Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαρτίου 08, 2013 | Permalink
Κωμωδία σε ελάσσονα κλίμακα


Η κλειστοφοβική και ατμοσφαιρική νουβέλα του συγγραφέα και ψυχαναλυτή Hans Keilson (Γερμανία/Ολλανδία, 1909-2011), με τίτλο «ΚΩΜΩΔΙΑ ΣΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΚΛΙΜΑΚΑ» («Komodie in Moll»), (Εκδ. Ποταμός, μετάφρ. Γ.Καλιφατίδης, σελ.161), είναι ένα σύντομο και λιτό βιβλίο που εντυπωσιάζει με την δύναμη της απλότητας του. Είναι μια ιστορία για την ανθρωπιά και την καλοσύνη και τους μικρούς ηρωισμούς που άνθρωποι καθημερινοί και απλοί μπορούν να κάνουν μέσα σε συνθήκες δύσκολες και ασφυκτικές.

Βρισκόμαστε στη μέση του Β Παγκόσμιου πολέμου και το νεαρό ζευγάρι, ο Βιμ και η Μαρί, που ζουν σ’ένα Ολλανδικό χωριό δεν το πολυσκέφτονται όταν ένας συνάδελφος του πρώτου, τους προτείνει να κρύψουν στο σπίτι τους έναν Εβραίο. Σχεδόν φυσιολογικά, υποδέχονται τον Νίκο (έτσι τους συστήνεται-είναι επικίνδυνο να γνωρίζουν το πραγματικό του όνομα), ένα βράδυ, και τον κρύβουν στη σοφίτα. Οι μέρες κυλάνε μέσα στον φόβο και την ανασφάλεια, ο Νίκο δεν ανοίγεται ιδιαίτερα – το μόνο που τους λέει, είναι ότι πριν τον πόλεμο ήταν πωλητής αρωμάτων, προσέχουν να μην εμφανίζεται στο παράθυρο για να μη τον δουν οι γείτονες.

Δεν περνάει όμως πολύς καιρός και ο Νίκο αρρωσταίνει και πεθαίνει (με τον θάνατό του ξεκινάει η νουβέλα). Ο γιατρός (που γνώριζε την περίπτωση) τους βοηθάει να τοποθετήσουν το πτώμα σε ένα παγκάκι όχι πολύ μακριά από την γειτονιά, να τον βρούν την επόμενη μέρα οι Αρχές. Τι γίνεται όμως αν τους υποψιαστούν; Μήπως πρέπει κάποιος να τους φυγαδεύσει; Μήπως πρέπει κι αυτοί να μετατραπούν με τη σειρά τους σε «έγκλειστους φυγάδες» και να βιώσουν τα ίδια ακριβώς που αισθανόταν ο καημένος Νίκο κλεισμένος στη σοφίτα του σπιτιού τους;

Η «ανθρώπινη κωμωδία» που ξετυλίγει στις σελίδες του έργου του, ο Κάϊλζον, εστιάζεται στις σκέψεις της Μαρί και στον διάλογο μεταξύ του νεαρού ζεύγους γύρω από τον Νίκο και το μυστήριο που τον περιέβαλλε. Ζούσαν μαζί με έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν τους ανοίχτηκε ποτέ, οχυρωμένος πίσω από τα μυστικά του, ευγενικός και προσηνής, με μια αριστοκρατική αξιοπρέπεια. Η ασθένειά του και ο θάνατός του δεν είχαν τίποτα το ηρωικό, ήταν μια διαρκής ταλαιπωρία και ήρθε όταν οι τρείς τους είχαν μπει πλέον σε μια ρουτίνα. Η ψιλοκουβέντα το βράδυ μετά το φαγητό, η εφημερίδα που με αγωνία περίμενε ο Νίκο κάθε πρωί να του φέρει η Μαρί στη σοφίτα, το παράλογο (και ταυτόχρονα η ειρωνία) της καθημερινότητάς τους.

«Ένα μυστικό! Δεν ήταν μόνο ότι του είχαν προσφέρει καταφύγιο – το μυστικό ήταν ο ίδιος ο Νίκο, το άτομό του, η ζωή του. Λες και γύρω του απλωνόταν μια ουδέτερη ζώνη, άγνωστη και απροσπέλαστη. Το χάσμα έμοιαζε αγεφύρωτο. Ακόμα και όταν ζούσε ο Νίκο, ήταν λες κι έστεκε στην άντίπερα όχθη ενός ποταμού, λες και κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη του, καθετί που η Μαρί παρατηρούσε πάνω του, η φωνή του, οι κινήσεις του, τυλίγονταν στα απρόσωπα, θαμπά πέπλα της ομίχλης που κρέμονταν πάνω από το νερό κρύβοντας την ελεύθερη θέα. Μα μολονότι ήταν πλέον νεκρός και είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από το πτώμα του, παρ’όλα αυτά είχε αφήσει πίσω του ένα τελευταίο μυστικό. Το είχε ανακαλύψει όταν είχε ανεβεί στο δωμάτιό του και έκλαιγε ολομόναχη. Στην αρχή, της φάνηκε λες και η ομίχλη είχε ξαφνου σκορπίσει, λες και η αντίπερα όχθη πλησίαζε ολοένα και πιο κοντά για να της αποκαλύψει τα απόκρημνα βράχια, τους θάμνους και τις κοιλότητες του εδάφους. Ωστόσο, όταν δοκίμασε να κοιτάξει με μεγαλύτερη προσοχή, είδε και πάλι τους ατμούς να ανεβαίνουν από το νερό τυλίγοντας τα πάντα σε ένα πέπλο μυστηρίου. Η Μαρί τρόμαξε όταν συνειδητοποίησε ότι πίσω από κάθε μυστικό, που ανακαλύπτουμε τυχαία, κρύβεται ένα άλλο, ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο, που παραμένει ανεξιχνίαστο. Και ότι κάθε εξήγηση που δίνουμε δεν είναι παρά σαν την μαρέγκα που, χτυπημένη με ζάχαρη, αφρατεύει τη ζύμη και της δίνει άρωμα και νοστιμιά…»

Ο Νίκο είναι ένας Καφκικός ήρωας,ο οποίος βασανίζεται από τις καταστάσεις, και τελικά πεθαίνει θύμα των γεγονότων. Ήταν απλά ένας Εβραίος που ζούσε κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και προσπαθούσε να την βγάλει καθαρή. Το ζευγάρι των δύο νέων, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο προβληματισμό για την παράτολμη ενέργειά τους, το θεώρησαν καθήκον τους να συνδράμουν σε κάτι που ήδη (απ’ότι ήξεραν) έκαναν αρκετοί γνωστοί τους. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της πράξης τους. Ο ξαφνικός θάνατος του Νίκο, τους πανικοβάλλει και τους τρομάζει – και αρχίζουν να νιώθουν αυτό που αισθανόταν κι εκείνος, τον φόβο του κουδουνιού, των βημάτων μέσα στη νύχτα, του ξαφνικού επισκέπτη.

Οι σιωπές και οι μικροί διάλογοι κυριαρχούν στην αποπνικτική και άκρως κλειστοφοβική ατμόσφαιρα αυτής της εξαιρετικής νουβέλας που γράφτηκε αμέσως μετά τον πόλεμο (1947). Λιτή και με λεπτές αποχρώσεις, είναι μια ιστορία που δεν ενδιαφέρεται για τα «μεγάλα θέματα», του πολέμου και του ολοκαυτώματος αλλά για τις μικρές καθημερινές χειρονομίες, την ισορροπία του τρόμου, την καλοσύνη και την βιαιότητα, τις ανθρώπινες σχέσεις. Εν μέρει αυτοβιογραφικό, αφού ο Κάϊλσον το 1941, ένα χρόνο μετά την γερμανική εισβολή στην Ολλανδία βρήκε καταφύγιο στο σπίτι ενός ζεύγους στο Ντελφτ – έσμιξε μετά τον πόλεμο με τη γυναίκα του και την κόρη του, το βιβλίο σκοτεινό, χωρίς να είναι μελοδραματικό και ιδιαίτερα συναισθηματικό, επιβάλλεται με την απλότητα και την καθαρότητα του.

Ο Χανς Κάϊλζον γεννήθηκε στην Γερμανία το 1909, και σπούδασε γιατρός. Η εβραϊκή του καταγωγή στάθηκε αιτία να μη μπορεί να ασκήσει το επάγγελμά του λόγω των μέτρων του Χιτλερικού καθεστώτος. Αναγκάστηκε να διαφύγει στην Ολλανδία όπου αφού γλύτωσε στον πόλεμο (οι γονείς του θανατώθηκαν στο Άουσβιτς), αναγκάστηκε να επαναλάβει τις σπουδές του (το γερμανικό πτυχίο δεν αναγνωριζόταν στην Ολλανδία) και να ειδικευτεί στην Ψυχιατρική, όπου σταδιοδρόμησε μέχρι το τέλος της ζωής του σε βαθύ γήρας, το 2011. Το σημαντικότερο έργο του θεωρείται το μυθιστόρημα «Ο θάνατος του αντιπάλου» (1959)