Τρίτη, Ιουλίου 26, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 26, 2016 | Permalink
Οι φυγάδες
Ο Πάνος Καρνέζης (Αμαλιάδα,1967), συγγραφέας που ζει και εργάζεται στην Μ.Βρετανία, είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση, ενός λογοτέχνη που δεν μπορείς να τον κατατάξεις στη ντόπια πεζογραφία. Είτε είναι τα θέματά του, είτε είναι ότι τα βιβλία του γράφονται πρώτα στα Αγγλικά και τα μεταφράζει ο ίδιος στα ελληνικά, γεγονός είναι ότι ο Καρνέζης (όπως κι ο Αλεξάκης) είναι μια sui generis περίπτωση η οποία δεν υπακούει σε στερεότυπα. Μετά την ισπανική σιέρα όπου εκτυλίσσονταν το προηγούμενό του βιβλίο (“Το μοναστήρι” 2010), ο Καρνέζης επανέρχεται, με το θαυμάσιο “ΟΙ ΦΥΓΑΔΕΣ” (“The Fugitives”), (Εκδ. Πατάκη, σελ. 268), ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Λατινική Αμερική, σε μια χώρα που θα μπορούσε να είναι το Μεξικό (που αυτό είχε στο μυαλό του όπως δηλώνει ο ίδιος), ή κάποια από αυτές που περνάει ο Αμαζόνιος.

Ο Πατέρας Τόμας, είναι ένας Βρετανός ιησουίτης ιερέας, που είναι αποσπασμένος σε μια αγροτική δασώδη περιοχή και ζει μαζί με μια φυλή Ινδιάνων. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των ιθαγενών απειλείται από τους ακτήμονες και τους κτηνοτρόφους οι οποίοι αναζητώντας εδάφη για να ζήσουν τους διώχνουν από τη γη των προγόνων τους. Οι ακτήμονες υποστηρίζονται στην προσπάθειά τους από τους αντάρτες που μάχονται με τις δυνάμεις του στρατού που βρίσκονται στην περιοχή. Την χαώδη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί μπερδεύει ακόμα περισσότερο, η διάσωση ενός τραυματία αξιωματικού από τον Πατέρα Τόμας, που βρέθηκε κοντά στο μέρος όπου είχε στηθεί μια ενέδρα από τους αντάρτες, οι οποίοι εξολόθρευσαν μια μονάδα του στρατού και ο μοναδικός διασωθείς, είναι ο ετοιμοθάνατος αξιωματικός, που ο Πατέρας Τόμας, μεταφέρει στο ινδιάνικο χωριό κρύβοντάς τον. Με αυτή του την ενέργεια, ο ιερωμένος (άθελά του) μπλέκει τους κατοίκους του χωριού καθώς τον τραυματία ψάχνουν οι ακτήμονες και οι αντάρτες.

Ο Βενουστιάνο, ο αρχηγός των Ινδιάνων, είναι αντίθετος με την φιλοξενία του τραυματία, αλλά σέβεται τον Πατέρα Τόμας και παρά τις διαφωνίες του θα συναινέσει. Προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες στο χωριό, με τον λαό του να γοητεύεται όλο και περισσότερο με τις προκλήσεις της ζωής στην πόλη και  με την παρουσία των ακτημόνων και των κτηνοτρόφων στην περιοχή, που όλο και επεκτείνονται στην ανάγκη τους για περισσότερη γη και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Στην περιοχή βρίσκεται και η αρχαιολόγος Μιλάγρος που αναζητάει ίχνη μιας χαμένης αρχαίας πόλης, ενώ ένας ιαγουάρος τριγυρνάει ελεύθερος και ψάχνοντας για τροφή μέσα στη ζούγκλα.

Οι χαρακτήρες του βιβλίου στροβιλίζονται στη δίνη των γεγονότων. Ο Πατέρας Τόμας που έφυγε από την Αγγλία για να βρει τον εαυτό του, βλέπει την κοσμοθεωρία του να κλονίζεται, καθώς ζει την καθημερινότητα των Ινδιάνων και την μαγεία της φύσης που συνεχώς καταστρέφεται. Ο Βενουστιάνο, που ντρέπεται για το ισπανικό όνομα που του έχει δώσει ο πατέρας του, έχει γίνει νεότατος αρχηγός της φυλής. Νιώθει ότι πρέπει να τους προστατέψει, αλλά πως; Είναι ο μοναδικός κάτοχος μιας παλιάς καραμπίνας και δεν θα διστάσει να την χρησιμοποιήσει, υπογράφοντας το τέλος της κοινότητας. Η Μιλάγρος που την “καταδιώκει” το προσωπικό της παρελθόν και βλέπει ότι δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια και να ψάχνει μόνο για την αρχαία πόλη και τέλος ο Ιαγουάρος, αυτό το ατίθασο ζώο, που αμύνεται επιτιθέμενο, που προσπαθεί να βρει τροφή σε μια ζούγκλα που εξαφανίζεται.

Μπορεί ο Πατέρας Τόμας να είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της ωραίας ιστορίας που αφηγείται με γλαφυρό ύφος και φρεσκάδα ο Καρνέζης, αλλά και οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου είναι κι αυτοί πρωταγωνιστές και ολοζώντανοι χαρακτήρες στο δράμα που εκτυλίσσεται. Όλοι θα μεταστραφούν κατά την διάρκεια του βιβλίου. Ο ιερωμένος έχει τόσες αμφιβολίες για την πίστη του που τείνει προς την αθεΐα, ο Βενουστιάνο που ζει σε έναν κόσμο παλιό που είναι αναπόφευκτο να τελειώσει, και αυτός προσπαθεί να αντισταθεί. Που είναι το σωστό και που το λάθος; Ποιο είναι το “ηθικό” και ποιο είναι το “ανήθικο”; Οι αντάρτες μαζί με τους ακτήμονες απαιτούν “δικαιοσύνη” στον καταμερισμό της γης, αλλά το κάνουν με “δίκαιο” τρόπο”; Ερωτήματα που εγείρονται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης αυτού του δυνατού αφηγήματος.

“Σκέφτηκε: πόσο εύκολο είναι να πεθάνει κανείς. Ο θάνατος ζητούσε τόσα λίγα σε αντάλλαγμα για την αιώνια ανυπαρξία: μια σφαίρα στον κρόταφο, το σχίσιμο μιας αρτηρίας, μερικές σταγόνες δηλητήριο στα χείλη – και λίγη υπομονή. Ήταν η ζωή που απαιτούσε τεράστια, αδιάκοπη προσπάθεια. Τελείωσε την εξομολόγηση και συνόδευσε τη γυναίκα στην πόρτα, κρύβοντας τα χέρια του στις τσέπες, σε περίπτωση που επιχειρούσε να τα ξαναφιλήσει. Εκείνη βγήκε στον δρόμο και πήρε την ανηφόρα προς το σπίτι της κάτω από τον καυτό απογευματινό ήλιο. Ο ιερέας την παρακολούθησε – οι σκέψεις του ήταν σαν να αναβλύζει αίμα από πληγή. Γνώριζε πως δεν υπήρχε Θεός της αγάπης και του ελέους, αλλά μερικές φορές λαχταρούσε ακόμα τη μικρή παρηγοριά της αμφιβολίας.”

Κινηματογραφικό ύφος, και δυνατές εικόνες χαρακτηρίζουν το στυλ του Καρνέζη. Σ'αυτό του το βιβλίο έχει απομακρυνθεί από τον “μαγικό ρεαλισμό” που τον επηρέασε τόσο πολύ στα πρώτα του έργα, αλλά η γραφή του είναι πιο δουλεμένη και υπαινικτική. Η ζούγκλα, η φύση κυριαρχούν στο φόντο ενώ κοινωνικοί και οικολογικοί προβληματισμοί διατρέχουν την ραχοκοκκαλιά του μυθιστορήματος που έχει το άρωμα του Γκράχαμ Γκρην ("Η δύναμις και η δόξα" είναι το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό διαβάζοντας το βιβλίο) στον χαρακτήρα του Πατέρα Τόμας με τα θέματα που τον απασχολούν, ενώ διατρέχοντας τις σελίδες του δεν μπορείς να μην θυμηθείς την υπέροχη Αποστολή” (“The mission), την ταινία του Rolland Joffe και την χαρακτηριστική μουσική του Ένιο Μορικόνε να συνοδεύει ως soundtrack την ιστορία που τόσο ωραία αφηγείται ο συγγραφέας.


Λυρικό εκεί που πρέπει, με το στοιχείο της δράσης και της περιπέτειας σε πολλές από τις σελίδες του, “Οι φυγάδες”, είναι ένα υπέροχο μυθιστόρημα, για την απληστία και την ηθική, για την μάχη του σύγχρονου κόσμου με τον παλαιό, για την δύναμη της πίστης και τα διλήμματα, για τα όρια του καλού και του κακού, γραμμένο από έναν άνθρωπο που ξέρει να αφηγείται ιστορίες, έναν αυθεντικό “storyteller” που καθώς περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και καλύτερος.


 
Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2016 | Permalink
Ξαναδιαβάζοντας το "Ομαδικό πορτρέτο με μία κυρία"
Πάνε πάνω από 30 χρόνια που πρωτοδιάβασα το αριστούργημα του Χάινριχ Μπελ  “ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ”. Είχε βγει την δεκαετία του '70 από τις εκδόσεις Ζάρβανος και εγώ νεότατος και χωρίς την σημερινή αναγνωστική (και όχι μόνο) εμπειρία, είχα συγκλονισθεί από το βιβλίο. Δεν ήταν το πρώτο του μεγάλου Γερμανού λογοτέχνη (1917-1985 - βραβείο Νόμπελ 1972), που διάβαζα καθώς είχα “γνωρίσει” τον συγγραφέα από τον εμβληματικό του “Κλόουν” που είχα λατρέψει κυριολεκτικά (εξάλλου τότε όλοι οι βιβλιόφιλοι νέοι διάβαζαν τις Απόψεις ενός Κλόουν”), αλλά το “Πορτρέτο” το αγάπησα πολύ – οι δε συζητήσεις που ακολούθησαν ήταν καταιγιστικές. Συνέχισα και με άλλα βιβλία του Boll (που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην δεκαετία του 80 και πολύ γνωστός σε ένα ευρύτερο κοινό μετά την εμβληματική κινηματογραφική μεταφορά της “Κατερίνας Μπλουμ” από τον Φόλκερ Σλέντορφ - άλλο hot όνομα της εποχής), τα οποία είναι τα περισσότερα εξαιρετικά. Αποφάσισα να ξαναδιαβάσω το “ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ”, φέτος μετά από τόσα χρόνια, σαν τεστ στον εαυτό μου, εάν θα ξανανιώσω την ίδια ένταση της πρώτης φοράς, αλλά και επειδή η εγγύηση της μεταφράστριας Μ.Ζαχαριάδου και η ωραιότατη έκδοση (εκδ. Πόλις), δεν είχε καμία σχέση με την πρώτη της δεκαετίας του 70. Τα συναισθήματα που ένιωσα ήταν ακριβώς τα ίδια, απόδειξη της δυναμικής του βιβλίου, μου έκανε δε εντύπωση ότι θυμόμουν πάρα πολλές σκηνές καθώς και την αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος (αυτήν δύσκολα την ξεχνάς) – τελικά, μάλλον τα βιβλία που σε σημαδεύουν δύσκολα τα ξεχνάς.

Τι είναι λοιπόν το “ΟΜΑΔΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ”; Αυτό ακριβώς που λέει κι ο τίτλος. Ένα σύνολο συνεντεύξεων ανθρώπων που γνώριζαν την ηρωίδα Λένι Πφάιφερ (το γένος Γκρούιτεν) “...γυναίκα σαράντα οκτώ ετών, Γερμανίδα – έχει ύψος 1,71, ζυγίζει 68,8 κιλά...το χρώμα των ματιών της κυμαίνεται μεταξύ σκούρου μπλε και μαύρου, έχει πολύ πυκνά ξανθά μαλλιά ελαφρώς γκριζαρισμένα, τα οποία αφήνει κάτω – περιβάλλουν το κεφάλι της ολόισια, κάπως σαν κράνος.” Η Λένι θα μείνει σιωπηλή καθ' όλη τη διάρκεια του βιβλίου, γι' αυτήν θα μιλάνε άνθρωποι που την γνώριζαν καλά, αρκετά, ελάχιστα ή και καθόλου. Ο αφηγητής που ερευνά με μεγάλη λεπτομέρεια την ζωή της Λένι θα παραμείνει ανώνυμος, στο περιθώριο, χωρίς να εμπλέκεται συναισθηματικά στην ιστορία της ηρωίδας του, ενώ η πολυαναμενόμενη συνάντηση των δυο τους θα γίνει μερικές σελίδες πριν το τέλος, οι παρεμβάσεις του θα είναι γεμάτες χιούμορ και ειρωνία. Οι άνθρωποι που μιλάνε και αφηγούνται την ιστορία της ζωής της, διατρέχουν μια μεγάλη περίοδο, από την δεκαετία του 30 έως το τέλος της δεκαετίας του 60.

Με αργό και σχεδόν υπνωτιστικό ρυθμό η ποικιλία των “αφηγητηματικών φωνών” σχηματίζουν το πορτρέτο όχι μόνο μιας γυναίκας αντισυμβατικής και ελεύθερης, αφελούς και σοβαρής, ρομαντικής και επιπόλαιας, επίμονης και ανεξάρτητης, περίπλοκης και πολυσύνθετης, αλλά – ταυτόχρονα – και το πορτρέτο της Γερμανικής κοινωνίας από τα ταραγμένα χρόνια του Ναζισμού έως τα χρόνια του ξαναχτισίματος της χώρας και της οικονομικής της ανάπτυξης.

Η Λένι μεγαλώνει με τον Ναζισμό, σαν κοριτσάκι θα επιλεχθεί ως αντιπροσωπευτικό πρόσωπο του νέου καθεστώτος, εκείνη που θα αδιαφορήσει παντελώς για τις σπουδές, για το σχολείο το οποίο θα εγκαταλείψει νωρίς. Αγνοεί βασικά πράγματα αλλά μπορεί να απαγγείλει Τρακλ και Γέητς να τραγουδάει Σούμπερτ μαγικά, να ξέρει απέξω τον Χαίντερλιν και να έχει εντρυφήσει στον Κάφκα, λογοτέχνες που ως επί το πλείστον, τους μαθαίνει από την καταθλιπτική και ρομαντική μητέρα της. Θα μεγαλώσει σε ένα σπίτι μιας αυτοδημιούργητης οικογένειας, καθώς ο πατέρας της που ξεκίνησε φτωχός για να πλουτίσει κατά τη διάρκεια του Χιτλερικού καθεστώτος αναλαμβάνοντας οικοδομικές εργασίες με την εταιρία του, θα τα χάσει όλα και θα ξεπέσει μετά από μια κομπίνα κατά τα χρόνια του πολέμου.
Η Λένι που η καλύτερή της φίλη θα είναι μια μοναχή που διώχθηκε ως Εβραία από το καθεστώς για να πεθάνει σε ένα μοναστικό κελί. Η Λένι που μέσα σε λίγα χρόνια θα χάσει τον πρώτο της μεγάλο έρωτα (και παρ' ολίγο πρώτο της εραστή) που μαζί με τον αδερφό της θα εκτελεστούν κάτω όταν υπηρετούσαν κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες από τους συμπατριώτες τους, τον σύζυγό της Αλόις με τον οποίο πρόλαβε να συνευρεθεί μιάμιση φορά προτού εκείνος φύγει αμέσως μετά τον γάμο τους, για το μέτωπο όπου θα χάσει τη ζωή του, και μετά από λίγα χρόνια θα χάσει και τον αγαπημένο της Μπόρις, τον Ρώσο αιχμάλωτο, με τον οποίο έζησε ένα σφοδρό και ταραγμένο έρωτα σε καταφύγια και τάφους κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών της Κολωνίας, για να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί, λίγο πριν πιαστεί εκείνος και βρει ένα τραγικό και άδικο θάνατο κάπου στη Γαλλία.

Η Λένι θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της, φτιάχνοντας ανθοδέσμες και στεφάνια, σε οικονομική ένδεια, μαζί με το μικρό της γιο, που θα έχει Ρώσικο όνομα, στιγματισμένη ως “τσούλα”, “πουτάνα” από τη γειτονιά, αγέρωχη και ασυμβίβαστη χωρίς να χάσει την ανθρωπιά της και την έμφυτη καλοσύνη και (ιδιόμορφη έως παιδική) αγνότητά της. Θα βοηθήσει τους μετανάστες, θα σταθεί δίπλα σε όσους χρειάζονται τη βοήθειά της και θα καταλήξει σε ένα άκρως μεταφορικό φινάλε να είναι αυτοί οι ίδιοι, οι οικονομικοί μετανάστες που θα την στηρίξουν για να μη χάσει το σπίτι της από τους συγγενείς της.

Η Λένι Πφάιφερ, η ηρωίδα του βιβλίου, είναι μια προσωπικότητα που δεν μπορεί να χωρέσει στις 506 σελίδες του μυθιστορήματος, μια λογοτεχνική φιγούρα “bigger than life”, που μαζί με την Κατερίνα Μπλουμ (από το “Η χαμένη τιμή της Κατερίνα Μπλουμ), θα αποτελέσουν τους φάρους στο λογοτεχνικό σύμπαν του Χάινριχ Μπελ. Η Λένι, πρότυπο επιβίωσης και ευγένειας, αξιοπρέπειας και ουμανισμού, που ήταν παρούσα σε όλα τα μεγάλα γεγονότα αλλά ταυτόχρονα και απούσα σε ένα κόσμο δικό της που δεν χωρούσε κανείς. Γύρω της σαν ένας χορός αρχαίας τραγωδίας, ένα σύνολο φωνών που αντιπροσωπεύει την κοινωνία. Σκληροπυρηνικοί ναζί, μικροαπατεώνες που καταφέρνουν να επιζήσουν σε όλες τις συνθήκες, γυναίκες που κατάφεραν να επιβιώσουν άλλες διωκόμενες και αλλάζοντας ταυτότητα, άλλες προσπαθώντας να ζήσουν την κάθε στιγμή, εργάτες, μετανάστες, στρατιώτες.

Το “Ομαδικό πορτρέτο για μια κυρία” είναι ένα συγκλονιστικό πολυφωνικό μυθιστόρημα, βαθιά πολιτικό γραμμένο με μοντερνιστικό ύφος, που κάποιους μπορεί να τους ξενίσει. Σαν να ανοίγεις έναν φάκελο με μαρτυρίες ή σαν να παρακολουθείς τον “Πολίτη Κέιν”, το ύφος του Μπελ σ'αυτό το βιβλίο μοιάζει περισσότερο με το ύφος του Γκίντερ Γκρας παρά μ'αυτό των υπόλοιπων βιβλίων του. Οι συνέπειες, τα τραύματα της μεταπολεμικής Γερμανίας που εξελίσσεται σε μια φανατικά προτεσταντική καπιταλιστική κοινωνία, εξετάζονται σε όλα τα μυθιστορήματα του μεγάλου συγγραφέα, οπότε και σ'αυτό το μυθιστόρημα έχουμε την κριτική ματιά του στην κοινωνική μεταπολεμική δομή, ενώ από την πένα του συγγραφέα δεν ξεφεύγει ο καθολικισμός και ο υπαρκτός σοσιαλισμός.

Το μυθιστόρημα του Μπελ δεν δείχνει καθόλου την ηλικία του – πάνε 45 χρόνια από τότε που πρωτοδημοσιεύτηκε. Θα είναι πάντα επίκαιρο όσο το “αυγό του φιδιού” παραμένει και αιωρείται πάνω από την Ευρώπη (και όχι μόνο). Η εικόνα της γερμανικής κοινωνίας – άνθρωποι καθημερινοί, απλοί και πιο σύνθετοι, λιγότεροι ή περισσότερο “καλοί”, οικογενειάρχες απολιτίκ και όχι, που δέχτηκαν ως φυσιολογικό φαινόμενο το Χιτλερικό καθεστώς και την συμμετοχή τους στον πόλεμο, είναι αυτή που τρομάζει περισσότερο στο βιβλίο , αυτή η “καθημερινότητα των πραγμάτων” και αυτό είναι που τονίζει εμφαντικά με την υπέροχη ειρωνική του ματιά (όπως έκανε άλλωστε σε όλα του τα βιβλία) ο μεγάλος συγγραφέας. Το βιβλίο διαβάζεται όχι μόνο ως ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα αλλά και ως ιστορικό δοκίμιο, που περιγράφει πράγματα και καταστάσεις πολύ πιο καίρια από βαθυστόχαστες αναλύσεις και έρευνες.

Υ.Γ. Το μυθιστόρημα του Boll μεταφέρθηκε με σχετική επιτυχία στον κινηματογράφο, από τον Aleksandar Petrovic το 1977, με πρωταγωνίστρια την πανέμορφη Romy Schneider στον κύριο ρόλο.




 
Τρίτη, Ιουλίου 12, 2016
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιουλίου 12, 2016 | Permalink
Εφιάλτης στην έρημο (Στην νεκρή καρδιά της ηπείρου)
Ένα βιβλίο για το οποίο δεν έχεις ακούσει τίποτα, ο συγγραφέας του, σου είναι άγνωστος, αλλά κάτι σε τραβάει σ'αυτό (το περίφημο "αναγνωστικό αισθητήριο"). Ακολουθεί μια συζήτηση και η εγκωμιαστική κριτική ενός ανθρώπου που εμπιστεύεσαι - αποφασίζεις την ανάγνωσή του. Το παίρνεις μαζί σου στην παραλία·  ελαφρύ και σχετικά μικρό. Βυθίζεσαι στις σελίδες του και στην εφιαλτική του ατμόσφαιρα και δεν καταλαβαίνεις πότε έφθασες στο τέλος, αργείς να συνειδητοποιήσεις την αναγνωστική εμπειρία που βίωσες, και μάλιστα,σε ένα λογοτεχνικό είδος με το οποίο δεν έχεις τις καλύτερες σχέσεις. Ο λόγος για το εκπληκτικό θρίλερ "ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ" ("Wake in fright"), του Αυστραλού συγγραφέα, δημοσιογράφου και σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ Kenneth Cook (Sydney, 1929-1987), (Εκδ. Εξάρχεια, μετάφρ. Δημ.Κωνσταντίνου, σελ.223).

Ο Τζον Γκραντ νεαρός και μάλλον αφελής και άπειρος δάσκαλος υπηρετεί την θητεία του (κάτι σαν μετάθεση από την οποία θα πάρει πόντους) στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο της Τιμπούντα, ένα χωριουδάκι μέσα στην έρημο της κεντρικής Αυστραλίας. Έχει έρθει η ώρα των καλοκαιρινών διακοπών του και το μόνο που σκέπτεται είναι η ώρα που θα πατήσει το πόδι του στο Σύδνεϋ και θα ξανασυναντήσει την κοπέλα των ονείρων του, την Ρόμπιν. Του απομένει ένα ακόμα έτος στην "κόλαση" της Τιμπούντα, ένα μέρος όπου το μόνο που το συνδέει με τον πολιτισμό είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός και η τοπική παμπ.

Έρημος, μαραμένοι άνθρωποι, ψόφια ζώα διάσπαρτα στην έρημο με τα λευκά τους κόκκαλά να ξεχωρίζουν από μακριά. Τόνοι από κρύα μπίρα και άναρθρες κουβέντες, και η κάθε κίνηση του ξένου να περνάει από μικροσκόπιο. Ο Γκραντ ψάχνει μια ευκαιρία να ξεφύγει από αυτό το μέρος - "το σιωπηλό κέντρο της Αυστραλίας, την νεκρή καρδιά". Για την ώρα, αυτό που πρέπει να κάνει, είναι να περάσει τη νύχτα στην πόλη της Μπουντανιάμπα ("Γιάμπα" όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι) και να πάρει το αυριανή πτήση. Στην τσέπη του έχει τον μισθό του για έξι εβδομάδες, 140 λίρες δηλαδή και ένα μικρό επίδομα. Στην Γιάμπα όμως ένας ντόπιος αστυνομικός αφού πρώτα τον ποτίζει με άφθονη μπίρα, τον πηγαίνει σε ένα αυτοσχέδιο καζίνο, όπου ο άμαθος και ελαφρώς ανόητος ήρωας της ιστορίας, μπλέκει σε ένα παιχνίδι (παραλλαγή του μονά-ζυγά), στο οποίο στην αρχή κερδίζει μεγάλα ποσά, παρασύρεται και χωρίς να το καταλάβει χάνει όλα του τα χρήματα.

Τότε αρχίζει ένας πραγματικός εφιάλτης. Χωρίς φράγκο στη τσέπη, ο Τζον Γκραντ περιφέρεται στην Γιάμπα, με τη βαλίτσα στο χέρι. Θα καταφύγει σε μια παμπ (που αλλού;) όπου ένας κοινωνικότατος μεσήλικας ντόπιος, ο Χάινς ο οποίος είναι μεταλλωρύχος, θα τον κεράσει μια μπίρα, η οποία θα φέρει και μια άλλη κι αυτή την επόμενη. Στο τέλος θα του προτείνει να τον πάρει για φαγητό σπίτι του. Ο ήρωας μας είναι μισομεθυσμένος και απελπισμένος, θα δεχτεί. Σε μια κατάσταση ζάλης, ο Γκραντ θα δεχθεί την έντονη σεξουαλική παρενόχληση από την κόρη του Χάινς, και θα υποχρεωθεί σχεδόν δια της βίας να ενσωματωθεί στην κυνηγετική παρέα που έχει σχηματισθεί από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού και τους (σχεδόν πρωτόγονους) φίλους του χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς θα κάνουν και που θα πάνε. Στριμωγμένοι σε ένα θηριώδες αγροτικό θα βγουν στην έρημο για να κυνηγήσουν καγκουρό. Ο Γκραντ αφήνεται μέσα στο μεθύσι του να τον σέρνουν δεξιά κι αριστερά, ούτε ποιός είναι δεν θυμάται πια, ούτε βέβαια πως θα ξεμπλέξει από όλο αυτό το πράγμα.

"Το καγκουρό δεν κουνιόταν.
Μόνο όταν έφτασε μπροστά του κατάλαβε ότι ήταν ένα πολύ μικρό καγκουρό, όχι ψηλότερο από ένα μέτρο και κάτι. Ήταν βαριά πληγωμένο και απλώς στεκόταν, κοιτώντας προς το σκοτάδι πέρα από τη λάμψη του προβολέα.
Ο Γκραντ έφτασε κοντά του και, αν δεν ήξερε ότι οι άνδρες στο αυτοκίνητο παρακολουθούσαν, θα γυρνούσε πίσω για την καραμπίνα του. Στάθηκε πίσω από το ζώο, με την ευχή ότι αυτό θα έκανε μια κίνηση. Μετά ακούμπησε το χέρι του πάνω στον ώμο του. Ήταν τριχωτό και ζεστό. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με πολύ μεγάλη δυσκολία. Όταν ήταν τόσο κοντά στο ζώο, αυτό είχε δύο κεφάλια. Η Τζανέτ είχε δύο προφίλ την προηγούμενη νύχτα.
Ο Γκραντ έγειρε πίσω και χτύπησε το καγκουρό με το μαχαίρι του. Η λεπίδα άνοιξε μια βαθιά σχισμή πίσω στη πλάτη του και το αίμα πετάχτηκε έξω, μια λεπτή γραμμή πάνω στο τρίχωμα, μαύρη στο φως του προβολέα. Το καγκουρό συνέχιζε να μένει ακίνητο."

Στις σκληρές συνθήκες ζωής της Αυστραλέζικης ερήμου, η μπίρα ρέει, συνεκτικός κρίκος και απαραίτητο συστατικό των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Αν αρνηθείς την πρόσκληση για μπίρα, σε κοιτάνε καχύποπτα - για να "ενσωματωθείς" στην μικροκοινωνία της περιοχής πρέπει να πιείς, να πέσεις κάτω από την κατανάλωση και πάντα θα βρεθεί κάποιος να σε κεράσει ένα ποτήρι. Ο συγγραφέας έχει πιάσει τον σφυγμό της ζωής στις πόλεις αυτές, όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μετράνε και οι ζωές είναι αναλώσιμες. Η ασφυκτική ατμόσφαιρα της ζέστης και της σκόνης σε θερμοκρασίες που αγγίζουν τους 50 βαθμούς, η αίσθηση αποξένωσης του ήρωα που νιώθει ότι δεν ανήκει εκεί, αλλά δεν μπορεί να φύγει με τίποτα, πρέπει να μείνει "αιχμάλωτος" της πόλης, της ερήμου.

Ο Κένεθ Κουκ με περιεκτικότητα και δωρικότητα στο ύφος, περιγράφει την πτώση του "πολιτισμένου" ανθρώπου της πόλης προς την βαρβαρότητα και την ζωώδη κατάσταση. Ο Γκραντ, ως άλλος υπαρξιακός ήρωας του Αλμπέρ Καμύ θα βιώσει την κόλαση και θα προσπαθήσει να βγάλει το κεφάλι από τον βούρκο στον οποίο έχει χωθεί -  όσο προχωράει το βιβλίο "πρέπει" να γίνει κι αυτός σφαγέας για να επιβιώσει, θεωρεί ότι έτσι θα την βγάλει καθαρή, αλλά δεν ξέρει καλά τους ανθρώπους και έτσι θα την πατήσει ακόμα πιο εμφαντικά και βίαια.

Βίαιο αλλά και σαγηνευτικό, γραμμένο με σπιντάτο ρυθμό και μέγιστη απλότητα, το θαυμάσιο βιβλίο του Κουκ σε πιάνει από τον λαιμό και δεν σε αφήνει. Την ίδια αίσθηση είχα όταν πρωτοείδα στο σινεμά το εκπληκτικό (και πολύ βίαιο) "Deliverance" ("Όταν ξέσπασε η βία"), του John Boorman. Ο συγγραφέας έζησε ένα διάστημα στην περιοχή δουλεύοντας για το Australian Broadcasting Corporation, και μεταφέρει τον τρόπο ζωής της ερήμου στο βιβλίο, το οποίο ήταν το πρώτο του, και εκδόθηκε το 1961, μεταφέρθηκε δε από τον καλό σκηνοθέτη Τεντ Κότσεφ, με εξαιρετική επιτυχία στον κινηματογράφο, το 1978.


 
Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2016
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2016 | Permalink
Καναδάς
Εάν μιλήσουμε για σπουδαία βιβλία, τότε θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και μερικά μυθιστορήματα του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα Richard Ford (Τζάκσον, Μισσισσιππή 1944) μέσα σ'αυτά. Και σίγουρα ο εκπληκτικός “ΚΑΝΑΔΑΣ” ("Canada"), (Εκδ.Πατάκη, μετάφρ. Θ.Σκάσσης, σελ.557) δεν θα λείπει από τη λίστα. Ένα εντελώς “Αμερικανικό” (παρ'ότι ο τίτλος του αναφέρεται στην γειτονική τους χώρα) σαγηνευτικό "μυθιστόρημα μαθητείας" (“bildungsroman”) και νοσταλγίας, εύθραυστο και συναισθηματικό που αναδεικνύει όλα τα χαρίσματα και τις αρετές αυτού του μεγάλου αφηγητή.

Ο Φορντ φροντίζει να μας εισάγει στην ιστορία, χωρίς πολλά πολλά, από την πρώτη συγκλονιστική του παράγραφο.
“Θα μιλήσω πρώτα για τη ληστεία που διέπραξαν οι γονείς μας. Στη συνέχεια, για τους φόνους, που έγιναν αργότερα. Το πιο σημαντικό είναι η ληστεία, γιατί αυτή έκανε τη ζωή μου, καθώς και τη ζωή της αδελφής μου να πάρουν τον δρόμο που τελικά πήραν. Αν δεν ειπωθεί αυτό πρώτα, τα υπόλοιπα δεν θα βγάζουν νόημα.
Οι γονείς μας ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι που θα περίμενε κανείς να ληστέψουν μια τράπεζα. Ούτε αλλόκοτοι άνθρωποι ήταν ούτε εμφανώς εγκληματίες. Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα κατέληγαν έτσι όπως κατέληξαν. Ήταν δυο συνηθισμένοι τύποι – αν και από τη στιγμή που λήστεψαν την τράπεζα, αυτού του είδους η αντιμετώπιση δεν είχε, φυσικά, κανένα αντίκρυσμα πια.”

Το βιβλίο είναι ουσιαστικά χωρισμένο σε δύο μέρη σχετικά αυτόνομα μεταξύ τους όπου στο τέλος, στο τρίτο μέρος υπάρχει η σύνδεση των δύο εποχών στη ζωή του αφηγητή Ντελ Πάρσονς, όταν ο μυθιστορηματικός χρόνος έρχεται στο σήμερα.
Στο πρώτο μέρος (που εκτείνεται ως τη μέση του βιβλίου), ο 15άχρονος Ντελ που ζεί το 1960, σε μια μικρή πόλη της Μοντάνα με την δίδυμη αδερφή του Μπέρνερ (η οποία έχοντας γεννηθεί μερικά λεπτά νωρίτερα, θεωρεί τον εαυτό της, ως μεγαλύτερη) θα βιώσει την πιο τραγική εμπειρία της ζωής του όταν οι δύο γονείς του συλλαμβάνονται από την τοπική αστυνομία ως ένοχοι ληστείας μιας τράπεζας σε μια πόλη της Β.Ντακότα. Ο Μπεβ και η Νίβα Πάρσονς (ονόματα λες και βγήκαν από κόμικ), αποτελούσαν χαρακτηριστικό δείγμα "ανθρώπων της διπλανής πόρτας" (όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που δεν τους προσέχουμε πολύ πολύ). Εκείνος ήταν ένας εντυπωσιακός άνδρας, καταφερτζής και αφελής, υπαξιωματικός της Αεροπορίας που η μετάθεση του στη Μοντάνα έμελλε να είναι και η τελευταία του, αφού μπλέχτηκε σε μια παράνομη δουλειά αγοράς κρέατος για την Βάση από τους ντόπιους Ινδιάνους και αποτάχθηκε βγαίνοντας στη σύνταξη. Εκείνη, πολύ κοντή και μάλλον ασχημούλα, καταγόμενη από εβραϊκή οικογένεια, ευαίσθητη και σιωπηλή, ήρεμη με μια φλόγα να καίει μέσα της, που έγραφε ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο, γοητεύθηκε από τον πανύψηλο και όμορφο Μπεβ, έμεινε αμέσως έγκυος και τον ακολουθούσε στις μεταθέσεις του.
Ο Μπεβ μετά την αναγκαστική του αποστράτευση, προσπαθεί να κάνει διάφορες δουλειές ως Πωλητής αυτοκινήτων και οικοπέδων με ελάχιστη επιτυχία. Μπλέκει πάλι σε μια παράνομη δουλειά με τα κρέατα των Ινδιάνων και βρίσκεται να τους χρωστάει γύρω στα 2000 δολάρια. Απεγνωσμένος καταφεύγει χωρίς να το σχεδιάσει ιδιαίτερα στην ληστεία μιας μικρής επαρχιακής τράπεζας, όπου την πραγματοποιεί με την συνδρομή (ως οδηγού) της Νίβα, κλέβοντας τελικά ένα μικροποσό. Οι δράστες θα συλληφθούν και τα δύο παιδιά θα μείνουν σπίτι περιμένοντας την Πρόνοια. Η μητέρα τους όμως είχε προνοήσει, τα παιδιά να τα πάρει μια φίλη της και να τα μεταφέρει στον Καναδά, η ιστορία που θα κυριαρχήσει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Η Μπέρνερ την κοπανάει από το σπίτι και έτσι μόνο ο Ντελ θα καταφύγει στον Καναδά, σε μια μικρή πόλη της επαρχίας του Σασκατουάν, όπου θα φιλοξενηθεί από τον Άρθουρ Ρέμλινγκερ έναν αινιγματικό και ιδιόρρυθμο τύπο, ιδιοκτήτη ενός κακόφημου ξενοδοχείου, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Ο έφηβος Ντελ θα ζήσει πάλι μια κόλαση, αλλά θα βγει ωριμότερος και πιο δυνατός.


Τα μικρά δράματα της καθημερινής ζωής απασχολούν τον Φορντ και κυριαρχούν στο έργο του,που είναι γεμάτο από λογοτεχνικά διαμάντια (όπως τα αριστουργηματικά "Ο αθλητικογράφος", και " Η χώρα όπως είναι"). Εάν κάποιος ζητάει δράση και αστυνομικό σασπένς (που θα μπορούσε αφού υπάρχει ληστεία τράπεζας στο πρώτο μέρος και στυγερός φόνος στο δεύτερο μέρος), δεν θα τα βρει στο παρόν βιβλίο. Η αφήγηση είναι αργή και στοχαστική, εσωτερική και υποκειμενική μέσα από τα μάτια του αποπροσανατολισμένου έφηβου που είναι ο Ντελ όταν συμβαίνουν όλα αυτά τα ανατριχιαστικά γεγονότα στη ζωή του.

"Έχω διαβάσει ότι η μοναξιά είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια μεγάλη ουρά, περιμένοντας να φτάσεις στο κεφάλι, όπου σου έχουν υποσχεθεί ότι θα σου συμβεί κάτι καλό. Μόνο που η ουρά δεν προχωράει καθόλου, ενώ άλλοι άνθρωποι έρχονται διαρκώς και μπαίνουν μπροστά από εσένα, και το κεφάλι όπου θες να βρεθείς, όλο και απομακρύνεται, ώσπου παύεις να πιστεύεις ότι έχει κάτι να σου προσφέρει."

Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις της ενέργειας των γονέων στα δύο παιδιά (κυρίως βέβαια στον αφηγητή), τι συμβαίνει στη ψυχοσύνθεση τους των 15 χρόνων, τι γίνεται μετά, και, πως αυτό το τραγικό γεγονός καθορίζει την υπόλοιπη ζωή τους. Ο Φορντ παρατηρεί την οικογενειακή ζωή, των καθημερινών αμερικανών της επαρχίας σαν κάποιος που στέκεται έξω από ένα παράθυρο, σαν ζωγράφος του ύφους American nighthawk (της σχολής του Edward Hopper δηλαδή), όπως κάνει και μια από τις ηρωίδες του βιβλίου του, η ζωγράφος (και πολλά άλλα) Φλόρενς που σε μια καθοριστική σκηνή του μυθιστορήματος, εξηγεί στον αποσβολωμένο (με τα θέματά της) Ντελ ότι "η ζωή μας δίνεται άδεια κι εμείς πρέπει να επινοήσουμε το κομμάτι της ευτυχίας".

Στο βιβλίο ουσιαστικά μας αφηγούνται δύο φωνές, του Ντελ όταν είναι 15άχρονος και του Ντελ που πλησιάζει στο φινάλε της ζωής του, όταν πενήντα χρόνια αργότερα θα επισκεφτεί την ετοιμοθάνατη Μπέρνερ στη Μιννεάπολη. Εάν η πρώτη φωνή του έφηβου είναι γεμάτη απορία και ερωτήματα, η φωνή του ηλικιωμένου Ντελ είναι νοσταλγική και στοχαστική.

Ο Φορντ αποδεικνύει για άλλη μια φορά, πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι, καθώς η αφήγησή του είναι καθηλωτική μέσα στην υπέροχη λυρικότητά της, και τον αργό σαγηνευτικό ρυθμό που δεν κουράζει, αλλά υπνωτίζει τον αναγνώστη, ο οποίος πρέπει να αφεθεί στη μαγεία των εκπληκτικών σκηνών που διαδέχονται η μία την άλλη, κυρίως στο δεύτερο μέρος με την εμφάνιση του Φιτζεραλντικού χαρακτήρα του γοητευτικού απατεώνα Άρθουρ Ρέμλινγκερ, ντυμένου με τα πιο αλλοπρόσαλλα ρούχα μέσα στην ερημιά των Καναδικών τοπίων - η εγκαταλελειμένη και καταθλιπτική γη του Καναδά είναι ένας ακόμα πρωταγωνιστής σ'αυτό το μυθιστόρημα.

"Ίσως τελικά η μόνη πραγματική διαφορά του ενός τόπου από τον άλλον να είναι αυτό ακριβώς: το τι θεωρείς για τους ανθρώπους του και τι διαφορά σού δημιουργεί εσένα αυτή η σκέψη."

Ο "Καναδάς" είναι ένα στοχαστικό και ελεγειακό μυθιστόρημα που η απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωσή του είναι μοναδική. Οι χαρακτήρες που το απαρτίζουν είναι μοναδικοί, καθώς ο συγγραφέας "πιάνει" όλα τα συναισθήματα, τα νεύματα, τις σιωπές τους σε ένα μοναδικό βιβλίο ενηλικίωσης (με την κυριολεκτική έννοια του πολυχρησιμοποιημένου όρου), που περισσότερο το αισθάνεσαι καθώς μπαίνει μέσα σου και σε ακολουθεί για καιρό.