν ωραιοποιήσει με τα χρόνια την εικόνα, «σίγουρα δεν ήταν η πόλη που είχε εκείνος επινοήσει μέσα από τη μνήμη των άλλων. Δεν ήταν αυτή η πόλη που είχε κατασκευάσει ακούγοντας τις αναμνήσεις των γονιών του. Δεν ήταν αυτή η πόλη, μολονότι έμοιαζε, όπως μοιάζει ένα ντεκόρ του Χόλλυγουντ με άλλες πραγματικότητες εξίσου επινοημένες.»



Μέσα σε μια ιστορία που όσο προχωράει μπλέκει όλο και περισσότερο, ο μονόφθαλμος ντετέκτιβ μπερδεύεται με το συνάφι της Μαύρης Χήρας, τον επαγγελματία παίκτη του πόκερ με τον οποίο είναι παντρεμένη, με μια οργάνωση αρχαιοκάπηλων, με μια μυστηριώδη γυναίκα που διαμένει στο ίδιο ξενοδοχείο μ’αυτόν και κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και μ’έναν φιλικό αλλά και φιλομαθή ρεσεψιονίστ. Στοιχεία για την κλοπή του θώρακα ουσιαστικά δεν υπάρχουν, κάποια στιγμή φαίνεται ότι η ιστορία έχει βγεί από το μυαλό του Βάσκες αλλά τελικά ο δαιμόνιος Σάυν θα βρεί την άκρη.



Η (αρκετά χαλαρή για τα δεδομένα του Τάιμπο ΙΙ) πλοκή της νουβέλας ουσιαστικά χρησιμεύει ως πρόσχημα στον συγγραφέα, για να μιλήσει για τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο χωρών, του κατακτητή και του κατακτημένου, για το ποια από τις δύο χώρες είναι περισσότερο διεφθαρμένη, για την εκμετάλλευση και την καταπίεση του κέντρου απέναντι στην περιφέρεια. Στο βιβλίο συναντάμε έναν Τάιμπο ΙΙ, ελεγειακό και λυρικό, θυμωμένο και λυπημένο, καταγγελτικό και καίριο. Τρώει τσούρος με σοκολάτα και τριγυρίζει στους δρόμους της Μαδρίτης που τον απογοητεύει και τον διώχνει, όπως λέει χαρακτηριστικά, «έχει χεσμένο» τον θώρακα του Μοκτεζούμα που στο κάτω-κάτω της γραφής ανήκει σε όλους και όχι σε κάποια λαμόγια, ξέρει καλά ότι η ιστορία δεν δικαιώνει κανέναν, Ισπανοί κατακτητές και Μεξικάνοι κατακτημένοι τα ίδια σκατά ήταν, και διαπιστώνει πικραμένος ότι η αμφισημία της έκφρασης «Αντίο Μαδρίτη» (εκτός από τραγούδι του Σιταρόσα) που οι γονείς του χρησιμοποιούσαν όταν «ήθελαν να εξηγήσουν ότι δεν υπήρχε τρόπος να διορθωθεί κάτι» είχε τελικά μεγάλο νόημα.



«Το μουσείο Αμερικής, όπου ήταν διευθυντής ο Σιλβέριο Κανιάδα, δεν διέθετε ούτε ίχνος από μία ιστορία δόξας της ισπανικής αποικιοκρατίας, μόνο στοιχεία ενός εφιάλτη με φρικαλεότητες και σφαγές μέσα σε περιτύλιγμα από εξωτική μαγεία. Το μόνο που έλειπε ήταν ένας πίνακας για να δείχνει τη σχέση ανάμεσα σε κάθε γραμμάριο χρυσού που ταξίδεψε προς την Ισπανία με τις γαλέρες και πόσες ζωές ιθαγενών στοίχισε. Αυτό ήταν το νόημα εκείνου του μοχθηρού μουσείου που φύλαγε γυαλιστερά μπιχλιμπίδια και ήθελε να εντυπωσιάσει με τη λάμψη της πανοπλίας που εξευγένιζε τον γενειοφόρο παρία τυχοδιώκτη, ο οποίος έφτιαχνε μικρές αυτοκρατορίες με το άλογό του και το μπαρούτι του, αλλά επίσης δεν απέφευγε να αφηγηθεί και τη μαύρη πλευρά της ιστορίας.

Ο Έκτορ στάθηκε ταραγμένος μπροστά σε κάποιες εικόνες που αφηγούνταν την εξαφάνιση ολόκληρων κοινοτήτων ιθαγενών της Κεντρικής Αμερικής από τις επιδημίες ευλογιάς. Πιεσμένος από την ανάγκη να βγεί λίγο έξω να καπνίσε, περιπλανήθηκε στις εσωτερικές αυλές που ήταν γεμάτες γιγάντια δαφνόδεντρα της Ινδίας αντιμετωπίζοντας μ ετον ίδιο απλοϊκό πάντα τρόπο το δίλημμα: Ισπανοί ή Αζτέκοι; Έτριψε τα χέρια του για να διώξει το κρύο. Έπρεπε να αγοράσει ένα ζευγάρι γάντια. Ο Κορτές του φαινόταν άτομο ανατριχιαστικό, υπολογιστής, συμφεροντολόγος, και οι ορδές του ένα τσούρμο κυνηγών κεφαλών, κλέφτες χρυσαφιού. Όσο κι αν είχε διαβάσει τα μυθιστορήματα του Λάζλο Πασούτ ή του Μανταριάγα, όσο κι αν συμπαθούσε τον απατεωνίσκο πλαστογράφο Μπερνάλ Δίας δε Καστίγιο. Από την άλλη πλευρά, δεν ήταν καθόλου με τους Αζτέκους. Μα πώς να νιώσεις έστω και λίγη συμπάθεια για τους αυτοκρατορικούς Αζτέκους που τυραννούσαν τους κοντινούς λαούς, που μόλυναν με τον πόλεμο το Χοτσιμίλκο, που έστεκαν τρομαγμένοι μπροστά στα ερείπια του Τεοτιουακάν, που θυσίαζαν πολεμιστές, αυτούς τους αυταρχικούς σχεδόν-ανθρώπους-του-προέδρου, αυτούς τους μαλάκες μιλιταριστές; Όπως πάντοτε έπιανε τον εαυτό του να αναζητάει χώρο και τοποθέτηση στο περιθώριο. Υποσχέθηκε ότι θα αναζητήσει εικόνες Μάγια επιστημόνων, βαρβάρων Τσιτσιμέκων, ή του Ισπανού προδότη Γκονσάλο Γκερέρο, για να τις χαιρετήσει από εκείνη την πόλη, εκείνη τη Μαδρίτη που την είχε χάσει για πάντα.» («Αντίο Μαδρίτη»)



 
Τρίτη, Μαρτίου 26, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 26, 2013 | Permalink
Booktalks @ Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 23/3/2013
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 23/3.

Στο πρώτο μέρος ακούγεται ποίηση των Τ.Σινόπουλου και E.E.Cummings, ενώ διαβάζουμε αποσπάσματα από βιβλία των Ι.Κλίμα και Φ.Πεσόα.

Στο δεύτερο μέρος συνομιλούμε με την Μαρία Γιαγιάννου για την νουβέλα της "Μελανίππη".

Όπως πάντα το Booktalks είναι γεμάτο με μουσικές.

Καλή ακρόαση


 
Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013 | Permalink
Μελανίππη


«Είμαι χωρισμένη σε δύο θυμωμένα μέρη, που μονίμως καβγαδίζουν. Τις νύχτες ο θυμός τους φτάνει στα πρόθυρα της οργής. Συχνά τα διαβαίνει. Η σκληρή αντίθεση που ενσαρκώνω προκαλεί έναν μεγάλο πόνο, χωρίς σχήμα και τόπο. Πονάω σταθερά. Μόνιμα. Ο πόνος διαχέεται παντού και αδελφώνει τις αντιθέσεις που τον προκαλούν, χωρίς όμως ποτέ να τις εξουδετερώνει. Σαν αέριο, είναι αόρατος και τίποτα ορατό δεν τον φανερώνει. Αλλά κόβει. Κανονικό πριόνι. Στην ερώτηση «ΠΩΣ ΛΥΝΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ;» απαντώ «ΜΕ ΚΑΘΑΡΗ ΣΚΕΨΗ ΑΣΦΑΛΩΣ». Λάθος. Δίνω λάθος λύση, κι όταν διαπιστώνω ότι κάνω λάθος, το επαναλαμβάνω πεισματικά, πιο δυνατά και με καλύτερη άρθρωση. Αποφεύγω τη σωστή απάντηση, αλλά προφέρω τη λανθασμένη όσο γίνεται καλύτερα.»

Η «επιτυχία» της νουβέλας «ΜΕΛΑΝΙΠΠΗ» (Εκδ. Σμίλη, σελ.118) της νέας συγγραφέως, Μαρίας Γιαγιάννου (Αθήνα, 1978) δεν έγκειται τόσο πολύ στην ωραία και (σχετικά) πρωτότυπη ιστορία που περιγράφει, ούτε στην πολύ ενδιαφέρουσα γραφή της αλλά περισσότερο στο ότι αυτό το μικρό βιβλιαράκι ακολουθεί τις σκέψεις σου αρκετό καιρό μετά την ανάγνωσή του, σε απασχολεί ως αναγνώστη η ηρωίδα, αυτό το δισυπόστατο πλάσμα που κινείται στα όρια μεταξύ λογικού και παραλόγου, προβληματίζεσαι με τα όρια του «Εγώ», στροβιλίζει το μυαλό σου η έκφραση «Εγώ είμαι ένας άλλος».

Η Μελανίππη είναι έγκλειστη σε ένα διαμέρισμα. Δεν έχει βγεί ποτέ, δεν έχει διασχίσει τη πόρτα της πολυκατοικίας. Είναι πανύψηλη, κοντά δύο μέτρα και πολύ όμορφη, σπάνια και μοναδική. Έρχεται κατευθείαν από τον Μυθικό κόσμο, διότι είναι μια γυναίκα-Κένταυρος, από την μέση κι επάνω γυναίκα, από την μέση και κάτω άλογο.
Η μοναδική της επαφή με τον κόσμο είναι το διαδίκτυο, όπου επικοινωνεί με ψεύτικα προφίλ και μπορεί να γράφει ότι της κατέβει στο κεφάλι. Εκτός όμως από τα «ηλεκτρονικά παράθυρα» ανοίγει και το παράθυρο του σπιτιού. Στέκεται εκεί (δεν μπορούν να την δουν από την μέση και κάτω) και παρατηρεί τους περαστικούς, σιγά-σιγά τους «γνωρίζει» όλους, τις ώρες που περνάνε για να πάνε στη δουλειά τους, τις συνήθειές τους.

«Η απόλυτη αδράνεια μου φέρνει ανακατωσούρα. Βαρέθηκα την τηλεόραση, βαρέθηκα το διάβασμα. Τα βιβλία μου σταδιακά σβήνονται. Διαβάζω τις σελίδες και μου φαίνονται κενές. Κατάλαβα το ψέμα τους. Δεν θέλω άλλο να μεταφέρομαι με τις μεταφορές. Θέλω να βγω. Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να σκίσω τα βιβλία μου. Συμβαίνει μεθοδικά, όχι με μανία. Εξάλλου δεν θέλω να εκδικηθώ τη λογοτεχνία, που τόσα χρόνια είναι η βασική μου μηχανή απόδρασης. Απλώς έφτασε η ώρα να τη χρησιμοποιήσω. Σκίζω τις σελίδες και γράφω πάνω με χοντρό μαρκαδόρο τις δικές μου αρλούμπες, τις κάνω σαίτες και τις στέλνω έξω στο δρόμο. Οι άνθρωποι τις ανοίγουν, διαβάζουν και, προς μεγάλη μου έκπληξη, συχνά τις κρατάνε. Αυτό θα πει μεταμοντερνισμός. Γράφω πάνω στα γραμμένα και οι άλλοι ενθουσιάζονται.»

Η Μελανίππη περνάει από διάφορα στάδια. Της αυτοκτονίας, της ανθρώπινης επαφής, με τον πιτσαδόρο, με τον άγνωστο νεαρό που της μιλάει καθώς την βλέπει κάθε μέρα να τον κοιτάει από το παράθυρο. Το επόμενο βήμα είναι να βγεί έξω. Να ανοίξει τη πόρτα. Θα το κάνει και αυτό που θα βρεί εκεί, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Διότι τελικά τι είναι η Μελανίππη; Και τι μπορούν να δουν από αυτήν οι άνθρωποι; Ποια είναι τα όρια του μύθου και ποια της πραγματικότητας;

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, η νουβέλα της Γιαγιάνου είναι μια δημιουργία με πολλούς συμβολισμούς, παραπομπές και έντονη ψυχογραφική-υπαρξιακή αναζήτηση. Η Μελανίππη της πατώντας πάνω στην βαριά παράδοση κολοσσιαίων (και σχεδόν αδύνατον να συγκριθεί κάτι μαζί τους) έργων όπως «Η Μεταμόρφωση» του Φ.Κάφκα, ή (ο λιγότερο γνωστός αλλά εξίσου σημαντικός) «Ο Νάνος» του Π.Λάγκερβιστ, είναι μια νουβέλα που έχει τη μορφή ενός υπαρξιακού αγωνιώδους βιβλιου (νομίζω ο όρος «θρίλερ» που της αποδίδεται είναι υπερβολικός...), αλλά δεν έχει τόση σημασία η εξέλιξη της ιστορίας όσο τα ερωτήματα που θέτει στον αναγνώστη.

Με ύφος κοφτό, άρτια δομή και αρχιτεκτονική, μικρές προτάσεις, μικρές παραγράφους, η συγγραφέας αποστασιοποιείται από το κείμενό της, αφήνει στην άκρη συναισθηματισμούς και αδιέξοδες λυρικότητες αλλά εστιάζει στις λεπτομέρειες, παίζει με τις αποχρώσεις της ιστορίας που περιγράφει και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Το δισυπόστατο της ηρωίδας, η απομόνωσή της, το αίσθημα της ασφυξίας και του εγκλεισμού, της ταυτότητας και του διαφορετικού, η υπόγεια (και ιδιαίτερα έντονη) σεξουαλικότητα και ο διάχυτος ερωτισμός, το μυστήριο της γυναικείας φύσης και η ιστορική της συνέχεια μέσα από τους αιώνες, τους θρύλους και τους μύθους – όλα αυτά περιγράφονται με εξαιρετική οικονομία και χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, περνάνε σ’εμάς από την ματιά της μετεωριζόμενης ανάμεσα στο όνειρο και την «πραγματικότητα» ηρωίδας του βιβλίου.

Η «Μελανίππη» είναι μια νουβέλα που μπορεί ν’αρέσει, μπορεί και όχι, μπορεί να συγκινήσει, μπορεί και να μπερδέψει. Αδιάφορη όμως δεν μπορεί να περάσει με τίποτα, ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις και συζητήσεις – διότι μπορεί να διαβαστεί και απολύτως γραμμικά ως μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, προκαλεί για σκέψεις και προβληματισμούς, βγάζει αγωνία και απόγνωση γύρω από την διπλή φύση των ανθρώπων, σεβασμό για την «διαφορετικότητα», για την αποδοχή του άλλου (του διπλανού μας, του «ξένου»),ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας/της κοινότητας. Η Γιαγιάνου με αυτό της το έργο «βγάζει» πολύ ταλέντο, που η συνέχεια θα δείξει σε ποιους δρόμους θα την κατευθύνει.


 
Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 19, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 16/3/13
Ακούστε το podcast  της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 16/3, όπου διαβάσαμε ποιήματα των Ν.Πάρα, Ε.Ντίκινσον, Λ.Στεφάνου και Μελισσάνθης, ενώ ακούσαμε τον Ν.Εγγονόπουλο να απαγγέλει το εμβληματικό του ποίημα "Μπολιβάρ".

Μεταξύ άλλων ακούσθηκαν και αποσπάσματα από το βιβλίο του Αλμπέρτο Μανγκέλ "Η ιστορία της Ανάγνωσης" και όπως πάντα πολλή μουσική.

Καλή ακρόαση




 
Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013 | Permalink
Ένα υπέροχο "καλοκαιρινό ειδύλλιο"


Η «μαγεία» του εξαιρετικού στιλίστα William Trevor (Ιρλανδία, 1928), βρίσκεται στο ότι (σε όλα του τα βιβλία) καταφέρνει να μετατρέψει το καθημερινό και συνηθισμένο, σε κάτι που δείχνει συναρπαστικό και ταυτόχρονα πολύ σημαντικό. Το μυθιστόρημά του, με τίτλο «ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ» («Love and Summer»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. (και ωραίο επίμετρο) Α.Μαντόγλου, σελ.276), δεν διαφέρει από το υπόλοιπο (και πολύ σημαντικό) έργο του. Σιωπές και χάσματα, καθημερινές κουβέντες και συνηθισμένες κινήσεις, τετριμμένα λόγια, μυστικά και ψέμματα, ζωές που κυλάνε χωρίς εξάρσεις. Όλα αυτά στην επιφάνεια. Διότι σε δεύτερο επίπεδο, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.



Το σκηνικό συνηθισμένο στα βιβλία του Τρέβορ. Μια επαρχιακή πόλη στην Ιρλανδία, το Ραθμόι, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Εκεί όπου όλα δείχνουν ακίνητα, κοκκαλωμένα στον χρόνο και όπου η εμφάνιση ενός αγνώστου με ποδήλατο και φωτογραφική μηχανή στο χέρι, μπορεί να γίνει θέμα συζήτησης ολόκληρης της κοινότητας. Όταν ο Φλοριάν Κίλντερι, νέος και μελαχροινός εμφανίζεται τυχαία στην κηδεία της κας Κόναλτι, δεν τον ξέρει κανείς και όλοι παραξενεύονται. Η θανούσα μέλος μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης, αφήνει τα δύο της παιδιά να διαχειρίζονται την μοναδική πανσιόν της περιοχής και ένα εργοστάσιο. Η κόρη της, η μις Κόναλτι – γνωστή μόνο με το επίθετο της που έχει την διαχείριση της πανσιόν παρακολουθεί τα πάντα από το παράθυρο της, αναπολεί την χαμένη της νιότη, όταν «παρασύρθηκε» από έναν γοητευτικό «ξένο» και ο Φλοριάν της ξυπνάει αναμνήσεις κυρίως όταν τον βλέπει να συνομιλεί με την νεαρά και γοητευτική Έλι Ντίλαχαν.



Η Έλι παντρεμένη με τον αγρότη Ντίλαχαν, ο οποίος άθελα του έγινε υπαίτιος του θανάτου της πρώτης του γυναίκας και του μωρού τους, ζει απομονωμένος στην άκρη της πόλης, παίρνει την Έλι από το μοναστήρι πρώτα σαν οικονόμο του σπιτιού και αργότερα ως σύζυγο, της φέρεται ευγενικά, της παραδίδει τη διαχείριση του αγροκτήματος – αυτός είναι στην ύπαιθρο από το πρωί ως τη δύση του ήλιου.



«Η Έλι Ντίλαχαν ήταν ένα κορίτσι που δεν μπορούσες να μη νιώσεις προστατευτικά απέναντί του εξαιτίας των όσων είχε περάσει στη ζωή της. Ο σύζυγός της ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, αξιοσέβαστος και μετρημένος, και ήταν κατανοητό που δεν είχε ακόμη συνέλθει από την τραγωδία που του είχε συμβεί. Αλλά ίσως να μην ήταν εύκολο για την Έλι να ζει μαζί του πάνω στους λόφους, να περνούν οι μέρες και να μην ανταλάσσει μια κουβέντα, εκτός από αυτές που ανταλάσσεις με έναν σύζυγο ο οποίος δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό του για το σφάλμα του. Δεν ήταν εύκολο να κατηγορήσεις την Έλι – ούτε ήθελες ούτε ήταν λογικό. Παιδί από ίδρυμα, παιδί της ένδειας και της στέρησης, γεννημένη μέσα στο τίποτα, περιμένοντας το τίποτα, η Έλι Ντίλαχαν ήταν θύμα πολύ πριν στραφεί πάνω της το ενδιαφέρον κάποιου αβρού φωτογράφου.»



Το ενδιαφέρον των δύο νέων, του Φλοριάν και της Έλι, του ενός για τον άλλον, έρχεται μέσα από τυχαίες συναντήσεις, τυχαίες ματιές. Ο Φλοριάν προσπαθεί να πουλήσει την έπαυλη που μεγάλωσε, σχετικά μακριά από την μικρή πόλη του Ραθμόι. Με τον θάνατο του πατέρα του, το μόνο που του έμεινε είναι χρέη και ένα τεράστιο παρηκμασμένο σπίτι στις όχθες μιας λίμνης. Από καλλιτεχνική οικογένεια, προσπαθεί να γίνει φωτογράφος και η μοίρα τον φέρνει να τριγυρίζει ψάχνοντας για ενδιαφέροντα τοπία στην μικρή πόλη. Το σχέδιο του είναι μόλις καταφέρει να πουλήσει το σπίτι (κάτι που δεν φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο) να φύγει για την Σκανδιναβία, να κάνει μια αρχή στη ζωή του.

Η Έλι πρώτη φορά στη ζωή της γίνεται αντικείμενο προσοχής και μάλιστα ενός ανθρώπου ευαίσθητου και διαφορετικού από αυτούς που συναντάει στη πόλη ή τους αγρότες που συναναστρέφεται ο σύζυγός της. Οι συναντήσεις τους με τον καιρό πυκνώνουν, το άγρυπνο μάτι της μις Κόναλτι παρατηρεί και προσέχει τις κινήσεις της Έλι.



Η αφήγηση κυλάει αργά, λες και ακολουθεί τους ρυθμούς της ζωής στην επαρχία. Ως αναγνώστης δεν θέλεις να πάει πιο γρήγορα, διότι αφήνεσαι στην μαγεία του ύφους του συγγραφέα, να καταλάβεις καλύτερα τους χαρακτήρες – ακόμα κι αυτόν τον σαλό τύπο που περιφέρεται στην πόλη λέγοντας ιστορίες από το παρελθόν και που με αυτόν τον γκροτέσκο (έστω) τρόπο του καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων που διαδραματίζονται.



Το παρελθόν βασανίζει τους ήρωες του βιβλίου, τον Φλοριάν, την Έλι με την απουσία τρυφερότητας και αγάπης στη ζωή της, τον Ντίλαχαν με την μαύρη στιγμή στη ζωή του όταν προκάλεσε τον χαμό της οικογένειάς του, την μις Κόναλτι που έμεινε έγκυος από τον «ξένο» που εισέβαλε ξαφνικά στη ζωή της και την καθόρισε δραματικά. Καλά κρυμμένα μυστικά που επηρεάζουν την καθημερινότητα. Η ερωτική ιστορία των δύο νέων το νιώθεις ότι δεν θα έχει το επιθυμητό τέλος. Η Έλι είναι πολύ «καλός άνθρωπος» για να μπορέσει να πληγώσει ή να δυσαρεστήσει κάποιον, ενώ ο Φλοριάν ρομαντικός και ποιητικός ως χαρακτήρας (διαβάζει το «Όμορφοι και καταραμένοι» του Φ.Σ.Φιτζέραλντ, μια καθόλου τυχαία επιλογή τυ συγγραφέα), είναι πολύ ευγενής και αναποφάσιστος για να κάνει το παραπάνω βήμα – αρκούν δυο κουβέντες, μια κίνηση για να καθορίσουν τις εξελίξεις.



«Δεν αγκαλιάστηκαν. Όχι αυτή τη στιγμή. Ήταν μια σκιά δίπλα της, κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια σκιά.

«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε.

Τον ένιωθε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να τη διακρίνει στα σκοτεινά. Όταν τον ξαναρώτησε για ποιο λόγο είχε έρθει, είπε πως ήθελε να ξέρει εκείνη ότι την περίμενε.

«Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που μ’αγάπησες» της είπε. «Μη με μισήσεις, Έλι. Σε παρακαλώ, μη με μισήσεις».



Γραμμένο με κινηματογραφική δομή, το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα του Τρέβορ εστιάζει στις λεπτομέρειες παρά στον διάλογο που έιναι λιγοστός. Ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα στο χέρι, ξεκινάει με την κηδεία στην μικρή πόλη, παρακολουθεί τις ζωές των κατοίκων για να εστιάσει αργά αλλά σταθερά στους κεντρικούς ήρωες, τον Φλοριάν (τον «μοιραίο ξένο») και την Έλι (την αγνή και τόσο αξιαγάπητη κοπέλα). Κινήσεις αμήχανες, νευρικές, χέρια που απλώνονται και τραβιούνται απότομα. Η ένταση που περιγράφεται με το βλέμμα και μια ενστικτώδη κίνηση. Σιωπές ηχηρές και γεμάτες λόγια ανείπωτα – φωτογραφικές στιγμές που περιγράφονται μαγικά παρασέρνοντας σε, στην επιφανειακά ήρεμη και χαλαρή ατμόσφαιρα που όμως είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα φορτισμένη.



Έργο σοφίας και ωριμότητας, ας μη λησμονούμε ότι ο Τρέβορ το έγραψε στα 80 του, (είναι το 14ο βιβλίο του), δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό που αποδίδεται στον συγγραφέα ως ο «Αγγλοσάξονας Τσέχοφ», (αν και μάλλον περισσότερο με την Alice Munro βλέπω συγγένειες), εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το ξεχωριστό στυλ του, ως ο μάστορας του understatement, της υπαινικτικής γραφής που με μία πρόταση, μια παράγραφο λέει αυτά που άλλοι χρειάζονται σελίδες επί σελίδων. Στο κατατοπιστικότατο επίμετρό της η μεταφράστρια Α.Μαντόγλου περιγράφει θαυμάσια το ύφος του μεγάλου αυτού συγγραφέα:

« Η ανιδιοτέλεια, η αυταπάρνηση, οι ρημαγμένες από ένα τυχαίο συμβάν ή την επέλαση κάποιας μικρής ή μεγάλης τραγωδίας ζωές εντοπίζονται σε ολόκληρο το συγγραφικό σύμπαν του Τρέβορ. Ο τόνος του παραμένει αποστασιοποιημένος και απομυθοποιημένος ακόμα και όταν περιγράφει τις πλέον μακάβριες σκηνές, αποφεύοντας να καθοδηγήσει τον αναγνώστη με διδακτισμούς, στοχασμούς ή επιχειρήματα υπέρ ή κατά κάποιας θέσης.

Η εξερεύνηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης διατρέχει όλα τα έργα του, οι χαρακτήρες του είναι με τον τρόπο τους «ιδεοληπτικοί» - χτυπημένοι από τη μοίρα, ταπεινοί και περήφανοι, παραμένουν αξιοπρεπείς στον πόνο τους.»


 
Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Λογοτεχνία και Ροκ μουσική
Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 9/3/13, με θέμα "Λογοτεχνία+Ροκ μουσική".

2 ώρες με τραγούδια της ροκ, εμπνευσμένα από (λιγότερο ή περισσότερο) γνωστά μυθιστορήματα ή ποιήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας με την βοήθεια της (ειδικευμένης σε τέτοιου είδους trivia) μπλόγκερ Aura Voluptas.

Καλή ακρόαση


 
Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013 | Permalink
Κωμωδία σε ελάσσονα κλίμακα


Η κλειστοφοβική και ατμοσφαιρική νουβέλα του συγγραφέα και ψυχαναλυτή Hans Keilson (Γερμανία/Ολλανδία, 1909-2011), με τίτλο «ΚΩΜΩΔΙΑ ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΚΛΙΜΑΚΑ» («Komodie in Moll»), (Εκδ. Ποταμός, μετάφρ. Γ.Καλιφατίδης, σελ.161), είναι ένα σύντομο και λιτό βιβλίο που εντυπωσιάζει με την δύναμη της απλότητας του. Είναι μια ιστορία για την ανθρωπιά και την καλοσύνη και τους μικρούς ηρωισμούς που άνθρωποι καθημερινοί και απλοί μπορούν να κάνουν μέσα σε συνθήκες δύσκολες και ασφυκτικές.

Βρισκόμαστε στη μέση του Β Παγκόσμιου πολέμου και το νεαρό ζευγάρι, ο Βιμ και η Μαρί, που ζουν σ’ένα Ολλανδικό χωριό δεν το πολυσκέφτονται όταν ένας συνάδελφος του πρώτου, τους προτείνει να κρύψουν στο σπίτι τους έναν Εβραίο. Σχεδόν φυσιολογικά, υποδέχονται τον Νίκο (έτσι τους συστήνεται-είναι επικίνδυνο να γνωρίζουν το πραγματικό του όνομα), ένα βράδυ, και τον κρύβουν στη σοφίτα. Οι μέρες κυλάνε μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια, ο Νίκο δεν ανοίγεται ιδιαίτερα – το μόνο που τους λέει, είναι ότι πριν τον πόλεμο ήταν πωλητής αρωμάτων, προσέχουν να μην εμφανίζεται στο παράθυρο για να μη τον δουν οι γείτονες.

Δεν περνάει όμως πολύς καιρός και ο Νίκο αρρωσταίνει και πεθαίνει (με τον θάνατό του ξεκινάει η νουβέλα). Ο γιατρός (που γνώριζε την περίπτωση) τους βοηθάει να τοποθετήσουν το πτώμα σε ένα παγκάκι όχι πολύ μακριά από την γειτονιά, να τον βρούν την επόμενη μέρα οι Αρχές. Τι γίνεται όμως αν τους υποψιαστούν; Μήπως πρέπει κάποιος να τους φυγαδεύσει; Μήπως πρέπει κι αυτοί να μετατραπούν με τη σειρά τους σε «έγκλειστους φυγάδες» και να βιώσουν τα ίδια ακριβώς που αισθανόταν ο καημένος Νίκο κλεισμένος στη σοφίτα του σπιτιού τους;

Η «ανθρώπινη κωμωδία» που ξετυλίγει στις σελίδες του έργου του, ο Κάϊλζον, εστιάζεται στις σκέψεις της Μαρί και στον διάλογο μεταξύ του νεαρού ζεύγους γύρω από τον Νίκο και το μυστήριο που τον περιέβαλλε. Ζούσαν μαζί με έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν τους ανοίχτηκε ποτέ, οχυρωμένος πίσω από τα μυστικά του, ευγενικός και προσηνής, με μια αριστοκρατική αξιοπρέπεια. Η ασθένειά του και ο θάνατός του δεν είχαν τίποτα το ηρωικό, ήταν μια διαρκής ταλαιπωρία και ήρθε όταν οι τρείς τους είχαν μπει πλέον σε μια ρουτίνα. Η ψιλοκουβέντα το βράδυ μετά το φαγητό, η εφημερίδα που με αγωνία περίμενε ο Νίκο κάθε πρωί να του φέρει η Μαρί στη σοφίτα, το παράλογο (και ταυτόχρονα η ειρωνία) της καθημερινότητάς τους.

«Ένα μυστικό! Δεν ήταν μόνο ότι του είχαν προσφέρει καταφύγιο – το μυστικό ήταν ο ίδιος ο Νίκο, το άτομό του, η ζωή του. Λες και γύρω του απλωνόταν μια ουδέτερη ζώνη, άγνωστη και απροσπέλαστη. Το χάσμα έμοιαζε αγεφύρωτο. Ακόμα και όταν ζούσε ο Νίκο, ήταν λες κι έστεκε στην άντίπερα όχθη ενός ποταμού, λες και κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη του, καθετί που η Μαρί παρατηρούσε πάνω του, η φωνή του, οι κινήσεις του, τυλίγονταν στα απρόσωπα, θαμπά πέπλα της ομίχλης που κρέμονταν πάνω από το νερό κρύβοντας την ελεύθερη θέα. Μα μολονότι ήταν πλέον νεκρός και είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από το πτώμα του, παρ’όλα αυτά είχε αφήσει πίσω του ένα τελευταίο μυστικό. Το είχε ανακαλύψει όταν είχε ανεβεί στο δωμάτιό του και έκλαιγε ολομόναχη. Στην αρχή, της φάνηκε λες και η ομίχλη είχε ξαφνου σκορπίσει, λες και η αντίπερα όχθη πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά για να της αποκαλύψει τα απόκρημνα βράχια, τους θάμνους και τις κοιλότητες του εδάφους. Ωστόσο, όταν δοκίμασε να κοιτάξει με μεγαλύτερη προσοχή, είδε και πάλι τους ατμούς να ανεβαίνουν από το νερό τυλίγοντας τα πάντα σε ένα πέπλο μυστηρίου. Η Μαρί τρόμαξε όταν συνειδητοποίησε ότι πίσω από κάθε μυστικό, που ανακαλύπτουμε τυχαία, κρύβεται ένα άλλο, ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο, που παραμένει ανεξιχνίαστο. Και ότι κάθε εξήγηση που δίνουμε δεν είναι παρά σαν την μαρέγκα που, χτυπημένη με ζάχαρη, αφρατεύει τη ζύμη και της δίνει άρωμα και νοστιμιά…»

Ο Νίκο είναι ένας Καφκικός ήρωας,ο οποίος βασανίζεται από τις καταστάσεις, και τελικά πεθαίνει θύμα των γεγονότων. Ήταν απλά ένας Εβραίος που ζούσε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και προσπαθούσε να την βγάλει καθαρή. Το ζευγάρι των δύο νέων, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο προβληματισμό για την παράτολμη ενέργειά τους, το θεώρησαν καθήκον τους να συνδράμουν σε κάτι που ήδη (απ’ότι ήξεραν) έκαναν αρκετοί γνωστοί τους. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της πράξης τους. Ο ξαφνικός θάνατος του Νίκο, τους πανικοβάλλει και τους τρομάζει – και αρχίζουν να νιώθουν αυτό που αισθανόταν κι εκείνος, τον φόβο του κουδουνιού, των βημάτων μέσα στη νύχτα, του ξαφνικού επισκέπτη.

Οι σιωπές και οι μικροί διάλογοι κυριαρχούν στην αποπνικτική και άκρως κλειστοφοβική ατμόσφαιρα αυτής της εξαιρετικής νουβέλας που γράφτηκε αμέσως μετά τον πόλεμο (1947). Λιτή και με λεπτές αποχρώσεις, είναι μια ιστορία που δεν ενδιαφέρεται για τα «μεγάλα θέματα», του πολέμου και του ολοκαυτώματος αλλά για τις μικρές καθημερινές χειρονομίες, την ισορροπία του τρόμου, την καλοσύνη και την βιαιότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις. Εν μέρει αυτοβιογραφικό, αφού ο Κάϊλσον το 1941, ένα χρόνο μετά την γερμανική εισβολή στην Ολλανδία βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός ζεύγους στο Ντελφτ – έσμιξε μετά τον πόλεμο με τη γυναίκα του και την κόρη του, το βιβλίο σκοτεινό, χωρίς να είναι μελοδραματικό και ιδιαίτερα συναισθηματικό, επιβάλλεται με την απλότητα και την καθαρότητα του.

Ο Χανς Κάϊλζον γεννήθηκε στην Γερμανία το 1909, και σπούδασε γιατρός. Η εβραϊκή του καταγωγή στάθηκε αιτία να μη μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του λόγω των μέτρων του Χιτλερικού καθεστώτος. Αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ολλανδία όπου αφού γλύτωσε στον πόλεμο (οι γονείς του θανατώθηκαν στο Άουσβιτς), αναγκάστηκε να επαναλάβει τις σπουδές του (το γερμανικό πτυχίο δεν αναγνωριζόταν στην Ολλανδία) και να ειδικευτεί στην Ψυχιατρική, όπου σταδιοδρόμησε μέχρι το τέλος της ζωής του σε βαθύ γήρας, το 2011. Το σημαντικότερο έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα «Ο θάνατος του αντιπάλου» (1959)

 
Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 05, 2013 | Permalink
Μιά ερωτική ιστορία στην εποχή της κρίσης

Ένα νεαρό ζευγάρι, φρεσκοπαντρεμένο και φουλ ερωτευμένο, βιώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, στην αρχή το αντιμετωπίζουν χαλαρά αλλά όταν τα πράγματα δυσκολεύουν μια πρόταση από το πουθενά για μια ολιγοήμερη εργασία στην Κων/λη, η οποία μπορεί να συνδιαστεί με μικρές καλοκαιρινές διακοπές, για μια φυγή από την καθημερινότητα έρχεται στην κατάλληλη στιγμή. Ξεκινάνε λοιπόν, το ταξίδι με ένα παλιό Scoda διασχίζοντας την εθνική οδό, χωρίς ο χρόνος να τους πιέζει, μέχρις ότου φτάσουν στον προορισμό τους μετά από αρκετές ημέρες. Στο ταξίδι αυτό, θα έρθουν αντιμέτωποι με τα φαντάσματα του οικογενειακού τους παρελθόντος, με ιδεοληψίες και εμμονές που τους κατείχαν όλα αυτά τα χρόνια, με τα «θέλω τους» και την πορεία του βίου τους μέχρις εδώ – θα πραγματοποιήσουν ένα ταξίδι αυτογνωσίας και ενηλικίωσης, το θέμα είναι αν θα διατηρηθεί ο έρωτάς τους και η δίψα τους για ζωή.



Αυτό λίγο-πολύ είναι το θέμα του νεανικού και πολύ δροσερού μυθιστορήματος της συγγραφέως και μεταφράστριας, Βάσιας Τζανακάρη (Σέρρες, 1980), με τίτλο «ΤΖΟΝΙ & ΛΟΥΛΟΥ», (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.253), μια ερωτική ιστορία («love story», όπως γράφει και το εξώφυλλο του βιβλίου), λίγο τετριμμένη (όπως είναι άλλωστε οι περισσότερες), αλλά πολύ ενδιαφέρουσα λόγω του ευδιάκριτου προσωπικού στυλ της νεαρής δημιουργού, με την χαλαρή, καθημερινή γραφή που σου περνάει υποδόρια και χωρίς να το καταλαβαίνεις προβληματισμούς και νοήματα μιας ολόκληρης γενιάς – αυτής των «under thirty» και «thirty something» νέων που υποχρεώνονται από τις βίαιες κοινωνικοπολιτικές / οικονομικές εξελίξεις να ωριμάσουν απότομα και να βγούν από το κουκούλι της οικογενειακής ασφάλειας, από την φούσκα του lifestyle, από επίπλαστη οικονομική άνεση.



Έχοντας την μορφή του «road novel», της ιστορίας δρόμου με δύο στέρεους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, κλασσικούς νέους της πόλης που βλέπουμε δίπλα μας, του Τζόνι, ηλεκτρ.μηχανικό και πιανίστα σε μπαρ, ο οποίος σιγά-σιγά χάνει και τα τελευταία νυχτοκάματά του που του απέφεραν ένα πενιχρό εισόδημα, και της Λούλου, η οποία είχε μια σταθερότερη δουλειά ως φωτογράφος σε ένα lifestyle έντυπο αλλά «πέφτει θύμα» των εκκαθαρίσεων από την νεόπλουτη καινούργια ιδιοκτήτρια της επιχείρησης. Ο κόσμος τους καταρρέει, τα σχέδιά τους για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί ανατρέπονται, βλέπουν την κατάσταση όπως είναι να μην εμπνέει αισιοδοξία, οι πόρτες παντού κλειστές, αλλά έχουν μια πίστη, μια αισιοδοξία ότι δεν θα τους πάρει από κάτω, ότι θα τα καταφέρουν.



Γύρω τους ένας κόσμος που ταλαιπωρείται, μια πόλη που σιγοβράζει, σιωπηλοί άνθρωποι, ένα φιλικό τους ζευγάρι με τα δικά τους προβλήματα, ένας γάτος που έφυγε και τον χάσανε και όλο ψάχνουν να τον ξαναβρούν – μπορεί ο γάτος να συμβολίζει την ανέμελη περίοδο της σχέσης, της ζωής τους, το νήμα που πρέπει να βρουν.



Όταν αποφασίζουν (χωρίς μεγάλη δυσκολία, παρά τους αρχικούς δισταγμούς της Λούλου) να δεχθούν την ουρανοκατέβατη πρόταση (μέσω μιας θείας του Τζόνι) για φωτογράφηση ενός ξενοδοχείου στην Πόλη, επιλέγουν να μεταβούν οδικώς, αφού είχαν άνεση χρόνου, περνώντας από τα Καμμένα Βούρλα (επισκεπτόμενοι την θεία που τους βρήκε τη δουλειά), σταματάνε στον Βόλο για δυό-τρείς μέρες, στην Θεσσαλονίκη να δούν την μητέρα της Λούλου, στην Αλεξανδρούπολη να επισκεφθούν την μητέρα του Τζόνι.

Η σκιά της «μεγάλης ελληνικής οικογένειας» είναι συνεχώς παρούσα στις σελίδες του βιβλίου και η (ατελείωτη-όπως σε όλες τις ιστορίες δρόμου) διαδρομή θα φέρει στην επιφάνεια όλες τις «οδύνες» των οικογενειακών σχέσεων, την δραματική και ενοχική σχέση του Τζόνι με τον πατέρα του, την τραυματισμένη και ποτέ αποκατεστημένη σχέση της Λούλου με τους γονείς της, ενώ ακόμα και η ίδια η σχέση τους, η βαθύτερη επικοινωνία τους θα δοκιμαστεί.



Με πολλές και ευδιάκριτες επιρροές από την αμερικάνικη κουλτούρα (λογοτεχνία και ταινίες με ανάλογο θέμα), η Τζανακάρη στις πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του πολύ ευχάριστου (στην ανάγνωση) βιβλίου της, σχολιάζει και παρατηρεί το κοινωνικό πλαίσιο, τις συνήθειες των ανθρώπων, τις ψιλοκουβέντες, τα κυκλώματα, τις επαγγελματικές σχέσεις γεμάτες κυνισμό και φόβο, τα λάιφστάιλ έντυπα, τα free-press με την μοδάτη κενολογία τους, την απελπισία των νέων ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει και αυτοί να γίνονται έρμαια των εξελίξεων. Το μυθιστόρημα της γεμάτο μουσική και συναισθήματα, φρεσκάδα και δίψα για ζωή σε αφήνει με ένα χαμόγελο στα χείλη – που νομίζω ότι κάθε αναγνώστης (από καιρού εις καιρόν) το έχει ανάγκη.



«Πλέον, όμως, υπήρχε και μια άλλη κατηγορία φαντασμάτων, άνθρωποι που οι δρόμοι της πόλης προσποιούνταν ότι δεν υπήρχαν. Μια νέα φυλή, όπως θα’λεγαν τα free press και οι λαϊφστιλάδες, είχε προστεθεί στην αυγουστιάτικη πόλη. Οι άνεργοι όπως τους έλεγαν οι στατιστικές. Η Φυλή των Ανέργων, οι Ανεργίστας, όπως τους ονόμασε ένα άρθρο σε μια προσπάθεια να πλασάρει το να μην κάνεις τίποτα ως τη νέα καυτή πραγματικότητα της πόλης. Σ’αυτό το άρθρο είχε διαβάσει ο Τζόνι πόσο γαμάτος ήταν. «Είστε Ανεργίστας; Είστε κούλ! Οι Ανεργίστας δεν έχουν λεφτά για διακοπές αλλά «no problemo, man». Είναι κούλ να μένεις στην Αθήνα, να περπατάς χωρίς να πηγαίνεις πουθενά, ένας περαστικός παρατηρητής. Έτσι κάνει ο σωστός Αθηναίος». Ο Τζόνι έφτιαξε την εικόνα στο μυαλό του. Άνθρωποι σαν κι αυτόν, απασχολήσιμοι, ημιαπασχολήσιμοι, προσωρινά άνεργοι ή απλώς άνεργοι και τώρα Ανεργίστας, κοιμούνται αργά και ξυπνάνε αργά. Ανανεώνουν τα status τους στο facebook και στο twitter τουλάχιστον δώδεκα φορές τη μέρα, πετώντας τσιτάτα που κλέβουν από τον Guardian και το Vanity Fair. Αγοράζουν μπίρα από το σούπερ μάρκετ και κατεβαίνουν τη συγκοινωνία ή το ποδήλατο στο Γκάζι για να αράξουν σε κανένα πεζούλι να την πιούν, ενώ οι εργαζόμενοι φίλοι τους που πίνουν σε κάποιο μπαρ τους κουνάνε από μακριά το χέρι κι εκείνοι ανταποδίδουν όλο χαρά. Οι Ανεργίστας είναι γύρω στα είκοσι πέντε και έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους – μόνο σ’αυτό δεν ταιριάζει το προφίλ του. Απολύθηκαν από κάποια κούλ, γκλαμουράτη δουλειά, και καλά δημοσιογράφοι, dj, designers παντός τύπου, στιλίστριες – ακόμα και η Λούλου ως φωτογράφος θα μπορούσε να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσά τους. Οι Ανεργίστας πίνουν την μπίρα τους, βολτάρουν στην Αθήνα, παθητικοί θεατές σε ό,τι συμβαίνει, είναι με όλους κι εναντίον κανενός, πολιτικά ορθοί μέχρι τα σύννεφα, κρατάνε δυνάμεις να κατακτήσουν τον κόσμο όταν θα στρώσουν τα πράγματα.»

________________________________________________________



Ακούστε την συζήτηση με την συγγραφέα (στο δεύτερο μέρος), στο podcast της εκπομπής Booktalks του Σαββάτου 2/3, όπως βέβαια και την υπόλοιπη ύλη της εκπομπής.