Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2016 | Permalink
All that is
Ο άγνωστος στην Ελλάδα Αμερικανός συγγραφέας, James Salter (Νέα Υόρκη, 1926 – 2015), θεωρείτο από τους ομότεχνούς του, “Δάσκαλος” και αποκαλείτο από τους κριτικούς “ο συγγραφέας των συγγραφέων”. Επηρέασε δημιουργούς όπως ο Ρ.Φορντ και ο Φ.Ροθ και είχε να εκδώσει βιβλίο για περίπου 30 χρόνια. Το έκανε το 2013 με το τελευταίο βιβλίο που έμελλε να γράψει, το αριστουργηματικό μυθιστόρημα “ΑΥΤΟ ΕΙΝ' ΟΛΟ” (“All that is”), το οποίο εκδόθηκε στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε ωραία μετάφραση της Αθ. Δημητριάδου (σελ. 387), πριν από ένα χρόνο και κάτι, και ως συνήθως πέρασε απαρατήρητο – όπως άλλωστε και το “Θέλω μόνο να σου ανήκω” που είχε βγει στην χώρα μας το 2001, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Το “Αυτό είν' όλο”, είναι ένα μεγαλειώδες και ελεγειακό μυθιστόρημα μαθητείας. Ένα βιβλίο που συνοψίζει τη ζωή του μεγάλου συγγραφέα, καθώς το alter ego του, υπό μια έννοια, ο ήρωας του βιβλίου, Φίλιπ Μπόουμαν, αφηγείται την ιστορία της ζωής του, υπό μορφή αποσπασματικών αναμνήσεων με αποστασιοποιημένο και ήρεμο στυλ.

Ο Μπάουμαν γεννιέται το 1925 σε ένα μικροαστικό σπίτι του Νιου Τζέρσεϋ και προλαβαίνει να υπηρετήσει και να βρεθεί φάτσα με τον θάνατο, στην Οκινάουα λίγο πριν τελειώσει ο Β παγκόσμιος πόλεμος. Γυρίζοντας εγγράφεται στο Χάρβαρντ, και σπουδάζει Φιλολογία, όπου αισθάνεται αποξενωμένος. Τελειώνοντας μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες στη διαφήμιση και την δημοσιογραφία, προσλαμβάνεται σε έναν μικρό αλλά αξιόλογο εκδοτικό οίκο ως αναγνώστης στην αρχή και μετά ως επιμελητής εκδόσεων, δουλειά που θα κάνει για το υπόλοιπο της ζωής του.

Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε επεισόδια απο τη ζωή του Μπάουμαν. Κυρίως τις ερωτικές του περιπέτειες με διάφορες παρτενέρ που εναλλάσσονται όχι με ιδιαίτερη συχνότητα, αλλά που καθορίζουν τις διαφορετικές περιόδους της ζωής του ήρωα. Ο Μπάουμαν συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός γόη. Ωραίος άντρας που βγάζει ευαισθησία και ερωτισμό, μορφωμένος με υψηλό διανοητικό επίπεδο, Νεοϋρκέζος αστός, που συχνάζει στα μπαρ και στα καλά ρεστωράν του Μανχάταν, κοσμοπολίτης αφού λόγω της δουλειάς του πηγαίνει σε εκθέσεις και συναναστρέφεται εκδότες απ'όλο τον κόσμο, δεν έχει πρόβλημα να γοητεύσει μια γυναίκα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά προς το τέλος του βιβλίου: “ Είχε παντρευτεί μια φορά, με όλη του τη ψυχή, και είχε πέσει έξω. Είχε ερωτευτεί τρελά μια γυναίκα στο Λονδίνο και η σχέση αυτή, άγνωστο γιατί, είχε σβήσει. Ένα βράδυ, λες και ήταν της μοίρας του, στο πιο ρομαντικό συναπάντημα της ζωής του γνώρισε μια γυναίκα κι αυτή τον πρόδωσε.”

Ο Μπάουμαν, ως έτερος Ντον Ντρέιπερ (ο πρωταγωνιστής της εξαιρετικής σειράς “Mad Men), θα ερωτευτεί, θα προδώσει, θα προδοθεί με σκληρό τρόπο. Η ζωή του περνάει χωρίς εντάσεις και μεγάλες συγκινήσεις κι εκείνος είναι μάλλον απόμακρος, συμφιλιωμένος με την εγγενή του μοναχικότητα και μελαγχολία. Η σχέση του με την μητέρα του, τον εκδότη του, τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, θα κρατιούνται πάντα σε ένα επίπεδο ψυχρότητας και ειλικρίνειας, καλών τρόπων και κομψότητας.

Ο Salter περιγράφει με απαράμιλλο ύφος, τις περιπέτειες του ήρωα, που μεταπηδά από σχέση σε σχέση, με τις ωραίες στιγμές να επικρατούν των κακών. Ακόμα και το διαζύγιο με την πρώτη του σύζυγο, μια αριστοκράτισσα της επαρχίας, προσκολλημένη στην ζωή της στο κτήμα, γίνεται κομψά και χωρίς εντάσεις. Οι ερωτικές σκηνές είναι δυναμικές και αναπαριστώνται με ρομαντικό τρόπο, όπως κάπως έτσι είναι και οι σκιαγραφήσεις των γυναικείων χαρακτήρων, οι οποίες περιβάλλονται από μια αχλύ, σαν να τις παρακολουθείς πίσω από ένα τζάμι, να κινούνται, να μιλάνε, να καπνίζουν.

Μπορεί η προσωπικότητα και το στυλ του ήρωα, να τραβάνε την προσοχή του αναγνώστη, αλλά οι δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι εκπληκτικοί, σ'αυτό το έξοχο μυθιστόρημα. Οι γυναίκες που περνάνε από τη ζωή του Μπάουμαν, είναι (ξεκινώντας από την μητέρα του) πλήρεις μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, που μένουν μεν στην σκιά του ήρωα, αλλά οι περιγραφές απο τον συγγραφέα του κορμιού τους, των χαρακτηριστικών τους γίνονται με έναν κινηματογραφικό τρόπο, σαν μια κάμερα να κινείται γύρω τους, μην αφήνοντάς τες από τα μάτια του θεατή/αναγνώστη.

Το "ΑΥΤΟ ΕΙΝ' ΟΛΟ", είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από έναν τεχνίτη της γραφής (κάτι που φαίνεται σε κάθε σελίδα), που κοιτάζει πίσω τη ζωή του, γεμάτο αναμνήσεις και εξαίσιες εικόνες, σπιρτόζους διαλόγους που απηχούν τα ήθη κι έθιμα των δεκαετιών 50 και 60 (κυρίως), με άντρες που σκέφτονται συνεχώς το σεξ καθώς η Αμερική αναπτύσσεται και οι σχέσεις γίνονται όλο και πιο εύκολες. Ο Salter δημιουργεί μια μοναδική ατμόσφαιρα που αντανακλά την εποχή της κοινωνικής ευμάρειας, την ανάπτυξη των προαστίων (που απεικόνισε τόσο ωραίο ο Τσίβερ στα διηγήματά του), τις κοινωνικές σχέσεις, τον εκδοτικό κόσμο. Το βιβλίο αυτό είναι μια μέγιστη λογοτεχνική απόλαυση, υψηλή τέχνη, δείγμα σοφίας και συγγραφικής ωριμότητας.




 
Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 16, 2016 | Permalink
Στην χώρα της "πρωινής γαλήνης"
Μετά από αρκετά χρόνια (7 για την ακρίβεια), ο δημοσιογράφος και μεταφραστής Ηλίας Μαγκλίνης (1970, Κινσάσα), επιστρέφει στην πεζογραφία με δυναμικό τρόπο, γράφοντας ένα χορταστικό και πολύ ζωντανό μυθιστόρημα, με τίτλο “ΠΡΩΙΝΗ ΓΑΛΗΝΗ” (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 464) – ένα συναρπαστικό βιβλίο με ωραία αφήγηση και πολλή δράση, το οποίο κινείται σε τελείως διαφορετικό ύφος από την προηγούμενή του δουλειά, την θαυμάσια νουβέλα “Ανάκριση”.

"Στον ύπνο του έβλεπε ότι πετούσε. Ονειρευόταν εναέριες πτήσεις μέσα σε νέφη διάτρητα απο τις ακτίνες του ήλιου, μα κι όταν ξυπνούσε, νωρίς, με το λυκαυγές, στο άκουσμα του μονότονου βόμβου της έλικας - που στ'αυτιά του ήταν η πιο γλυκιά μελωδία -, στη θέα των αεροπλάνων που πετούσαν πάνω από την πόλη με τους καταρράκτες κατευθυνόμενα προς το Βέρμιο, φανταζόταν ότι βρίσκεται μέσα σ'ένα από αυτά τα ελικοφόρα αναγνωριστικά· φανταζόταν ότι το επόμενο βήμα του θα ήταν το τελευταίο πάνω στη γη."

Τι είναι όμως αυτό το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο; Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια του Εμφυλίου και είναι η ιστορία του Δημήτρη, ενός ανθρώπου που είχε το όνειρο να πετάξει ψηλά, στους ουρανούς. Δεν θα το καταφέρει, το σώμα του θα τον προδώσει. Δεν θα υποταχθεί όμως στην προδιαγεγραμμένη μοίρα που θα τον ήθελε να γυρίσει στο χωριό του, στο οικογενειακό χυτήριο της Έδεσσας, για να ζήσει κάτω απο τη γη, την υπόλοιπη ζωή του. Ο Δημήτρης θέλει να ξεφύγει απο το στενό και ασφυκτικό πλαίσιο της επαρχίας, από την οικογενειακή μιζέρια που εχει γίνει αφόρητη μετά το διώξιμο απο το σπίτι, από τον πατέρα του συγκεκριμένα, του αγαπημένου του θείου (αδερφού της μητέρας του) Προκόπη, ο οποίος θα ακολουθήσει τους αντάρτες στα βουνά του Βέρμιου, κάτι που θα προκαλέσει ρήγμα αγεφύρωτο στη σχέση των δύο γονέων του ήρωα. Ο Προκόπης θα εξαφανιστεί απο το πρόσωπο της γης, ενώ αυτή η συγγένεια θα ακολουθεί τον Δημήτρη καταγεγραμμένη στον οικογενειακό του φάκελλο.

Δύο είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν σ'αυτό το μυθιστόρημα μαθητείας του Μαγκλίνη.

Το πρώτο είναι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Δημήτρης. Θα μπει στην Σχολή Ικάρων, αλλά στο πρώτο δοκιμαστικό τεστ πτήσης με αεροπλάνο στην εκπαίδευση στις Η.Π.Α., δεν θα τα καταφέρει. Ο φόβος και το άγχος θα τον λυγίσουν, καθώς δεν είχε υπολογίσει τα όρια του σώματός του, τα όρια του εαυτού του. Κόβεται από τη Σχολή και γυρίζοντας στην Ελλάδα, θα συνεχίσει στην Σχολή Ευελπίδων, θα ηρεμήσει, στην Αθήνα θα βιώσει έναν διαφορετικό κόσμο και θα γνωρίσει τον έρωτα στο πρόσωπο της Εύας, μιας φοιτήτριας της Γαλλικής Φιλολογίας. Βρισκόμαστε στο 1950 και ξεσπάει ο πόλεμος της Κορέας. Ο Δημήτρης θα είναι μέσα στους αξιωματικούς που θα πάνε εκεί – κάτι σχεδόν αναπόφευκτο για τους μόλις αποφοιτήσαντες απο την Σχολή.

Εδώ εισέρχεται το δεύτερο σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματος, που είναι ο πόλεμος της Κορέας. Είναι η πρώτη φορά που στην ελληνική πεζογραφία ένας συγγραφέας ασχολείται με τον πόλεμο αυτόν, ένα ξεχασμένο από τις επίσημες ελληνικές αρχές ιστορικό γεγονός, μια "ασήμαντη" ιστορική στιγμή για το έθνος που καλύπτεται με ένα πέπλο σιωπής και που κόστισε πολλές ζωές.
Ο Δημήτρης δεν θα πάει από τους πρώτους εκεί, στην χώρα της "πρωινής γαλήνης" αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει, καθώς με την άφιξή του, θα συναντήσει συνθήκες άγριες και μάχες εκ του συστάδην με νέα όπλα που δοκιμάζονται σε ένα καινούργιο πεδίο σε μια χώρα που ούτε την είχε ξανακούσει. Σ' αυτόν τον παράλογο πόλεμο - ο οποίος δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού τελείωσε ακριβώς στο ίδιο γεωγρ. σημείο (τον 38ο παράλληλο) από τον οποίο ξεκίνησε, και κόστισε τη ζωή σε 5 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως - ο Δημήτρης θα ωριμάσει, θα συνειδητοποιήσει πόσο ερωτευμένος είναι.


Πέρα από τα 2 κεντρικά σημεία του μυθιστορήματος, τον χαρακτήρα του ήρωα και τις σελίδες που αφορούν τον πόλεμο της Κορέας, έχουμε μια σειρά απο εξόχως ενδιαφέροντα στοιχεία που προσδίδουν στίγμα και προσωπικότητα στο βιβλίο του Μαγκλίνη, όπως είναι:

α) Η πολιτική ατμόσφαιρα που είναι έντονη στις σελίδες του, οχι μόνο μέσα απο τον χαρακτήρα του Προκόπη, του αριστερού θείου - "μαύρου πρόβατου" για την οικογένεια του Δημήτρη, ο οποίος μπορεί να μην εκδηλώνει σε κανένα σημείο του βιβλίου τις πολιτικές του προτιμήσεις, αλλά δεν φέρνει αντίρρηση στα εθνικιστικά και αντικομουνιστικά κηρύγματα των ανωτέρων του στις δύο Σχολές που παρακολούθησε (Ικάρων και κυρίως Ευελπίδων), ουσιαστικά συμφωνώντας με την κυρίαρχη πολιτική τάση, ενώ μέσα του πιστεύει ότι κάνει το σωστό, πηγαίνοντας στη μακρινή και άγνωστη Κορέα να πολεμήσει τον "κομουνιστικό κίνδυνο". Έχουμε μια εξαιρετική ανάπλαση της εποχής μέσα από την πλευρά των "νικητών" του Εμφυλίου και μπορεί στο τέλος να επέρχεται μια συμφιλίωση με τις ιδέες και τις απόψεις της άλλης πλευράς, αλλά το χάσμα παραμένει και οι πληγές δύσκολα επουλώνονται.

β)Άλλο ένα στοιχείο ενδιαφέροντος στο βιβλίο είναι η λυρική του τάση, η οποία εκφράζεται μέσα από το ενδιαφέρον του Δημήτρη (ουσιαστικά μανία όπως εξελίσσεται) για τα νέφη. Ο ήρωας είναι ένας ονειροπόλος άνθρωπος που μαθαίνοντας στην σχολή Ικάρων για τα σύννεφα, τα παρατηρεί έκτοτε με τις ώρες, ξεφεύγοντας από την πεζή καθημερινότητα, από τις μάχες και τους σκοτωμούς. Οι λεπτομερείς καταγραφές των κινήσεων των νεφών και η "απαλή" ανάμιξη τους στα τεκταινόμενα θυμίζει το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Audeguy "Η θεωρία των νεφών" και προσδίδει ποιητικότητα σε ένα πολύ ρεαλιστικό βιβλίο.

γ)Το ερωτικό στοιχείο είναι διάχυτο σε όλο το βιβλίο με πολύ τολμηρές σκηνές. Η σχέση του Δημήτρη με την Εύα που περνάει μέσα απο τις συμβάσεις της εποχής, είναι μια σχέση δύσκολη που αντιμετωπίζει δυσκολίες λόγω των κοινωνικών συνθηκών, αλλά και της φυγής του ήρωα στον πόλεμο, αντικατοπτρίζεται με ρεαλισμό στις σελίδες του μυθιστορήματος.

δ)Το μυθιστόρημα είναι γεμάτος από μικρές λεπτομέρειες, ίσως επουσιώδεις για την ανέλιξη της πλοκής, οι οποίες όμως είναι καθοριστικές για την δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και του κινηματογραφικού ύφους της αφήγησης. Οι σκηνές στην Αμερική, όπου οι άβγαλτοι και ταλαιπωρημένοι από την Ελλάδα του 40 νεαροί Ίκαροι, μένουν με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην αμερικάνικη καθημερινότητα και όπου ακόμα κι ένα τραγούδι μπορεί να παίξει τον ρόλο του στο θυμικό του ήρωα. Η Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 50, με τους χωματόδρομους και την υποκρισία στις κοινωνικές σχέσεις. Τα καψόνια στις στρατιωτικές σχολές.


Η "Πρωινή γαλήνη" είναι ένα ωραίο "λαϊκό" μυθιστόρημα, με πλούσια αφήγηση, και καλοκουρδισμένο ρυθμό, κυρίως μετά τις πρώτες κάπως αμήχανες σελίδες της ζωής στην επαρχία, το οποίο κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Είναι ένα συναισθηματικό και πολύ ζωντανό βιβλίο, γεμάτο έντονες εικόνες, με πολλή μελέτη και επεξεργασία πίσω του, η οποία είναι εμφανής, στα πραγματολογικά στοιχεία (τα περισσότερα άγνωστα εν πολλοίς) και θίγει πολλά ζητήματα προς διάλογο και προβληματισμό.


 
Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016 | Permalink
Τραγούδια του έρωτα και της βροχής
Χιούμορ και μελαγχολία, ειρωνεία και αυτοσαρκασμός, διακρίνονται ευδιάκριτα στα 26 διηγήματα της θαυμάσιας συλλογής “ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ” (“Cancons d'amor i de pluja”) του Καταλανού συγγραφέα Sergi Pamies (1960, Παρίσι-από τα 11 του ζει στην Βαρκελώνη), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Κ.Παλαιολόγος, σελ.181). Ιστορίες για τον έρωτα και τον θάνατο, την μνήμη. Παιχνίδια της γραφής όπου δεν υπάρχουν όρια μεταξύ μύθου και ρεαλισμού. Αυτοβιογραφικά κομμάτια που εναλλάσσονται με γκροτέσκα περιστατικά.

“Το ότι δεν έκλαψε όταν γεννήθηκε ήταν η πρώτη ένδειξη της θέλησής του – τότε απλώς σε εμβρυακή μορφή – να περνάει απαρατήρητος.”

Τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής είναι μικρά, κάποια είναι μόνο δύο σελίδες, κάποια άλλα απλώνονται περισσότερο. Η μορφή της μητέρας, στο τέλος της ζωής της κυριαρχεί σε αρκετές από τις ιστορίες, σε κάποιες από αυτές, η μνήμη της έχει χαθεί και τα παιδιά της προσπαθούν να της θυμίσουν περιστατικά και καταστάσεις. Οικογενειακές συγκεντρώσεις και αποτυχημένα γεύματα, φαγητά που επανέρχονται σε κάποια απο τα διηγήματα (η ομελέτα με αγκινάρες-σπεσιαλιτέ της μητέρας). Η ανάμνηση του έρωτα και ευτυχισμένων στιγμών – όπου πάντα όπως λέει κάπου στο βιβλίο ο συγγραφέας, προτιμάμε να θυμόμαστε αποτυχημένους έρωτες του παρελθόντος παρά την τωρινή μας σχέση, συζητήσεις που ατύχησαν, στιγμές χωρισμού που τις θυμίζει ένα σημείωμα, ένας κατάλογος εστιατορίου. Η μνήμη είναι στο επίκεντρο των ιστοριών, άλλοτε λανθάνουσα, άλλοτε έντονα παρούσα.

“Λένε ότι το να μη θυμάσαι είναι το ίδιο επικίνδυνο με το να μην ξεχνάς...Αν δεν παίρνεις είδηση το τι ζεις, δεν θα θυμάσαι τίποτα που να μπορεί, στο μέλλον, να σου κάνει κακό. Η ημερομηνία λήξης της λησμονιάς, παρ' όλα αυτά, είναι ιδιότροπη, και όλα όσα έχεις ζήσει μπορεί στο τέλος να υπερισχύσουν οχι επειδή είναι είναι σημαντικά αλλά γιατί, υπακούοντας σε έναν καταμερισμό που είναι αυθαίρετος, υπάρχουν βιώματα που επιπλέουν και βιώματα που δεν επιπλέουν.”

Υπάρχουν κάποια διηγήματα πραγματικά διαμάντια στην συλλογή του Πάμιες. Στο εξαιρετικό “Νέα Υόρκη, 1994”, ο ήρωας και η σύζυγος του έχουν μεταβεί στη Ν.Υόρκη και είναι καλεσμένοι στο σπίτι του Πολ Όστερ και της Σίρι Χούστβεντ. Ο ήρωας όμως φοβάται συνεχώς τους δρόμους της μεγαλούπολης, έχει ένα συνεχές άγχος ότι θα τον ληστέψουν, τρέμει στην ιδέα της επιστροφής με το ταξί. Συν τοις άλλοις, δεν καταλαβαίνει παρά ελάχιστα Αγγλικά οπότε δεν μπορεί να συμμετάσχει στην κουβέντα όπως θέλει και έτσι χαζογελάει μπροστά στον αγαπημένο του συγγραφέα, χάνοντας ουσιαστικά αυτή την μοναδική εμπειρία. Στο υπέροχο “Όλος ο κόσμος το κάνει”, ο ήρωας έχει πάει να πάρει την 16άχρονη κόρη του, από μια ντισκοτέκ και πανικοβάλλεται με την αργοπορία της, θυμάται τον εαυτό του στην ηλικία της κόρης του και τις αντιδράσεις του απέναντι στους γονείς του γνωρίζοντας ότι ο χρόνος και η ηλικία είναι κάτι απόλυτα σχετικό. Είναι καταπληκτικά δε, τα 5 διηγήματα που παραπέμπουν στον τίτλο της συλλογής και έχουν ως τίτλους “Πρώτο τραγούδι”, “Δεύτερο τραγούδι”, “Τρίτο τραγούδι”, “Τέταρτο τραγούδι”, “Τελευταίο τραγούδι”, που περιγράφουν ιστορίες με την ανδρική ματιά για το ανέφικτο της προσέγγισης, για την απώλεια του έρωτα, την βαρύτητα του χρόνου επάνω σε μια σχέση, τις στιγμές που καθόρισαν κάποιες μικρές κρίσεις, τα βλέμματα, τις σιωπές, την πλήξη και τις συνήθειες, τα μυστικά και τα πράγματα που μένουν κρυμμένα.

"Σε ένα παντρεμένο ζευγάρι, η ισχύς δεν βρίσκεται πάντα εν τη ενώσει. Όταν η συνοχή δεν εξαρτάται πλέον από το σεξ, η συμβίωση παρακμάζει. Ορισμένοι αποδίδουν αυτό το φαινόμενο στην έλλειψη πάθους, αλλά στην πραγματικότητα σχετίζεται με την περίσσεια προσδοκιών. Το πάθος δεν θα υπήρχε αν δεν ήταν παροδικό: σωρεύει τόσα συναισθήματα που, αν τα μοιράζαμε σε ίσα μέρη ανάμεσα σε όλες τις μέρες μιας σχέσης, θα είχαν την ένταση άδειας μπαταρίας. Τα συναισθήματα στα οποία θεμελιώνεται μια μακρόχρονη σχέση, αντίθετα, δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, αν και συγκρινόμενα με τα πυροτεχνήματα της αρχής είναι πιο βαθιά και διαρκούν περισσότερο, ακόμα και όταν το ζευγάρι πρέπει να μάθει να τραβάει κουπί προσπαθώντας να αντιληφθεί για ποιο λόγο η μαγεία μετατράπηκε, ξαφνικά, σε ναυάγιο. Ο πιο εύκολος πειρασμός είναι να εγκαταλείψεις το παλιό πάθος και να ψάξεις καινούρια που, σε γενικές γραμμές, διαιωνίζουν συνήθως τον φαύλο κύκλο."

Οι ιστορίες γραμμένες αποστασιοποιημένα και με μια μορφή ειρωνείας, με πολύ (και ωραίο) χιούμορ, αφήνουν στον αναγνώστη πολλά στοιχεία ανοιχτά καθώς η αμφίσημη και στυλάτη αφήγηση παίζει συνεχώς με το αυτοβιογραφικό στοιχείο που ανακατεύεται με την μυθοπλασία.
Στιγμές καθημερινότητας, στιγμές από την οικογενειακή ζωή, χαρά-θλίψη, οι κοντινοί μας άνθρωποι που φεύγουν, η αγάπη που χάνεται. Η νοσταλγία και η μελαγχολία (όπου το χιούμορ παρεισφρύει δημιουργικά), που διατρέχουν τα διηγήματα του Πάμιες σαγηνεύουν και αφήνουν μια ωραία αίσθηση του ανεκπλήρωτου και του παρελθόντος που δεν θα ξανάρθει.










 
Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016 | Permalink
Τα σκοτάδια του James Ellroy
Ο θάνατός σου καθόρισε τη ζωή μου. Θέλω να βρω την αγάπη που δεν είχαμε ποτέ και να την εξηγήσω για χάρη σου.
Θέλω να μιλήσω δημόσια για τα μυστικά σου, θέλω να εκμηδενίσω την απόσταση που μας χωρίζει.
Θέλω να σου δώσω πνοή.”

Καλοκαίρι του 1958. Μια κοκκινομάλλα γυναίκα, γύρω στα σαράντα, δολοφονείται άγρια. Το πτώμα της βρίσκεται πεταμένο σε ένα παρτέρι, δίπλα στο πεζοδρόμιο, ενός παράδρομου που εβγαινε σε μια λεωφόρο, μια νάυλον κάλτσα και ένα κορδόνι ήταν τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό της. Το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο και μισοσηκωμένο, από τη μέση και κάτω ήταν γυμνή, η δε στάση του σώματος έδειχνε ότι κάποιος την είχε αφήσει εκεί. Η γυναίκα αυτή ήταν η Τζηνήβα (Τζην) Ελλρόυ-Χίλλικερ, μητέρα του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέα James Ellroy (Los Angeles, 1948), ο οποίος στο συγκλονιστικό του αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΟΥ” (“My dark places”), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Α.Αποστολίδης, σελ. 529), ανοίγει την ντουλάπα του και βγάζει τους σκελετούς που τον ταλαιπωρούν τόσα χρόνια, εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή του.


Το βιβλίο αφηγείται μια άγρια ιστορία που στοιχειώνει τον συγγραφέα, ο οποίος αποφάσισε να κάνει αυτό που οι αναγνώστες των πολύ καλών ως επί το πλείστον μυθιστορημάτων του, περίμεναν να κάνει από καιρό. Ήδη με το (καλύτερό του μάλλον βιβλίο) “Μαύρη Ντάλια” εμμέσως το έκανε, αλλά τώρα αυτή η αμεσότητα της αυτοβιογραφικής αφήγησης – όσο αποστασιοποιημένη θα μπορούσε -, είναι που τσακίζει ακόμα και τον πλέον ψύχραιμο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 4 μέρη. Στο πρώτο μέρος “Η κοκκινομάλλα”, χρησιμοποιώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Ελρόυ περιγράφει την ανεύρεση του πτώματος της μητέρας του και της ταυτότητάς της, τη στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου της από τους αστυνομικούς σ' εκείνον και τον πατέρα του καθώς οι γονείς του είχαν πάρει διαζύγιο και ο μικρός Ελρόυ πέρναγε τα Σαββατοκύριακα με τον πατέρα του, τις αδιέξοδες έρευνες για την ανεύρεση του δολοφόνου.
Στο δεύτερο μέρος, “Το παιδί στη φωτογραφία”, η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη και πιο προσωπική. Στις 140 σελίδες αυτής της ενότητας, ο Ελρόυ γράφει ίσως το καλύτερο κομμάτι του συνολικού του έργου. Είναι η αφήγηση ενός παιδιού που ξαφνικά διαλύονται τα πάντα γύρω του, χωρίς να το έχει καταλάβει. Η σχέση του με την μητέρα που δούλευε ως νοσοκόμα σε μια εταιρία, και τον πατέρα του, πρώην λογιστή της Ρ.Χέιγουορθ, η εφηβεία του, τα χρόνια του σχολείου, η εμμονή του με τα εγκλήματα και τους άγριους φόνους, το ποτό και τα ναρκωτικά, οι κλοπές και ο θάνατος του πατέρα του, τα προσωπικά του αδιέξοδα και η αναζήτηση μιας γυναίκας που να μοιάζει με την μητέρα του, οι σεξουαλικές του φαντασιώσεις του μ'εκείνη!

Το μπάνιο μας στο Ελ Μόντι ήταν μικροσκοπικό. Η μπανιέρα έβλεπε την τουαλέτα υπό δεξιά γωνία. Ένα βράδυ έριξα μια ματιά στη μητέρα μου που σκουπιζόταν ύστερα από ντους.
Με είδε που κοιτούσα το στήθος της. Μου είπε πως η άκρη της δεξιάς της ρώγας  έπρεπε να αφαιρεθεί μετά τη γέννα μου γιατί είχε μολυνθεί. Το ύφος της δεν ήταν καθόλου προκλητικό – ήταν μια επαγγελματίας νοσοκόμα που εξηγούσε ένα ιατρικό γεγονός.
Είχα εικόνες πλέον – ήθελα να δω περισσότερα.
Πέρασα ώρες στην τουαλέτα, κάνοντας πως έπαιζα με ένα υποβρύχιο. Έβλεπα τη μητέρα μου ημίγυμνη, ολόγυμνη ή μόνο με την κυλότα της. Έβλεπα τα στήθη να πάλλονται. Έβλεπα την καλή της ρώγα να σκληραίνει από το κρύο. Έβλεπα το κόκκινο ανάμεσα στα πόδια της και πως ο ατμός έκανε το δέρμα της να λάμπει.
Τη μισούσα και την ποθούσα.
Κι έπειτα πέθανε.”

Το τρίτο μέρος (“Στόουνερ”), έχει πάλι τριτοπρόσωπη αφήγηση και εστιάζει πάνω στην προσωπικότητα του ντετέκτιβ εγκληματολογικού, Μπιλ Στόουνερ, ο οποίος έχει το χαρακτηριστικό να αναλύει σε βάθος τις ανεξιχνίαστες και μακροχρόνιες υποθέσεις. Εμμονικός και ακούραστος, προσπαθεί να επιλύσει δύσκολες και περίεργες δολοφονίες. Ο Ελρόυ παραθέτει μια σειρά φρικιαστικών φόνων στην περιοχή του Λος Άντζελες και όχι μόνο, και τις προσπάθειες, κυρίως του Στόουνερ να τις εξιχνιάσει.

Στο τέταρτο μέρος (“Τζηνήβα Χίλλικερ”), όλα έρχονται και δένουν. Η αφήγηση γίνεται πάλι πρωτοπρόσωπη και ο Ελρόυ, καταξιωμένος πλέον συγγραφέας, μιας σειράς μυθιστορημάτων, ιδιαίτερα επιτυχημένων και εμπορικά, αρκετά προβεβλημένος, έχοντας λύσει κάθε οικονομικό πρόβλημα, θεωρεί πως ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει τα φαντάσματά του. Με την βοήθεια του συνταξιούχου πλέον Στόουνερ, προσπαθεί να ξανανοίξει την υπόθεση της δολοφονίας της μητέρας του. Ως ενήλικος πλέον, διαβάζει τις λεπτομέρειες του φακέλλου της, προσπαθεί να βρει επιζώντες μάρτυρες ή γνωστούς της μετά από 35-40 χρόνια, επιστρατεύει τις πιο σύγχρονες μεθόδους για να επιλύσει την υπόθεση, μόνο που και πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα.

“Δεν μπορούσα να μοιραστώ με άλλους τη διεκδίκησή μου. Σε ξανάφτιαξα διαστροφικά και σε έκλεισα ερμητικά ώστε οι άλλοι να μην μπορούν να σε αγγίξουν. Δεν ήξερα πως αυτός ο απλός εγωισμός αφαιρούσε κάθε εγκυρότητα από τη θέλησή μου να σε έχω μόνο δική μου.
Ζεις έξω από εμένα. Ζεις στις θαμμένες σκέψεις αγνώστων. Ζεις μέσα από τη θέλησή σου να κρύψεις και να συγκαλύψεις. Ζεις μέσα από τη θέλησή σου να μου ξεγλιστρήσεις.”


Τα σκοτάδια μου”, δεν είναι ένα βιβλίο για να περάσεις την ώρα σου, ούτε ενδείκνυται για τους λάτρεις της "αισθηματικής λογοτεχνίας". Σκοτεινό και στενάχωρο, "σε πνίγει" με την παράθεση των εγκλημάτων και την διαρκή επανάληψη, του φόνου της Τζην Ελρόυ-Χίλλικερ, των άγριων λεπτομερειών και των ερωτικών σκέψεων του γιου της. Από την άλλη, το βιβλίο αποτελεί και μια κοινωνική ανάλυση του Λος Άντζελες της δεκαετίας του 50, τον καταπιεσμένο ερωτισμό, της ζωής των υποβαθμισμένων προαστίων, τις νεαρές κοπέλες που κατέφθαναν στην πόλη για να ζήσουν ένα όνειρο και κατέληγαν βιασμένες και δολοφονημένες.

Ο Ελρόυ ανατέμνει την προσωπικότητα της μητέρας του αλλά και του νεανικού εαυτού του, σε βαθμό εξαντλητικό. Εκείνος ως παιδί, θα ζήσει τον φόνο της μητέρας του, ένα γεγονός που τον στιγμάτισε σε όλη του τη ζωή. Θα την κατηγορήσει, θα την θεωρεί για πολλά χρόνια πόρνη, ασπαζόμενος την άποψη του πατέρα του, θα την μισήσει και τελικά θα την λατρέψει αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της κι όταν πλέον έχει ψάξει τα γεγονότα της ζωής της. Αλλά πάντα θα έχει ερωτικές φαντασιώσεις μαζί της – συνεχώς θα επιθυμεί ώριμες γυναίκες με μεγάλο στήθος. Η Τζην Ελρόυ-Χίλλικερ είναι ένας άψογος μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Αντιφατική και μυστηριώδης, μια γυναίκα που ήθελε να ζήσει έντονα και τελικά το πλήρωσε ακριβά. Η ζωή της όλη, μια συναισθηματική ταλαιπωρία, καθώς καμία σχέση της δεν προχωρούσε, ανασφαλής και εγωίστρια, έψαχνε απεγνωσμένα τον έρωτα στα πιο επικίνδυνα μέρη.

“Λεηλάτησα τον τάφο σου. Σε φανέρωσα. Σε έδειξα σε άσεμνες στιγμές. Έμαθα πράγματα για σένα. Ό,τι μάθαινα με έκανε να σε αγαπώ στοργικά.”



Ο Ελρόυ συνεχώς, σε όλα τα έργα του, πολεμάει με τους δαίμονές του, τους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν από την ηλικία των 10 ετών που είδε την μητέρα του νεκρή, και που άλλαξε μέσα σε μια νύχτα την πορεία της ζωής του. Ο ατίθασος και τεμπέλης έφηβος που ξενυχτούσε διαβάζοντας αστυνομικές ιστορίες και pulp περιοδικά με στυγερά εγκλήματα, το παιδί που έκλεβε σπίτια και που παράτησε το σχολείο για να καταταγεί στον στρατό, ο αλκοολικός και ναρκομανής, ο άνθρωπος που περιφρονείτο από όλους, έγινε ο σπουδαίος συγγραφέας, ένας άνθρωπος που ουσιαστικά γράφει συνεχώς την ιστορία της ζωής του, ξαναζεί τις αναμνήσεις του, παλεύει με τον εαυτό του. Αυτό το βιβλίο-επιστολή πάθους, έρωτα και μίσους, συμπυκνώνει όλα τα προηγούμενά του, ελεγειακό και συνταρακτικό, σκληρό και νοσηρά ερωτικό, παροξυσμικό όπως όλα τα βιβλία του μεγάλου αυτού συγγραφέα, ημιτελές και αδιέξοδο όπως η ζωή του, είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.