Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 21, 2013 | Permalink
Μελανίππη


«Είμαι χωρισμένη σε δύο θυμωμένα μέρη, που μονίμως καβγαδίζουν. Τις νύχτες ο θυμός τους φτάνει στα πρόθυρα της οργής. Συχνά τα διαβαίνει. Η σκληρή αντίθεση που ενσαρκώνω προκαλεί έναν μεγάλο πόνο, χωρίς σχήμα και τόπο. Πονάω σταθερά. Μόνιμα. Ο πόνος διαχέεται παντού και αδελφώνει τις αντιθέσεις που τον προκαλούν, χωρίς όμως ποτέ να τις εξουδετερώνει. Σαν αέριο, είναι αόρατος και τίποτα ορατό δεν τον φανερώνει. Αλλά κόβει. Κανονικό πριόνι. Στην ερώτηση «ΠΩΣ ΛΥΝΕΤΑΙ Ο ΠΟΝΟΣ;» απαντώ «ΜΕ ΚΑΘΑΡΗ ΣΚΕΨΗ ΑΣΦΑΛΩΣ». Λάθος. Δίνω λάθος λύση, κι όταν διαπιστώνω ότι κάνω λάθος, το επαναλαμβάνω πεισματικά, πιο δυνατά και με καλύτερη άρθρωση. Αποφεύγω τη σωστή απάντηση, αλλά προφέρω τη λανθασμένη όσο γίνεται καλύτερα.»

Η «επιτυχία» της νουβέλας «ΜΕΛΑΝΙΠΠΗ» (Εκδ. Σμίλη, σελ.118) της νέας συγγραφέως, Μαρίας Γιαγιάννου (Αθήνα, 1978) δεν έγκειται τόσο πολύ στην ωραία και (σχετικά) πρωτότυπη ιστορία που περιγράφει, ούτε στην πολύ ενδιαφέρουσα γραφή της αλλά περισσότερο στο ότι αυτό το μικρό βιβλιαράκι ακολουθεί τις σκέψεις σου αρκετό καιρό μετά την ανάγνωσή του, σε απασχολεί ως αναγνώστη η ηρωίδα, αυτό το δισυπόστατο πλάσμα που κινείται στα όρια μεταξύ λογικού και παραλόγου, προβληματίζεσαι με τα όρια του «Εγώ», στροβιλίζει το μυαλό σου η έκφραση «Εγώ είμαι ένας άλλος».

Η Μελανίππη είναι έγκλειστη σε ένα διαμέρισμα. Δεν έχει βγεί ποτέ, δεν έχει διασχίσει τη πόρτα της πολυκατοικίας. Είναι πανύψηλη, κοντά δύο μέτρα και πολύ όμορφη, σπάνια και μοναδική. Έρχεται κατευθείαν από τον Μυθικό κόσμο, διότι είναι μια γυναίκα-Κένταυρος, από την μέση κι επάνω γυναίκα, από την μέση και κάτω άλογο.
Η μοναδική της επαφή με τον κόσμο είναι το διαδίκτυο, όπου επικοινωνεί με ψεύτικα προφίλ και μπορεί να γράφει ότι της κατέβει στο κεφάλι. Εκτός όμως από τα «ηλεκτρονικά παράθυρα» ανοίγει και το παράθυρο του σπιτιού. Στέκεται εκεί (δεν μπορούν να την δουν από την μέση και κάτω) και παρατηρεί τους περαστικούς, σιγά-σιγά τους «γνωρίζει» όλους, τις ώρες που περνάνε για να πάνε στη δουλειά τους, τις συνήθειές τους.

«Η απόλυτη αδράνεια μου φέρνει ανακατωσούρα. Βαρέθηκα την τηλεόραση, βαρέθηκα το διάβασμα. Τα βιβλία μου σταδιακά σβήνονται. Διαβάζω τις σελίδες και μου φαίνονται κενές. Κατάλαβα το ψέμα τους. Δεν θέλω άλλο να μεταφέρομαι με τις μεταφορές. Θέλω να βγω. Αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να σκίσω τα βιβλία μου. Συμβαίνει μεθοδικά, όχι με μανία. Εξάλλου δεν θέλω να εκδικηθώ τη λογοτεχνία, που τόσα χρόνια είναι η βασική μου μηχανή απόδρασης. Απλώς έφτασε η ώρα να τη χρησιμοποιήσω. Σκίζω τις σελίδες και γράφω πάνω με χοντρό μαρκαδόρο τις δικές μου αρλούμπες, τις κάνω σαίτες και τις στέλνω έξω στο δρόμο. Οι άνθρωποι τις ανοίγουν, διαβάζουν και, προς μεγάλη μου έκπληξη, συχνά τις κρατάνε. Αυτό θα πει μεταμοντερνισμός. Γράφω πάνω στα γραμμένα και οι άλλοι ενθουσιάζονται.»

Η Μελανίππη περνάει από διάφορα στάδια. Της αυτοκτονίας, της ανθρώπινης επαφής, με τον πιτσαδόρο, με τον άγνωστο νεαρό που της μιλάει καθώς την βλέπει κάθε μέρα να τον κοιτάει από το παράθυρο. Το επόμενο βήμα είναι να βγεί έξω. Να ανοίξει τη πόρτα. Θα το κάνει και αυτό που θα βρεί εκεί, είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενε. Διότι τελικά τι είναι η Μελανίππη; Και τι μπορούν να δουν από αυτήν οι άνθρωποι; Ποια είναι τα όρια του μύθου και ποια της πραγματικότητας;

Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, η νουβέλα της Γιαγιάνου είναι μια δημιουργία με πολλούς συμβολισμούς, παραπομπές και έντονη ψυχογραφική-υπαρξιακή αναζήτηση. Η Μελανίππη της πατώντας πάνω στην βαριά παράδοση κολοσσιαίων (και σχεδόν αδύνατον να συγκριθεί κάτι μαζί τους) έργων όπως «Η Μεταμόρφωση» του Φ.Κάφκα, ή (ο λιγότερο γνωστός αλλά εξίσου σημαντικός) «Ο Νάνος» του Π.Λάγκερβιστ, είναι μια νουβέλα που έχει τη μορφή ενός υπαρξιακού αγωνιώδους βιβλιου (νομίζω ο όρος «θρίλερ» που της αποδίδεται είναι υπερβολικός...), αλλά δεν έχει τόση σημασία η εξέλιξη της ιστορίας όσο τα ερωτήματα που θέτει στον αναγνώστη.

Με ύφος κοφτό, άρτια δομή και αρχιτεκτονική, μικρές προτάσεις, μικρές παραγράφους, η συγγραφέας αποστασιοποιείται από το κείμενό της, αφήνει στην άκρη συναισθηματισμούς και αδιέξοδες λυρικότητες αλλά εστιάζει στις λεπτομέρειες, παίζει με τις αποχρώσεις της ιστορίας που περιγράφει και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Το δισυπόστατο της ηρωίδας, η απομόνωσή της, το αίσθημα της ασφυξίας και του εγκλεισμού, της ταυτότητας και του διαφορετικού, η υπόγεια (και ιδιαίτερα έντονη) σεξουαλικότητα και ο διάχυτος ερωτισμός, το μυστήριο της γυναικείας φύσης και η ιστορική της συνέχεια μέσα από τους αιώνες, τους θρύλους και τους μύθους – όλα αυτά περιγράφονται με εξαιρετική οικονομία και χρησιμοποιώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, περνάνε σ’εμάς από την ματιά της μετεωριζόμενης ανάμεσα στο όνειρο και την «πραγματικότητα» ηρωίδας του βιβλίου.

Η «Μελανίππη» είναι μια νουβέλα που μπορεί ν’αρέσει, μπορεί και όχι, μπορεί να συγκινήσει, μπορεί και να μπερδέψει. Αδιάφορη όμως δεν μπορεί να περάσει με τίποτα, ανοιχτή σε πολλές αναγνώσεις και συζητήσεις – διότι μπορεί να διαβαστεί και απολύτως γραμμικά ως μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, προκαλεί για σκέψεις και προβληματισμούς, βγάζει αγωνία και απόγνωση γύρω από την διπλή φύση των ανθρώπων, σεβασμό για την «διαφορετικότητα», για την αποδοχή του άλλου (του διπλανού μας, του «ξένου»),ως ισότιμο μέλος της κοινωνίας/της κοινότητας. Η Γιαγιάνου με αυτό της το έργο «βγάζει» πολύ ταλέντο, που η συνέχεια θα δείξει σε ποιους δρόμους θα την κατευθύνει.