«Η μαγικότερη όμως, από όλες τις ιδιομορφίες της
Πόλης είναι πως δεν πρόκειται για μία πόλη. Τόσο την Κωνσταντινούπολη που
χάθηκε, όσο και την Ιστάνμπουλ του σήμερα, απαρτίζουν περισσότερες πόλεις,
περισσότερα επίπεδα, περισσότερες πραγματικότητες που συνυπάρχουν σε ένα αντιφατικό και παράταιρο όλο. Στο
παρελθόν, τις ήσυχες, νεκρωμένες σχεδόν συνοικίες των Μουσουλμάνων της
Επταλόφου διαδέχονταν οι πολύβουες γειτονιές των παζαριών και οι συνοικίες των
μη Μουσουλμάνων με εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική, ήθη και καθημερινότητα.
Αν χθες τη διαφορά έκανε η εθνότητα και το θρήσκευμα, σήμερα στη βάση της
βρίσκονται το εισόδημα και η ιδεολογία. Χάσμα αβυσσαλέο χωρίζει τις γειτονιές
των μεγαλοαστών από εκείνες των φτωχών εποίκων της επαρχίας, αν και πολύ συχνά
δεν απέχουν παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα. Αντίστοιχο χάσμα, αγεφύρωτο, ανάμεσα
στις «κοσμικές» περιφέρειες και στις ιστορικές συνοικίες των Ισλαμιστών.
Εντελώς διαφορετικός ο χαρακτήρας των ιστορικών συνοικιών με τα μέγαρα της Μπελ
Επόκ, τα ξύλινα οθωμανικά κονάκια και τις εκκλησίες και συναγωγές, από τις
μοντέρνες τσιμεντουπόλεις που τις ζώνουν από κάθε πλευρά.»
Πόλη μαγική, Πόλη πλανεύτρα, Πόλη πανέμορφη και
αποκρουστική, με τα πολλά πρόσωπα, με τις συνεχείς αντιφάσεις, Πόλη που δεν
μπορείς να της αντισταθείς. Μπορεί κανείς να συνεχίσει, γεμίζοντας σελίδες επί
σελίδων, με χαρακτηρισμούς για την Κωνσταντινούπολη των Ελλήνων, την Ιστάνμπουλ
των Τούρκων, μια πόλη γεμάτη ιστορία που την αισθάνεσαι σε κάθε σου βήμα στους
δρόμους και τα σοκάκια της, μια παγκοσμιοποιημένη Μητρόπολη του μέλλοντος όπως
τουλάχιστον την ονειρεύονται οι πολιτικοί της ηγέτες. Ιστορίες επιστημονικές
και μη για την Κων/λη υπάρχουν εκατοντάδες, ογκώδεις ή όχι, απόλυτα τεκμηριωμένες
ή μυθιστορηματικές, καλές ή λιγότερο καλές. Ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος
Μασσαβέτας, στο έξοχο «οδοιπορικό» του «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, Η Πόλη των Απόντων»,
(Εκδ. Πατάκη, σελ.668), δεν αποπειράται να γράψει ένα βιβλίο ιστορίας, ούτε
διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικής ποιότητας προσπαθώντας να ανταγωνιστεί το
(υπέροχο και τόσο τρυφερό) «Ιστάνμπουλ» του Ο.Παμούκ. Αντίθετα έρχεται να
συμπληρώσει οτιδήποτε έχει γραφτεί για την Πόλη με ένα παθιασμένο βιβλίο που
μιλάει για το «τώρα» μιας γιγαντιαίας πόλης που πλησιάζει τα 20 εκατομμύρια
πληθυσμό, εξετάζοντάς το σε σχέση με το παρελθόν αλλά και το μέλλον.
Χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες το ογκώδες αυτό
έργο, είναι δομημένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να «καθοδηγήσει» τον αναγνώστη με
γεωγραφικό τρόπο.
Η πρώτη ενότητα («Επτάλοφος, η τειχισμένη ιστορική
χερσόνησος», σελ. 29-259), ασχολείται με την χερσόνησο της Επταλόφου, την
«Παλιά Πόλη», την Πόλη των Βυζαντινών και την σημερινή της κατάσταση όπου στα
μνημεία του παρελθόντος, χαλάσματα τα περισσότερα, ζουν οικογένειες
εξαθλιωμένων μουσουλμάνων, εποίκων από την Ανατολία και στις ορδές των
τουριστών που κατακλύζουν τους ιστορικούς χώρους.
Στην δεύτερη ενότητα («Περαία: Το Πέραν των
Βυζαντινών, η «Νέα Πόλη» των Οθωμανών», σελ. 297-437), ο συγγραφέας
περιδιαβαίνει τους δρόμους και τα σοκάκια του κοσμοπολίτικου Πέραν (Μπέγιογλου),
της καρδιάς της σύγχρονης Πόλης, το κάποτε γεμάτο από Έλληνες (Ρωμιούς) μέρος
και τις γειτονικές του συνοικίες Ταταύλα (Κουρτουλούς) και Ταρλάμπασι που
απηχούν Ρωμέϊκες μνήμες του παρελθόντος.
Η Τρίτη ενότητα («Το μωσαϊκό: Οι μη Μουσουλμάνοι,
τότε και τώρα», σελ. 441-557), αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά της θεματικής του
βιβλίου του, διότι σ’αυτήν ο Μασσαβέτας γράφει για τους «απόντες», τους
πληθυσμούς αυτούς που καθόρισαν την μορφή της Πόλης, Ρωμιοί, Λεβαντίνοι,
Εβραίοι, Ρώσοι, Αρμένιοι.
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα («Η Ασία και η
περιφέρεια», σελ. 561-641), περνάει στην Ασιατική όχθη και μιλάει για τις
πόλεις που αναπτύχθηκαν εκεί (σημερινά παραθαλάσσια προάστεια) και για τα
Πριγκιπόννησα με το ιστορικό παρελθόν και τουριστικό μέλλον.
Ο συγγραφέας επί επτά-οχτώ χρόνια περιπλανιέται
στους δρόμους της Πόλης προσπαθώντας να εμβαθύνει στα μυστικά της, να μπει στην
ψυχή της διότι αυτή η αχανής μητρόπολις δεν είναι μία πόλη, είναι πολλές, διότι
αυτή η πόλη κατάφερε να επιβληθεί των κατακτητών, των εκάστοτε κατοίκων της,
των επισκεπτών της. Κάτοικός της πλέον από επιλογή («νέο-Πολίτης» όπως λέει),
μιλάει για το παρελθόν της παλιάς πόλης, αυτής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, της
υπέρτατης χλιδής, μέσα από τα τείχη που έκλεινε απέξω τους Δυτικούς εμπόρους
και τους μέτοικους υποχρεώνοντάς τους να ζούν απέναντι στον Γαλατά και στο
Πέραν και η οποία έχει μετατραπεί από τη μια σε κάτι απόλυτα τουριστικοποιημένο
με εκατομμύρια επισκεπτών στα Βυζαντινά και Οθωμανικά μνημεία και οι οποίοι με
το που δύει ο ήλιος εξαφανίζονται και από την άλλη σε τόπο κατοικίας (είτε
μόνιμης, είτε προσωρινής) των πιο φανατικών Ισλαμικών στοιχείων ενώ οι
συνοικίες που κάποτε στέγαζαν παλάτια και ναούς είναι τώρα οι πιο
υποβαθμισμένες σε σημείο οι Τούρκοι αστοί («Οι Λευκοί Τούρκοι») να αποστρέφουν
το πρόσωπο τους από αυτή τη πλευρά της πόλης τους.
Ο Μασσαβέτας ασχολείται επί μακρόν με το Πέραν,
την συνοικία που έχει επιλέξει να ζεί πλέον, το πιο ζωντανό κομμάτι αυτής της
πόλης. Μιλάει για το παρελθόν, την ανάπτυξη του μετά την Άλωση, πρώτα του
Γαλατά από Ενετούς και λοιπούς Φράγκους και μετά του Πέραν (ή «Σταυροδρόμι»)
που οι Ρωμιοί (κυρίως) το «απογείωσαν» και το έκαναν ξακουστό σε όλη την
οικουμένη, μιλάει για τα Ταταύλα (Κουρτουλούς πλέον) που με φιρμάνι του
Σουλτάνου απαγορευόταν στους Μουσουλμάνους να κατοικήσουν και τα οποία ήταν μια
καθαρά ελληνική περιοχή, για το Ταρλάμπασι του παρελθόντος και την τωρινή του
κατάσταση με τις πόρνες, τους τσιγγάνους και τους Αφρικανούς μετανάστες.
Κυρίως όμως ο συγγραφέας επικεντρώνει το ενδιαφέρον
του σ’αυτό που αποτελεί τον άξονα και την βάση της θεματικής του, στους
«απόντες» - σ’αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες, τους «ξένους», τις μειονοτητες
εκείνες που καθόρισαν το μωσαϊκό των εθνοτήτων που έδωσαν ζωή στην Πόλη μετά
την Άλωση. Στους Ρωμιούς, τους Λεβαντίνους, τους Αρμένιους, τους Ρώσους, τους
Εβραίους που άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο σφράγισαν με την ανά τους αιώνες
παρουσία τους, την φυσιογνωμία του αστικού τοπίου, έδωσαν τον κοσμοπολίτικο
αέρα που συνεχίζει να διατηρεί και που σήμερα «λείπουν» από την ανεξέλεγκτη
ανάπτυξη και τον νεοπλουτισμό που χαρακτηρίζει την πολιτική των δημάρχων και λοιπών
κυβερνώντων.
Ο Μασσαβέτας περπατάει στους δρόμους, βλέπει τα
κάποτε Ρωμέικα αρχοντικά να παρακμάζουν, τα μέγαρα να μετατρέπονται σε κάτι
ασαφές, τις εκκλησίες να αργοσβήνουν. Στοχάζεται για το παρόν και το μέλλον
χωρίς νοσταλγική διάθεση, σεβόμενος την ιστορική μνήμη. Ενθουσιάζεται με κάποια
πράγματα, με διηγήσεις του παρελθόντος, με κάποιους από τους σύγχρονους
Τούρκους που σκύβουν με σεβασμό και ενδιαφέρον στο παρελθόν του τόπου που
κατοικούν, εκνευρίζεται (και τα χώνει χοντρά) στην ελληνική κοινότητα που
διχασμένη και μίζερη αφήνεται να παρακμάσει και να σβύσει αγνοώντας με τον
τρόπο της τους πολλούς έλληνες που είτε επιστρέφουν να ζήσουν στη γη των
προγόνων τους, είτε αποφασίζουν χωρίς κανένα δεσμό να ζήσουν και να δουλέψουν
στην πόλη που τους μάγεψε. Τσαντίζεται με τα σχέδια της δημοτικής αρχής για
αναπλάσεις και κιτς μοντερνισμούς που προσπαθούν να μετατρέψουν το κέντρο της
πόλης σε Ντουμπάι.
«Από τη στιγμή που μου μπήκε στο μυαλό η ιδέα της
συγγραφής οδοιπορικού στον χώρο και στον χρόνο των μειονοτήτων της Πόλης,
αποφάσισα να κάνω την καταγραφή μου χωρίς συναισθηματισμούς – ορθότερα:
ξεπερνώντας τους όποιους συναισθηματισμούς μου. Γνωρίζοντας πως θα κακορδίσω
πολλούς, προτιμώ να είμαι ειλικρινής προς τον εαυτό μου και προς όσα κατέγραψα
και να σου εκμυστηρευτώ πως, με εξαίρεση μια δυναμική ομάδα νέων και κάποιων
στενών φίλων, οι εναπομείναντες Πολίτες ως «συλλογικότητα» μου προκαλούν
ασφυξία. Η πρώτη μου αντίδραση όταν τους γνώρισα ήταν σοκ. Η αίσθηση του
θανάτου της Ρωμιοσύνης, η αίσθηση του αφανισμού, σε τριγυρίζει σχεδόν παντού
στην Πόλη και βαραίνει – δυσβάσταχτο, συνεχές πένθος – πάνω στην κοινότητα.
Θυμάμαι πως, όταν ρώτησα έναν νεαρό Ελλαδίτη μέτοικο που εργάζεται γι’αυτήν,
«Πως τα περνάς;» μου απάντησε «Τι τα θές; Με τους Ρωμιούς, κάθε μέρα είναι
Μεγάλη Παρασκευή».
Ο Μασσαβέτας, ένας σύγχρονος «Flaneur», ακολουθώντας
την
παράδοση των μεγάλων περιηγητών του παρελθόντος του Θεόφ. Γκωτιέ, του
Γκ.Φλωμπέρ, του Πιέρ Λοτί, του Ζεράρ ντε Νερβάλ πραγματοποιεί το δικό του
οδοιπορικό παραθέτοντας εξαντλητικές λεπτομέρειες της σύγχρονης ζωής της Πόλης
σε συνδιασμό με το βαρύ, ιστορικό της παρελθόν ουσιαστικά συνδέοντας τα με
τρόπο ευρηματικό και ιδιαίτερα φρέσκο και ζωντανό.
Αυτή η αμεσότητα στη γραφή του νεαρού συγγραφέα
και ερευνητή, και η όρεξη και αγάπη που έβαλε στο έργο είναι που κερδίζει ακόμα
και τον πλέον σκεπτικό και στριφνό αναγνώστη. Χωρίς να λείπουν τα συντακτικά
ολισθήματα, οι επαναλήψεις φράσεων, η αποσπασματικότητα των κειμένων, και το
σχεδόν χαοτικό υλικό, είναι η ψυχή και το πάθος του Μασσαβέτα που βγαίνει στο
χαρτί, μετατρέποντας ακόμα και τις σελίδες που μπορεί να σου φανούν αδιάφορες
σε συναρπαστικές. Είναι ένα βιβλίο καρδιάς, ιδιαίτερα χρήσιμο στον καθένα που
αγαπάει και επισκέπτεται τακτικά την σαγηνευτική αυτή πόλη, που νιώθει όταν
πατάει το έδαφός της σαν να βρίσκεται σε οικείο μέρος, είναι μια προσπάθεια
αξιέπαινη, η οποία θεωρώ ότι θα είναι σημείο αναφοράς όσο περνάνε τα χρόνια.