Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 24, 2013 | Permalink
Εικονογράφηση μιας κοινωνίας που καταρρέει
Ένα από τα τελευταία μυθιστορήματα που έγραψε ο μεγάλος Αυστριακός συγγραφέας Joseph Roth (Γαλικία,1894-Παρίσι,1939), είναι το «ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΥΟ ΝΥΧΤΕΣ» («Die Geschichte von der 1002 nacht»), το οποίο πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις (καλές) εκδόσεις Ολκός, σε ωραιότατη μετάφραση του Γ.Δεπάστα (σελ.256). Είναι από τις ελάχιστες βέβαια φορές που ο αλλαγμένος αγγλικός τίτλος του βιβλίου, «A string of pearls» («Το μαργαριταρένιο κολιέ») ταιριάζει περισσότερο στην ουσία του, από τον πρωτότυπο αλλά αυτό είναι μια λεπτομέρεια.
Οι «1002
νύχτες» είναι μια γοητευτική ιστορία που εκτυλίσσεται στην αυτοκρατορική Βιέννη
στα τέλη του 19ου αιώνα και η οποία ξεκινάει σαν παραμύθι αλλά
ολοκληρώνεται σαν στοχαστικό, νατουραλιστικό δράμα χαρακτήρων και καταστάσεων.
Ο Τάιτινγκερ είχε γνωρίσει πριν από χρόνια την όμορφη Μίτσι, όταν απογοητευμένος από την απόρριψη της κόμισσας Β. στις ερωτικές του προτάσεις μπήκε σ’ένα μαγαζί και εκείνη τον εξυπηρέτησε. Της έμοιαζε της κόμισσας τόσο πολύ που νόμιζες ότι ηταν αδερφή της, οπότε ο βαρόνος βολεύτηκε με το υποκατάστατο και όπως συνηθίζετο στην εποχή εκείνη, γρήγορα την κατέστησε έγκυο.
«Πολύ σύντομα ο Τάιτινγκερ
ανακάλυψε πως έπληττε με τη Μίτσι. Μια μέρα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος, και
αυτή η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη από πληκτική: ήταν βαρετή.
Η συνέπεια αυτής της ανακοίνωσης
ήταν να πάει ο Τάιτινγκερ στον συμβολαιογράφο. Ο Τάιτινγκερ δεν αγαπούσε την
κόμισσα Β. ούτε την Σίναγκλ, που της έμοιαζε. Αγαπούσε, όπως συνήθως, μόνο τον
εαυτό του.»
Η Μίτσι φέρνει
στον κόσμο ένα αγοράκι και ο Τάιτινγκερ της ανοίγει ένα ψιλικατζίδικο (όπως
έκαναν όλοι οι πλούσιοι στις «πτωχές πλην τίμιες» που παρέσυραν σε «αμαρτίες»)
και την αφήνει στην τύχη της. Μετά από λίγα χρόνια όμως η κυρία Μάτσνερ που
είχε στην κατοχή της ένα πολυτελέστατο πορνείο την «ψαρεύει» στο δρόμο,
διαγνώσκει τα (αναμφισβήτητα) προσόντα της και την πείθει να δουλέψει γι’αυτήν
προς κοινή ωφέλεια και των δυο τους. Ο Τάιτινγκερ που συνήθιζε να επισκέπτεται
τον «οίκο» της κυρίας Μάτσνερ προς μεγάλη του έκπληξη την ξαναβρίσκει μπροστά
του και διατηρεί μια αραιή αλλά (πάντα ικανοποιητική) επαφή.
Τώρα που ο Σάχης
καβλοπυρέσσων δεν μπορεί να συγκρατηθεί και περιμένει την κόμισσα Β., η Μίτσι
καλείται από τον Τάιτινγκερ να σώσει την κατάσταση. Εκείνη τα καταφέρνει (ο δε
ανυποψίαστος Σάχης πρώτη φορά ένιωσε μια «τόσο εκλεπτυσμένη σεξουαλική πράξη»)
και λαμβάνει ως δώρο από τον πάμπλουτο επισκέπτη της, μια κασετίνα με τρία
βαριά μαργαριταρένια κολιέ μεγάλης αξίας που θα της αλλάξουν τη ζωή.
Τα χρόνια
περνάνε και η Μίτσι ξοδεύει αλόγιστα την τεράστια περιουσία που της άφησε ο εξωτικός
της επισκέπτης, σε καζίνα, ταξίδια, εραστές που γνωρίζει σε κοσμικά μέρη. Την
τυλίγει ένας απατεώνας και την αφήνει με χρέη σε μια κομπίνα, για την οποία
φυλακίζεται. Ο δε Τάιτινγκερ συνεχίζει στο στράτευμα, αδιάφορος στις επικλήσεις
της κακομοίρας Μίτσι που έπεσε τόσο χαμηλά, αδιάφορος ως προς το παιδί που
έφερε στον κόσμο. Ώσπου όμως, η Μίτσι θα αποφυλακιστεί, ο κόσμος έχει αλλάξει,
η εποχή δεν είναι πλέον ξέγνιαστη, το χρήμα κυριαρχεί στην κοινωνία όπως και οι
κομπίνες και οι εκβιασμοί, ενώ οι λαϊκές φυλλάδες μπορούν να καταστρέψουν ζωές
και καριέρες. Η υπόθεση της Μίτσι και η εμπλοκή της με τον Τάιτινγκερ θα γίνει
γνωστή στο ευρύ κοινό αλλά και στο αυστηρό σώμα που υπηρετεί ο βαρόνος και θα
τον παρασύρει σε μια πτώση που θα τον αλλάξει ως άνθρωπο, θα τον κάνει να
σκεφτεί για πρώτη φορά στη ζωή του αλλά η οποία δεν έχει τέλος (τουλάχιστον
γι’αυτόν, τον αφελή) και από την οποία δύσκολα μπορεί να σηκώσει κεφάλι όποιος
δεν μπορεί να προσαρμοστεί στους «μοντέρνους καιρούς».
Το γνωστό μοτίβο που
απασχολούσε τον μεγάλο Αυστριακό συγγραφέα (ιδιαίτερα ευδιάκριτο σε άλλο ένα
από τα ακροτελεύτια έργα του, τον «Θρύλο του Αγίου Πότη»), ότι τα
χρήματα φέρνουν μόνο προσωρινή ευτυχία, η οποία δεν κρατάει για πολύ, είναι
εμφανές και σ’αυτό το βιβλίο, όπου τονίζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις αν και
όπως συνεχώς στο έργο του επισημαίνει με πολλούς τρόπους, οι φτωχοί παραμένουν
φτωχοί, είναι η «ανώτερη» τάξη που αλλάζει, η παλιά αριστοκρατία των
γαιοκτημόνων και των κληρονομικών θέσεων στο στράτευμα, δίνει τη θέση της στους
πιο κυνικούς και περισσότερο ευέλικτους νεόπλουτους της αστικής τάξης.
Οι «Χίλιες και δυο νύχτες», είναι ένα μάλλον έλασσον έργο στην πλούσια βιβλιογραφία του Γιόζεφ Ροτ (ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας τα τελευταία 20 χρόνια – έχει εκδοθεί σχεδόν το σύνολο των βιβλίων του), μπορεί να μη φθάνει στο ύψος των τεράστιων αριστουργημάτων του μεγάλου Αυστριακού, όπως το «Εμβατήριο Ραντέτσκι» ή το «Hotel Savoy», αλλά είναι ένα έξοχο μυθιστόρημα, που αλλιώς ξεκινάει και αλλιώς καταλήγει, ένα στοχαστικό κοινωνικό σχόλιο με στοιχεία μελοδράματος, γραμμένο με μαεστρία και συναίσθημα, χιούμορ και ειρωνία, πολλή θεατρικότητα, αρκετά γκροτέσκο και «οπερετικό» που θα απολαύσει ο αναγνώστης μέχρι κεραίας.
«Θα μπορούσα ίσως να κατασκευάσω κούκλες που
έχουν καρδιά, συνείδηση, πάθος, αίσθημα, ήθος. Αλλά αυτό το είδος κανείς στον
κόσμο δεν το ζητάει. Θέλουν μόνο περίεργα πράγματα στον κόσμο: θέλουν τέρατα.
Τέρατα θέλουν.»
_____________________________________________________________
Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand, στις 14/5.
Δημοσίευση σχολίου