Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 29, 2020 | Permalink
2 μικρά - μεγάλα βιβλία ("Άννα, σορόρ..." και "Στιγμιότυπα")
    Δύο σύντομα και περιεκτικά, αλλά πολύ ουσιαστικά και καίρια βιβλία, που κυκλοφόρησαν μέσα σ’ αυτή την περίεργη (εκδοτικά και όχι μόνο) χρονιά, παρουσιάζονται σήμερα στο blog. Το νεανικό μυθιστόρημα της σπουδαίας Γαλλίδας (που γεννήθηκε στο Βέλγιο και μετά τον πόλεμο πολιτογραφήθηκε Αμερικανίδα) συγγραφέως, Marguerite Yourcenar (Βρυξέλλες, 1903 – Μπαρ Χάρμπορ, Μέιν 1987), με τίτλο «ΑΝΝΑ, ΣΟΡΟΡ…» («Anna, Soror…») – (εκδ. Άγρα, (ωραία) μετάφρ. Σπ. Γιανναράς, σελ.139), και η συλλογή κειμένων του μοναδικού Ιταλού συγγραφέα και διανοητή, Claudio Magris (Τεργέστη, 1939), με τίτλο «ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ» («Instantanee») – (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Μ. Σπυριδοπούλου, σελ. 155). Δύο εξαιρετικά δείγματα γραφής αγαπημένων συγγραφέων, που χωρίς να εντυπωσιάζουν, κερδίζουν τον αναγνώστη με την γοητεία του αφηγηματικού τους ύφους.

 
Το «ΑΝΝΑ, ΣΟΡΟΡ…» είναι ένα κείμενο που γράφτηκε από ένα νεαρό κορίτσι 22 ετών, που προοριζόταν να γίνει μια μεγάλη συγγραφέας. Είναι ένα αφήγημα αιρετικό διότι περιγράφει έναν απαγορευμένο έρωτα, έναν έρωτα ανάμεσα σε δύο αδέρφια, σε ένα θέμα που είχε απασχολήσει συγγραφείς της Ρομαντικής περιόδου. Η ιστορία της Άννας και του Μιγκέλ, δραματική και ταυτόχρονα αφοπλιστική, όπως την περιγράφει η Γιουρσενάρ είναι ουσιαστικά βγαλμένη μέσα από αρχαίους μύθους.
 
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα τέλη του 16ου αιώνα, στο βασίλειο της Ισπανοκρατούμενης Νάπολης, όπου ο μισητός από τον λαό, κυβερνήτης της Ντον Αλβάρε, είναι παντρεμένος με την καλλονή Βαλεντίνη, που της έχει επιβάλλει έναν δια βίου εγκλεισμό, στα κτήματά τους στην Καλαβρία αλλά και με μακρόχρονες περιόδους στο μοναστήρι της Ίσκια. Η Ντόνα Βαλεντίνη αποδέχτηκε τη μοίρα της και χάρισε δύο πανέμορφα παιδιά στον σατράπη και μπερμπάντη σύζυγό της χωρίς να μπλέκεται ιδιαίτερα στις υποθέσεις του.

 
«Την μεθεπομένη, από το χάραμα, άκουσαν το τερέτισμα της χαράς. Τα αντίο και τα δάκρυα επαναλήφθηκαν, όμοια με εκείνα της προπαραμονής, όπως περίπου επαναλαμβάνεται ένα όνειρο. Ίσως όμως να είχαν πάψει, τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, να πιστεύουν στους αέναους αποχαιρετισμούς.»
 
Τα δύο παιδιά, ο Μιγκέλ και η Άννα, περνάνε όλο τον χρόνο τους με την Βαλεντίνη, η οποία είναι μια γυναίκα που διαβάζει πολύ και μεγαλώνει τα παιδιά της με Λατίνους συγγραφείς. Σχηματίζουν μια αδιάσπαστη τριάδα, απομονωμένη από τον έξω κόσμο, απολαμβάνοντας τις ομορφιές της Ιταλικής φύσης. Σε ένα ταξίδι τους όμως, η Βαλεντίνη πεθαίνει από οξύ πυρετό στα 37 της χρόνια, και τα παιδιά – που δεν είναι βέβαια πια παιδιά -, χάνουν το στήριγμά τους και την προστασία που απολάμβαναν. Στο νεκρικό κρεβάτι, η ετοιμοθάνατη μάνα, παρηγορεί την συντετριμμένη Άννα:
«- Ό,τι κι αν γίνει, μη φτάσετε ποτέ να μισήσετε ο ένας τον άλλον.
-      Αγαπιόμαστε, είπε η Άννα.
Η Ντόνια Βαλεντίνη έκλεισε τα μάτια. Κι ύστερα, πολύ απαλά:
-     
Το ξέρω.»
 
Οι δύο νέοι θα μείνουν μόνοι τους και η ένταση του πάθους τους, είναι δύσκολο πλέον να συγκρατηθεί. Μέσα από θρησκευτικούς ύμνους, εκκλησιάσματα, καχυποψίες και μικροπαρεξηγήσεις – σε κάποια φάση ο Μιγκέλ ζηλεύει την λατρεία της Άννας για τον Ιησού -, το πάθος τους θα εκδηλωθεί σε μια σκηνή εκπληκτικής αισθητικής και διακριτικότητας. Από εκεί και μετά, τα γεγονότα παίρνουν δραματική τροπή καθώς οι δύο ερωτευμένοι προσπαθούν να εξαγνιστούν από «την αμαρτία» τους μέσα από την προσωπική θυσία.
 


«Έτσι, ο καθένας τους διάβαζε με τρόπο διαφορετικό το βιβλίο της δημιουργίας που δύναται με δυο τρόπους να διαβαστεί, και οι δυο με νοήματα ισάξια, καθώς ουδείς γνωρίζει αν όλα ζουν μόνο για να πεθάνουν ή εάν πεθαίνουν μόνο για να ξαναζήσουν.»
 
Κείμενο που πάλλεται από ρομαντισμό και λυρισμό, το «Άννα, σορόρ…» περιγράφει  δύο ανθρώπους που υποκύπτουν στο έντονο συναίσθημα (στη δύναμή του), στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους. Η αιμομιξία – θέμα αρκετά σύνηθες στην λογοτεχνία από την Ελισαβετιανή περίοδο και την Αναγέννηση μέχρι τις μέρες μας, στο βιβλίο της Γιουρσενάρ απεικονίζεται τρυφερά και με ερωτισμό που ξαφνιάζει με την δύναμή του. Βιβλίο που όχι μόνο προοιωνίζει το πόσο μεγάλη συγγραφέας θα γίνει η Μ.Γιουρσενάρ, αλλά στέκεται και αυτόνομα, ως δείγμα έξοχης λογοτεχνίας με έντονο ψυχολογικό υπόβαθρο.
 
Τελείως διαφορετικό είναι το βιβλίο του Claudio Magris «ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ». Ο περίφημος Ιταλός διανοητής και ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού μας, σε 48 αφηγήματα που γράφτηκαν σε μια περίοδο 17 ετών, από το 1999 έως το 2016, περιγράφει στιγμές της Τεργέστης, της πόλης του. Στιγμές της καθημερινότητας, της πολιτικής ζωής, της ιστορίας, συμπεριφορές και ιδεοληψίες που οδηγούν σε παρεξηγήσεις, περνάνε μέσα από την διαυγή πένα του συγγραφέα που παρατηρεί και σχολιάζει.
 


«Είμαστε σχεδόν όλοι τυφλωμένοι συντηρητικοί, απρόθυμοι ή τέλος πάντων ανίκανοι να πιστέψουμε πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Εκλαμβάνουμε την πραγματικότητα στην οποία συνηθίζουμε να ζούμε ως φυσική κατάσταση, ως μια τάξη πραγμάτων την οποία είναι ευκταίο αλλά αφελές να ελπίζουμε πως θα αλλάξουμε. Εκλαμβάνουμε την όψη της πραγματικότητας ως τη μοναδική πιθανή και οριστική πραγματικότητα, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που πάντοτε και ασταμάτητα πάλλεται εντός της και συνεχώς τη μεταβάλλει – πότε αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, πότε με εντυπωσιακό ρυθμό.»

Ο Μάγκρις περιγράφει την «ανθρώπινη κωμωδία» μέσα από στιγμιότυπα – φλας ιστορίες, μιας ή δύο σελίδων οι περισσότερες. Ένας καθηγητής μαθηματικών στο πανεπιστήμιο που βλέπει για πρώτη φορά την αίθουσα του να γεμίζει από άγνωστα πρόσωπα, παραδίδει το μάθημά του και στο τέλος ενημερώνεται ότι όλοι αυτοί είχαν έρθει για να προλάβουν να πιάσουν θέση για την διάλεξη του Ρολάν Μπαρτ που θα ακολουθούσε στην ίδια αίθουσα. Μια γκαλερί που αποφασίζει να καλύψει τους πίνακές της με μαύρο πανί ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την καταδίκη ενός καλλιτέχνη, βλέπει μια νεαρή «φιλότεχνη» να μπαίνει μέσα και να ζητάει να αγοράσει έναν καλυμμένο πίνακα νομίζοντας ότι είναι κάποια «πρωτοποριακή τέχνη»!
Ιστορίες για ένα πτώμα στην παραλία δίπλα στους λουόμενους που συνεχίζουν απερίσπαστοι το μπάνιο τους, ένα νεκρό περιστέρι που κανιβαλίζεται από τα άλλα περιστέρια στη βάση ενός αγάλματος, ένα ατύχημα σε ένα συνέδριο, η χήρα του Βίλι Μπραντ και η ερωτική της περιπέτεια, η διαφορά «επίσημου» και «παράνομου» σεξ, ένας ακαδημαϊκός που κοιμάται στη συνεδρίαση της Ακαδημίας, ένα πανδοχείο στην άκρη ενός δάσους, μια είδηση για ορφανά «κατεψυγμένα έμβρυα» που πρέπει να αποφασιστεί αν θα χρησιμοποιηθούν ή θα «καταστραφούν» που συνταράζει τον συγγραφέα.
Ιστορίες για τις απρόσωπες τηλεφωνικές «γραμμές του καταναλωτή», για τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά και για την εξαφάνιση των δημόσιων ουρητηρίων από την πόλη της Τεργέστης που οδηγεί στην δημόσια ούρηση των διερχομένων όπου βρουν, σκηνές από την παραλία με δυο παιδάκια διαφορετικού χρώματος να παίζουν αδιάφορα για την διστακτικότητα και την καχυποψία των γονιών τους.
 
Ο Μάγκρις στοχάζεται για την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την εύθραυστη πραγματικότητα που θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αλλάξει μέσα σε λίγες ώρες, για το καθημερινό άγχος να καλύπτουμε τον εγωισμό μας με δήθεν ευαισθησίες, για την εξαφάνιση των Εσκιμώων, για την εγωιστική αδράνεια του Τόμας Μαν απέναντι στην κήρυξη του πολέμου, για τους αβάσταχτους φόρους, για το Facebook και τις σέλφι, για τις «βουβές σκηνές» ενός γάμου ή μιας σχέσης, για τους μετανάστες, τα γκραφίτι, την διαφήμιση, για τις ερωτικές σχέσεις και το τι σημαίνει να «πορεύεσαι με κάποιον».
 
«Ανάμεσα στα πράγματα που χαρακτηρίζουν την αισθηματική ζωή των ανθρώπινων όντων υπάρχει και η μικρή αλλά όχι ασήμαντη διαφορά ανάμεσα σε όσους έχουν έφεση να «πορεύονται μαζί» με κάποιον και όσους, αντίθετα, να «τα έχουν με» κάποιον. Στην πρώτη περίπτωση ενυπάρχει μια ηθική αξιοπρέπεια που γιγαντώνεται ενώπιον της δεύτερης. «Να πορεύεσαι μαζί» είναι ένας έρωτας τίμιος και απλός, που δεν υπόσχεται ούτε στον έναν ούτε στον άλλον καμία ψευδεπίγραφη διάρκεια, ούτε υποκρίνεται πως μοιράζεται τα καλά και τα κακά της ζωής – όπως ένας γάμος ή μια πλήρης, βαθιά και μόνιμη ένωση – και ακριβώς εξαιτίας αυτής της ειλικρινούς απομάγευσης, μπορεί να προσφέρει τρυφερότητα, στοργή και φιλία, που θα κρατήσουν πέρα από τη σύντομη αυτή γνωριμία.
Αντίθετα, «τα έχω με κάποιον» είναι συχνά η αυτοπαραπλανητική παρωδία του γάμου, σημαίνει πως μοιράζομαι την ύπαρξή μου για έξι μήνες ή για έναν χρόνο αλλά με όλες τις υποχρεώσεις και τους κανόνες του γάμου: αμοιβαία προσωρινή πίστη, σταθερό ζευγάρι που το καλούν παντού μαζί, συμβίωση, προθεσμιακό συγγενολόι, συμπεριλαμβανομένων των πεθερικών, μελαγχολική μολονότι ειλικρινής προσομοίωση πως είμαστε «εις σάρκαν μίαν», αδυναμία να ζήσουμε μόνοι μας. «Τα έχω με κάποιον «είναι πολύ διαφορετικό από το να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου ή να δημιουργήσεις μια νέα συναισθηματική σχέση μετά από μια αποτυχία ή, αν μη τι άλλο, το τέλος της προηγούμενης, που διακόπηκε από την έλλειψη κατανόησης, από έναν θάνατο, από ασυμβατότητα ή από την απώλεια του συναισθήματος. «Τα έχω με κάποιον» είναι ο προγραμματισμός, συνειδητός και ασυνείδητος, πολλών διαδοχικών μικρών γάμων, που έχουν προβλεφθεί εκ των προτέρων.»

 
Ο δεδομένος γλαφυρός λόγος του Μάγκρις, τονίζει τα «ασήμαντα περιστατικά» της καθημερινότητας με χρώμα και στοχασμό, πολύ χιούμορ και παρατηρητικότητα. Δεν επισημαίνει μόνο τον κυνισμό, την υποκρισία, την αδιαφορία και τις προκαταλήψεις αλλά και τις ωραίες στιγμές που περνάνε απαρατήρητες χωρίς να σχολιάζει και να ηθικολογεί, αφήνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Ορισμένες δε από τις ιστορίες που αφηγείται, είναι τόσο δυνατές που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλικό για μεγαλύτερα κείμενα, ακόμα και για μυθοπλαστικά εγχειρήματα.
 
Ο Μάγκρις είναι τόσο σαγηνευτικός συγγραφέας που έχει την ικανότητα να αφηγείται τα πιο σοβαρά πράγματα με αβίαστο και ρέοντα λόγο, που δεν κουράζει και έλκει τον αναγνώστη, ο οποίος δεν σταματάει να υπογραμμίζει και να σημειώνει. Κάθε βιβλίο του, είναι μια σπουδή στη λογοτεχνία, καθώς αυτός ο συγγραφέας γνωρίζει πώς να «αιχμαλωτίσει» τη στιγμή – σαν τον ιδανικό φωτογράφο ή κάμεραμαν. Μικρές αλλά ουσιαστικά «μεγάλες» στιγμές από έναν μοναδικό συγγραφέα που πάντα ισορροπεί με μεγάλη επιτυχία μεταξύ Λογοτεχνίας και Δοκιμίου.
 
Βαθμολογία (και για τα δύο βιβλία) 83 / 100


 
 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 21, 2020 | Permalink
Μυθομανίες

 

«Αυτά που δεν βλέπουμε, συχνά είναι πιο σημαντικά από αυτά που βλέπουμε.»
 
Αν ως αναγνώστης θεωρείς ότι «πίσω από μια ιστορία κρύβεται μια άλλη ιστορία» όπως γράφει κάπου η Χίλαρι Μαντέλ ή ότι ο συγγραφέας «οφείλει» να «επινοεί μικροασάφειες» όπως συχνά-πυκνά αναφέρει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, τότε στο (κάτι σαν) μυθιστόρημα του Στράτου Μυρογιάννη, με τίτλο «ΜΥΘΟΜΑΝΙΕΣ» (Εκδ. Gutenberg, σειρά Aldina, σελ. 198), θα βρεις αυτό που ψάχνεις από ένα λογοτεχνικό έργο. Τυπικά οι «Μυθομανίες» έχουν τη μορφή συλλογής διηγημάτων – αυτόνομων παράξενων ιστοριών σαν λογοτεχνικό παιχνίδι που «απαιτεί» την συμμετοχή του αναγνώστη στους γρίφους που παραθέτει. Οι συνδέσεις των ιστοριών όμως είναι τέτοιες και η κοινή τους ατμόσφαιρα, μπορούν άνετα να το κατατάξουν (αν και γενικώς ως βιβλίο, είναι «ακατάταχτο) ως μυθιστόρημα υβριδικό.
 


Ο Στράτος Μυρογιάννης, είναι ένας συγγραφέας που ασχολείται με το αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως και με την ιστορική έρευνα, εξάλλου έχει σπουδάσει Μεσαιωνικές και Σύγχρονες Γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (όπου έχει διδάξει εκεί, Νεοελληνική Λογοτεχνία), είναι συγγραφέας μιας μελέτης για το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα, έχει συμμετοχή σε συλλογικά έργα για το αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και για τον νεοελληνικό διαφωτισμό, έχει μεταφράσει δύο Αγγλικά αστυνομικά μυθιστορήματα, είναι εκδότης του περιοδικού Polar που ασχολείται με το αστυνομικό αυτό υποείδος. Είναι λοιπόν ένας άνθρωπος που ακροβατεί μεταξύ Ιστορίας και Αστυνομικού μυθιστορήματος, οπότε η πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα, δεν θα μπορούσε να παρεκκλίνει από τα ενδιαφέροντά του αυτά. Εκείνο που «εισάγει» στις μέχρι τώρα δημοσιεύσεις του, είναι το στοιχείο του λογοτεχνικού παιχνιδιού, που όμως καθιστά το εγχείρημα του ακαταμάχητο.
 
«Η αδυναμία του ήταν η ποίηση και αγαπούσε τα μυστικά. Και τα μυστήρια των ανθρώπων. Όχι επειδή είχαν ενδιαφέρον. Στα μάτια του η έννοια της μυστικότητας (αν υπάρχει κάτι τέτοιο) ήταν μια τέχνη αλλά και μια επιστήμη. Αυτός ήταν και ο λόγος που την είχε αναγάγει σε βασικό συστατικό της ζωής του. Συνήθιζε να λέει πως η ποίηση είναι η πιο κρυπτογραφική τέχνη.»
 
Επτά αυτόνομες αλλά εμφανώς συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες, συνθέτουν τις «Μυθομανίες». Από τις αρχές της Αναγέννησης μέχρι τον 19ο αιώνα, πρόσωπα κατασκευασμένα από την πένα του ευφυέστατου συγγραφέα, πρόσωπα ιστορικά – περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, διαπλέκονται και αλληλοεπιδρούν, ανταγωνίζονται ή συναγωνίζονται κυρίως με τις εμμονές τους και τα πάθη τους. Αναζήτηση του νοήματος της ζωής, των σπάνιων ή ακόμα και ανύπαρκτων βιβλίων, ελιξηρίων και βιβλιοθηκών χαμένων στα βάθη της ιστορίας. Τύποι με περίεργα ονόματα και ομιχλώδη καταγωγή, τύποι σαλοί και ιδιόρρυθμοι, τύποι που δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν κάθε μέθοδο για να φτάσουν στον σκοπό τους.
 
«Η ανάγνωση και η γραφή ήταν ύποπτες και επικίνδυνες συνήθειες και μπορούσαν να οδηγήσουν στην τρέλα.»
 
Τι συνδέει λοιπόν, τον ακάματο (και αδίστακτο) βιβλιοσυλλέκτη Ιάσονα Μαυροκορδάτο-Bodin («Η βιβλιοθήκη του Ιάσονα Μαυροκορδάτου-Bodin») που «έστειλε αδιάβαστο» τον Σουλτάνο της Αλάμπρας, με τον Έλενο Παλαιολόγο («Κορνήλιος Κράνμπερης ο Τραυλός»), περισσότερο γνωστό ως Κορνήλιο Κράνμπερη τον Τραυλό που από την Μεγάλη Βρετανία βρέθηκε στον Χάνδακα στα μέσα του 17ου αιώνα, με τον homo-universalis Bartolo Simoni («Οι αναρίθμητες ιδιορρυθμίες του Bartolo Simoni») που έπασχε από μια ανίατη ασθένεια και αναζητούσε το νόημα της ζωής στην παραίσθηση του φωτός;
Τι συνδέει τον αλχημιστή Nicholas FlamelHommage a deux alchimistes: Nicholas Flamel et Sir Isaac Newton»), που κάηκε στην πυρά και που οι φίλοι αποκαλούσαν «αυτοκράτορα», με τον Νεύτωνα και γιατί ο δεύτερος αποκάλεσε «απατεώνα» τον πρώτο; Ποια η σχέση του λιπόσαρκου μοναχού Νικόδημου Μεταξά – Malherbe («Shakespeare and Metaxas-Malherbe: The First Folio») που εμφανίστηκε από το πουθενά στο Λονδίνο του 17ου αιώνα, με τον Κορνήλιο Κράνμπερη και πως έφτασε το χαμένο χειρόγραφο με έργα του Σέξπιρ στην Κωνσταντινούπολη;
Ποια διάσημη γυναίκα συγγραφέα (και όχι μόνο), έχει ερωτευτεί ο Αδαμάντιος Κοραής («Adamante Coray in love»); Τι γνωρίζει ο Ιωάννης Καρτάζηλος για την δολοφονία του Πάπα Ουρβανού Ζ’ το 1590 («Ο Ιωάννης Καρτάζηλος και ο Πάπας Ουρβανός Ζ’»),  τι ανακάλυψε ο Johannes Argentis-Mosimoff και πως συνδέεται το δερματόδετο σημειωματάριο με τις ιστορίες με τον τίτλο «Μυθομανίες» με τον φόνο μιας νεαρής γυναίκας στη Νέα Υόρκη;
 


Επτά άκρως γοητευτικές ιστορίες, όπου ο αναγνώστης βρίσκεται παγιδευμένος στους λογοτεχνικούς γρίφους που θέτει διαρκώς ο συγγραφέας, ενώ κατά την διάρκεια της ανάγνωσης δεν σταματάει να «γκουγκλάρει», προσπαθώντας να ανακαλύψει πόσα από τα πρόσωπα που αναφέρονται είναι μυθοπλαστικά δημιουργήματα και ποια είναι τα αληθινά. Είναι αλήθεια ότι η μπάλα χάνεται κάποια στιγμή και παρατάς την προσπάθεια, υποκύπτοντας στην αφηγηματική δεινότητα του Μυρογιάννη που σε παρασέρνει σε αυτό το Μπορχεσικό αινιγματικό ταξίδι, μπερδεμένος μέσα σ’ αυτή την ατελείωτη παράθεση ονομάτων, ατέρμονων κύκλων και διαρκών αναζητήσεων κάποιου χαμένου δισκοπότηρου.
 
«Είναι πιο εύκολο για κάποιον να κάψει το σπίτι του παρά να δεχτεί την αλήθεια.»
 
Απόηχοι από Μπόρχες, Έκο, Καλβίνο, Περέκ αλλά και υποδόρια συγγένεια με το βιβλίο-έκπληξη «Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ» του Buchmann (κι αυτό από την σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg), χαρακτηρίζουν την συγγραφική προσπάθεια του Μυρογιάννη. Πέρα όμως από τις εμφανείς αναφορές και δάνεια, που στο κάτω-κάτω ενδιαφέρουν μόνο λίγους, το βιβλίο είναι απολαυστικό στην ανάγνωσή του και στο παιχνίδι που παίζει με τον αναγνώστη του, στην εγρήγορση που «απαιτεί» από αυτόν. Το έξοχο επίμετρο του τέλους γραμμένο από τον Φιλήμονα Έρουλο (μη γκουγκλάρεις!) που συμπυκνώνει κατά κάποιο τρόπο τις ιστορίες και τους πρωταγωνιστές τους αναφέρει ότι «οι χαρακτήρες τις διασχίζουν (τις ιστορίες) με τον ίδιο τρόπο που οι ταξιδιώτες διασχίζουν τη Salle de pas perdus στους σταθμούς των τρένων», αφήνοντας τα πάντα ανοιχτά και στον αναγνώστη να βρει τη δική του αλήθεια μέσα από αυτές.
 
Που ανήκουν οι «Μυθομανίες» ως λογοτεχνικό είδος; Δύσκολη η απάντηση και ίσως περιττή. Εδώ δεν έχω καταλήξει αν πρέπει να τις συμπεριλάβω στην ελληνική πεζογραφία, καθώς τίποτα δεν θυμίζει εγχώριο λογοτεχνικό έργο – ίσως στο ύφος λίγο τον Γονατά ή τον Καχτίτση. Ο Κώστας Καλφόπουλος στο κείμενό του, που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου («λογοτεχνική κριτική» ενσωματωμένη στο ίδιο το βιβλίο, wtf?), χρησιμοποιεί τον όρο που αρμόζει στο βιβλίο: «Ο Στράτος Μυρογιάννης, με τις Μυθομανίες και τους παράδοξους ήρωές του, επιχειρεί κάτι σαν ένα «πειρατικό ρεσάλτο» στα ελληνικά χωρικά ύδατα της μυθοπλασίας.» Ας μείνει έτσι λοιπόν…
 
Βαθμολογία 82 / 100


 
Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2020 | Permalink
"Η Χορτοφάγος"
«Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ» («채식주의자»), το βραβευμένο (Man Booker international, 2016) μυθιστόρημα της Νοτιοκορεάτισας Han Kang (1970, ΓκουάνγκΤζου) – (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. από Κορεατικά Αμ. Τζιώτη, σελ.195), είναι ένα βιβλίο που έχει ήδη διαγράψει στους λίγους μήνες κυκλοφορίας του στα ελληνικά, μια αξιοπρόσεκτη εμπορική πορεία, ενώ συζητήθηκε έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού στη χώρα μας, καθώς προκάλεσε με τη θεματική του, αντικρουόμενα συναισθήματα και απόψεις. Είναι δύσκολο να προβλέψεις ποιο βιβλίο θα δημιουργήσει αίσθηση σε μια περίεργη αγορά όπως η ελληνική και η «Χορτοφάγος» είναι ένα ισχυρό παράδειγμα, ενός βιβλίου (ευκολοδιάβαστου μεν, που δημιουργεί όμως δυσφορία στον αναγνώστη του), που παρά την ιδιάζουσα θεματική του «άγγιξε» τον μέσο Έλληνα αναγνώστη.

 


«Η Χορτοφάγος», είναι ένα μυθιστόρημα που περιέχει τρεις αυτόνομες ιστορίες γύρω από το ίδιο θέμα, και το οποίο κυκλοφόρησε στην Νότια Κορέα το 2007 αρχικά σε μορφή τριών ξεχωριστών νουβελών. Η ηρωίδα είναι βέβαια κοινή και στις τρεις ιστορίες και παρότι αυτές διατηρούν την αυτονομία τους, δημιουργούν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο μάλιστα γίνεται περισσότερο κατανοητό και είναι ιδιαίτερα συμπαγές – παρά την «χαλαρότητα» που προϋποθέτουν οι τρεις ξεχωριστές ιστορίες – με την μορφή του μυθιστορήματος. 

 
«Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε καν την προσοχή. Μέτριο ανάστημα, τα μαλλιά της ούτε μακριά ούτε κοντά, το δέρμα της τραχύ, ωχρό, πεσμένα βλέφαρα, διογκωμένα ζυγωματικά, άχρωμα ρούχα, τίποτα που να φανερώνει κάτι από την προσωπικότητά της. Φορώντας ένα ζευγάρι απλές μαύρες γόβες, πλησίασε στο τραπέζι όπου περίμενα. Το βάδισμά της δεν ήταν ούτε γρήγορο, ούτε αργό, ούτε δυναμικό αλλά ούτε και νωθρό.
Το γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα.»
 
Η ΓιόνγκΧιε είναι το κεντρικό πρόσωπο και των τριών ιστοριών που απαρτίζουν την «Χορτοφάγο».
Στην πρώτη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο («Η χορτοφάγος»), η αφήγηση γίνεται από την μεριά του συζύγου της ηρωίδας, ο οποίος ζει μια συμβατική και ήρεμη ζωή μαζί της μέχρι το μοιραίο πρωινό. Η ΓιόνγκΧιε μια μέρα ξυπνώντας και μετά από ένα όνειρο που έχει δει, αποφασίζει να σταματήσει να τρώει κρέας. Στην αρχή ο σύζυγός της, το δέχεται σαν ένα καπρίτσιο αλλά στην πορεία, τα πράγματα σοβαρεύουν, καθώς όχι μόνο το καθημερινό διατροφολόγιο του ζευγαριού αλλάζει αλλά και εκείνος που είναι στέλεχος σε μια εταιρεία έρχεται σε δύσκολη θέση κατά την διάρκεια ενός εταιρικού δείπνου. Το να είσαι χορτοφάγος σε μια κοινωνία που έχει ως βάση στην καθημερινή της διατροφή το κρέας, είναι κάτι περίεργο, αλλά η επιμονή της ΓιόνγκΧιε και η γενικότερη αλλαγή στη συμπεριφορά της, όπως και η παθητική της αντίσταση σε ότι της λένε, είναι που προκαλούν εντύπωση. Η κατάσταση θα πάρει δραματικές προεκτάσεις, όταν σε ένα οικογενειακό δείπνο, ο πατέρας της ΓιόνγκΧιε – ένας βίαιος άνθρωπος που υπηρέτησε στο Βιετνάμ – την υποχρεώνει δια της βίας να φάει κρέας και την χαστουκίζει. Εκείνη θα πάρει ένα μαχαίρι και θα κόψει τις φλέβες της, με την πανικόβλητη οικογένεια να την τρέχει στο νοσοκομείο.
 
Η δεύτερη ιστορία (και ίσως το καλύτερο κομμάτι του βιβλίου), έχει ως τίτλο «Η μογγολική κηλίδα» και σε αυτήν, ο κουνιάδος της ΓεόνγκΧιε που είναι (ένας όχι τόσο επιτυχημένος) καλλιτέχνης που ζωγραφίζει ή φτιάχνει καλλιτεχνικά βίντεο, μαθαίνει πως η κουνιάδα του, έχει εκ γενετής μια κηλίδα στα οπίσθιά της και επιθυμεί καθώς το θέμα της κηλίδας του γίνεται εμμονή, να φτιάξει ένα σεξουαλικό περφόρμανς με την κουνιάδα του και έναν παρτενέρ. Η ΓεόνγκΧιε έχει χωρίσει από τον άντρα της και δέχεται να ποζάρει γυμνή στο στούντιο του συζύγου της αδερφής της, χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνος ήδη την φαντασιώνεται σε διάφορες στάσεις. Η ιστορία θα πάρει διαστάσεις καθώς η φαντασίωση θα πάρει σάρκα και οστά, οδηγώντας την αδερφή της ΓεόνγκΧιε σε καταγγελία, και τον εγκλεισμό της χορτοφάγου γυναίκας σε ψυχιατρικό ίδρυμα
 
Στην τρίτη ιστορία με τίτλο «Δέντρα στις φλόγες», που εκτυλίσσεται τρία χρόνια αργότερα, η ΊνΧιε, η αδερφή της ΓεόνγκΧιε, την επισκέπτεται τακτικά στην κλινική που νοσηλεύεται. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που διατηρεί επαφή με την ΓεόνγκΧιε μετά την ψυχολογική και σωματική της κατάρρευση ▪ η χορτοφάγος γυναίκα πλέον προσπαθεί να μετατραπεί σε φυτό και σε δέντρο. Έχει κάνει απόπειρες διαφυγής από το νοσοκομείο, οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και η ΊνΧιε (που έχει πάρει διαζύγιο από τον καλλιτέχνη σύζυγό της μετά τα γεγονότα με το περφόρμανς που είχε στήσει με πρωταγωνίστρια την αδερφή της), προσπαθεί να κατανοήσει και να φροντίσει χωρίς επιτυχία την αδερφή της που έχει διανοητικά πλέον φύγει μακριά από αυτόν τον κόσμο.
 


«Πότε ξεκίνησε όλο αυτό; Αναρωτιέται καμιά φορά σε τέτοιες στιγμές. Πότε άρχισαν όλα να γκρεμίζονται;
Η παράδοξη συμπεριφορά της ΓιόνγκΧιε είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή πριν τρία περίπου χρόνια, όταν ξαφνικά αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Υπάρχουν πολλοί χορτοφάγοι αυτόν τον καιρό, αλλά η περίπτωση της ΓιόνγκΧιε ήταν ιδιαίτερη γιατί το κίνητρό της δεν ήταν ξεκάθαρο. Έχασε τόσο πολύ βάρος, που ήταν σοκαριστικό να τη βλέπει κανείς, κι επίσης σταμάτησε να κοιμάται. Ναι, ήταν πάντα λιγομίλητη, αλλά εκείνον τον καιρό μιλούσε τόσο λίγο, που κάθε είδους επικοινωνία μαζί της ήταν αδύνατη. Όλη η οικογένεια ανησυχούσε, συμπεριλαμβανομένου και του συζύγου της. Όλα αυτά είχαν συμβεί λίγο καιρό αφότου η ΊνΧιε και ο άντρας της είχαν μετακομίσει με τον ΤζίΟυ στο καινούργιο διαμέρισμα. Στη γιορτή για τα καλορίζικα, όταν είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη η οικογένεια, ο πατέρας τους χτύπησε την ΓιόνγκΧιε στο πρόσωπο, της κράτησε το στόμα ανοιχτό και με τη βία την τάισε ένα κομμάτι κρέας. Το σώμα της ΊνΧιε τινάχτηκε απότομα, σαν να είχε χτυπήσει την ίδια. Στεκόταν και κοίταζε, άκαμπτη σαν βέργα, ενώ η ΓιόνγκΧιε, έφτυσε το κρέας, μετά άρπαξε το μαχαίρι του φρούτου και έκοψε τις φλέβες της.»
 
Η φωνή της ΓεόνγκΧιε δεν «ακούγεται» καθόλου στο βιβλίο. Είναι μια γυναίκα που μιλούν άλλοι γι’ αυτήν, παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης, είναι ότι βρίσκεται διαρκώς στο κάδρο, σε πρώτο πλάνο όπως θα λέγαμε εάν το βιβλίο ήταν σενάριο ταινίας παραλλάσσοντας ίσως τον τίτλο της ταινίας του Γκοντάρ «Δυο, τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν»!
Η ΓεόνγκΧιε υφίσταται την βία, την σεξουαλική εκμετάλλευση, την πατρική και συζυγική κυριαρχία, την καχυποψία, τα στερεότυπα, τους κανόνες μιας (ξεκάθαρα) πατριαρχικής κοινωνίας, που αρνείται να δει το διαφορετικό και να το αποδεχτεί. Είναι μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε ρόλους, της υπάκουης και ταπεινής συζύγου που δεν έχει ζωή, παρά μόνο για να περιποιηθεί τον άντρα της, ο οποίος την διάλεξε ακριβώς γι’ αυτό, και αμήχανος παρακολουθεί την μετάλλαξή της, στον ρόλο της καλής κόρης που υπακούει στις προσταγές του πατέρα της, στον ρόλο της γυναίκας – αντικείμενο που πρέπει – ως single πλέον χωρίς σύζυγο, άρα «εύκολα διαχειρίσιμη», να υποταχθεί στον κουνιάδο της για χάρη των σεξουαλικών του ονειρώξεων καλυμμένων με την μορφή της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, στον ρόλο της ως ασθενής με ψυχική διαταραχή που αρνείται να υπακούσει στις κατεστημένες μεθόδους.
 
Το ήρεμο και χαμηλότονο – σχεδόν υπνωτιστικό – ύφος της Χαν Κανγκ, εισάγει τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα αλλόκοτη με υπερρεαλιστικές σκηνές, κάποιες φορές εφιαλτικές που επιτείνουν την απόγνωση και την δυσφορία που αισθάνεσαι διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου. Οι αλλαγές του ρυθμού στις τρεις ιστορίες και του αφηγηματικού ύφους, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή που συνοδεύει την ηρωίδα στη διαδρομή της, εντυπωσιάζουν καθώς ακολουθούν την μετάλλαξη της ΓεόνγκΧιε από υπάκουη και άχρωμη νοικοκυρά σε σκληροπυρηνική χορτοφάγο στην προσπάθειά της να φτάσει στο απόλυτο όριο – του να επιβιώσει όπως τα φυτά. Η εθελούσια πορεία της ΓεόνγκΧιε προς την πτώση σε συνδυασμό με την διάχυτη ατμόσφαιρας απόγνωσης και θλίψης, μετά τις δύο πρώτες αυτόνομες ιστορίες, οδηγούν τον αναγνώστη στην αφόρητη δυσφορία που τον καταλαμβάνει στην τρίτη ιστορία, όταν επιτέλους ένας άνθρωπος (η αδερφή της ΓεόνγκΧιε) δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και να συναισθάνεται μαζί με την ηρωίδα.
 
Το βιβλίο της Χαν Κανγκ αποτελεί επίσης και ένα εύστοχο σχόλιο της κοινωνίας της Νότιας Κορέας, μιας ταχύτατα αναπτυσσόμενης και δυτικοποιούμενης χώρας, με ισχυρή κουλτούρα και καλλιτέχνες που γνωρίζουν μεγάλη δημοτικότητα, από την νεανική μουσική σκηνή, στον κινηματογράφο (εδώ και αρκετά χρόνια) έως στην λογοτεχνία. Ιδιαίτερα βίαιο με μια βία υποδόρια και διαπεραστική, είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για την αποξένωση και την οικογενειοκρατία, την καταπίεση και την εξουσία κάθε είδους, την εκμετάλλευση και τις επιφανειακές σχέσεις, την διαφορετικότητα και την σεξουαλική επιθυμία, γραμμένο με πολύ στυλ, που κάπου θυμίζει τις ιστορίες της εξαίρετης Γυόκο Ογκάουα.
 
Μπορεί να μην είναι το είδος της λογοτεχνίας που αγαπάω να διαβάζω, αλλά ομολογώ ότι «Η Χορτοφάγος», είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και επιδραστικά βιβλία της χρονιάς. Το ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα της Χαν Κανγκ σε ξεβολεύει και σε κρατάει αγκυλωμένο μέσα του, σαν να τυλίγεσαι γύρω από τον αφηγηματικό ρυθμό του. Και θεωρώ ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν του.
 
Βαθμολογία 83 / 100



 
Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 08, 2020 | Permalink
"Σκέφτομαι να βάλω ένα τέλος"
«Όλες οι ιστορίες είναι επινοημένες. Ακόμα και όσες συνέβησαν.»
 
Ένα ζευγάρι μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μια χειμωνιάτικη ημέρα. Είναι δύο νεαροί άνθρωποι, ο Τζέικ και η φίλη του. Πηγαίνουν να επισκεφτούν τους γονείς του Τζέικ, που ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία. Η κοπέλα όμως από την αρχή του ταξιδιού, σκέφτεται μόνο ένα πράγμα: πως θα βάλει ένα τέλος στη σχέση τους που δεν κρατάει περισσότερο από έξι εβδομάδες. Η επίσκεψή τους στο αγρόκτημα, θα εξελιχθεί λίγο περίεργα, ενώ και το ταξίδι της επιστροφής θα φέρει μια απρόσμενη ανατροπή στην ιστορία. Αυτό είναι το περίγραμμα του εκπληκτικού μυθιστορήματος «ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΒΑΛΩ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ» («Im thinking of ending things») του Καναδού συγγραφέα Iain Reid (1981, Ontario), που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού από τις εκδόσεις Πατάκη (μετάφρ. Α.Καλοκύρης, σελ.253) και συζητιέται έντονα τον τελευταίο καιρό μετά την προβολή της ομώνυμης ταινίας του Charlie Kaufman από την συνδρομητική πλατφόρμα του Netflix.
 


Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος του Iain Reid, ξεκινάει άνορεχτα το ταξίδι με το αυτοκίνητο του Τζέικ για το σπίτι των δικών του. Είναι λίγες οι εβδομάδες γνωριμίας τους, μια σχέση που ξεκίνησε με ευφυολογήματα και απόπειρες εντυπωσιασμού από τη μεριά του Τζέικ, ενός πολύ ενδιαφέροντος τύπου που θεωρείται διάνοια από τους γύρω του και εργάζεται σε ένα εργαστήριο και σύντομα θα γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Για εκείνη λίγα πράγματα γνωρίζουμε, παρά μόνο για την εμμονή της, να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους. Μια σκέψη που την απασχολεί συνεχώς εδώ και λίγες ημέρες, παρ’ όλα αυτά δέχτηκε – από ευγένεια - να πάει αυτή την επίσκεψη στους γονείς του. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο που την απασχολεί, εδώ και καιρό λαμβάνει ανώνυμα τηλεφωνήματα με μια φράση να κυριαρχεί σε αυτά: «Υπάρχει μόνο ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί…». Το πιο περίεργο όμως με αυτά τα τηλεφωνήματα που γίνονται κυρίως βράδυ, είναι ότι το νούμερο που καλεί το κινητό της, είναι το δικό της νούμερο!
 
«Η ανάμνηση αλλάζει κάθε φορά που την ανακαλείς. Δεν είναι απόλυτη. Συχνά, οι ιστορίες που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα έχουν περισσότερα κοινά με τη μυθοπλασία παρά με την πραγματικότητα. Ανακαλούμε και εξιστορούμε τόσο τις μυθοπλασίες όσο και τις αναμνήσεις. Και οι δύο αποτελούν είδη ιστοριών. Από τις ιστορίες μαθαίνουμε. Από τις ιστορίες καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Όμως η πραγματικότητα συμβαίνει μόνο μία φορά.»
 
Η συζήτηση καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει τους χιονισμένους αγροτικούς δρόμους, περνώντας από ερημιές που φαντάζουν απόκοσμες, με σπίτια και εργοστάσια παρατημένα, είναι φιλοσοφική και στοχαστικά αφηρημένη, ενώ την πορεία του ζευγαριού, την διακόπτουν σελίδες σαν ιντερλούδια, με το σκηνικό και τις λεπτομέρειες ενός άγριου φόνου ή αυτοκτονίας που έχει διαπραχθεί και κάποιοι ηλικιωμένοι (μάλλον) συζητάνε για τις λεπτομέρειές του.
Η αφηγήτρια προσέχει λεπτομέρειες στη συμπεριφορά του Τζέικ, παρασύρεται από τις δικές της σκέψεις, ο καιρός όσο προχωρούνε για τον προορισμό τους χειροτερεύει, και μ’ αυτό τον τρόπο φτάνουν στο σπίτι των γονιών του, όπου από την αρχή παρατηρούνται περίεργες συμπεριφορές από την πλευρά τους, ενώ σε κάθε δωμάτιο ή στο υπόγειο του περίεργου και μεγάλου σπιτιού, δείχνει να κρύβεται κάποια αποκάλυψη. Φωτογραφίες με κάποιο κορίτσι που της λένε ότι είναι ο Τζέικ μικρός, αλλά μοιάζει με την ίδια όταν ήταν νεότερη, η μύτη της να ανοίγει συνέχεια, παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα στην διακόσμηση λες και μεταφέρθηκαν κάπου στο παρελθόν, κουβέντες χωρίς σκοπό και κάτι το περίεργο να πλανάται στον αέρα κατά τη διάρκεια του γεύματος, ενώ η αφηγήτρια ακούει άθελα της, πίσω από τους τοίχους, μια συνομιλία μεταξύ των γονιών του Τζέικ, που αποκαλύπτει ότι εκείνος παραιτήθηκε από τη δουλειά του στο εργαστήριο, κάτι που εκείνη αγνοούσε.
 
Στην επιστροφή, τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα πιο αμήχανα μεταξύ του ζευγαριού, που αφού σταματάνε σε ένα μαγαζί μιας αλυσίδας γαλακτοκομικών προϊόντων στο δρόμο – παρότι εκείνη δεν τρώει γαλακτοκομικά, και η κουβέντα μιας εκ των υπαλλήλων που την εξυπηρετεί, της παγώνει το αίμα -, συνεχίζουν το δρόμο τους και ο Τζέικ αποφασίζει να κάνει μια παράκαμψη για άσχετο λόγο και βρίσκονται στο πάρκινγκ ενός έρημου σχολείου. Τότε είναι, που ο εφιάλτης παίρνει σάρκα και οστά και η αφηγήτρια διαπιστώνει ότι βρίσκεται μέσα του, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
 
«…Τα μικροπράγματα είναι εκείνα που μας ενώνουν. Δημιουργούν την αίσθηση ότι είναι το παν. Πολλά εξαρτώνται από αυτά. Δεν διαφέρουν και τόσο από τη θρησκεία και τον Θεό. Πιστεύουμε σε συγκεκριμένες δομές, που μας βοηθούν να κατανοούμε, αλλά λειτουργούν παρηγορητικά. Η σκέψη ότι είναι προτιμότερο να περνάμε τη ζωή μας με έναν άνθρωπο δεν αποτελεί μια έμφυτη αλήθεια της ύπαρξης. Πρόκειται για πεποίθηση που θέλουμε να αληθεύει.
Η στέρηση της μοναξιάς, της ανεξαρτησίας, αποτελεί πολύ μεγαλύτερη θυσία απ’ όσο συνειδητοποιούμε. Το να μοιραζόμαστε μια κατοικία, μια ζωή, είναι σίγουρα δυσκολότερο απ’ το να είμαστε μόνοι. Στην πραγματικότητα, η σταθερή σχέση μοιάζει κυριολεκτικά αδύνατη, έτσι δεν είναι; Να βρεις έναν άλλον άνθρωπο για να περάσεις μαζί του όλη σου τη ζωή; Να γερνάτε μαζί και να αλλάζετε μαζί; Να τον βλέπεις καθημερινά και να ανταποκρίνεσαι στις διαθέσεις και τις ανάγκες του;»

 


Το βιβλίο του Ριντ, που ξεκινάει σαν «μυθιστόρημα-δρόμου» με φιλοσοφικές προεκτάσεις, εξελίσσεται από τη μέση και μετά, σε ψυχολογικό θρίλερ, που γιγαντώνεται προς το τέλος με ένα φινάλε που αφήνει τον αναγνώστη με ανοιχτό στόμα, ωθώντας τον να ξαναδιαβάσει τις τελευταίες 30-40 σελίδες για να κατανοήσει τι ακριβώς έχει γίνει – έτσι κι αλλιώς είναι όλα ανοιχτά σε ερμηνείες, οπότε ασφαλή συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν.
 
Θα μπορούσε να είναι ένα «dream within a dream», αν το πάρουμε ως μια προέκταση των ιστοριών του Ε.Α.Πόε, καθώς η αφηγήτρια αρχίζει να χάνει την ταυτότητά της όσο εξελίσσεται το βιβλίο, και ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει ρεύματα ψυχρού αέρα να τον ανατριχιάζουν με το γύρισμα της κάθε σελίδας. Παιδικές φοβίες που αποκτούν οντότητα – έρημα σπίτια μες στην παγωμένη νύχτα, τηλέφωνα να χτυπάνε σε άδεια δωμάτια, κουβέντες του αέρα που μπορεί να σημαίνουν κάτι φρικιαστικό και μυστηριώδες που κρύβεται στο παρελθόν, συμπεριφορές παράξενες, η μονότονη φωνή του Τζέικ να αφηγείται και να σχολιάζει τα πιο αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα, ένα τραγούδι κάντρι – αγαπημένο των παιδικών χρόνων του Τζέικ – να παίζει σε όποιο σταθμό και να βάλουν στο ράδιο, το χιονισμένο και έρημο τοπίο του Οντάριο – όλα αυτά δημιουργούν μια ψυχολογική πίεση στον αναγνώστη και έντονα κλειστοφοβικά συναισθήματα από τα οποία δύσκολα μπορεί να βγει.
 
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε και δεν ξέρουμε τι σκέφτονται οι άλλοι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε και δεν ξέρουμε τα κίνητρα των άλλων για τις ενέργειές τους. Ποτέ. Όχι ακριβώς. Αυτή ήταν η τρομακτική, νεανική επιφοίτησή μου. Ουσιαστικά δε γνωρίζουμε ποτέ πραγματικά κάποιον άλλον. Εγώ πάντως όχι. Ούτε κι εσείς.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι οι σχέσεις δημιουργούνται και διαρκούν ενώ δεν γνωρίζεις ποτέ απόλυτα τον άλλον. Ενώ δεν είσαι ποτέ σίγουρος ποιος είναι ο άλλος. Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πρέπει να ενεργούμε με συγκεκριμένους τρόπους. Πρέπει να λέμε συγκεκριμένα πράγματα.
Όμως μπορούμε να σκεφτόμαστε ό,τι θέλουμε.
Ο καθένας μπορεί να σκέφτεται το οτιδήποτε. Οι σκέψεις είναι η μόνη πραγματικότητα. Αλήθεια. Τώρα πια είμαι σίγουρη. Δεν μπορείς να πλαστογραφήσεις ή να προσποιηθείς μια σκέψη. Αυτή η απλή συνειδητοποίηση με συνοδεύει διαρκώς. Με απασχολούσε για πολλά χρόνια. Και εξακολουθεί.
«Είσαι καλή ή κακιά;»
Εκείνο που με τρομάζει περισσότερο πια είναι ότι δεν ξέρω την απάντηση.»

 


Λίγα λόγια για την ταινία «Im thinking of ending things», η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο. Θεωρώ ότι ο David Lynch θα ήταν ο ιδανικότερος σκηνοθέτης για να μεταφέρει το βιβλίο στην οθόνη, καθώς η ατμόσφαιρά του, είναι ίδια με αυτή των ταινιών του σπουδαίου σκηνοθέτη με το weird feeling να επικρατεί καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης. Ο Charlie Kaufman, ένας πρωτότυπος και με ισχυρή ιδιοσυγκρασία και όραμα σκηνοθέτης, δεν στάθηκε τόσο πολύ στην ουσία του μυθιστορήματος, απλά το χρησιμοποίησε ως καμβά, ως αφορμή για να οικοδομήσει ένα διαφορετικό έργο που ενσαρκώνει απόλυτα το «based on» που μπαίνει στις κινηματογραφικές αναφορές. Η ταινία, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη, έχει ελάχιστη σχέση με το βιβλίο, παρά μόνο στο αρχικό της στάδιο – δηλαδή στο ταξίδι με το αυτοκίνητο προς το αγρόκτημα. Κάποιες παρεμβάσεις του Κάουφμαν, τις βρίσκω δημιουργικές (οι γονείς να αλλάζουν ηλικίες κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, οι ματιές που ρίχνει η πρωταγωνίστρια που αλλάζει διαρκώς ονόματα στο έργο στον Τζέικ κατά τη διάρκεια της οδήγησης, το μαγαζί που πουλάει γαλακτοκομικά προϊόντα στη μέση του πουθενά όπου οι υπάλληλοι είναι όλες παλιές φίλες του Τζέικ, ένα υπέροχο ποίημα που οικειοποιείται ως δικό της η πρωταγωνίστρια, το σκηνικό του έρημου σχολείου, ο ρόλος του επιστάτη και άλλα), κάποιες εντελώς ανούσιες όσον αφορά την ιστορία, αλλά ευχάριστες κινηματογραφικά (οι συνεχείς αναφορές στο μιούζικαλ «Οκλαχόμα», ο μονόλογος (7 λεπτών)για την ταινία «Μια γυναίκα εξομολογείται» του Τζ. Κασαβέτη, όπου η πρωταγωνίστρια μιμείται την φωνή της κριτικού Pauline Kael). Πιστεύω ότι καλύτερα να δει πρώτα κάποιος την ταινία και μετά πρέπει να διαβάσει το βιβλίο, παρότι θα χάσει το σασπένς (ή ίσως θα μπερδευτεί ακόμα περισσότερο, δεν ξέρω). Τα συναισθήματά μου για την ταινία είναι ανάμικτα – όπως είναι άλλωστε για τις περισσότερες ταινίες του πολύ ενδιαφέροντος σκηνοθέτη, τις βρίσκω επιτηδευμένα δυσνόητες, ενώ το βιβλίο πραγματικά το αγάπησα.
 
Επανέρχομαι στο μυθιστόρημα του Ριντ, που είναι μια πραγματικά έξοχο και εντυπωσιακό σε ένα είδος που ταλαιπωρείται από ευκολίες και φθηνά τρικ. Ο αναγνώστης δύσκολα θα αντισταθεί στον πειρασμό να το ξαναπιάσει από την αρχή, αφού το ολοκληρώσει – έτσι κι αλλιώς, μέσα σε 2-3 ώρες, το έχεις διαβάσει αφού από την αγωνία, από ένα σημείο και μετά, δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Με μαεστρική αφήγηση και κινηματογραφικό ρυθμό, με διαλόγους που κεντάνε και χαρακτήρες ολοζώντανους και μοναδικούς είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ που σε απασχολεί για εβδομάδες, και το οποίο αποτελεί ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 
Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2020 | Permalink
"Η χίμαιρα του ανθρώπου-τανκ"
Μια από τις διασημότερες (και ίσως εμβληματικότερες) φωτογραφίες του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, είναι η απεικόνιση ενός ανθρώπου, που μάλλον ήταν φοιτητής, να στέκεται μπροστά από ένα τανκ στην πλατεία Τιεν-Αν-Μεν του Πεκίνου, τον Ιούνιο του 1989. Ένας άνθρωπος με σακούλες στο χέρι (που δεν τις παρατάει ούτε στιγμή), σταματάει την πομπή των τανκ, πηγαίνοντας να σταθεί μπροστά στο πρώτο από αυτά. Έχει προηγηθεί η εκκένωση της πλατείας, που ήταν γεμάτη από εξεγερμένους φοιτητές, από τα τανκ και τον στρατό, μια εκκένωση που έγινε γνωστή ως «η σφαγή της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν» αφού ήταν ιδιαίτερα αιματηρή. Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν ο νεαρός (;) που στήθηκε μπροστά στο τανκ, καθώς μετά το περιστατικό που δεν κράτησε και πολύ, αυτός εξαφανίστηκε από προσώπου γης εκμεταλλευόμενος την γενική αμηχανία που επικράτησε. Στα γύρω κτίρια βρισκόντουσαν τηλεοπτικά συνεργεία από όλο τον κόσμο, τα οποία αποθανάτισαν την σκηνή που έγινε διάσημη για τον συμβολισμό της. Την αντίδραση του ατόμου απέναντι στην εξουσία, στο αυταρχικό καθεστώς, την «κραυγή» τού: «δεν πάει άλλο» απέναντι στον απολυταρχισμό και την βία.
 
Αυτό το γεγονός δίνει την αφορμή στον Ισπανό συγγραφέα (και υπάλληλο του ΟΗΕ), Victor Sombra Maccaron (Salamanca, 1969), να γράψει ένα πολύ ιδιόμορφο και σαγηνευτικό πολιτικό θρίλερ που υπερβαίνει το είδος, με τίτλο «Η ΧΙΜΑΙΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ-ΤΑΝΚ» («La Quimera del Hombre Tanque») – (εκδ. Carnivora, μετάφρ. Ασπ. Καμπύλη, (ωραίος) πρόλογος Ν. Πρατσίνης, σελ. 264). Είναι ένα βιβλίο διαφορετικό, από την πληθώρα της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής, το οποίο διαρκώς σε εκπλήσσει με τις ανατροπές του και με το «απογειωμένο» του χιούμορ.

 
Ο συγγραφέας στην ιστορία του, που εκτυλίσσεται το 2014, δεν στέκεται καθόλου στην αναζήτηση του «ανθρώπου-τανκ», μας τον παραδίδει κατευθείαν στην πόρτα μας! Είναι ένας παχουλός κύριος, που τα τελευταία 25 χρόνια, διαμένει στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, εργαζόμενος ως επιστάτης σε μια πετρελαϊκή πλατφόρμα για πολλά χρόνια και πλέον ως διευθυντής σε ένα καμπαρέ! Τρέφει (με πολύ καμάρι) ένα Μεξικάνικου στυλ μουστάκι και φοράει διαρκώς μπότες και έχει ως σήμα κατατεθέν, ένα σομπρέρο που έχει κάνει ειδική παραγγελία από το Μεξικό. Κυκλοφορεί παριστάνοντας τον Κινεζομεξικάνο και βρίσκεται υπό την προστασία ενός ανθρώπου του καθεστώτος που διοικεί τη χώρα και είναι εκείνος που τον φυγάδευσε από την Κίνα το 1989 μαζί με την κοπέλα που επρόκειτο να γίνει γυναίκα του.
 
«…σκεφτόταν ότι η ακινησία ήταν που έκανε ανίκητο τον Άνθρωπο-Τανκ. Ο διαβάτης, καρφωμένος πάντα μπροστά στο αναθεματισμένο τανκ, ακίνητος μπροστά στις ατσάλινες ερπύστριες, φάνταζε τόσο εύθραυστος, ώστε μπορούσες σχεδόν ν’ ακούσεις τα κόκαλά του να συνθλίβονται, αλλά εκείνος έμενε ασάλευτος, ώσπου το τανκ άλλαζε πορεία πάλι και πάλι, ξανά και ξανά, μέχρι που άρχιζες ν’ αναρωτιέσαι ποιος ήταν, στην πραγματικότητα, ο πιο εύθραυστος. Με τέτοιο υλικό δεν είχε αποδειχτεί καθόλου δύσκολο να πλαστεί ένα έπος για την ελευθερία ενάντια στην τυραννία, για τον Δαβίδ ενάντια στον Γολιάθ, για το άτομο ενάντια στον Μεγάλο Αδελφό, ακόμα και για τον άνθρωπο ενάντια στη μηχανή, σαν μια Οδύσσεια του Διαστήματος γυρισμένη πάνω στο επίπεδο στερέωμα της ασφάλτου.»
 


Οι Κινεζικές αρχές για πρώτη φορά είναι σίγουρες, ότι έχουν ανακαλύψει τον άνθρωπο που αναστάτωσε μια ολόκληρη χώρα το 1989 καθιστώντας την σύμβολο της καταπίεσης και της ανελευθερίας. Δεν θέλουν όμως να τον σκοτώσουν – το αντίθετο. Επιθυμούν να διοργανώσουν μια ιστορική συνάντηση μεταξύ του «Ανθρώπου-Τανκ», να δείξουν για πρώτη φορά το πρόσωπό του και την ταυτότητά του, και του τότε Υπολοχαγού που ήταν επικεφαλής στο πρώτο τανκ της φάλαγγας και ο οποίος έχει μόλις συνταξιοδοτηθεί. Θέλουν στην επέτειο των 25 χρόνων από την εκκένωση της πλατείας Τιεν-Αν-Μεν, οι δύο άντρες να αγκαλιαστούν μπροστά σε μια κάμερα ενός κινητού τηλεφώνου που θα βιντεοσκοπεί το γεγονός ως ένδειξη ότι η Κίνα γυρίζει σελίδα, βάζοντας τέλος στη λογοκρισία χρόνων. Για τον σκοπό τους αυτό, οι Κινέζοι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες ενός έμπειρου πράκτορά τους, ο οποίος δρα στο εξωτερικό, του Ντάρι, ο οποίος βρίσκεται σε δυσμένεια από την υπηρεσία του και ψάχνει να βρει έναν τρόπο να απεμπλακεί από αυτό που κάνει με επιτυχία για χρόνια.
 
Η κατάσταση μπερδεύεται σύντομα, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες της Κίνας δεν είναι πολύ θερμές με την συνάντηση αυτή, και στέλνουν μια γοητευτική νεαρή και ικανότατη πράκτορα να προσέχει τον Ντάρι. Μπορεί όμως να ξαναγραφτεί η ιστορία; Και πόσο «ηθικό» είναι αυτό; Στο Μπακού η συνάντηση μεταξύ του Υπολοχαγού και του «Ανθρώπου-Τανκ» δεν εκτυλίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο και οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη σε μια ιστορία που όσο εξελίσσεται το μυθιστόρημα γίνεται όλο και καλύτερη, για να οδηγηθεί σε ένα θεαματικό και έξοχο φινάλε.
 
Μπορεί τυπικά να ακολουθεί τον ρυθμό και τις συνιστώσες ενός πολιτικού θρίλερ, το πυκνογραμμένο μυθιστόρημα όμως του ευφυέστατου Sombra, χρησιμοποιεί την μεταμφίεση του Κινεζομεξικάνου ήρωά του για να καλύψει τα πολλά επίπεδα που υπάρχουν κάτω από την τυπική επιφάνεια μιας αστυνομικοπολιτικής ιστορίας. Σαν το μουστάκι του «Βάτραχου» (αυτό είναι το ψευδώνυμο του «Ανθρώπου-Τανκ» στο πανεπιστήμιο του Πεκίνου), όλα χρησιμεύουν ως μια κάλυψη, μια μεταμφίεση για ανθρώπους που είναι στην πραγματικότητα, κάτι άλλο από αυτό που παρουσιάζονται. Ο Ντάρι είναι ένας Κομμουνιστής πράκτορας, ψυχρός εκτελεστής – είναι όμως έτσι; Ή είναι ένας κουρασμένος και απογοητευμένος άνθρωπος που παραπέμπει στους αρχετυπικούς ήρωες του Λε Καρέ ή των Αμερικάνικων νουάρ; Ποιος είναι ο «Βάτραχος» και είναι αυτός που όλοι (ή τουλάχιστον αυτοί που θυμούνται) νομίζουν ότι είναι; Πόσο ειλικρινής είναι η προσπάθεια των Κινέζων να διοργανώσουν ένα show αντάξιο των καλύτερων τηλεοπτικών στιγμών που θα τους δικαιώσει στα μάτια του πλανήτη; Γιατί ο Υπολοχαγός που βρισκόταν στο μοιραίο τανκ, δεν είναι τόσο σίγουρος για την συνάντηση; Τι κρύβεται πίσω από την διάσημη φωτογραφία που συγκλόνισε τον κόσμο το 1989 – χρονιά τεράστιων πολιτικοκοινωνικών αλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο;

 
Αν δεν είχε διαστήματα (σελίδες) ακατάσχετης φλυαρίας που στριφογυρίζει διαρκώς γύρω από το ίδιο θέμα, το βιβλίο θα ήταν εκπληκτικό! Τίποτα δεν επιλέγεται τυχαία στην πολυδιάστατη ιστορία που αφηγείται ο Sombra και αιωρείται διαρκώς η αίσθηση ότι τα φαινόμενα απατούν και όλα είναι σχετικά σε αυτή την ιστορία. Το Μπακού τόπος σύγχρονου πλουτισμού και ανεξέλεγκτης μαφίας, τα παιχνίδια με τους Τζιχαντιστές και η δεδομένη αφέλειά τους που οδηγεί την κατάσταση σε μακελειό, η Κίνα με τα μυστικά της που δύσκολα ξεκλειδώνονται, το κίνητρο του κέρδους και της εξουσίας που αποδεικνύονται ισχυρότερα απ’ όλα είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία αυτού του αφοπλιστικού μυθιστορήματος με το οποίο όχι μόνο μαθαίνεις πολλά για την Κίνα και την πολιτική της, θυμάσαι πράγματα που ίσως έχεις ξεχάσεις (ή δεν είχες παρατηρήσει) και το κυριότερο περνάς καλά – απαραίτητη προϋπόθεση για αναγνωστική απόλαυση.
 
Βαθμολογία 82 / 100