Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 02, 2016 | Permalink
Τα σκοτάδια του James Ellroy
Ο θάνατός σου καθόρισε τη ζωή μου. Θέλω να βρω την αγάπη που δεν είχαμε ποτέ και να την εξηγήσω για χάρη σου.
Θέλω να μιλήσω δημόσια για τα μυστικά σου, θέλω να εκμηδενίσω την απόσταση που μας χωρίζει.
Θέλω να σου δώσω πνοή.”

Καλοκαίρι του 1958. Μια κοκκινομάλλα γυναίκα, γύρω στα σαράντα, δολοφονείται άγρια. Το πτώμα της βρίσκεται πεταμένο σε ένα παρτέρι, δίπλα στο πεζοδρόμιο, ενός παράδρομου που εβγαινε σε μια λεωφόρο, μια νάυλον κάλτσα και ένα κορδόνι ήταν τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό της. Το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο και μισοσηκωμένο, από τη μέση και κάτω ήταν γυμνή, η δε στάση του σώματος έδειχνε ότι κάποιος την είχε αφήσει εκεί. Η γυναίκα αυτή ήταν η Τζηνήβα (Τζην) Ελλρόυ-Χίλλικερ, μητέρα του εξαιρετικού Αμερικανού συγγραφέα James Ellroy (Los Angeles, 1948), ο οποίος στο συγκλονιστικό του αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα “ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ ΜΟΥ” (“My dark places”), (Εκδ. Άγρα, μετάφρ. Α.Αποστολίδης, σελ. 529), ανοίγει την ντουλάπα του και βγάζει τους σκελετούς που τον ταλαιπωρούν τόσα χρόνια, εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή του.


Το βιβλίο αφηγείται μια άγρια ιστορία που στοιχειώνει τον συγγραφέα, ο οποίος αποφάσισε να κάνει αυτό που οι αναγνώστες των πολύ καλών ως επί το πλείστον μυθιστορημάτων του, περίμεναν να κάνει από καιρό. Ήδη με το (καλύτερό του μάλλον βιβλίο) “Μαύρη Ντάλια” εμμέσως το έκανε, αλλά τώρα αυτή η αμεσότητα της αυτοβιογραφικής αφήγησης – όσο αποστασιοποιημένη θα μπορούσε -, είναι που τσακίζει ακόμα και τον πλέον ψύχραιμο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 4 μέρη. Στο πρώτο μέρος “Η κοκκινομάλλα”, χρησιμοποιώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο Ελρόυ περιγράφει την ανεύρεση του πτώματος της μητέρας του και της ταυτότητάς της, τη στιγμή της ανακοίνωσης του θανάτου της από τους αστυνομικούς σ' εκείνον και τον πατέρα του καθώς οι γονείς του είχαν πάρει διαζύγιο και ο μικρός Ελρόυ πέρναγε τα Σαββατοκύριακα με τον πατέρα του, τις αδιέξοδες έρευνες για την ανεύρεση του δολοφόνου.
Στο δεύτερο μέρος, “Το παιδί στη φωτογραφία”, η αφήγηση μετατρέπεται σε πρωτοπρόσωπη και πιο προσωπική. Στις 140 σελίδες αυτής της ενότητας, ο Ελρόυ γράφει ίσως το καλύτερο κομμάτι του συνολικού του έργου. Είναι η αφήγηση ενός παιδιού που ξαφνικά διαλύονται τα πάντα γύρω του, χωρίς να το έχει καταλάβει. Η σχέση του με την μητέρα που δούλευε ως νοσοκόμα σε μια εταιρία, και τον πατέρα του, πρώην λογιστή της Ρ.Χέιγουορθ, η εφηβεία του, τα χρόνια του σχολείου, η εμμονή του με τα εγκλήματα και τους άγριους φόνους, το ποτό και τα ναρκωτικά, οι κλοπές και ο θάνατος του πατέρα του, τα προσωπικά του αδιέξοδα και η αναζήτηση μιας γυναίκας που να μοιάζει με την μητέρα του, οι σεξουαλικές του φαντασιώσεις του μ'εκείνη!

Το μπάνιο μας στο Ελ Μόντι ήταν μικροσκοπικό. Η μπανιέρα έβλεπε την τουαλέτα υπό δεξιά γωνία. Ένα βράδυ έριξα μια ματιά στη μητέρα μου που σκουπιζόταν ύστερα από ντους.
Με είδε που κοιτούσα το στήθος της. Μου είπε πως η άκρη της δεξιάς της ρώγας  έπρεπε να αφαιρεθεί μετά τη γέννα μου γιατί είχε μολυνθεί. Το ύφος της δεν ήταν καθόλου προκλητικό – ήταν μια επαγγελματίας νοσοκόμα που εξηγούσε ένα ιατρικό γεγονός.
Είχα εικόνες πλέον – ήθελα να δω περισσότερα.
Πέρασα ώρες στην τουαλέτα, κάνοντας πως έπαιζα με ένα υποβρύχιο. Έβλεπα τη μητέρα μου ημίγυμνη, ολόγυμνη ή μόνο με την κυλότα της. Έβλεπα τα στήθη να πάλλονται. Έβλεπα την καλή της ρώγα να σκληραίνει από το κρύο. Έβλεπα το κόκκινο ανάμεσα στα πόδια της και πως ο ατμός έκανε το δέρμα της να λάμπει.
Τη μισούσα και την ποθούσα.
Κι έπειτα πέθανε.”

Το τρίτο μέρος (“Στόουνερ”), έχει πάλι τριτοπρόσωπη αφήγηση και εστιάζει πάνω στην προσωπικότητα του ντετέκτιβ εγκληματολογικού, Μπιλ Στόουνερ, ο οποίος έχει το χαρακτηριστικό να αναλύει σε βάθος τις ανεξιχνίαστες και μακροχρόνιες υποθέσεις. Εμμονικός και ακούραστος, προσπαθεί να επιλύσει δύσκολες και περίεργες δολοφονίες. Ο Ελρόυ παραθέτει μια σειρά φρικιαστικών φόνων στην περιοχή του Λος Άντζελες και όχι μόνο, και τις προσπάθειες, κυρίως του Στόουνερ να τις εξιχνιάσει.

Στο τέταρτο μέρος (“Τζηνήβα Χίλλικερ”), όλα έρχονται και δένουν. Η αφήγηση γίνεται πάλι πρωτοπρόσωπη και ο Ελρόυ, καταξιωμένος πλέον συγγραφέας, μιας σειράς μυθιστορημάτων, ιδιαίτερα επιτυχημένων και εμπορικά, αρκετά προβεβλημένος, έχοντας λύσει κάθε οικονομικό πρόβλημα, θεωρεί πως ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει τα φαντάσματά του. Με την βοήθεια του συνταξιούχου πλέον Στόουνερ, προσπαθεί να ξανανοίξει την υπόθεση της δολοφονίας της μητέρας του. Ως ενήλικος πλέον, διαβάζει τις λεπτομέρειες του φακέλλου της, προσπαθεί να βρει επιζώντες μάρτυρες ή γνωστούς της μετά από 35-40 χρόνια, επιστρατεύει τις πιο σύγχρονες μεθόδους για να επιλύσει την υπόθεση, μόνο που και πάλι δεν θα υπάρξει αποτέλεσμα.

“Δεν μπορούσα να μοιραστώ με άλλους τη διεκδίκησή μου. Σε ξανάφτιαξα διαστροφικά και σε έκλεισα ερμητικά ώστε οι άλλοι να μην μπορούν να σε αγγίξουν. Δεν ήξερα πως αυτός ο απλός εγωισμός αφαιρούσε κάθε εγκυρότητα από τη θέλησή μου να σε έχω μόνο δική μου.
Ζεις έξω από εμένα. Ζεις στις θαμμένες σκέψεις αγνώστων. Ζεις μέσα από τη θέλησή σου να κρύψεις και να συγκαλύψεις. Ζεις μέσα από τη θέλησή σου να μου ξεγλιστρήσεις.”


Τα σκοτάδια μου”, δεν είναι ένα βιβλίο για να περάσεις την ώρα σου, ούτε ενδείκνυται για τους λάτρεις της "αισθηματικής λογοτεχνίας". Σκοτεινό και στενάχωρο, "σε πνίγει" με την παράθεση των εγκλημάτων και την διαρκή επανάληψη, του φόνου της Τζην Ελρόυ-Χίλλικερ, των άγριων λεπτομερειών και των ερωτικών σκέψεων του γιου της. Από την άλλη, το βιβλίο αποτελεί και μια κοινωνική ανάλυση του Λος Άντζελες της δεκαετίας του 50, τον καταπιεσμένο ερωτισμό, της ζωής των υποβαθμισμένων προαστίων, τις νεαρές κοπέλες που κατέφθαναν στην πόλη για να ζήσουν ένα όνειρο και κατέληγαν βιασμένες και δολοφονημένες.

Ο Ελρόυ ανατέμνει την προσωπικότητα της μητέρας του αλλά και του νεανικού εαυτού του, σε βαθμό εξαντλητικό. Εκείνος ως παιδί, θα ζήσει τον φόνο της μητέρας του, ένα γεγονός που τον στιγμάτισε σε όλη του τη ζωή. Θα την κατηγορήσει, θα την θεωρεί για πολλά χρόνια πόρνη, ασπαζόμενος την άποψη του πατέρα του, θα την μισήσει και τελικά θα την λατρέψει αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό της κι όταν πλέον έχει ψάξει τα γεγονότα της ζωής της. Αλλά πάντα θα έχει ερωτικές φαντασιώσεις μαζί της – συνεχώς θα επιθυμεί ώριμες γυναίκες με μεγάλο στήθος. Η Τζην Ελρόυ-Χίλλικερ είναι ένας άψογος μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Αντιφατική και μυστηριώδης, μια γυναίκα που ήθελε να ζήσει έντονα και τελικά το πλήρωσε ακριβά. Η ζωή της όλη, μια συναισθηματική ταλαιπωρία, καθώς καμία σχέση της δεν προχωρούσε, ανασφαλής και εγωίστρια, έψαχνε απεγνωσμένα τον έρωτα στα πιο επικίνδυνα μέρη.

“Λεηλάτησα τον τάφο σου. Σε φανέρωσα. Σε έδειξα σε άσεμνες στιγμές. Έμαθα πράγματα για σένα. Ό,τι μάθαινα με έκανε να σε αγαπώ στοργικά.”



Ο Ελρόυ συνεχώς, σε όλα τα έργα του, πολεμάει με τους δαίμονές του, τους εφιάλτες που τον στοιχειώνουν από την ηλικία των 10 ετών που είδε την μητέρα του νεκρή, και που άλλαξε μέσα σε μια νύχτα την πορεία της ζωής του. Ο ατίθασος και τεμπέλης έφηβος που ξενυχτούσε διαβάζοντας αστυνομικές ιστορίες και pulp περιοδικά με στυγερά εγκλήματα, το παιδί που έκλεβε σπίτια και που παράτησε το σχολείο για να καταταγεί στον στρατό, ο αλκοολικός και ναρκομανής, ο άνθρωπος που περιφρονείτο από όλους, έγινε ο σπουδαίος συγγραφέας, ένας άνθρωπος που ουσιαστικά γράφει συνεχώς την ιστορία της ζωής του, ξαναζεί τις αναμνήσεις του, παλεύει με τον εαυτό του. Αυτό το βιβλίο-επιστολή πάθους, έρωτα και μίσους, συμπυκνώνει όλα τα προηγούμενά του, ελεγειακό και συνταρακτικό, σκληρό και νοσηρά ερωτικό, παροξυσμικό όπως όλα τα βιβλία του μεγάλου αυτού συγγραφέα, ημιτελές και αδιέξοδο όπως η ζωή του, είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.


 



2 Comments:


At 8/3/16 14:00, Anonymous Ανώνυμος

Πάρα πολύ ενδιαφέρον.

 

At 8/3/16 16:34, Blogger Librofilo

ευχαριστώ

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home