Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2017 | Permalink
Τα Κορίτσια
Ήμουν μικρό παιδί το καλοκαίρι του '69, όταν σοκαρισμένος (όπως όλη η υφήλιος) παρακολουθούσα στις εφημερίδες της εποχής (ναι, τα μικρά παιδιά διάβαζαν εφημερίδες τότε), ή στα τηλεοπτικά δελτία της κρατικής τηλεόρασης, τα γεγονότα της στυγερής δολοφονίας της Σάρον Τέιτ (συζύγου του Ρομάν Πολάνσκι) και μερικών φίλων τους που έτυχε να βρίσκονται στο σπίτι, από την σέκτα του Τσαρλς Μάνσον. Οι περιγραφές ήταν φρικιαστικές, η βία ήταν ασύλληπτη, το ίδιο το γεγονός χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη μου και αργότερα, μεγαλύτερος πλέον, διάβασα πολλά άρθρα, είδα ντοκιμαντέρ γύρω από αυτό. Η νεότατη Αμερικανίδα συγγραφέας Emma Cline (Καλιφόρνια,1989), εμπνέεται από την ιστορία της ομάδας του Τσαρλς Μάνσον, και πραγματοποιεί ένα θεαματικό και ιδιαίτερα επιτυχημένο ντεμπούτο στη λογοτεχνική σκηνή, με το θαυμάσιο μυθιστόρημά της, "ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ" ("The Girls"), (Εκδόσεις Ψυχογιός, (ωραία) μετάφρ. Ε.Τσιρώνη, σελ. 389).


"Κακόμοιρα κορίτσια. Ο κόσμος τα τρέφει με την υπόσχεση της αγάπης. Πόσο πολύ τη θέλουν, και πόσο λίγη θα πάρουν στη ζωή τους τα περισσότερα. Τα μελιστάλαχτα ποπ τραγούδια, τα φορέματα που περιγράφονται στους καταλόγους με λέξεις όπως "ηλιοβασίλεμα" και "Παρίσι". Και μετά τους αποστερούν τα όνειρα ξεριζώνοντάς τα με εκπληκτική βιαιότητα· το χέρι που ξηλώνει τα κουμπιά του μπλου τζιν, οι επιβάτες του λεωφορείου που αποστρέφουν το βλέμμα από τον άντρα που ωρύεται στη φιλενάδα του."

Το βιβλίο κορυφώνεται με μια βίαιη και παράλογη πράξη καθώς το αίμα τρέχει στο γρασίδι και στη πισίνα της πολυτελούς βίλας του Χόλιγουντ. Δύο γυναίκες σφαγμένες, ένα μικρό παιδί μαχαιρωμένο, ένας νεαρός άντρας νεκρός. Η Ίβι Μπόιντ θυμάται το γεγονός που σημάδεψε την εφηβεία της, τη ζωή της. Είναι μια μεσήλικας που ζει λάθρα, πηγαίνοντας από δω κι από κεί. Σχεδόν αόρατη. Οι μέρες της περνούν μοναχικά, φιλοξενούμενη στο σπίτι ενός πρώην κολλητού της. Η επίσκεψη του χαμένου στα ναρκωτικά γιού του και της φίλης του θα της θυμίσει τα δικά της νιάτα και θα κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και σε αυτό το καλοκαίρι που καθόρισε τη ζωή της.

"Οι έφηβοι κατοικούν σ' έναν κρυμμένο κόσμο και αναδύονται απ' αυτόν σπάνια, μόνο όταν αναγκάζονται, εκπαιδεύοντας έτσι τους γονείς τους στην απουσία τους."

Η Ίβι Μπόιντ ήταν 14 χρονών, το καλοκαίρι του '69. Μια ευαίσθητη και μοναχική έφηβη που βαριόταν τις μακρόσυρτες και ζεστές ημέρες στην Καλιφόρνια. Οι γονείς της είχαν χωρίσει, εκείνη έμενε με τη μάνα της που είχε αρχίσει να βγαίνει τα βράδια προσπαθώντας να ξεπεράσει το σοκ, της απιστίας του άντρα της (και πατέρα της Ίβι) και του έρωτά του για την νεαρά γραμματέα του. Η Ίβι είναι αδιάφορη για το τι συμβαίνει γύρω της, οι πρώτες σεξουαλικές ανησυχίες χτυπάνε τη πόρτα, και τα τρία περίεργα κορίτσια που βλέπει στο πάρκο να "γλιστράνε σαν αερικά" ανάμεσα στις παχουλές οικογένειες την έλκουν με ένα τρόπο μαγικό. Μια τυχαία στιγμή σε ένα σούπερ μάρκετ και η γνωριμία γίνεται με την Σούζαν, το μεγαλύτερο κορίτσι που είναι 19 χρονών. Τα υπόλοιπα είναι μια απλή διαδικασία, η Ίβι θα πάει στο ράντσο που μένουν και εκεί θα γνωρίσει σε "μια τελετή μύησης" τον αρχηγό και δημιουργό της σέκτας, τον Ράσελ Χάντρικ, έναν wannabe μουσικό, ο οποίος έχει την ικανότητα να γοητεύει όποιον συναναστρέφεται, με ειδίκευση στα νεαρά αποπροσανατολισμένα κορίτσια που ψάχνουν για τρυφερότητα και αγάπη.

Ο Ράσελ εναλλάσσει τις παρτενέρ του καθημερινά, γρατζουνάει την κιθάρα του και θεωρεί τον εαυτό του ένα μουσικό ταλέντο που προορίζεται να "λάμψει στη μουσική βιομηχανία", πιέζει δε τον Μιτς, έναν επιτυχημένο μουσικό παραγωγό να τον βάλει στο στούντιο ηχογράφησης, προσφέροντάς του τα κορίτσια του, μήπως μπορέσει να τον πείσει. Η Ίβι ακολουθεί χαλαρά τη ζωή στο ράντσο, μένοντας μερικές ημέρες εκεί, φεύγοντας και πηγαίνοντας στο σπίτι της τις υπόλοιπες. Καθώς είναι η μικρότερη δεν της δίνουν πολλή σημασία, ενώ εκείνη, γοητευμένη και σχεδόν ερωτευμένη με την Σούζαν, παρακολουθεί προσεκτικά κάθε κίνησή της, κάθε άγγιγμά της, αποτελεί ένα πρότυπο που θαυμάζει, χωρίς να φαντάζεται για αυτό που θα ακολουθήσει.

"Ήμουν δεκατεσσάρων εκείνο το καλοκαίρι. Η Σούζαν δεκαεννιά. Υπήρχε ένα θυμίαμα που έκαιγε καμιά φορά η ομάδα μας έκανε νυσταλέες και ενδοτικές. Η Σούζαν να διαβάζει φωναχτά από ένα παλιό τεύχος του Playboy. Οι αισχρές και φωτοβόλες πολαρόιντ που κρύβαμμε και ανταλλάσσαμε σαν κάρτες του μπέιζμπολ.
Ήξερα πόσο εύκολα θα μπορούσε να συμβεί το παρελθόν ανά χείρας, όπως το αθέλητο νοητικό ολίσθημα μιας οπτικής ψευδαίσθησης. Ο τόνος μιας μέρας συσχετισμένος με κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο: Το σιφόν φουλάρι της μητέρας μου, την υγρασία μιας κομμένης κολοκύθας. Ορισμένα σχήματα που έφτιαχνε η σκιά. Ακόμα και η λάμψη του ήλιου στην οροφή ενός άσπρου αυτοκινήτου μπορούσε να σηκώσει μέσα μου ένα στιγμιαίο, θνησιγενές κύμα, επιτρέποντας μια φλούδα επιστροφής. Είχα δει παλιά περλέ κραγιόν της Yardley - τώρα τίποτα παραπάνω από κηρώδη θρύμματα - να πουλιούνται για εκατό δολάρια στο internet. Έτσι ώστε οι γυναίκες που είχαν μεγαλώσει να μπορέσουν να οσμιστούν ξανά εκείνη τη χημική λουλουδάτη πνιγηρότητα. Τόσο πολύ το ήθελαν οι άνθρωποι - να ξέρουν ότι η ζωή τους είχε συμβεί, ότι το άτομο που ήταν κάποτε εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα τους."


Στο ύφος της πρωτοεμφανιζόμενης Κλάιν, σε κερδίζει η αμεσότητα και η σχεδόν εξομολογητική αναπαράσταση των γεγονότων. Η Ίβι θυμάται χωρίς να μετανιώνει, αποστασιοποιημένη πλέον, είναι μια άλλη. Εκείνο που απασχολεί την συγγραφέα είναι η εφηβεία, το γιατί αυτά τα κορίτσια γοητεύονταν από "απατεώνες" σαν τον Ράσελ, πως φτάνουν σε φρικαλέες ενέργειες χωρίς να κουνήσουν ούτε το βλέφαρό τους, χωρίς να διστάσουν ούτε στιγμή. Τι είναι εκείνο που ψάχνουν...

Το βιβλίο δεν αναπαριστά τη σφαγή της Σάρον Τέιτ, εμπνέεται από αυτούς τους φόνους και ουσιαστικά μιλάει για το πριν, για τη διαδικασία μύησης και εθελούσιας τύφλωσης και υπακοής. Ο χαρακτήρας της Σούζαν, μιας εξαιρετικής μυθιστορηματικής προσωπικότητας προβάλλει στο προσκήνιο της αφήγησης της συγγραφέως, ερωτική και αινιγματική, βίαιη και τρυφερή, μπερδεμένη και ταυτόχρονα αποφασιστική είναι η ηρωίδα του βιβλίου· δολοφόνος και ερωμένη, σφαγέας και σωτήρας.

Μπορεί να λείπει η ένταση από το μυθιστόρημα της Κλάιν, αλλά η συγγραφέας επιτυγχάνει απόλυτα τη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας και είναι εντυπωσιακή η κατασκευή της ιστορίας η οποία ξεκινάει χαλαρά και κορυφώνεται με τις δραματικές στιγμές του φινάλε. Δουλεμένη γραφή που δείχνει ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και ένα βιβλίο που κυριολεκτικά δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.


 
Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2017
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2017 | Permalink
Ο Τσάρος της Αγάπης και της Τέκνο
“...δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που διαβάζουν τόσο πολύ.”

Με μια σύνθετη και ιδιαίτερα φιλόδοξη τοιχογραφία, επανέρχεται ο εξαιρετικός νέος Αμερικανός συγγραφέας, Anthony Marra (1984, Washington D.C.) στο δεύτερο βιβλίο του, που έχει τον περίεργο τίτλο “Ο ΤΣΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΚΝΟ” (“The Tsar of Love and Techno”), (Εκδ. Ίκαρος, μετάφρ. Αχ. Κυριακίδη, σελ. 368). Σπονδυλωτό μυθιστόρημα ή συλλογή διηγημάτων; Το ερώτημα είναι καθαρά επουσιώδες και ρητορικό, καθώς οι εννέα ιστορίες-διηγήματα του βιβλίου, σχηματίζουν κάτι σαν μυθιστόρημα, εισερχόμενες η μία μέσα στην άλλη, συνδεδεμένες η μια με την άλλη.


Όπως και στο πρώτο μυθιστόρημα του Marra, το έξοχο Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων”, το λογοτεχνικό σύμπαν δεν αλλάζει ιδιαίτερα. Υπάρχει και εδώ η Τσετσενία, οι πολλοί χαρακτήρες, η ανθρωπιά που ξεχειλίζει από τις σελίδες του βιβλίου, τα ιστορικά γεγονότα που εκτυλίσσονται και καθορίζουν τις μοίρες των ανυποψίαστων ανθρώπων που γεννήθηκαν σε λάθος τόπο την λάθος στιγμή. Εάν ο “Αστερισμός” όμως, εκτυλίσσονταν σε 5 ημέρες, ο “Τσάρος” ακολουθεί μια διαδρομή 70 χρόνων, από το Σταλινικό καθεστώς της προπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης, μέχρι τη Ρωσία του 21ου αιώνα∙ μπορεί να είναι τυπικά μερικές δεκάδες χρόνια, αλλά ουσιαστικά φαίνονται σαν να περνάνε αιώνες.

“Ερ.: Γιατί ήθελες να ναρκοθετήσεις το τρανό σοσιαλιστικό μέλλον;
 Απ.: Γιατί το μέλλον είναι το ψέμα με το οποίο δικαιώνουμε την κτηνωδία του παρόντος.”

Τις ιστορίες διατρέχουν αντικείμενα, και κάποια πρόσωπα σε μια αλληλοδιαδοχή μαγευτικών εικόνων, εξαίσιων δημιουργικών στιγμών, αλησμόνητων χαρακτήρων που διαγράφονται στη μνήμη του αναγνώστη.

Ένας βουκολικός πίνακας του 1843 του Τσετσένου ζωγράφου του 19ου αιώνα Πιοτρ Ζαχάροφ-Τσετσένιετς, στον οποίο απεικονίζεται ένα λιβάδι με ένα λοφάκι και ένα μαντρότοιχο πίσω από ένα σπίτι, ένα πηγάδι κι ένα βοτανόκηπος, θα είναι ένας από τους συνεκτικούς κρίκους των ιστοριών που πλάθει ο Μάρα. Ο άνδρας, ο Ρομάν Μάρκιν, που θα τον αλλοιώσει οριστικά είναι ένας “διορθωτής” στην εποχή του Στάλιν, ο οποίος θα “εκδικηθεί” το καθεστώς για τον θάνατο του αδερφού του, βάζοντας τη μορφή του νεκρού, σε κάθε φωτογραφία, σε κάθε πίνακα που “πειράζει” σβήνοντας και εισάγοντας μορφές.
Μια κασέτα που δίνεται στον Κόλια όταν αυτός φεύγει από το σπίτι, από τον αδερφό του Αλεξέι, κι εκείνος θα την κουβαλάει μαζί του μέχρι τη τελευταία του στιγμή, μια κασέτα που θα προσδώσει τη δομή στο βιβλίο, χωρίζοντας το σε δύο μέρη, με ένα διάλειμμα ενδιάμεσα.
Ο Αλεξέι που δεν ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του, συνεχώς να τριγυρίζει, να μπερδεύει, να μπερδεύεται – κάτι που δεν θα κάνει η Γκαλίνα εγγονή μιας διάσημης μπαλαρίνας που είχε εξορισθεί σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κάπου στη Σιβηρία.
Η μπαλαρίνα άθελά της θα γίνει η αφορμή για να συλληφθεί ο “διορθωτής” Ρομάν Μάρκιν της πρώτης ιστορίας, και η εγγονή της η Γκαλίνα σε ένα ευφυέστατο ειρωνικό εύρημα του συγγραφέα, θα στεφτεί “Βασίλισσα της ομορφιάς” στη Σιβηρία, θα παντρευτεί τον Κόλια και θα τον ξεχάσει πολύ γρήγορα, υποκύπτοντας στη πολιορκία ενός μαφιόζου της περιοχής, που, θα ανέβει γρήγορα στην οικονομική ελίτ η οποία, καθορίζει τις τύχες της χώρας, η δε Γκαλίνα θα λησμονήσει την κακομοιριά του χωριού της, γνωρίζοντας κάποια επιτυχία ως ηθοποιός σε ταινίες πληρωμένες από τον καλό της, για να επιστρέψει σ' αυτό μόλις αρχίζει να γίνεται δυσάρεστη στον ολιγάρχη.
Ο Κόλια που δεν θα ξεχάσει ποτέ τη Γκαλίνα, δουλεύοντας για μαφιόζους, σκοτώνοντας χωρίς δισταγμό, θα πέσει θύμα της μοίρας χωρίς να ακούσει ποτέ τη κασέτα, ενώ η Βέρα που κάρφωσε τη μάνα της στις Σοβιετικές αρχές ως “εχθρό του λαού” θα βιώσει την τραγωδία στα στερνά της, καθώς η κόρη της Λύντια γυρίζοντας από τις Η.Π.Α. όπου είχε πάει να παντρευτεί, θα εκτελεσθεί εν ψυχρώ από τους μαφιόζους που εξυπηρετούσε η μάνα της προσφέροντας το φτωχικό της διαμέρισμα για κάλυψη, ώστε να μπορέσει να τα βγάλει πέρα.

Οι ήρωες του βιβλίου εμφανίζονται, χάνονται, επανεμφανίζονται σε διαφορετικές στιγμές της ζωής τους μέσα από τις ιστορίες. Ο συγγραφέας λειτουργεί ως χορογράφος σ' αυτόν το χορό, σ' αυτό το μπαλέτο ιστοριών και προσώπων που λειτουργούν ως χορευτές πάνω στη σκηνή. Οι εννέα ιστορίες μπορούν να διαβαστούν αυτόνομα, αλλά έτσι θα χάσουν τη συνοχή τους, την γοητεία τους.

“ “Τι ζητάς;”
“Τι ερώτηση είναι αυτή;”
“Μιλάω σοβαρά, Αλεξέι. Το προσδόκιμο ζωής ενός άνδρα από το Κίροφσκ είναι πόσο; Σαράντα; Πενήντα χρόνια; Έχεις ήδη κάψει τα μισά. Τι ζητάς απ' τα υπόλοιπα;”
“Να μνημονεύουν τ' αποφθέγματά μου.”
“Τι;”
Τα μάγουλά μου είχαν πυρώσει τόσο πολύ, που θα μπορούσα να λιώσω το ακουστικό. “Σπουδάζω φιλολογία και δεν μ' αρέσει καν να διαβάζω. Ή, εν πάση περιπτώσει, όχι βιβλία. Θέλω να πω...γιατί να διαβάσεις ένα βιβλίο όταν μπορείς να συμπυκνώσεις το νόημα σε μια ζουμερή γραμμούλα; Μ' αρέσουν οι παροιμίες, τα κουλουράκια της τύχης, τα μικρά αποστάγματα σοφίας. Αλλά πρέπει να' σαι διάσημος ή να' χεις ανέβει στο Έβερεστ ή κι εγώ δεν ξέρω τι για να πάρουν σοβαρά τους αφορισμούς σου.”
“Θέλεις να γίνεις επαγγελματίας αφορισματογράφος;”
“Ναι.”
“Σύνελθε Αλεξέι. Πάντα ήσουν τόσο πολύ γλυκό παιδί, αλλά δεν είσαι πια παιδί. Πήγαινε στην Τσετσενία. Πήγαινε κάπου. Κάνε κάτι.”
Η μετατροπή του θα μπορούσα να κάνω με το έκανα είναι η γραμματική της ενηλικίωσης.”

Ο Διονύσης Μαρίνος στην κριτική του, χαρακτηρίζει το βιβλίο “συναισθηματικό roller-coaster, ο Νίκος Δαββέτας στο δικό του κείμενο, ως “γαϊτανάκι τραγικών προσώπων”. Θα μπορούσε να υπάρχει σύγχυση στον αναγνώστη από τα πολλά πρόσωπα, τους πολλούς χαρακτήρες – ο Marra όμως ευφυώς ανακατεύει συνεχώς την τράπουλα μοιράζοντας τους ρόλους, καθορίζοντας τον συγκινησιακό ρυθμό, τη φόρτιση των συναισθημάτων, εναλλάσσοντας το δράμα με την ειρωνεία, εισχωρώντας το χιούμορ ακόμα και στις πιο ακραίες καταστάσεις, προσθέτοντας πινελιές σουρεαλισμού μέσα σε άκρως ρεαλιστικά στιγμιότυπα.

Οι εικόνες που περιγράφονται στο “μυθιστόρημα” αυτό, είναι ολοζώντανες και η ατμόσφαιρα άλλοτε πνιγηρή (όπως στην πρώτη ιστορία), άλλοτε γκροτέσκα, άλλοτε πολύ κυνική και ρεαλιστική, είναι αφοπλιστική και συμβάλλει στην απόλαυση της ανάγνωσης αυτού του υπέροχου βιβλίου.

Σχεδόν ισάξιο του “Αστερισμού...”, χωρίς να το ξεπερνάει, ο “Τσάρος...” είναι μια συλλογή ιστοριών – μια εντυπωσιακή τοιχογραφία, που σε κερδίζει με την ανθρωπιά, τη συμπόνια, το ιδιοφυές παιχνίδι του πλαστού με το αυθεντικό, την ρευστότητα της συλλογικής μνήμης, την εξουσία που απλά αλλάζει χρώματα και προσωπεία, το μαύρο χιούμορ, τη λογοτεχνική μαγεία που αποπνέει. Ο Marra, ξεπερνώντας τον ύφαλο του δεύτερου βιβλίου με απόλυτη επιτυχία, επιβεβαιώνει το ταλέντο του, και υπόσχεται μεγάλα πράγματα για το μέλλον.

“Χρειάζεται όλη η κρατική εξουσία για να διαγράψει ένα πρόσωπο, αλλά μόνο το σφάλμα ενός ατόμου – αν έτσι λένε τώρα τη μνήμη – για να το διασώσει.”




 
Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2017
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 15, 2017 | Permalink
Δύο πρωτοεμφανιζόμενοι
Για δύο βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων θα μιλήσω παρακάτω. Δύο βιβλία που ξεχώρισαν με το ύφος τους (τελείως διαφορετικά μεταξύ τους) και οι συγγραφείς τους, δίνουν πολλές ελπίδες για το μέλλον. Ο “ΙΑΚΩΒΟΣ”, πρώτη συγγραφική απόπειρα του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου (Αθήνα,1974), ένα μυθιστόρημα που θα μπορούσε να ανήκει στη λογοτεχνία του Παράλογου ή του Φανταστικού και το ανατρεπτικό και αντισυμβατικό “ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΓΡΑΨΩ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ” του/της Π.Ένιγουεϊ, μια συλλογή “διηγημάτων”, “κειμένων”, μικροϊστοριών, ελαφρώς “σαλταρισμένων” και παιγνιωδώς καίριων σε πολλά σημεία.

Ο “Ιάκωβος” (εκδ. Αντίποδες, σελ.201) ακολουθώντας ένα παλιό και κλασσικό τρικ της παγκόσμιας λογοτεχνίας ξεκινάει με μια πρόταση που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, προκαλεί και εντυπωσιάζει:
Κάποιο πρωινό ένας άντρας ξύπνησε μέσα στο αυτοκίνητό του δίχως να ξέρει πως είχε βρεθεί εκεί”.
Κάποιος κακεντρεχής θα μπορούσε να πει, ότι το ενδιαφέρον της ιστορίας που αφηγείται ο συγγραφέας, εξαντλείται εκεί· σ' αυτή την πρώτη πρόταση. Δεν είναι έτσι όμως.
Ο ανώνυμος (που θα παραμείνει έτσι) άντρας εν μέσω μιας καταιγίδας που ξεσπάει, βρίσκει καταφύγιο σε έναν οικισμό που είναι σχετικά κοντά στο σημείο που παράτησε το αυτοκίνητο. Μια οικογένεια θα τον “φιλοξενήσει”. Πατριάρχης της τριμελούς οικογένειας, είναι ο Ιάκωβος, μια μορφή βγαλμένη από τα βάθη της ιστορίας, ένας χαρακτήρας γκροτέσκος και επιβλητικός, χωρίς ηλικία. Ο Ιάκωβος θα βάλει τον άντρα δίχως μνήμη, να δουλέψει (τρόπος του λέγειν – περισσότερο εργασία φυλακισμένου σε κάτεργο ασφαλείας θυμίζει) σε ένα χωράφι. Ο άντρας με τον καιρό θα γνωρίσει την ιδιότυπη ζωή της κοινότητας, τους βραδείς ρυθμούς της, κάποιους από τους κατοίκους σε μια ατμόσφαιρα αλλόκοτη και παράξενη.

Αργότερα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του (ήταν μέρες ασέληνες), ο άντρας αισθάνθηκε όπως ένα κόκκαλο που του έχουν πάρει όλο το κρέας, έχουν γλείψει μέχρι και το τελευταίο λίπς, έχουν ρουφήξει το μεδούλι του και το έχουν πετάξει σ' έναν σκοτεινό λάκκο. Δίχως παρελθόν ήταν ανίκανος να προβλέψει  οτιδήποτε αφορούσε το μέλλον του, ενώ συγχρόνως δεν μπορούσε να συνδέσει το παρόν του με την προηγούμενη ζωή του, που ήταν σβησμένη από τη μνήμη του: ένας ερημότοπος, άδειος όσο το διάστημα, που δεν σαρωνόταν ούτε από το πιο αδύναμο αεράκι.”


Το μυθιστόρημα είναι πολύ εντυπωσιακό στην αρχή με την εφιαλτική “Καφκική” ατμόσφαιρα η οποία κλιμακώνεται, τον ωραίο λόγο, την ευφυή ανάπτυξη που θυμίζει κινηματογραφική ταινία, την δομή με τα 24 κεφάλαια, τις εικόνες που μένουν χαραγμένες στο μυαλό, τους συμβολισμούς και τις αρχέγονες καταστάσεις που παραπέμπουν σε αταβιστικές κοινωνίες, σε ένα δυστοπικό ταξίδι στο χωρόχρονο.
Αυτά είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζουν στο πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα του Χατζηνικολάου. Λείπει όμως η ανάπτυξη των χαρακτήρων που παραμένουν χάρτινοι (εκτός της μορφής του Ιάκωβου), σαν σκιές σε ένα εφιαλτικό σκηνικό - ακόμα κι ο ανώνυμος κεντρικός χαρακτήρας παραμένει σκοτεινός και ομιχλώδης, η απουσία πλοκής από ένα σημείο και μετά κουράζει διότι εύκολα αντιλαμβάνεσαι το αδιέξοδο της ιστορίας.
Κερδίζουν όμως τον αναγνώστη, το ύφος του συγγραφέα και η γλώσσα του καθώς και τα πολλά καλά στοιχεία του βιβλίου, το οποίο δείχνει δουλεμένο και πολύ προσεγμένο, τα οποία προδιαθέτουν για μια πολύ ενδιαφέρουσα πορεία στον λογοτεχνικό χώρο.

Σε άλλο μήκος κύματος και σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό πεδίο, κινείται η πρώτη συγγραφική προσπάθεια του/της Π.Ένιγουεϊ (εμφανώς ψευδωνύμου), με την συλλογή “Δεν θα ξαναγράψω ποτέ πια άλλα διηγήματα και άλλα διηγήματα” (εκδόσεις Θράκα, σελ.117)). Στην αρχή νομίζεις ότι κάποιος σου κάνει φάρσα με τις πρώτες σελίδες, μετά όμως καθώς αντιλαμβάνεσαι το ύφος και τη δομή του βιβλίου, το πράγμα “φωνάζει” ότι κάτι καλό γίνεται.

Έχοντας ως κεντρικό σημείο την μικροϊστορία με τίτλο “Φρέαρ”, που βραβεύτηκε στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού “Φρέαρ” τον Ιανουάριο του 2015, ξεδιπλώνεται ένα παιχνίδι λέξεων και προτάσεων, επαναλήψεων και αφορισμών, συνταγών και λογοτεχνικών τρικ που άλλοτε ξενίζουν τον αναγνώστη, άλλοτε τον θυμώνουν, άλλοτε τον γοητεύουν.

Φρέαρ”
“ “Σάντσο, έχω κουραστεί να περιφέρομαι άσκοπα σε αυτό το μυθιστόρημα”, και, καβάλα στον Ροσινάντη, ύψωσε τη λόγχη του και όρμησε με μανία προς τον Μιχαήλ Θερβάντες, όμως καταποντίστηκε σε ένα ξεσκέπαστο φρέαρ.”

Τον/την Ένιγουεϊ, απασχολούν ο συγγραφέας και ο αναγνώστης, οι πρώτες απόπειρες συγγραφής, το γιατί να γράφεις διηγήματα/βιβλία/λογοτεχνία, οι “κριτικές” βιβλίων, οι συγγραφείς που θεωρούνται κλασσικοί, οι λογοτεχνικές "συγγένειες", παίζει με τις λέξεις, τα λήματα στην Βικιπαίδεια, τους εκδοτικούς οίκους που πληρώνονται για να βγάλουν ένα βιβλίο (σε ένα ευρηματικό κείμενο-συνομιλία), τα σχολικά βιβλία του Δημοτικού και άλλα πολλά.

Κυρίως όμως ο/η συγγραφέας εμπαίζει τον εαυτό του, αυτοσαρκάζεται, αυτοειρωνεύεται, αυτογελοιοποιείται – δίνει στους λογοτεχνικούς ήρωες μορφή και ουσία σαν στρατιωτάκια που ζωντανεύουν και εκδικούνται το χέρι που τα κινεί.

“Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ' εξαπάτησε!
“ “Ακίνητος Γιάννη Αγιάννη! Συλλαμβάνεσαι εν ονόματι του νόμου!”
“Δεν φταίω εγώ, κύριε επιθεωρητά! Ο Βίκτωρ Ουγκώ μ' εξαπάτησε! Μου έταξε ότι θα γίνω διάσημος!”
“Πιάστε τον!”
“Είμαι αθώος! Είμαι αθώος!”
“Αγάπη μου, έλα! Το φαγητό είναι έτοιμο. Ακόμα δεν βαρέθηκες μ' αυτό το μυθιστόρημα;” ”

Με εμφανείς επιρροές από  βιβλία της λατινομερικάνικης λογοτεχνίας (Κορτάσαρ, Μπιόι Κασάρες), τις ατάκες του Γούντι Άλλεν, τα βιβλία του Κωστάκη Ανάν και πηγαίνοντας πολύ πίσω έως το πικαρέσκο μυθιστόρημα του 18ου αιώνα, που παρουσιάζονται με αφοπλιστική ειλικρίνεια στο “διήγημα” με τίτλο “Ευχαριστίες”, ο/η συγγραφέας γοητεύει ανακατεύοντας λογοτεχνικά είδη και σχολές σε ένα ξέφρενο και σαγηνευτικό ταξίδι χρωμάτων και λέξεων. Είναι ενδεικτικοί ορισμένοι τίτλοι “διηγημάτων” του βιβλίου:
“Πωλητήριο”,
“Γιατί να μη διαβάζουμε τους κλασσικούς”
“Η μαύρη κόρη”
“Επιρρήματα αυνανισμού”
“Έκθεση Δ' δημοτικού”
“Καθαρά Δευτέρα στην Πράγα”
“Ο εγωπαθείς μετριόφρων”
και άλλα

Τα κείμενα σε πρώτη ματιά δείχνουν ασύνδετα αλλά δεν είναι. Θα μπορούσε το βιβλίο να κατηγοριοποιηθεί ως μυθιστόρημα – το ίδιο θα ήταν βέβαια, διότι δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ευφυές παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη ή μεταξύ συγγραφέα και συγγραφέα ή μεταξύ αναγνώστη και αναγνώστη. Δεν γνωρίζω αν θα ξαναγράψει διηγήματα/μυθιστορήματα ή κάποια άλλα κείμενα ο/η Ένιγουεϊ – ελπίζω τα παιδιά στο καλό blogmegalovysma.wordpress.com” να γνωρίζουν κάτι παραπάνω - , αλλά αυτό το πρώτο δείγμα γραφής είναι εξαιρετικό και πανέξυπνο.



Ελπιδοφόρα λοιπόν, μηνύματα από δύο συγγραφείς που φαίνονται να έχουν το δικό τους στίγμα, ελπίζω η προσπάθειά τους να συνεχιστεί και με τις νέες τους προσπάθειες να κάνουν ένα βήμα παραπάνω - θα περιμένω με ενδιαφέρον. Αξίζει να επισημανθεί ότι, οι δύο συγγραφείς, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου και Π.Ένιγουεϊ (θα έσκασε από τα γέλια), ήταν υποψήφιοι (και μάλιστα στην short list) με τα βιβλία τους για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα 2017, του ηλεκτρονικού περιοδικού “Αναγνώστης”.


 
Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2017
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιουνίου 08, 2017 | Permalink
Για τα πληγωμένα μας αδέρφια
Μια τραγική αληθινή ιστορία δίνει την αφορμή στον Γάλλο συγγραφέα που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Joseph Andras (1984, Νορμανδία) να πραγματοποιήσει ένα πολύ εντυπωσιακό ντεμπούτο στη λογοτεχνική σκηνή, με τη συγκλονιστική του νουβέλα “ΓΙΑ ΤΑ ΠΛΗΓΩΜΕΝΑ ΜΑΣ ΑΔΕΡΦΙΑ” (“De nos freres blesses”), (Εκδ. 21ΟΥ, μετάφρ. Γ. Καράμπελας, σελ. 130), ένα βιβλίο το οποίο βραβεύθηκε με το σημαντικότατο βραβείο Γκονκούρ πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2016, κάτι που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις και το οποίο αρνήθηκε να παραλάβει ο συγγραφέας.

Στο θαυμάσιο βιβλίο του, ο Αντράς, αφηγείται την ιστορία του Φερνάν Ιβτόν, του μοναδικού Ευρωπαίου που εκτελέστηκε τον Φεβρουάριο του 1957, από την Γαλλική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αλγερίας, κατηγορούμενος για τρομοκρατική ενέργεια. Ο συγγραφέας αναπαριστά με μυθιστορηματική μορφή, τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη και την εκτέλεση του εργάτη (τορναδόρου για την ακρίβεια) Ιβτόν, τις αντιδράσεις κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στις φυλακές, τους βασανισμούς που υπέστη, την δίκη-παρωδία, και τέλος, τον απαγχονισμό του με γκιλοτίνα.

O Φερνάν Ιβτόν ήταν ένας κομμουνιστής εργάτης τριάντα ετών,γεννημένος στο Αλγέρι από αριστερούς γονείς, ο οποίος αναλαμβάνει, να τοποθετήσει μια βόμβα στο εργοστάσιο της εταιρίας αερίου όπου δούλευε. Κατ' αρχήν το σχέδιο προέβλεπε δύο βόμβες αλλά ο Ιβτόν αρνείται να παραλάβει τη δεύτερη, γιατί, δεν μπορούσε να την κουβαλήσει. Τοποθετεί τη βόμβα σε ένα άδειο και ερειπωμένο κτίριο στην άκρη του εργοστασίου (προς αποφυγήν αιματοκυλίσματος), αλλά προτού γίνει η έκρηξη, εκείνος συλλαμβάνεται και οδηγείται στις φυλακές της πόλης. Η βόμβα απενεργοποιείται και δεν υπάρχουν θύματα, ουσιαστικά λοιπόν η κατηγορία θα έπρεπε να είναι για απόπειρα δολιοφθοράς.

Ο Ιβτόν υφίσταται βασανιστήρια στην φυλακή, ξυλοκοπείται αγρίως, αναγκάζεται να “δώσει” κάποια ονόματα συντρόφων του. Η σύζυγός του Ελέν, μια Γαλλίδα Πολωνικής καταγωγής, με έναν γιο από τον προηγούμενο γάμο της,  η οποία αγνοούσε το γεγονός - όπως και την ενεργό συμμετοχή του Φερνάν σε τέτοιου είδους ενέργειες, φυλακίζεται κι εκείνη, αλλά σύντομα αφήνεται ελεύθερη, και συμπαραστέκεται όσο μπορεί στον Ιβτόν. Οι δικηγόροι είναι αισιόδοξοι για την έκβαση της υπόθεσης, αλλά η απόφαση του δικαστηρίου είναι καταδικαστική, κρίνεται ένοχος για μια σωρεία αδικημάτων και η θανατική ποινή αναγγέλλεται. Ακολουθούν μια σειρά από πολιτικές ενέργειες, με δραστηριοποίηση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με γράμματα διανοούμενων όπως ο Σαρτρ, ο Καμύ, με διαβήματα προς την κυβέρνηση, τα ανώτερα στελέχη της οποίας, όπως ο Μιτεράν, βλέπουν το παράλογο της απόφασης αλλά δεν κάνουν τίποτα... Ο Ιβτόν, “πρέπει” να εκτελεστεί προς παραδειγματισμό, και τίποτα δεν μπορεί να αναστρέψει την πορεία προς την γκιλοτίνα.

Ο συγγραφέας εστιάζει στην προσωπική ζωή του καταδικασμένου σε θάνατο αγωνιστή. Στιγμές από την γνωριμία του με την Ελέν στη Γαλλία, η σχέση τους, ο έρωτας, η φιλία του με τον Ανρί και ο χαμός του, που επηρέασε τον Ιβτόν να μπει στον ένοπλο αγώνα, οι διάλογοι με τους άλλους φυλακισμένους, οι σκέψεις και οι φοβίες του.
Ο ρυθμός του βιβλίου είναι γρήγορος και αυξομειούμενος - αλλάζει συνεχώς, καθώς τον ρεαλισμό και την ατμόσφαιρα του δικαστηρίου και των βασανιστηρίων, διαδέχεται ο λυρισμός και η ευαισθησία που ξεχειλίζει προσφέροντας σελίδες εξαίρετες και συγκινητικές.

Τα σώματα είναι απόντα όταν γεννιέται στο βάθος της κοιλιάς αυτό το πράγμα που δεν χωράει σε λέξεις, που ποτέ δεν μπόρεσε να βρει λέξεις για να ειπωθεί και να βγει στο φως, αυτό το κάτι, είναι μάλλον ο καταλληλότερος όρος για να περιγράψεις εκείνο τον πρώτο καιρό έξω απ' τον χρόνο, εκείνο το κάτι, το λίγο τρελό, το θολό, το ατμώδες, το αιθέριο, που αναστατώνει κάθε λογική, αυτό το κάτι που ξέρεις πως είναι νοτισμένο από ψευδαισθήσεις, στολίδια, χρυσαφικά κι αρώματα της μιας στιγμής, αλλά που αρπάζεσαι από πάνω του, που του ορμάς με τα μούτρα, ναι, αυτό το κάτι.”

Η αφέλεια του “μυθιστορηματικού” ήρωα περιγράφεται με αφοπλιστικό τρόπο· ο αναγνώστης αισθάνεται κοντά σ' αυτόν τον “παλιομοδίτη” επαναστάτη, που θα πέσει θύμα των συγκυριών και των συνθηκών. Ο εξευτελισμός, η διαπόμπευση, το απάνθρωπο πρόσωπο της εξουσίας περιγράφεται με έντονα χρώματα, καθώς το βιβλίο “δονείται” κυριολεκτικά από το πάθος που το διαπερνά.



Το βιβλίο που έχει εντυπωσιακή οικονομία λόγου, αντιπροσωπεύει το είδος της στρατευμένης λογοτεχνίας, καθώς ο συγγραφέας με ελεγειακό λόγο, παίρνει θέση, δεν είναι αμέτοχος, ούτε αποστασιοποιημένος, καταγγέλλει, θυμώνει, υπερασπίζεται, θλίβεται με τη σκληρή μοίρα του ήρωά του. Μια έξοχη νουβέλα με δυναμισμό και ζωντάνια, για ένα θέμα ευαίσθητο και (δυστυχώς) αέναα επίκαιρο .