Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 14, 2013 | Permalink
Ένα υπέροχο "καλοκαιρινό ειδύλλιο"


Η «μαγεία» του εξαιρετικού στιλίστα William Trevor (Ιρλανδία, 1928), βρίσκεται στο ότι (σε όλα του τα βιβλία) καταφέρνει να μετατρέψει το καθημερινό και συνηθισμένο, σε κάτι που δείχνει συναρπαστικό και ταυτόχρονα πολύ σημαντικό. Το μυθιστόρημά του, με τίτλο «ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ» («Love and Summer»), (Εκδ. Μεταίχμιο, μετάφρ. (και ωραίο επίμετρο) Α.Μαντόγλου, σελ.276), δεν διαφέρει από το υπόλοιπο (και πολύ σημαντικό) έργο του. Σιωπές και χάσματα, καθημερινές κουβέντες και συνηθισμένες κινήσεις, τετριμμένα λόγια, μυστικά και ψέμματα, ζωές που κυλάνε χωρίς εξάρσεις. Όλα αυτά στην επιφάνεια. Διότι σε δεύτερο επίπεδο, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.



Το σκηνικό συνηθισμένο στα βιβλία του Τρέβορ. Μια επαρχιακή πόλη στην Ιρλανδία, το Ραθμόι, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Εκεί όπου όλα δείχνουν ακίνητα, κοκκαλωμένα στον χρόνο και όπου η εμφάνιση ενός αγνώστου με ποδήλατο και φωτογραφική μηχανή στο χέρι, μπορεί να γίνει θέμα συζήτησης ολόκληρης της κοινότητας. Όταν ο Φλοριάν Κίλντερι, νέος και μελαχροινός εμφανίζεται τυχαία στην κηδεία της κας Κόναλτι, δεν τον ξέρει κανείς και όλοι παραξενεύονται. Η θανούσα μέλος μιας από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης, αφήνει τα δύο της παιδιά να διαχειρίζονται την μοναδική πανσιόν της περιοχής και ένα εργοστάσιο. Η κόρη της, η μις Κόναλτι – γνωστή μόνο με το επίθετο της που έχει την διαχείριση της πανσιόν παρακολουθεί τα πάντα από το παράθυρο της, αναπολεί την χαμένη της νιότη, όταν «παρασύρθηκε» από έναν γοητευτικό «ξένο» και ο Φλοριάν της ξυπνάει αναμνήσεις κυρίως όταν τον βλέπει να συνομιλεί με την νεαρά και γοητευτική Έλι Ντίλαχαν.



Η Έλι παντρεμένη με τον αγρότη Ντίλαχαν, ο οποίος άθελα του έγινε υπαίτιος του θανάτου της πρώτης του γυναίκας και του μωρού τους, ζει απομονωμένος στην άκρη της πόλης, παίρνει την Έλι από το μοναστήρι πρώτα σαν οικονόμο του σπιτιού και αργότερα ως σύζυγο, της φέρεται ευγενικά, της παραδίδει τη διαχείριση του αγροκτήματος – αυτός είναι στην ύπαιθρο από το πρωί ως τη δύση του ήλιου.



«Η Έλι Ντίλαχαν ήταν ένα κορίτσι που δεν μπορούσες να μη νιώσεις προστατευτικά απέναντί του εξαιτίας των όσων είχε περάσει στη ζωή της. Ο σύζυγός της ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, αξιοσέβαστος και μετρημένος, και ήταν κατανοητό που δεν είχε ακόμη συνέλθει από την τραγωδία που του είχε συμβεί. Αλλά ίσως να μην ήταν εύκολο για την Έλι να ζει μαζί του πάνω στους λόφους, να περνούν οι μέρες και να μην ανταλάσσει μια κουβέντα, εκτός από αυτές που ανταλάσσεις με έναν σύζυγο ο οποίος δεν μπορεί να συγχωρήσει τον εαυτό του για το σφάλμα του. Δεν ήταν εύκολο να κατηγορήσεις την Έλι – ούτε ήθελες ούτε ήταν λογικό. Παιδί από ίδρυμα, παιδί της ένδειας και της στέρησης, γεννημένη μέσα στο τίποτα, περιμένοντας το τίποτα, η Έλι Ντίλαχαν ήταν θύμα πολύ πριν στραφεί πάνω της το ενδιαφέρον κάποιου αβρού φωτογράφου.»



Το ενδιαφέρον των δύο νέων, του Φλοριάν και της Έλι, του ενός για τον άλλον, έρχεται μέσα από τυχαίες συναντήσεις, τυχαίες ματιές. Ο Φλοριάν προσπαθεί να πουλήσει την έπαυλη που μεγάλωσε, σχετικά μακριά από την μικρή πόλη του Ραθμόι. Με τον θάνατο του πατέρα του, το μόνο που του έμεινε είναι χρέη και ένα τεράστιο παρηκμασμένο σπίτι στις όχθες μιας λίμνης. Από καλλιτεχνική οικογένεια, προσπαθεί να γίνει φωτογράφος και η μοίρα τον φέρνει να τριγυρίζει ψάχνοντας για ενδιαφέροντα τοπία στην μικρή πόλη. Το σχέδιο του είναι μόλις καταφέρει να πουλήσει το σπίτι (κάτι που δεν φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο) να φύγει για την Σκανδιναβία, να κάνει μια αρχή στη ζωή του.

Η Έλι πρώτη φορά στη ζωή της γίνεται αντικείμενο προσοχής και μάλιστα ενός ανθρώπου ευαίσθητου και διαφορετικού από αυτούς που συναντάει στη πόλη ή τους αγρότες που συναναστρέφεται ο σύζυγός της. Οι συναντήσεις τους με τον καιρό πυκνώνουν, το άγρυπνο μάτι της μις Κόναλτι παρατηρεί και προσέχει τις κινήσεις της Έλι.



Η αφήγηση κυλάει αργά, λες και ακολουθεί τους ρυθμούς της ζωής στην επαρχία. Ως αναγνώστης δεν θέλεις να πάει πιο γρήγορα, διότι αφήνεσαι στην μαγεία του ύφους του συγγραφέα, να καταλάβεις καλύτερα τους χαρακτήρες – ακόμα κι αυτόν τον σαλό τύπο που περιφέρεται στην πόλη λέγοντας ιστορίες από το παρελθόν και που με αυτόν τον γκροτέσκο (έστω) τρόπο του καθορίζει την εξέλιξη των γεγονότων που διαδραματίζονται.



Το παρελθόν βασανίζει τους ήρωες του βιβλίου, τον Φλοριάν, την Έλι με την απουσία τρυφερότητας και αγάπης στη ζωή της, τον Ντίλαχαν με την μαύρη στιγμή στη ζωή του όταν προκάλεσε τον χαμό της οικογένειάς του, την μις Κόναλτι που έμεινε έγκυος από τον «ξένο» που εισέβαλε ξαφνικά στη ζωή της και την καθόρισε δραματικά. Καλά κρυμμένα μυστικά που επηρεάζουν την καθημερινότητα. Η ερωτική ιστορία των δύο νέων το νιώθεις ότι δεν θα έχει το επιθυμητό τέλος. Η Έλι είναι πολύ «καλός άνθρωπος» για να μπορέσει να πληγώσει ή να δυσαρεστήσει κάποιον, ενώ ο Φλοριάν ρομαντικός και ποιητικός ως χαρακτήρας (διαβάζει το «Όμορφοι και καταραμένοι» του Φ.Σ.Φιτζέραλντ, μια καθόλου τυχαία επιλογή τυ συγγραφέα), είναι πολύ ευγενής και αναποφάσιστος για να κάνει το παραπάνω βήμα – αρκούν δυο κουβέντες, μια κίνηση για να καθορίσουν τις εξελίξεις.



«Δεν αγκαλιάστηκαν. Όχι αυτή τη στιγμή. Ήταν μια σκιά δίπλα της, κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια σκιά.

«Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε.

Τον ένιωθε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να τη διακρίνει στα σκοτεινά. Όταν τον ξαναρώτησε για ποιο λόγο είχε έρθει, είπε πως ήθελε να ξέρει εκείνη ότι την περίμενε.

«Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον τρόπο που μ’αγάπησες» της είπε. «Μη με μισήσεις, Έλι. Σε παρακαλώ, μη με μισήσεις».



Γραμμένο με κινηματογραφική δομή, το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα του Τρέβορ εστιάζει στις λεπτομέρειες παρά στον διάλογο που έιναι λιγοστός. Ο συγγραφέας σαν να κρατάει μια κάμερα στο χέρι, ξεκινάει με την κηδεία στην μικρή πόλη, παρακολουθεί τις ζωές των κατοίκων για να εστιάσει αργά αλλά σταθερά στους κεντρικούς ήρωες, τον Φλοριάν (τον «μοιραίο ξένο») και την Έλι (την αγνή και τόσο αξιαγάπητη κοπέλα). Κινήσεις αμήχανες, νευρικές, χέρια που απλώνονται και τραβιούνται απότομα. Η ένταση που περιγράφεται με το βλέμμα και μια ενστικτώδη κίνηση. Σιωπές ηχηρές και γεμάτες λόγια ανείπωτα – φωτογραφικές στιγμές που περιγράφονται μαγικά παρασέρνοντας σε, στην επιφανειακά ήρεμη και χαλαρή ατμόσφαιρα που όμως είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα φορτισμένη.



Έργο σοφίας και ωριμότητας, ας μη λησμονούμε ότι ο Τρέβορ το έγραψε στα 80 του, (είναι το 14ο βιβλίο του), δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό που αποδίδεται στον συγγραφέα ως ο «Αγγλοσάξονας Τσέχοφ», (αν και μάλλον περισσότερο με την Alice Munro βλέπω συγγένειες), εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το ξεχωριστό στυλ του, ως ο μάστορας του understatement, της υπαινικτικής γραφής που με μία πρόταση, μια παράγραφο λέει αυτά που άλλοι χρειάζονται σελίδες επί σελίδων. Στο κατατοπιστικότατο επίμετρό της η μεταφράστρια Α.Μαντόγλου περιγράφει θαυμάσια το ύφος του μεγάλου αυτού συγγραφέα:

« Η ανιδιοτέλεια, η αυταπάρνηση, οι ρημαγμένες από ένα τυχαίο συμβάν ή την επέλαση κάποιας μικρής ή μεγάλης τραγωδίας ζωές εντοπίζονται σε ολόκληρο το συγγραφικό σύμπαν του Τρέβορ. Ο τόνος του παραμένει αποστασιοποιημένος και απομυθοποιημένος ακόμα και όταν περιγράφει τις πλέον μακάβριες σκηνές, αποφεύοντας να καθοδηγήσει τον αναγνώστη με διδακτισμούς, στοχασμούς ή επιχειρήματα υπέρ ή κατά κάποιας θέσης.

Η εξερεύνηση της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης ύπαρξης διατρέχει όλα τα έργα του, οι χαρακτήρες του είναι με τον τρόπο τους «ιδεοληπτικοί» - χτυπημένοι από τη μοίρα, ταπεινοί και περήφανοι, παραμένουν αξιοπρεπείς στον πόνο τους.»