Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 31, 2013 | Permalink
Το μυστικό της Έλλης


Το «Αθηναϊκό» μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (Παλαιοχώρι Παγγαίου,1956), με τίτλο «Το μυστικό της Έλλης», (εκδ. Πατάκη, σελ.272) μπορεί ν’αρέσει, μπορεί και όχι, αδιάφορο πάντως δεν μπορεί ν’αφήσει κανέναν, διότι μέσα από μια (φαινομενικά) «ανορθόδοξη» ιστορία που περιγράφει, τον έρωτα μιας μεγαλύτερης γυναίκας με έναν νεότερο άντρα, ο ικανότατος και έμπειρος συγγραφέας περνάει καταστάσεις και συναισθήματα με εξαιρετικό, λεπτοδουλεμένο ύφος,  αγγίζοντας συναισθηματικά - και χωρίς να εκβιάσει με ευκολίες – τον κάθε αναγνώστη.

Το σκηνικό είναι οι γειτονιές του Ρουφ και του Βοτανικού, περιοχές που συνυπάρχουν το «μοδάτο διαμέρισμα» με την καλύβα του οικονομικού μετανάστη, και όπου στο Γκάζι και γύρω από αυτό, τα μπαράκια και οι ταβέρνες εξαπλώνονται βάζοντας τα τραπεζοκαθίσματα μέσα στα πάρκινγκ των πολυκατοικιών ή κλείνοντας τα μικρά δρομάκια, ενώ οι μουσικές δεν αφήνουν κανέναν να ηρεμήσει.
Μια τυχαία συνάντηση δυο «ανθρώπων της διπλανής πόρτας» (όπως συνηθίσαμε πλέον να τους αποκαλούμε), στη λαϊκή αγορά, θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα. Η πενηντάχρονη καθηγήτρια Γαλλικών, Έλλη υποκύπτει στην ιδιότυπη πολιορκία του τριαντάχρονου Αντώνη που την παρακολουθεί να αγοράζει ψάρια. Της ζητάει να του κάνει το τραπέζι τηγανίζοντάς τα, διότι η σύζυγός του αρνείται πεισματικά να κάνει κάτι τέτοιο. Το αρχικό σοκ της Έλλης, από το τολμηρό και «άκομψο» αίτημα του άγνωστου άντρα, διαδέχεται η περιέργεια και η (εγγενής) διάθεση για προσφορά. Όταν όμως ο Αντώνης με το που μπαίνει στο χαριτωμένο και κουκλίστικο διαμέρισμα της μεσήλικης γυναίκας, βγάζει τα παπούτσια του και κυκλοφορεί άνετος και χαλαρός, η Έλλη αντιλαμβάνεται ότι από αυτόν τον τύπο «δεν γλυτώνει εύκολα».

«Κάτι κλοτσούσε ακόμη μέσα της. Ξεβολευόταν. Μια ομαδική φωνή γυναικών με κορυφαίες τη Λουκία, την Πόπη, τη Χρύσα, την κυρία Σταμπούλη. Πίσω τους δεκάδες καθηγήτριες, γνωστές φιλότεχνες, γυναίκες μόνες, σαραντάρες, σαρανταπεντάρες, πενηντάρες, πενήντα κάτι – ως εδώ – στη δική μου επικράτεια.
Στριμωγμένες σε σπίτια, στο μετρό, στα λεωφορεία, στα τραμ, χωρίς να τις περιλούζει κανένα φως, μόνες, πρέπει να δώσουν τη «μεσαία» μάχη της γυναίκας, την προτελευταία. Θυμόταν τη μάνα της στα εξήντα, να σβήνει, μια καλή κυρία, ανάγκη δεν είχε ως τότε κανέναν. Τη γιαγιά της. Οι γριές – αυτόνομες, αυτάρκεις. Πολλές γριές στον κόσμο, χήρες, μάνες, σκιάχτρα, συμβολικές, αρχετυπικές φιγούρες.
Όμως η πενηντάρα και κάτι – και πριν και μετά – γυναίκα μοιάζει με βάρκα αμολημένη στο πέλαγος. Ειδικά όταν δεν έχεις παιδιά για να ασχολείσαι, να φωνάζεις, να τα σπουδάζεις, να τα παντρεύεις. Αυτή η άχαρη μεσαία ηλικία είναι μια ανηφόρα. Καλύτερα να γίνεσαι γριά κατευθείαν. Ξέρεις καλά τον ρόλο σου, τον έχεις ξαναδεί, είσαι προετοιμασμένη γι’αυτόν. Όμως κανένας δεν σε προετοίμασε ούτε σε προειδοποίησε για τον ρόλο της μοναχικής – που πιστεύει ότι τα καταφέρνει ελέγχοντας τον κόσμο της και μέσα και έξω.»

Η Έλλη – μυθιστορηματική ηρωίδα μεγάλου βεληνεκούς – πορεύεται στη ζωή, μόνη «κατ’επιλογήν», ασχολείται με τα κοινά, είναι ευαισθητοποιημένη, διαβάζει, ενημερώνεται. Ο Αντώνης πρώην εργοδηγός, νυν άνεργος, βολεύεται με δουλειές του ποδαριού, έχει σύζυγο και μία κόρη. Της λέει ότι ζούν φτωχικά με τον μισθό της συζύγου του, η οποία (κατ'αυτόν) έχει ψυχολογικά προβλήματα και δουλεύει σε αλυσίδα ενός ταχυφαγείου την απογευματινή βάρδια, αναγκάσθηκαν δε –εκ των συνθηκών- να σταματήσουν την κόρη τους από τα μαθήματα ξένων γλωσσών που έκανε.

Η Έλλη προσφέρεται να βοηθήσει την μικρή με τα Γαλλικά της, και έτσι γνωρίζεται με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, μπαίνοντας (κανονικά πλέον) στη ζωή τους και καθώς υποκύπτει στο ερωτικό κάλεσμα του Αντώνη, ο οποίος την γοητεύει όλο και περισσότερο, φροντίζει να περιχαρακώσει το «μυστικό» της, κρατώντας τα πάντα για τον εαυτό της, φροντίζοντας να «θολώνει τα νερά» στην οικογένεια της (τον πατέρα και την αδερφή της), στις φίλες της. Όλοι έχουν κάτι μυριστεί ότι κάτι τρέχει στη ζωή της, αλλά εκείνη προτιμάει να «πειραματιστεί» και να βιώσει ολομόναχη αυτό το δυνατό συναίσθημα, με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, συνεπής στη στάση ζωής που είχε από νέα επιλέξει, όπως είχε πει σε κάποιον στο παρελθόν που ήταν έτοιμος να χωρίσει για να ζήσουν μαζί: «Ούτε να το διανοηθείς, δε θέλω να ζήσω σαν όλους εκεί έξω. Μου φτάνει μια φέτα απ΄το ψωμί σας.»

Η οικονομική κρίση, διαχέεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Η Έλλη υποφέρει από μεγάλες μειώσεις στον μισθό της, ο πατέρας της στη σύνταξή του, η οικογένεια της αδερφής της έχει οικονομικά προβλήματα – όλοι μαζί θα πάρουν απόφαση να διαρρήξουν τη σχέση τους με το παρελθόν πουλώντας το σπίτι στο χωριό. Ο Αντώνης μένει χωρίς δουλειά, αναγκάζεται να κάνει μεροκάματα εκτός Αθηνών, η έλλειψη οικονομικών πόρων τους αναγκάζει να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία όπου υπάρχουν συγγενείς. Η οικονομική κρίση που τους φέρνει κοντά, θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη σχέση των δύο ανθρώπων που με τον χρόνο πλησιάζουν όλο και περισσότερο ο ένας τον άλλον, που (μέσω αυτής της σχέσης) βγάζουν τα καλύτερα των συναισθημάτων τους, αλληλεγγύη, συμπόνοια, τρυφερότητα, αγάπη, ενδιαφέρον.

Ο Γρηγοριάδης κλείνει το μάτι στον αναγνώστη, βάζοντας την Έλλη να διαβάζει Ντυράς, μια συγγραφέα που θαυμάζει και η οποία έζησε μια πολύ τρυφερή ερωτική σχέση μέχρι τον θάνατό της με κάποιον πολύ νεότερό της. Όλη η ιστορία, όλο το μυθιστόρημα περνάει μέσα από την ματιά της Έλλης – η γραφή ως αόρατη κάμερα ακολουθεί συνεχώς την ηρωίδα, ο αναγνώστης παρακολουθεί μόνο την υποκειμενική θεώρηση της Έλλης, τα συναισθήματά της, τις μεταπτώσεις της, την καθημερινότητά της, πως αντιλαμβάνεται και πως βιώνει τη σχέση. 
Με αυτόν τον τρόπο, που θυμίζει σινεμά του Αντονιόνι, έχουμε ένα εξαιρετικά ψυχογραφημένο και ήρεμο στην πλοκή του μυθιστόρημα, χωρίς εξάρσεις και κορυφώσεις και όπου το ωραίο φινάλε έρχεται φυσιολογικά χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματικές εκπτώσεις.

«Το μυστικό της Έλλης», είναι ένα θαυμάσιο, σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα, απλό αλλά πολύ ουσιαστικό, ευαίσθητο και μελαγχολικό, ζωντανό και οικείο, με εξαιρετική δομή και ανάπτυξη, το οποίο θίγει κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα χωρίς να κραυγάζει και να καταγγέλει. Είναι ένα βιβλίο που «εισχωρεί» μέσα σου, ήρεμα και χαλαρά, ανεπιτήδευτα και πειστικά – μπορεί να χρησιμεύσει και ως λογοτεχνικό μάθημα σε νέους και επίδοξους συγγραφείς για το πώς κατασκευάζεις καλή λογοτεχνία χωρίς μπιχλιμπίδια και περικοκλάδες, χωρίς «κλαυθμούς και οδυρμούς».

_______________________________________________________________

Ακούστε το podcast της εκπομπής Booktalks@amagi radio του Σαββάτου 25/5/13, όπου στο δεύτερο μέρος συζητάμε με τον Θ.Γρηγοριάδη για το «Μυστικό της Έλλης» αλλά και για το λογοτεχνικό του έργο γενικότερα.







 
Τρίτη, Μαΐου 28, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 28, 2013 | Permalink
"Είμαι ένα φάντασμα"


«Λεάνδρο Σάντσες Σαλασάρ:  Αμέσως μόλις του κατέφερες το χτύπημα τι έκανε αυτός ο κύριος;
Κρατούμενος: Αναπήδησε λες και είχε τρελλαθεί, έβγαλε μια κραυγή τρελλού, ο ήχος της κραυγής του είναι κάτι που θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Λ.Σ.Σ.: Για πες μου πως έκανε να δω.
Κ.: Α……..α…….α……αχ……!Αλλά πολύ δυνατά.»
(Από την ανάκριση στην οποία ο συνταγματάρχης Λεάνδρο Σάντσες Σαλασάρ, επικεφαλής της μυστικής υπηρεσίας της αστυνομίας της Πόλης του Μεξικού, υπέβαλε, τη νύχτα της Παρασκευής 23 και το ξημέρωμα του Σαββάτου 24 Αυγούστου 1940, τον Ζακ Μορνάρ Βάντεντρις ή Φρανκ Τζόνσον, φερόμενο ως δολοφόνο του Λεόν Τρότσκι»

Το είχα καιρό στην βιβλιοθήκη μου και δίσταζα (λόγω όγκου) να το διαβάσω, αλλά το συναρπαστικό και ιδιαίτερα χορταστικό μυθιστόρημα του πολύ καλού Κουβανού συγγραφέα Leonardo Padura Fuentes (Αβάνα,1955), με (τον πολύ εύστοχο) τίτλο, «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ» («El hombre que amaba a los perros»), (Εκδ. Καστανιώτη, (εξαιρετική) μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ.685) σε αποζημιώνει στο έπακρο για τις ώρες που θα του αφιερώσεις, την συγκέντρωση που πρέπει να έχεις ώστε να μη σου διαφύγει κάποιο γεγονός ή κάποια έννοια από αυτά που διαδραματίζονται, την υπομονή που πρέπει να επιδείξεις σε μια ιστορία που παρ’ότι αληθινή, κάποιες φορές δείχνει τραβηγμένη από τα μαλλιά.

Ο Παδούρα ως έμπειρος και ικανότατος αφηγητής, στηρίζει την ιστορία του σε τρείς άξονες, διευκολύνοντας την ροή της μυθοπλασίας και φροντίζοντας να κρατήσει συνεχές το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κεντρικός αφηγητής είναι ο Κουβανός Ιβάν, ένας επίδοξος συγγραφέας, που εργάζεται σε ένα κτηνιατρικό περιοδικό και έχει αποκτήσει αρκετές γνώσεις γύρω από τις θεραπείες των ζώων, βγάζοντας έτσι ένα μικρό έξτρα εισόδημα από χωρικούς και αγρότες. Ο Ιβάν ζει με μεγάλες δυσκολίες (όπως όλοι) στην χειμαζόμενη Αβάνα της δεκαετίας του 70, υποφέροντας από τις συνεχείς διακοπές του ηλεκτρικού, την οικονομική ένδεια, την καταπίεση του καθεστώτος που την έχει νιώσει στο πετσί της η οικογένειά του, αφού ο μικρότερος του αδερφός δεν μπόρεσε να σπουδάσει λόγω της (διακηρυγμένης από τον ίδιο) ομοφυλοφιλίας του και χάθηκε προσπαθώντας να διαφύγει με βάρκα από το νησί.

Ο Ιβάν γνωρίζει σε μια παραλία που πηγαίνει να ξεσκάσει, έναν μυστηριώδη αλλοδαπό, με περίεργη εκφορά των Ισπανικών, ο οποίος έχει δύο σκυλιά που τα αφήνει να τρέχουν πάνω-κάτω στην ακρογιαλιά, και ο οποίος συνοδεύεται πάντα διακριτικά από τον οδηγό του αυτοκινήτου του. Πιάνουν κουβέντα, συστήνεται στον Ιβάν ως Χάιμε Λόπες και καθώς ο πρώτος αρχίζει σιγά-σιγά να κερδίζει την εμπιστοσύνη του, ο Λόπες ξεδιπλώνει την ιστορία ενός ανθρώπου-φάντασμα, του Ραμόν Μερκαντέρ, ο οποίος έχει μείνει γνωστός στην παγκόσμια ιστορία, ως ο άνθρωπος που δολοφόνησε εν ψυχρώ (πιο «εν ψυχρώ» δεν γίνεται!) τον Λιέφ Νταβίντοβιτς Τρότσκι. Ο εμβρόντητος Ιβάν διαπιστώνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα σχεδόν για τον Τρότσκι, παρά μόνο ότι ήταν «προδότης της Επανάστασης», «εχθρός του Σοσιαλισμού», πράγματα που το καθεστώς της Κούβας δίδασκε ακολουθώντας την Σοβιετική πρακτική. Όμως μετά από λίγο καιρό και αφότου ο Χάιμε Λόπες έχει σταματήσει πια να έρχεται στην παραλία, λαμβάνει έναν φάκελο με την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ και τα πράγματα παίρνουν άλλη τροπή στα μάτια του.

Ο Παδούρα λοιπόν παίρνει αυτούς τους 3 ανθρώπους, τα δύο ιστορικά πρόσωπα, τον Λ.Τρότσκι και τον δολοφόνο του, τον Ραμόν Μερκαντέρ και αναμιγνύει στην ιστορία τον Ιβάν ως ενδιάμεσο κρίκο ο οποίος συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Κεφάλαιο ανά κεφάλαιο παρακολουθούμε τους τρείς ήρωες της ιστορίας. Από τη μια έχουμε την πορεία του Λ.Τρότσκι, ενός εκ των ιστορικών ηγετών της Μπολσεβίκικης επανάστασης. Ο συγγραφέας πιάνει την ιστορία του από τα τέλη της δεκαετίας του 20, όταν ο Τρότσκι εξορίζεται με την σύζυγό του (και το σκυλί τους) στην Τουρκία, παρακολουθεί την ταλαιπωρία τους επί σχεδόν μια δεκαετία, από χώρα σε χώρα, από την Τουρκία, στην Γαλλία και από εκεί στη Νορβηγία για να καταλήξουν στην μοναδική χώρα που τελικά θα τους δεχτεί, στο Μεξικό φιλοξενούμενοι αρχικά του ζωγράφου Ντ. Ριβέρα στο (περίφημο) «Γαλάζιο σπίτι», την σύγκρουσή τους αργότερα, έως την στυγνή δολοφονία του από το μοιραίο πρόσωπο, τον μυστηριώδη άνθρωπο με τις πολλές ταυτότητες, τον Ραμόν Μερκαντέρ.

Ο Ραμόν Μερκαντέρ κάποια στιγμή της ζωής του θα πει το μεγάλο ναι, που θα τον μετατρέψει από αγνό και ρομαντικό αγωνιστή του Ισπανικού εμφυλίου σε «τιμωρό χέρι» του Σταλινικού καθεστώτος, σε ανθρώπινη προέκταση ενός πυροβόλου όπλου. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, επηρεασμένος από την (προφανώς διασαλευμένη) μητέρα του, την Καριδάδ, «στρατολογείται» από τους Σοβιετικούς για να φέρει εις πέρας αυτό τελικά που έκανε, να σκοτώσει τον «μεγάλο προδότη». Εκπαιδεύεται, αλλάζει ταυτότητες, μαθαίνει τέλεια Γαλλικά ζώντας στο Παρίσι ως Βέλγος δημοσιογράφος με το όνομα Ζακ Μορνάρ, αποκτάει ερωτική σχέση με μια Αμερικάνα Τροτσκίστρια και τελικά μεταβαίνει στο Μεξικό ως Φρανκ Τζόνσον για να «τελειώσει τη δουλειά». Τι έγινε όμως μετά; Τα μόνα γνωστά από την ιστορία είναι ότι καταδικάστηκε σε φυλάκιση και ότι μετά την έκτιση του μεγαλύτερου μέρους της ποινής του, εγκαταστάθηκε στην Μόσχα. Ο Παδούρα παρακολουθεί τη ζωή του «σκοτεινού» και ανέκφραστου Μερκαντέρ μέσα από την διήγηση του Χάιμε Λόπες για τον οποίον υποψιάζεται ότι μπορεί να είναι ο ίδιος ο αινιγματικός δολοφόνος του Τρότσκι.

« «Αν είμαι ανεπαρκής ως κομμουνίστρια, Ραμόν, είναι εξαιτίας όλων αυτών» συνέχισε η Καριδάδ, αφού σερβίρισε το τρίτο ποτό στον γιό της κι εκείνη ήπιε το τέταρτο ή το πέμπτο, ή μήπως το έκτο; «Το μίσος μου ποτέ δεν θα μου επιτρέψει να δουλέψω για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Είναι όμως το καλύτερο όπλο για την καταστροφή τούτης δω της κοινωνίας, και γι’αυτό σας έχω κάνει όλους εσάς, τα παιδιά μου, αυτό που είστε: παιδιά του μίσους. Αύριο, μεθαύριο, μετά από μερικές μέρες, όποτε βρεθείς μπροστά στον άνθρωπο που πρέπει να σκοτώσεις, θυμήσου πως είναι εχθρός μου αλλά και δικός σου. Πως όλα όσα λέει περί ισότητας και προλεταριάτου είναι καθαρά ψέμματα και το μόνο που θέλει είναι η εξουσία. Η εξουσία να εξευτελίζει τους ανθρώπους, να τους εξουσιάζει, να τους κάνει να σέρνονται στο χώμα και να νιώθουν φόβο, να τους πηδάει απ’τον κώλο, έτσι όπως ευχαριστιούνται να το κάνουν εκείνοι που έχουν τις απολαύσεις της εξουσίας. Και όταν σπας το κεφάλι αυτού του καργιόλη, να σκέφτεσαι ότι το χέρι είναι επίσης και το δικό μου χέρι: εγώ θα είμαι εκεί, να σε στηρίζω, και είμαστε δυνατοί επειδή το μίσος είναι ανίκητο. Πιες το αυτό το ποτό, γαμώτο! Άρπαξε τον κόσμο από τ’αρχίδια και κάν’τον να γονατίσει. Και βάλ’το καλά αυτό στο μυαλό σου: μη δείξεις έλεος, γιατί κανείς δεν θα δείξει έλεος σε σένα. Ποτέ. Και άμα σε τσακίσουν, μη δεχτείς ποτέ συμπόνια: κανείς δεν χρειάζεται να σε συμπονέσει! Εσύ είσαι πιο δυνατός, είσαι ανίκητος, εσύ είσαι ο γιός μου, colons!» »

Εντυπωσιακό στη δομή του και συναρπαστικό στην εξέλιξή του, το μυθιστόρημα του Παδούρα – προφανώς το «magnum opus» του, περιγράφει την διαμόρφωση και την εξέλιξη ενός ανθρώπου, ο οποίος έχει καταχωρηθεί στην παγκόσμια ιστορία ως «στυγνός δολοφόνος», ως η επιτομή του άψογου εκτελεστικού οργάνου του Σταλινικού καθεστώτος. Ο συγγραφέας αργά και ιδιαίτερα αναλυτικά εξιστορεί πως αυτοί οι δύο άνθρωποι, ο πανέξυπνος και ικανότατος Τρότσκι, που ανέλυε διεξοδικά τα πάντα, που προέβλεπε τα γεγονότα και ο «άνθρωπος-φάντασμα» που δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς τι σκεφτόταν, ο Ραμόν Μερκαντέρ θα φτάσουν στο σημείο να γνωριστούν και να έρθουν τόσο κοντά, έτσι ώστε ο δεύτερος να μπορέσει να βγάλει το τσεκούρι από την καμπαρντίνα που κρατούσε, και να ανοίξει το κεφάλι του πρώτου.

Ογκώδες και κάποιες φορές κουραστικό, το μυθιστόρημα του Παδούρα απαιτεί την προσοχή και την εκγρήγορση του αναγνώστη. Ιδιαίτερα τα κομμάτια που περιγράφουν τις περιπέτειες του Λ.Τρότσκι – ενός ανθρώπου που μισήθηκε και αγαπήθηκε παράφορα, αλλά στην πραγματικότητα ελάχιστοι πλέον γνωρίζουν πολλά γι’αυτόν - γεμάτα από ιστορικές και πολιτικές αναφορές χρειάζονται κοινωνικοιστορικές γνώσεις για να μπορέσει κάποιος να απολαύσει τα δρώμενα. Η δουλειά που έχει κάνει ο συγγραφέας πάνω σ’αυτό το θέμα, όπως άλλωστε και σε ότι αφορά τον Μερκαντέρ είναι εντυπωσιακή. Μπορεί το βιβλίο να μη φτάνει στο ύψος του αριστουργηματικού «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ» του Χ.Σεμπρούν αλλά είναι σίγουρα πολύ καλύτερο από το κινηματογραφικό «Η δολοφονία του Τρότσκι» του Τζ.Λόουζι (1972) - η κινηματογραφική απεικόνιση της δολοφονίας εδώ (από την ταινία).

Η μεγάλη γοητεία όμως του βιβλίου, βρίσκεται στις λεπτομέρειες. Βρίσκεται στην (ενδελεχή και γεμάτη θάρρος) περιγραφή του Κουβανικού καθεστώτος και της ταλαίπωρης ζωής του Ιβάν, βρίσκεται στην εξιστόρηση κάποιων προσωπικών στιγμών του αιωνίως κυνηγημένου και συνεχώς μέτοικου Λ.Τρότσκι, βρίσκεται στις περιγραφές των ημερών του Ραμόν Μερκαντέρ, ο οποίος αναδεικνύεται σε μέγιστο μυθιστορηματικό χαρακτήρα, με τις αντιφάσεις του, την μοναξιά που βιώνει όχι μόνο από την αποφυλάκισή του και μετά αλλά ουσιαστικά από την στιγμή που παίρνει την απόφαση που θα του αλλάξει τη ζωή. Βρίσκεται στους εξαιρετικούς χαρακτήρες που πλαισιώνουν τους ήρωες της ιστορίας, την γεμάτη μίσος Καριδάδ, τον «άψογο» κατάσκοπο και μέντορα του Μερκαντέρ, Κότοφ/Ρόμπερτς/Έιτινγκτον, στην οικογένεια του Τρότσκι, στην αφελή Σύλβια. Η βαριά σκιά του Σταλινικού καθεστώτος σκεπάζει τις ταραγμένες δεκαετίες που διαδραματίζονται τα γεγονότα, ο παραλογισμός κυριαρχεί όπως και η διάλυση των ψευδαισθήσεων και των ονείρων, της ουτοπίας και η διάψευση των ιδεολογιών στο όνομα της realpolitik,  και είναι το «ανάλαφρο» στυλ του ικανότατου Κουβανού που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει άνετα μια φορτισμένη ιστορία.

« «Jo soc un fantasma».
Εισπνέοντας τον παγωμένο αέρα, νιώθοντας τον καυτό πόνο να σκαρφαλώνει στο μπράτσο του, εκείνο το στοιχειό που κάποτε λεγόταν Ραμόν Μερκαντέρ ντελ Ρίο φαντάστηκε πάλι πως θα είχε κυλήσει η ζωή του αν εκείνη τη μακρινή αυγή, σε μια πλαγιά της Σιέρα ντε Γουαδαράμα, είχε πεί όχι. Σίγουρα θα σκέφτηκε, όπως του άρεσε να κάνει, πως ίσως θα είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, όπως τόσοι και τόσοι από τους φίλους και τους συντρόφους του. Πάνω απ’όλα όμως είπε στον εαυτό του – και γι’αυτό του άρεσε να μπλέκεται σε τούτο το παιχνίδι – πως αυτή η άλλη μοίρα δεν θα ήταν η χειρότερη, αφού εκείνη την εποχή ο αληθινός Ραμόν Μερκαντέρ, νέος και γεμάτος πίστη, δεν φοβόταν τον θάνατο: ο Ραμόν είχε ανοιχτά όλα τα παράθυρα του μυαλού του στους συλλογικούς τρόπους σκέψης, στον αγώνα για έναν κόσμο δικαιοσύνης και ισότητας, και, αν είχε σκοτωθεί στη μάχη για εκείνον τον καλύτερο κόσμο, θα είχε κερδίσει μια αιώνια θέση στον παράδεισο των αγνών ηρώων. Ο Ραμόν σκέφτηκε τότε πόσο θα του άρεσε να δεί να έρχεται δίπλα του εκείνος ο άλλος Ραμόν, ο αληθινός, ο ήρωας, ο αγνός, για να μπορέσει να του διηγηθεί την ιστορία του ανθρώπου που αυτός ο ίδιος είχε υπάρξει όλα εκείνα τα χρόνια στη διάρκεια των οποίων είχε ζήσει τον πιο μεγάλο και ρυπαρό εφιάλτη.»





 
Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013 | Permalink
Εικονογράφηση μιας κοινωνίας που καταρρέει

Ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που έγραψε ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας Joseph Roth (Γαλικία,1894-Παρίσι,1939), είναι το «ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΥΧΤΕΣ» («Die Geschichte von der 1002 nacht»), το οποίο πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις (καλές) εκδόσεις Ολκός, σε ωραιότατη μετάφραση του Γ.Δεπάστα (σελ.256). Είναι από τις ελάχιστες βέβαια φορές που ο αλλαγμένος αγγλικός τίτλος του βιβλίου, «A string of pearls» («Το μαργαριταρένιο κολιέ») ταιριάζει περισσότερο στην ουσία του, από τον πρωτότυπο αλλά αυτό είναι μια λεπτομέρεια.


Οι «1002 νύχτες» είναι μια γοητευτική ιστορία που εκτυλίσσεται στην αυτοκρατορική Βιέννη στα τέλη του 19ου αιώνα και η οποία ξεκινάει σαν παραμύθι αλλά ολοκληρώνεται σαν στοχαστικό, νατουραλιστικό δράμα χαρακτήρων και καταστάσεων.


Ο μύθος ξεκινάει με το προγραμματισμένο ταξίδι του Σάχη της Περσίας στην Βιέννη. Ο Σάχης, μελαγχολικός και με την περιέργεια να δει τη ζωή στην ξακουστή πρωτεύουσα της Κεντρικής Ευρώπης βαριέται το χαρέμι του που τον ακολουθεί και θέλει να γνωρίσει τα θέλγητρα μιας ωραίας Ευρωπαίας γυναίκας. Σε έναν χορό, βλέπει μια πανέμορφη κυρία, την κόμισσα Β. και ζητάει να περάσει το βράδυ του μαζί της. Η κόμισσα όμως είναι παντρεμένη, ανήκει στην ανώτερη κοινωνία της Βιέννης και κάτι τέτοιο (που για τον Σάχη φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό) είναι πρακτικά αδύνατον. Επιστρατεύεται για να σώσει την κατάσταση ο βαρόνος Τάιτινγκερ, ένας χαζοβιόλης και επηρμένος στρατιωτικός, πολύ γοητευτικός εμφανισιακά και με έφεση στον «ποδόγυρο», ο οποίος γνωρίζει και σχετίζεται με την Μίτσι Σίναγκλ, που παρέχει τις καλές της υπηρεσίες σε ένα πολυτελές και ιδιατέρως επιτυχημένο πορνείο και η οποία έχει κάποια ομοιότητα με την κόμισσα Β.

 Ο Τάιτινγκερ είχε γνωρίσει πριν από χρόνια την όμορφη Μίτσι, όταν απογοητευμένος από την απόρριψη της κόμισσας Β. στις ερωτικές του προτάσεις μπήκε σ’ένα μαγαζί και εκείνη τον εξυπηρέτησε. Της έμοιαζε της κόμισσας τόσο πολύ που νόμιζες ότι ηταν αδερφή της, οπότε ο βαρόνος βολεύτηκε με το υποκατάστατο και όπως συνηθίζετο στην εποχή εκείνη, γρήγορα την κατέστησε έγκυο.
«Πολύ σύντομα ο Τάιτινγκερ ανακάλυψε πως έπληττε με τη Μίτσι. Μια μέρα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος, και αυτή η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από πληκτική: ήταν βαρετή.

Η συνέπεια αυτής της ανακοίνωσης ήταν να πάει ο Τάιτινγκερ στον συμβολαιογράφο. Ο Τάιτινγκερ δεν αγαπούσε την κόμισσα Β. ούτε την Σίναγκλ, που της έμοιαζε. Αγαπούσε, όπως συνήθως, μόνο τον εαυτό του.»

Η Μίτσι φέρνει στον κόσμο ένα αγοράκι και ο Τάιτινγκερ της ανοίγει ένα ψιλικατζίδικο (όπως έκαναν όλοι οι πλούσιοι στις «πτωχές πλην τίμιες» που παρέσυραν σε «αμαρτίες») και την αφήνει στην τύχη της. Μετά από λίγα χρόνια όμως η κυρία Μάτσνερ που είχε στην κατοχή της ένα πολυτελέστατο πορνείο την «ψαρεύει» στο δρόμο, διαγνώσκει τα (αναμφισβήτητα) προσόντα της και την πείθει να δουλέψει γι’αυτήν προς κοινή ωφέλεια και των δυο τους. Ο Τάιτινγκερ που συνήθιζε να επισκέπτεται τον «οίκο» της κυρίας Μάτσνερ προς μεγάλη του έκπληξη την ξαναβρίσκει μπροστά του και διατηρεί μια αραιή αλλά (πάντα ικανοποιητική) επαφή.


Τώρα που ο Σάχης καβλοπυρέσσων δεν μπορεί να συγκρατηθεί και περιμένει την κόμισσα Β., η Μίτσι καλείται από τον Τάιτινγκερ να σώσει την κατάσταση. Εκείνη τα καταφέρνει (ο δε ανυποψίαστος Σάχης πρώτη φορά ένιωσε μια «τόσο εκλεπτυσμένη σεξουαλική πράξη») και λαμβάνει ως δώρο από τον πάμπλουτο επισκέπτη της, μια κασετίνα με τρία βαριά μαργαριταρένια κολιέ μεγάλης αξίας που θα της αλλάξουν τη ζωή.
 

Τα χρόνια περνάνε και η Μίτσι ξοδεύει αλόγιστα την τεράστια περιουσία που της άφησε ο εξωτικός της επισκέπτης, σε καζίνα, ταξίδια, εραστές που γνωρίζει σε κοσμικά μέρη. Την τυλίγει ένας απατεώνας και την αφήνει με χρέη σε μια κομπίνα, για την οποία φυλακίζεται. Ο δε Τάιτινγκερ συνεχίζει στο στράτευμα, αδιάφορος στις επικλήσεις της κακομοίρας Μίτσι που έπεσε τόσο χαμηλά, αδιάφορος ως προς το παιδί που έφερε στον κόσμο. Ώσπου όμως, η Μίτσι θα αποφυλακιστεί, ο κόσμος έχει αλλάξει, η εποχή δεν είναι πλέον ξέγνιαστη, το χρήμα κυριαρχεί στην κοινωνία όπως και οι κομπίνες και οι εκβιασμοί, ενώ οι λαϊκές φυλλάδες μπορούν να καταστρέψουν ζωές και καριέρες. Η υπόθεση της Μίτσι και η εμπλοκή της με τον Τάιτινγκερ θα γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό αλλά και στο αυστηρό σώμα που υπηρετεί ο βαρόνος και θα τον παρασύρει σε μια πτώση που θα τον αλλάξει ως άνθρωπο, θα τον κάνει να σκεφτεί για πρώτη φορά στη ζωή του αλλά η οποία δεν έχει τέλος (τουλάχιστον γι’αυτόν, τον αφελή) και από την οποία δύσκολα μπορεί να σηκώσει κεφάλι όποιος δεν μπορεί να προσαρμοστεί στους «μοντέρνους καιρούς».


«Όχι, ο Τάιτινγκερ δεν έφυγε. Ένας παράξενος φόβος τον συγκράτησε. Ήταν σχεδόν ένας φόβος της συνείδησης. Ένιωθε ήδη ένοχος και άρρηκτα συνδεδεμένος με ξένα πεπρωμένα και υποθέσεις. Ένιωθε επίσης ότι μέσα του είχε γίνει μια μεγάλη αλλαγή, δεν ήξερε πότε ακριβώς είχε αρχίσει. Ίσως τότε, όταν είχε συναντήσει τον Σέντλατσεκ στη σκάλα. Ίσως ακόμα νωρίτερα, στο μαγαζί της Μίτσι στο Ζήβερινγκ. Ίσως αργότερα, όταν είχε επισκεφτεί την Μίτσι στη φυλακή. Ίσως με την αποχώρησή του από το στρατό. Τώρα μάλιστα ήταν σε θέση να εξηγήσει την αδιάφορη ευθυμία του τα παλαιότερα χρόνια: άγνοια ήταν. Καμμιά φορά του φαινόταν ότι περπατούσε πολλά χρόνια με δεμένα μάτια δίπλα σε ολέθρια κι επικίνδυνα βάραθρα, και ο μόνος λόγος που δεν είχε γκρεμιστεί ήταν επειδή δεν τα έβλεπε. Είχε μάθει πολύ αργά να βλέπει. Τώρα έβλεπε μεγάλους και μικρούς κινδύνους παντού. Πράξεις που έγιναν απερίσκεπτα, αθώες ιδέες που υλοποιήθηκαν αθώα, εκφράσεις που ξεστομίστηκαν επιπόλαια και ενέργειες που αμελήθηκαν από καθαρή αδιαφορία, έπαιρναν τώρα τρομερή εκδίκηση. Από καιρό πια ο κόσμος δεν ήταν τόσο απλός όπως άλλοτε:  και ειδικά από την ώρα που είχε βγάλει τη στολή. Από καιρό δεν υπήρχαν πια μόνο τρείς κατηγορίες ανθρώπων: γοητευτικοί, αδιάφοροι και πληκτικοί, αλλά μόνο: ακατανόητοι.»

Ο Ροτ χειριζόμενος εξαιρετικά τον μύθο που έχει πλάσει και το υλικό του, κατορθώνει μέσα σ’ένα σχετικά ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα να περιγράψει με τον γνωστό, σαγηνευτικό του στυλ έναν ολόκληρο κόσμο. Σχηματίζει έναν κύκλο που μέσα του περιέχει το παλαιό regime, έναν κόσμο απολιθωμένο και πεπερασμένο και ο οποίος δίνει τη θέση του στην βιομηχανική και σύγχρονη κοινωνία που επέρχεται με τον 20ο αιώνα, της οποίας κατάληξη θα είναι ο ναζισμός της δεκαετίας του 30. Ο κύκλος του βιβλίου κλείνει με τον Σάχη να επισκέπτεται πάλι μετά από χρόνια την Βιέννη και ο αρχιευνούχος του να ανακαλύπτει τα μοιραία διαμάντια εκτεθειμένα σε ένα κατάστημα και να τα αγοράζει ξανά, κλείνοντας μια παρένθεση αφού οι εμπλεκόμενοι σ’αυτήν που οι ζωές τους καταστράφηκαν δεν ήταν παρά μαριονέττες στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.



Το γνωστό μοτίβο που απασχολούσε τον μεγάλο Αυστριακό συγγραφέα (ιδιαίτερα ευδιάκριτο σε άλλο ένα από τα ακροτελεύτια έργα του, τον «Θρύλο του Αγίου Πότη»), ότι τα χρήματα φέρνουν μόνο προσωρινή ευτυχία, η οποία δεν κρατάει για πολύ, είναι εμφανές και σ’αυτό το βιβλίο, όπου τονίζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις αν και όπως συνεχώς στο έργο του επισημαίνει με πολλούς τρόπους, οι φτωχοί παραμένουν φτωχοί, είναι η «ανώτερη» τάξη που αλλάζει, η παλιά αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και των κληρονομικών θέσεων στο στράτευμα, δίνει τη θέση της στους πιο κυνικούς και περισσότερο ευέλικτους νεόπλουτους της αστικής τάξης.
 

Οι «Χίλιες και δυο νύχτες», είναι ένα μάλλον έλασσον έργο στην πλούσια βιβλιογραφία του Γιόζεφ Ροτ (ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια – έχει εκδοθεί σχεδόν το σύνολο των βιβλίων του),  μπορεί να μη φθάνει στο ύψος των τεράστιων αριστουργημάτων του μεγάλου Αυστριακού, όπως το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» ή το «Hotel Savoy», αλλά είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, που αλλιώς ξεκινάει και αλλιώς καταλήγει, ένα στοχαστικό κοινωνικό σχόλιο με στοιχεία μελοδράματος, γραμμένο με μαεστρία και συναίσθημα, χιούμορ και ειρωνία, πολλή θεατρικότητα, αρκετά γκροτέσκο και «οπερετικό» που θα απολαύσει ο αναγνώστης μέχρι κεραίας.



«Θα μπορούσα ίσως να κατασκευάσω κούκλες που έχουν καρδιά, συνείδηση, πάθος, αίσθημα, ήθος. Αλλά αυτό το είδος κανείς στον κόσμο δεν το ζητάει. Θέλουν μόνο περίεργα πράγματα στον κόσμο: θέλουν τέρατα. Τέρατα θέλουν.»


_____________________________________________________________

Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand, στις 14/5.


 
Τρίτη, Μαΐου 21, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 21, 2013 | Permalink
Όλα τα χαμένα



Με την ωραία συλλογή διηγημάτων «Όλα τα χαμένα» (εκδ. Πόλις, σελ.107) επανέρχεται μετά από σύντομο χρονικό διάστημα στο λογοτεχνικό προσκήνιο,η  Βασιλική Πέτσα. Ούτε δύο χρόνια από την κυκλοφορία της θαυμάσιας νουβέλας «Θυμάμαι», με την οποία έκανε εντυπωσιακή «είσοδο» στην ελληνική λογοτεχνία, η νεαρή και ικανότατη συγγραφέας, μ’αυτή τη συλλογή καθιερώνεται ουσιαστικά ως μια πολύ δυναμική και ελπιδοφόρα λογοτεχνική φωνή με προσωπικότητα και στυλ.


Τα 8 διηγήματα της συλλογής διαφορετικά στην θεματολογία τους, κινούνται σε ένα ευρύ κοινωνικό πλαίσιο, αγγίζοντας θέματα όπως οι ερωτικές σχέσεις, οι εμμονές στον έρωτα, η οικονομική κρίση, οι οικογενειακές διαμάχες, η νευρική ανορεξία, η συντροφικότητα, το αλτζχάϊμερ, ενώ η αίσθηση της «απώλειας» όπως βιώνεται στην καθημερινότητα, διαπερνά τις σελίδες (τις ιστορίες) απ’άκρη σ’άκρη.
 

Με πολλή ευρηματικότητα στους τίτλους τους αλλά και στη θεματογραφία τους, οι ιστορίες της Πέτσα ξεκινάνε με μαύρο χιούμορ και μια μακάβρια ερωτική εμμονή («Χάσαμε τον Φούφη μας»), για να συνεχιστούν με ένα πολύ δυνατό διήγημα («Σετ Ραπτικής») με θέμα μια «μοντέρνα ασθένεια-μάστιγα», την νευρική ανορεξία και πως τη βιώνει μια μικροαστική οικογένεια, στης οποίας τα μέλη, η συγγραφέας δίνει ονόματα όπως: «Μάνα κουράγιο», «Κόρη Λείψανο», «Πατέρας Γειάσας» για να περάσουμε σε δύο ιστορίες «Σηκωθείτε από τα κορεάτικα κρεβάτια μασάζ», και «Για την ψυχή της μάνας μου», νεοελληνικής καθημερινότητας με τις προαιώνιες βασανιστικές οικογενειακές διαμάχες και την οικονομική κρίση να δεσπόζουν.

Στο επόμενο διήγημα «Famous blue raincoat» (τίτλος δάνειος από το πικρό τραγούδι του L.Cohen), ο κεντρικός ήρωας προσπαθεί αλλά δεν τα καταφέρνει να κερδίσει στην διεκδίκηση του ερωτικού του αντικειμένου έναν νεκρό, εκεί όπου το παρελθόν επικρατεί του παρόντος, για να περάσουμε στο σπαρακτικό και τόσο τρυφερό, «Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα», (που απηχεί το επιβλητικό διήγημα της Alice Munro«Πέρασε η αρκούδα το βουνό»), το οποίο έχει ως θέμα του, άλλη μια ταχύτατα εξαπλούμενη ασθένεια, το αλτσχάιμερ με τον σύζυγο να προσπαθεί να φροντίσει όπως και όσο μπορεί την βαριά ασθενή σύζυγό του, ενώ το υπέροχο «Your hand in mine», μοντέρνο και δυναμικό, ευαίσθητο και μελαγχολικό, μια εξαιρετική μικρή ιστορία που συγκινεί. Η συλλογή κλείνει με το «Βαλσαμωμένο ελάφι», μια ιστορία μνήμης και τρυφερής διαχείρισης της γονεϊκής απώλειας.


«Κίτρινα χαρτάκια Post-It



Τα κόλλησα παντού· στον καθρέφτη του μπάνιου «Πλύσιμο δοντιών», «Κρέμα ημέρας», στην πόρτα «Να κλειδώνεις όταν φεύγεις», στο ψυγείο «Το γιαούρτι για την οστεοπόρωση», στο σαλόνι «Τηλεκοντρόλ για το Conn-X TV», παντού κίτρινα χαρτάκια σε ότι μπορώ να σκεφτώ πως θα τη διευκολύνει, όλα έχουν πια ρητά ένα όνομα και μια χρήση, φυλακίζω τη φαντασία, αναλύω το αυτονόητο, καρφώνω τις κυριολεξίες, κάθε μέρα ανακαλύπτω κάτι καινούργιο που εκείνη χάνει, χάνει και δεν θα ρωτήσει, είτε από περηφάνια είτε επειδή δεν καταλαβαίνει ότι το χάνει, πρέπει να μαντεύω, πρέπει να παρατηρώ, πρέπει να σκύβω στη ρουτίνα να δω τι της λείπε, ένα μωσαϊκό που ξεκολλάνε κομματάκια κάθε μέρα, αυτό θα’ναι η ζωή μας από δω και πέρα, θα ξηλώνεται, θα ξεφτίζει, προχτές τέλειωσε το βαζάκι με την κρέμα νυκτός σε μία μέρα, κάθε φορά που πήγαινε στο μπάνιο διάβαζε το χαρτάκι και πασαλειβόταν, έτσι λοιπόν τώρα πια τα κολλάω και τα ξεκολλάω ανάλογα με την ώρα της μέρας, μόνη της, ακόμη μόνη της, όσο μπορεί μόνη της, έτσι είπε ο γιατρός, δεν μπορεί να προβλέψει πως θα εξελιχτεί, διαφέρει από ασθενή σε ασθενή ο εκφυλισμός των εγκεφαλικών κυττάρων, κοιτάζω το κεφάλι της, έχω βάλει το χτενάκι όπως όπως, αλλά βελτιώνομαι κι εγώ, το κοιτάζω και προσπαθώ να φανταστώ πως μπορεί να μοιάζει αυτός ο εκφυλισμός, φαντάζομαι τον εγκέφαλο να σαπίζει, μικρά τρωκτικά να τον ροκανίζουν κομμάτι κομάτι να ορέγονται και το χτενάκι, αυτό δεν θα το αφήσω να συμβεί, αυτό δεν θα το επιτρέψω, σήμερα παρακολουθούσε στη δορυφορική BBC1, κοιτούσε το στόμα του εκφωνητή των ειδήσεων με βλέμμα κενό, η οθόνη αναμετάδιδε εικόνες από τη Συρία, ο εκφωνητής μιλούσε για τη σφαγή στην πόλη Χούλα, τι νέα, τη ρώτησα, για τον πόλεμο, μου απάντησε, στο Βιετνάμ. Πρόπερσι βγήκε στη σύνταξη, καθηγήτρια αγγλικών σε γυμνάσιο, τα παιδιά τα μεγάλωσε δίγλωσσα, να φύγουν από την Ελλάδα της μιζέριας, με τη μεγάλη που ζει χρόνια στην Αμερική μιλάνε μισά ελληνικά, μισά αγγλικά στο τηλέφωνο· πόλεμος στο Βιετνάμ, λοιπόν, ακόμη, και πάλι. Δεν νοσταλγούσα εκείνα τα χρόνια, όπως οφείλει κανείς απέναντι στη νεότητά του, δεν ήθελα να γυρίσω, ούτε τώρα, ούτε έτσι, ήμουν καλά εδώ, εγώ κι εκείνη μια ιδιωτική συλλογικότητα, η εγγύηση ότι τα κουβαλάμε μαζί μας εκείνα τα χρόνια, τώρα γυρίζει μόνη της μπρος και πίσω με τη χρονομηχανή της που έχει τρελλαθεί και την πηγαίνει όπου θέλει, την έχω δίπλα μου και ξαφνικά τη χάνω, πρέπει να της μιλάω, είπε ο γιατρός, να της ανοίγω κουβέντα, όμως εγώ φοβάμαι, τρέμω κάθε φορά, διστάζω. Κάθομαι δίπλα της και σωπαίνω.»


Το ευδιάκριτο και σαγηνευτικό κινηματογραφικό ύφος της γραφής της Πέτσα, όπου στις πλείστες των περιπτώσεων, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι βρίσκεται σε μια σκοτεινή αίθουσα και βλέπει την κάμερα κινούμενη αρχικά περιστροφικά, να εισβάλλει αργά στο κέντρο της αφήγησης,  προβάλλοντας το γενικότερο πλαίσιο, είναι εντυπωσιακό ως στυλ και αποδίδει ακριβώς την ατμόσφαιρα της κάθε ιστορίας. Τα διηγήματα, χαμηλότονα και διακριτικά, με λεπτό και δουλεμένο στυλ καταφέρνουν να αγγίξουν τον αναγνώστη, διότι έχουν τις «σωστές» δόσεις συναισθήματος και κυνικότητας, τρυφερότητας και ρεαλισμού.

 

Η Βασιλική Πέτσα (σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς που ξεκινάνε δυναμικά και μετά επαναπαύονται), έχει δουλέψει πολύ τη γραφή της, και οι όποιες ατέλειες και «ευκολίες» (εμφανώς λιγότερες από το πρώτο της βιβλίο) παραβλέπονται χάριν της ακρίβειας στην έκφραση και της λιτότητας που διέπει το βιβλίο. Μια πολύ αξιοπρόσεκτη δουλειά που τοποθετεί το (εγνωσμένο) ταλέντο της νεαρής συγγραφέως σε μια σταθερή τροχιά.


______________________________________________________________

Ακούστε την εκπομπή Booktalks@Amagi radio, του Σαββάτου 18/5, όπου στο δεύτερο μέρος συζητάμε με την καλεσμένη μας Β.Πέτσα για το «Όλα τα χαμένα» αλλά και για το πρώτο της βιβλίο «Θυμάμαι». Στο πρώτο μέρος διαβάζουμε ποίηση Ν.Πάρρα, ένα απόσπασμα από το «Πως και Γιατί διαβάζουμε» του Χ.Μπλούμ και μιλάμε για το βιβλίο του Α.Μασσαβέτα «Κων/λη, η πόλη των απόντων»



 
Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 17, 2013 | Permalink
Η πόλη των Απόντων

«Η μαγικότερη όμως, από όλες τις ιδιομορφίες της Πόλης είναι πως δεν πρόκειται για μία πόλη. Τόσο την Κωνσταντινούπολη που χάθηκε, όσο και την Ιστάνμπουλ του σήμερα, απαρτίζουν περισσότερες πόλεις, περισσότερα επίπεδα, περισσότερες πραγματικότητες που συνυπάρχουν  σε ένα αντιφατικό και παράταιρο όλο. Στο παρελθόν, τις ήσυχες, νεκρωμένες σχεδόν συνοικίες των Μουσουλμάνων της Επταλόφου διαδέχονταν οι πολύβουες γειτονιές των παζαριών και οι συνοικίες των μη Μουσουλμάνων με εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική, ήθη και καθημερινότητα. Αν χθες τη διαφορά έκανε η εθνότητα και το θρήσκευμα, σήμερα στη βάση της βρίσκονται το εισόδημα και η ιδεολογία. Χάσμα αβυσσαλέο χωρίζει τις γειτονιές των μεγαλοαστών από εκείνες των φτωχών εποίκων της επαρχίας, αν και πολύ συχνά δεν απέχουν παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα. Αντίστοιχο χάσμα, αγεφύρωτο, ανάμεσα στις «κοσμικές» περιφέρειες και στις ιστορικές συνοικίες των Ισλαμιστών. Εντελώς διαφορετικός ο χαρακτήρας των ιστορικών συνοικιών με τα μέγαρα της Μπελ Επόκ, τα ξύλινα οθωμανικά κονάκια και τις εκκλησίες και συναγωγές, από τις μοντέρνες τσιμεντουπόλεις που τις ζώνουν από κάθε πλευρά.»



Πόλη μαγική, Πόλη πλανεύτρα, Πόλη πανέμορφη και αποκρουστική, με τα πολλά πρόσωπα, με τις συνεχείς αντιφάσεις, Πόλη που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Μπορεί κανείς να συνεχίσει, γεμίζοντας σελίδες επί σελίδων, με χαρακτηρισμούς για την Κωνσταντινούπολη των Ελλήνων, την Ιστάνμπουλ των Τούρκων, μια πόλη γεμάτη ιστορία που την αισθάνεσαι σε κάθε σου βήμα στους δρόμους και τα σοκάκια της, μια παγκοσμιοποιημένη Μητρόπολη του μέλλοντος όπως τουλάχιστον την ονειρεύονται οι πολιτικοί της ηγέτες. Ιστορίες επιστημονικές και μη για την Κων/λη υπάρχουν εκατοντάδες, ογκώδεις ή όχι, απόλυτα τεκμηριωμένες ή μυθιστορηματικές, καλές ή λιγότερο καλές. Ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μασσαβέτας, στο έξοχο «οδοιπορικό» του «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η Πόλη των Απόντων», (Εκδ. Πατάκη, σελ.668), δεν αποπειράται να γράψει ένα βιβλίο ιστορίας, ούτε διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας προσπαθώντας να ανταγωνιστεί το (υπέροχο και τόσο τρυφερό) «Ιστάνμπουλ» του Ο.Παμούκ. Αντίθετα έρχεται να συμπληρώσει οτιδήποτε έχει γραφτεί για την Πόλη με ένα παθιασμένο βιβλίο που μιλάει για το «τώρα» μιας γιγαντιαίας πόλης που πλησιάζει τα 20 εκατομμύρια πληθυσμό, εξετάζοντάς το σε σχέση με το παρελθόν αλλά και το μέλλον.

Χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες το ογκώδες αυτό έργο, είναι δομημένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να «καθοδηγήσει» τον αναγνώστη με γεωγραφικό τρόπο.
Η πρώτη ενότητα («Επτάλοφος, η τειχισμένη ιστορική χερσόνησος», σελ. 29-259), ασχολείται με την χερσόνησο της Επταλόφου, την «Παλιά Πόλη», την Πόλη των Βυζαντινών και την σημερινή της κατάσταση όπου στα μνημεία του παρελθόντος, χαλάσματα τα περισσότερα, ζουν οικογένειες εξαθλιωμένων μουσουλμάνων, εποίκων από την Ανατολία και στις ορδές των τουριστών που κατακλύζουν τους ιστορικούς χώρους.

Στην δεύτερη ενότητα («Περαία: Το Πέραν των Βυζαντινών, η «Νέα Πόλη» των Οθωμανών», σελ. 297-437), ο συγγραφέας περιδιαβαίνει τους δρόμους και τα σοκάκια του κοσμοπολίτικου Πέραν (Μπέγιογλου), της καρδιάς της σύγχρονης Πόλης, το κάποτε γεμάτο από Έλληνες (Ρωμιούς) μέρος και τις γειτονικές του συνοικίες Ταταύλα (Κουρτουλούς) και Ταρλάμπασι που απηχούν Ρωμέϊκες μνήμες του παρελθόντος.

Η Τρίτη ενότητα («Το μωσαϊκό: Οι μη Μουσουλμάνοι, τότε και τώρα», σελ. 441-557), αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά της θεματικής του βιβλίου του, διότι σ’αυτήν ο Μασσαβέτας γράφει για τους «απόντες», τους πληθυσμούς αυτούς που καθόρισαν την μορφή της Πόλης, Ρωμιοί, Λεβαντίνοι, Εβραίοι, Ρώσοι, Αρμένιοι.

Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα («Η Ασία και η περιφέρεια», σελ. 561-641), περνάει στην Ασιατική όχθη και μιλάει για τις πόλεις που αναπτύχθηκαν εκεί (σημερινά παραθαλάσσια προάστεια) και για τα Πριγκιπόννησα με το ιστορικό παρελθόν και τουριστικό μέλλον.

Ο συγγραφέας επί επτά-οχτώ χρόνια περιπλανιέται στους δρόμους της Πόλης προσπαθώντας να εμβαθύνει στα μυστικά της, να μπει στην ψυχή της διότι αυτή η αχανής μητρόπολις δεν είναι μία πόλη, είναι πολλές, διότι αυτή η πόλη κατάφερε να επιβληθεί των κατακτητών, των εκάστοτε κατοίκων της, των επισκεπτών της. Κάτοικός της πλέον από επιλογή («νέο-Πολίτης» όπως λέει), μιλάει για το παρελθόν της παλιάς πόλης, αυτής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, της υπέρτατης χλιδής, μέσα από τα τείχη που έκλεινε απέξω τους Δυτικούς εμπόρους και τους μέτοικους υποχρεώνοντάς τους να ζούν απέναντι στον Γαλατά και στο Πέραν και η οποία έχει μετατραπεί από τη μια σε κάτι απόλυτα τουριστικοποιημένο με εκατομμύρια επισκεπτών στα Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία και οι οποίοι με το που δύει ο ήλιος εξαφανίζονται και από την άλλη σε τόπο κατοικίας (είτε μόνιμης, είτε προσωρινής) των πιο φανατικών Ισλαμικών στοιχείων ενώ οι συνοικίες που κάποτε στέγαζαν παλάτια και ναούς είναι τώρα οι πιο υποβαθμισμένες σε σημείο οι Τούρκοι αστοί («Οι Λευκοί Τούρκοι») να αποστρέφουν το πρόσωπο τους από αυτή τη πλευρά της πόλης τους.
Ο Μασσαβέτας ασχολείται επί μακρόν με το Πέραν, την συνοικία που έχει επιλέξει να ζεί πλέον, το πιο ζωντανό κομμάτι αυτής της πόλης. Μιλάει για το παρελθόν, την ανάπτυξη του μετά την Άλωση, πρώτα του Γαλατά από Ενετούς και λοιπούς Φράγκους και μετά του Πέραν (ή «Σταυροδρόμι») που οι Ρωμιοί (κυρίως) το «απογείωσαν» και το έκαναν ξακουστό σε όλη την οικουμένη, μιλάει για τα Ταταύλα (Κουρτουλούς πλέον) που με φιρμάνι του Σουλτάνου απαγορευόταν στους Μουσουλμάνους να κατοικήσουν και τα οποία ήταν μια καθαρά ελληνική περιοχή, για το Ταρλάμπασι του παρελθόντος και την τωρινή του κατάσταση με τις πόρνες, τους τσιγγάνους και τους Αφρικανούς μετανάστες.


Κυρίως όμως ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον του σ’αυτό που αποτελεί τον άξονα και την βάση της θεματικής του, στους «απόντες» - σ’αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες, τους «ξένους», τις μειονοτητες εκείνες που καθόρισαν το μωσαϊκό των εθνοτήτων που έδωσαν ζωή στην Πόλη μετά την Άλωση. Στους Ρωμιούς, τους Λεβαντίνους, τους Αρμένιους, τους Ρώσους, τους Εβραίους που άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο σφράγισαν με την ανά τους αιώνες παρουσία τους, την φυσιογνωμία του αστικού τοπίου, έδωσαν τον κοσμοπολίτικο αέρα που συνεχίζει να διατηρεί και που σήμερα «λείπουν» από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και τον νεοπλουτισμό που χαρακτηρίζει την πολιτική των δημάρχων και λοιπών κυβερνώντων.


Ο Μασσαβέτας περπατάει στους δρόμους, βλέπει τα κάποτε Ρωμέικα αρχοντικά να παρακμάζουν, τα μέγαρα να μετατρέπονται σε κάτι ασαφές, τις εκκλησίες να αργοσβήνουν. Στοχάζεται για το παρόν και το μέλλον χωρίς νοσταλγική διάθεση, σεβόμενος την ιστορική μνήμη. Ενθουσιάζεται με κάποια πράγματα, με διηγήσεις του παρελθόντος, με κάποιους από τους σύγχρονους Τούρκους που σκύβουν με σεβασμό και ενδιαφέρον στο παρελθόν του τόπου που κατοικούν, εκνευρίζεται (και τα χώνει χοντρά) στην ελληνική κοινότητα που διχασμένη και μίζερη αφήνεται να παρακμάσει και να σβύσει αγνοώντας με τον τρόπο της τους πολλούς έλληνες που είτε επιστρέφουν να ζήσουν στη γη των προγόνων τους, είτε αποφασίζουν χωρίς κανένα δεσμό να ζήσουν και να δουλέψουν στην πόλη που τους μάγεψε. Τσαντίζεται με τα σχέδια της δημοτικής αρχής για αναπλάσεις και κιτς μοντερνισμούς που προσπαθούν να μετατρέψουν το κέντρο της πόλης σε Ντουμπάι.



«Από τη στιγμή που μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα της συγγραφής οδοιπορικού στον χώρο και στον χρόνο των μειονοτήτων της Πόλης, αποφάσισα να κάνω την καταγραφή μου χωρίς συναισθηματισμούς – ορθότερα: ξεπερνώντας τους όποιους συναισθηματισμούς μου. Γνωρίζοντας πως θα κακορδίσω πολλούς, προτιμώ να είμαι ειλικρινής προς τον εαυτό μου και προς όσα κατέγραψα και να σου εκμυστηρευτώ πως, με εξαίρεση μια δυναμική ομάδα νέων και κάποιων στενών φίλων, οι εναπομείναντες Πολίτες ως «συλλογικότητα» μου προκαλούν ασφυξία. Η πρώτη μου αντίδραση όταν τους γνώρισα ήταν σοκ. Η αίσθηση του θανάτου της Ρωμιοσύνης, η αίσθηση του αφανισμού, σε τριγυρίζει σχεδόν παντού στην Πόλη και βαραίνει – δυσβάσταχτο, συνεχές πένθος – πάνω στην κοινότητα. Θυμάμαι πως, όταν ρώτησα έναν νεαρό Ελλαδίτη μέτοικο που εργάζεται γι’αυτήν, «Πως τα περνάς;» μου απάντησε «Τι τα θές; Με τους Ρωμιούς, κάθε μέρα είναι Μεγάλη Παρασκευή».



Ο Μασσαβέτας, ένας σύγχρονος «Flaneur», ακολουθώντας την
παράδοση των μεγάλων περιηγητών του παρελθόντος του Θεόφ. Γκωτιέ, του Γκ.Φλωμπέρ, του Πιέρ Λοτί, του Ζεράρ ντε Νερβάλ πραγματοποιεί το δικό του οδοιπορικό παραθέτοντας εξαντλητικές λεπτομέρειες της σύγχρονης ζωής της Πόλης σε συνδιασμό με το βαρύ, ιστορικό της παρελθόν ουσιαστικά συνδέοντας τα με τρόπο ευρηματικό και ιδιαίτερα φρέσκο και ζωντανό.


Αυτή η αμεσότητα στη γραφή του νεαρού συγγραφέα και ερευνητή, και η όρεξη και αγάπη που έβαλε στο έργο είναι που κερδίζει ακόμα και τον πλέον σκεπτικό και στριφνό αναγνώστη. Χωρίς να λείπουν τα συντακτικά ολισθήματα, οι επαναλήψεις φράσεων, η αποσπασματικότητα των κειμένων, και το σχεδόν χαοτικό υλικό, είναι η ψυχή και το πάθος του Μασσαβέτα που βγαίνει στο χαρτί, μετατρέποντας ακόμα και τις σελίδες που μπορεί να σου φανούν αδιάφορες σε συναρπαστικές. Είναι ένα βιβλίο καρδιάς, ιδιαίτερα χρήσιμο στον καθένα που αγαπάει και επισκέπτεται τακτικά την σαγηνευτική αυτή πόλη, που νιώθει όταν πατάει το έδαφός της σαν να βρίσκεται σε οικείο μέρος, είναι μια προσπάθεια αξιέπαινη, η οποία θεωρώ ότι θα είναι σημείο αναφοράς όσο περνάνε τα χρόνια.


 
Τρίτη, Μαΐου 14, 2013
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαΐου 14, 2013 | Permalink
Booktalks@Amagi radio - Εκπομπή Σαββάτου 11/5/13
Ακούστε το podcast της εκπομπής του Σαββάτου 11/5 όπου συζητάμε για τα βιβλία των Ε.Λάρσον "Στον κήπο με τα θηρία", "Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ" του Γ.Φώκνερ και τον "Ανάπλου" του Θ.Βαλτινού.

Ακούγεται ποίηση του P.Celan, ένα κείμενο του Δ.Κούρτοβικ από το "Ελληνικό Hangover" και μια συνέντευξη του Χ.Λ.Μπόρχες σε Γάλλους συγγραφείς.

Καλή ακρόαση

  BOOKTALKS-ΕΚΠΟΜΠΗ ΣΑΒΒΑΤΟΥ 11-5 by librofilo
 
Παρασκευή, Μαΐου 10, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 10, 2013 | Permalink
Κόντρα στο ρεύμα


Η υπέροχη και ιδιόμορφη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού (1932, Καστρί Κυνουρίας), με τον (ποιητικότατο) τίτλο «ΑΝΑΠΛΟΥΣ», (Εκδ. Εστία, σελ.157), δεν προσθέτει (είναι η αλήθεια) κάτι καινούργιο στην (πλούσια και εντυπωσιακή στην ποιότητά της) βιβλιογραφία του. Είναι ουσιαστικά όπως το αποκαλεί ο ίδιος «μια αυτοαναιρούμενη αυτοβιογραφική ιστορία», ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία, μια άσκηση μνήμης γραμμένη με τον υπέροχο αφηγηματικό λόγο του μεγάλου συγγραφέα, ο οποίος συνεχίζοντας την πορεία που χάραξε μετά τα εμβληματικά «Ορθοκωστά» να μιλάει για πράγματα που πονάνε στην συλλογική μνήμη, να μην ωραιοποιεί καταστάσεις, να προκαλεί αδιαφορώντας για τις συνέπειες, να πηγαίνει «κόντρα στο ρεύμα» όπως υπονοεί ο τίτλος του βιβλίου.

Η νουβέλα έχει την μορφή συνέντευξης, την οποία υποτίθεται ότι δίνει ο συγγραφέας σε μια νεαρά ερευνήτρια που στηρίζει την διπλωματική της εργασία στο έργο του. Μάλιστα ο συγγραφέας φροντίζει στο τέλος του βιβλίου να δώσει και μια δραματική πτυχή στην ιστορία. Με την μορφή ερωταπαντήσεων, κατ’αυτόν τον τρόπο δίδεται η αφορμή στον Βαλτινό να ξεδιπλώσει την αφηγηματική του μέθοδο και να μιλήσει με άκρατο συναισθηματισμό για τα παιδικά του χρόνια έως την εφηβεία του.

Ο Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε σε ένα χωριό της Κυνουρίας, στην ορεινή Αρκαδία, αλλά η οικογένεια του, αναγκάστηκε εκ των συνθηκών να φύγει με την έναρξη του πολέμου για τον Καραβά, ένα χωριό με λίγα σπίτια κοντά στη Σπάρτη. Στην Σπάρτη πήγε με τα αδέρφια του σχολείο και είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο εκεί για να μη μετακινούνται λόγω του πολέμου και των συγκρούσεων στην περιοχή. Συνέχισε με το σχολείο στο Γύθειο όπου δούλευε και στο φαρμακείο του θείου του, ο οποίος ήταν παλιός αριστερός αλλά κατά τη διάρκεια της Κατοχής μετεστράφη σε φανατικό πολέμιο των κομμουνιστών, ενώ τελείωσε το οχτατάξιο σχολείο στην Τρίπολη όπου πέρασε ένα μεγάλο μέρος της εφηβείας του και βίωσε τις πρώτες σεξουαλικές του εμπειρίες. Η αφήγηση ουσιαστικά σταματάει εκεί παρ’ότι υπάρχουν και κάποια χρονικά άλματα στις δεκαετίες 50 και 60.

Η νουβέλα είναι ιδιαίτερα υποβλητική, διότι η αφήγηματική μέθοδος του Βαλτινού είναι αφοπλιστική και καθηλωτική. Ο συγγραφέας «ξεφλουδίζει το κρεμμύδι» της ζωής του, παραθέτοντας επεισόδια και περιστατικά, πολλές φορές ιδιαζόντως βίαια και γκροτέσκα, άλλοτε λυρικά και ποιητικά. Το βιβλίο είναι γεμάτο από εξαιρετικές εικόνες, σαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία ή ακόμα και σαν ταμπλώ-βιβάν που έχουν χαραχθεί στη μνήμη του παιδιού.
Οι γονείς να χορεύουν σε ένα πανηγύρι: «Αναζήτησα τη μητέρα μου. Χόρευε μπροστά. Την χόρευε ο πατέρας μου, χόρευε ωραία. Χόρευε ερωτευμένη. Πήγα πιάστηκα από το φουστάνι της και κείνη σταμάτησε. Έσκυψε, με αγκάλιασε και με κράτησε ανάμεσα στα πόδια της. Ανάμεσα στις μεταξωτές της κάλτσες. Τι είχε καταλάβει; Ο πατέρας μου παραμέρισε δίνοντας σειρά στον επόμενο χορευτή. Με πήρε στην αγκαλιά του και με ακούμπησε σ’έναν μικρό όχτο, στον ίσκιο μιας μουριάς. Δεν με ρώτησαν τίποτα. Μου χαμογελούσαν καθησυχαστικά και κάποια στιγμή η μητέρα μου με αγκάλιασε πάλι, με αγάπη. Κρατήθηκα για να μη με πάρουν τα κλάματα. Αισθανόμουν ότι έπρεπε να τους προστατέψω αυτούς τους δυο, να τους προστατέψω εγώ, και ταυτόχρονα ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω.»

 Εικόνες ανακατεμένες στη μνήμη, «κάδρα» όπως τα ονομάζει ο συγγραφέας. «Τα πέταλα του αλόγου να ηχούν στον σκυρόστρωτο δρόμο», τα «κίτρινα κυδώνια στο χωράφι», οι πρώτοι Ιταλοί στρατιώτες που βλέπει «λίγο μεγαλύτεροι από εμάς, παιδιά. Με κοντά παντελόνια και αρβύλες», στη Σπάρτη ο «τυφλός ντελάλης» σαν άλλος Τειρεσίας πριν τον μεγάλο λιμό, η πρώτη φορά που είδε την θάλασσα, το πρώτο σεξουαλικό σκίρτημα, οι σκληρές μέρες στην Τρίπολη, ο παρ’ολίγον θάνατος από το μανγκάλι, η πόρνη Ζαΐρα που την ξαναβλέπει μετά από χρόνια να φέρει το όνομα Κούλα, μια γυναικεία μασχάλη που βλέπει φευγαλέα και που έχει εντυπωθεί στη μνήμη.
 
Ο Βαλτινός, που εξομολογείται ότι είχε «αυτολογοκριθεί» παλαιότερα όταν προσπαθούσε να μη πάει κόντρα στην «κρατούσα αντίληψη», είναι στα καλύτερά του όταν περιγράφει σκηνές σαν την παρακάτω – που είχε πρωτογράψει σε ένα αφιέρωμα στο περιοδικό «Αντί»:
« Περιέγραφα την είσοδο των ανταρτών στη Σπάρτη. Τους διάφορους αγκιτάτορες που από τον εξώστη του Δημαρχείου ξεσήκωναν τον κόσμο. Καταγγέλοντας συνήθως – και συνηθέστερα ζητώντας θάνατο. Θάνατο στους πλουτοκράτες, θάνατο στους τσιφλικάδες. Θάνατο, θάνατο. Συχνά οι καταγγελίες προσωποποιούνταν. Θάνατος στον τάδε, στον δείνα. Και ο κόσμος από κάτω στενεμένος να ωρύεται. Εκεί είχα αποσιωπήσει τον Σφακιανό.
-Ο Σφακιανός τι ήταν;
-Καπετάνιος του ΕΛΑΣ. Είχε πολεμήσει στην Αλβανία. Μόνιμος υπολοχαγός. Ξέμεινε αποκλεισμένος στην Πελοπόννησο, με τα υπολείματα της μεραρχίας Κρητών. Το Σφακιανός ήταν ψευδώνυμο. Σκοτώθηκε το 1949 στον Πάρνωνα με τον Δημοκρατικό Στρατό.
-Γιατί έπρεπε να τον αποσιωπήσεις;
-Ήταν ένας από τους ρήτορες που έβγαιναν τότο στο μπαλκόνι του Δημαρχείου. Στην ίδια κεντρική πλατεία. Κοντός, με γενειάδα, με σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος. Και στη ζώνη τις δύο κάμες. Την Ελένη και τη Μαριώ. Κόμπαζε. Μ’αυτές τιμωρούσε τα θύματά του. Πάντα «προδότες». Τους έδινε την ευχέρεια να διαλέξουν με ποια από τις δυο θα τους έσφαζε, ένα είδος τελευταίας επιθυμίας. Με την Ελένη ή τη Μαριώ.
Είμαι εκεί. Είμαι δεκατριών χρονών. Δεν ξέρω ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε αυτή η παράσταση φρίκης. Πάντως την αποσιώπησα. Κανένας δεν θα με πίστευε.»

Η οικογενειακή (προσωπική) ιστορία μετατρέπεται σε δημόσια και η υποκειμενική ματιά του παιδιού, μέσα από τις αναμνήσεις πλέον ενός ώριμου ανθρώπου, φιλτράρει τα ιστορικά γεγονότα τα οποία συγχέονται ή εναλάσσονται με τα ιδιωτικά. Μικροεπεισόδια, συμπλοκές, αντεκδικήσεις, μικροί και μεγάλοι ηρωισμοί, αγριότητες και μικρές τρυφερές στιγμές που μέσα από τα μάτια του παιδιού λαμβάνουν διαστάσεις κοσμοϊστορικές.
 
Ο Βαλτινός περιγράφει μια εποχή διαφορετική από την τωρινή, μια εποχή που δεν επέτρεπε «αμφιβολίες». Έπρεπε να πάρεις θέση, είτε από εδώ, είτε από εκεί, σε καταστάσεις τόσο ασαφείς και ρευστές όσο ποτέ. Εκεί που τα όρια μεταξύ πολιτικού εγκλήματος και ξεκαθαρίσματος λογαριασμών δεν υπήρχαν. Εκεί που ο νεκρός που βρέθηκε στο διπλανό χωράφι, δεν είσαι σίγουρος αν «φαγώθηκε» επειδή ήταν αντίθετος πολιτικά ή κάποτε τσακώθηκε με τον κοντοχωριανό του για μια γίδα που βρέθηκε σε λάθος μέρος. Μπορεί να προκαλεί απορίες η «αγιοποίηση» ενός περιβόητου ταγματασφαλίτη της περιοχής κάποιου Κατσαρέα («πάντα ξυρισμένος, μελαχρινός με σπαστά μαλλιά…όσους έπιανε ζωντανούς και δεν τους βάρυνε αίμα, τους άφηνε να φύγουν. «Να είσαι καλός Έλληνας». Τυπική επωδός»), που λιποθύμησε όταν τρύπησε την παλάμη του και είδε το αίμα αλλά αν παρατηρήσεις προσεκτικά αφήνει την ειρωνία να χαρακτηρίσει αυτά που γράφει, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη «Ο Κατσαρέας είχε στείλει μια-δυο ομάδες του στον Πάρνωνα. Να ψηφίσει ο κόσμος ελεύθερα. Να ψηφίσει δηλαδή Βασιλιά.»
 
Η βαριά σκιά του θανάτου σκεπάζει το βιβλίο, αλλά η μαγεία της αφήγησης του μεγάλου συγγραφέα, το καθιστά συναρπαστικό ανάγνωσμα. Οι περιγραφές των τοπίων, οι μικρολεπτομέρειες των κινήσεων, της φύσης, των ανθρώπων, οι σεξουαλικές ανησυχίες στέκονται ισάξια απέναντι στον ωμό και βίαιο ρεαλισμό που είχε κατακυριεύσει τον τόπο εκείνη την εποχή. Πρώτο στάδιο μιας αυτοβιογραφίας που θα συνεχισθεί τα προσεχή χρόνια; Όπως και να’χει, είναι ένα βιβλίο που τοποθετείται μεταξύ των καλύτερων έργων του αειθαλούς συγγραφέα.