«Όλες οι ιστορίες είναι επινοημένες. Ακόμα και όσες
συνέβησαν.»
Ένα ζευγάρι μέσα σε ένα αυτοκίνητο, μια χειμωνιάτικη
ημέρα. Είναι δύο νεαροί άνθρωποι, ο Τζέικ και η φίλη του. Πηγαίνουν να
επισκεφτούν τους γονείς του Τζέικ, που ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία. Η
κοπέλα όμως από την αρχή του ταξιδιού, σκέφτεται μόνο ένα πράγμα: πως θα βάλει
ένα τέλος στη σχέση τους που δεν κρατάει περισσότερο από έξι εβδομάδες. Η
επίσκεψή τους στο αγρόκτημα, θα εξελιχθεί λίγο περίεργα, ενώ και το ταξίδι της
επιστροφής θα φέρει μια απρόσμενη ανατροπή στην ιστορία. Αυτό είναι το
περίγραμμα του εκπληκτικού μυθιστορήματος
«ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΝΑ ΒΑΛΩ ΕΝΑ ΤΕΛΟΣ» («I’m thinking of ending things») του Καναδού
συγγραφέα
Iain Reid
(1981,
Ontario), που
κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού από τις
εκδόσεις Πατάκη (μετάφρ.
Α.Καλοκύρης, σελ.253) και συζητιέται έντονα τον τελευταίο καιρό μετά την
προβολή της ομώνυμης ταινίας του
Charlie Kaufman από την
συνδρομητική πλατφόρμα του
Netflix.
Η ανώνυμη αφηγήτρια του μυθιστορήματος του
Iain Reid, ξεκινάει άνορεχτα το
ταξίδι με το αυτοκίνητο του Τζέικ για το σπίτι των δικών του. Είναι λίγες οι
εβδομάδες γνωριμίας τους, μια σχέση που ξεκίνησε με ευφυολογήματα και απόπειρες
εντυπωσιασμού από τη μεριά του Τζέικ, ενός πολύ ενδιαφέροντος τύπου που
θεωρείται διάνοια από τους γύρω του και εργάζεται σε ένα εργαστήριο και σύντομα
θα γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο. Για εκείνη λίγα πράγματα γνωρίζουμε, παρά
μόνο για την εμμονή της, να βάλει ένα τέλος στη σχέση τους. Μια σκέψη που την
απασχολεί συνεχώς εδώ και λίγες ημέρες, παρ’ όλα αυτά δέχτηκε – από ευγένεια -
να πάει αυτή την επίσκεψη στους γονείς του. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο που την
απασχολεί, εδώ και καιρό λαμβάνει ανώνυμα τηλεφωνήματα με μια φράση να
κυριαρχεί σε αυτά: «Υπάρχει μόνο ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί…». Το πιο
περίεργο όμως με αυτά τα τηλεφωνήματα που γίνονται κυρίως βράδυ, είναι ότι το
νούμερο που καλεί το κινητό της, είναι το δικό της νούμερο!
«Η ανάμνηση αλλάζει κάθε φορά που την ανακαλείς. Δεν
είναι απόλυτη. Συχνά, οι ιστορίες που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα έχουν
περισσότερα κοινά με τη μυθοπλασία παρά με την πραγματικότητα. Ανακαλούμε και
εξιστορούμε τόσο τις μυθοπλασίες όσο και τις αναμνήσεις. Και οι δύο αποτελούν
είδη ιστοριών. Από τις ιστορίες μαθαίνουμε. Από τις ιστορίες καταλαβαίνουμε ο
ένας τον άλλον. Όμως η πραγματικότητα συμβαίνει μόνο μία φορά.»
Η συζήτηση καθώς το αυτοκίνητο διασχίζει τους
χιονισμένους αγροτικούς δρόμους, περνώντας από ερημιές που φαντάζουν απόκοσμες,
με σπίτια και εργοστάσια παρατημένα, είναι φιλοσοφική και στοχαστικά αφηρημένη,
ενώ την πορεία του ζευγαριού, την διακόπτουν σελίδες σαν ιντερλούδια, με το
σκηνικό και τις λεπτομέρειες ενός άγριου φόνου ή αυτοκτονίας που έχει
διαπραχθεί και κάποιοι ηλικιωμένοι (μάλλον) συζητάνε για τις λεπτομέρειές του.
Η αφηγήτρια προσέχει λεπτομέρειες στη συμπεριφορά του
Τζέικ, παρασύρεται από τις δικές της σκέψεις, ο καιρός όσο προχωρούνε για τον
προορισμό τους χειροτερεύει, και μ’ αυτό τον τρόπο φτάνουν στο σπίτι των γονιών
του, όπου από την αρχή παρατηρούνται περίεργες συμπεριφορές από την πλευρά τους,
ενώ σε κάθε δωμάτιο ή στο υπόγειο του περίεργου και μεγάλου σπιτιού, δείχνει να
κρύβεται κάποια αποκάλυψη. Φωτογραφίες με κάποιο κορίτσι που της λένε ότι είναι
ο Τζέικ μικρός, αλλά μοιάζει με την ίδια όταν ήταν νεότερη, η μύτη της να
ανοίγει συνέχεια, παλιομοδίτικη ατμόσφαιρα στην διακόσμηση λες και μεταφέρθηκαν
κάπου στο παρελθόν, κουβέντες χωρίς σκοπό και κάτι το περίεργο να πλανάται στον
αέρα κατά τη διάρκεια του γεύματος, ενώ η αφηγήτρια ακούει άθελα της, πίσω από τους
τοίχους, μια συνομιλία μεταξύ των γονιών του Τζέικ, που αποκαλύπτει ότι εκείνος
παραιτήθηκε από τη δουλειά του στο εργαστήριο, κάτι που εκείνη αγνοούσε.
Στην επιστροφή, τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα πιο
αμήχανα μεταξύ του ζευγαριού, που αφού σταματάνε σε ένα μαγαζί μιας αλυσίδας
γαλακτοκομικών προϊόντων στο δρόμο – παρότι εκείνη δεν τρώει γαλακτοκομικά, και
η κουβέντα μιας εκ των υπαλλήλων που την εξυπηρετεί, της παγώνει το αίμα -,
συνεχίζουν το δρόμο τους και ο Τζέικ αποφασίζει να κάνει μια παράκαμψη για
άσχετο λόγο και βρίσκονται στο πάρκινγκ ενός έρημου σχολείου. Τότε είναι, που ο
εφιάλτης παίρνει σάρκα και οστά και η αφηγήτρια διαπιστώνει ότι βρίσκεται μέσα
του, χωρίς δυνατότητα διαφυγής.
«…Τα μικροπράγματα είναι εκείνα που μας ενώνουν.
Δημιουργούν την αίσθηση ότι είναι το παν. Πολλά εξαρτώνται από αυτά. Δεν
διαφέρουν και τόσο από τη θρησκεία και τον Θεό. Πιστεύουμε σε συγκεκριμένες
δομές, που μας βοηθούν να κατανοούμε, αλλά λειτουργούν παρηγορητικά. Η σκέψη
ότι είναι προτιμότερο να περνάμε τη ζωή μας με έναν άνθρωπο δεν αποτελεί μια
έμφυτη αλήθεια της ύπαρξης. Πρόκειται για πεποίθηση που θέλουμε να αληθεύει.
Η στέρηση της μοναξιάς, της ανεξαρτησίας, αποτελεί πολύ
μεγαλύτερη θυσία απ’ όσο συνειδητοποιούμε. Το να μοιραζόμαστε μια κατοικία, μια
ζωή, είναι σίγουρα δυσκολότερο απ’ το να είμαστε μόνοι. Στην πραγματικότητα, η
σταθερή σχέση μοιάζει κυριολεκτικά αδύνατη, έτσι δεν είναι; Να βρεις έναν άλλον
άνθρωπο για να περάσεις μαζί του όλη σου τη ζωή; Να γερνάτε μαζί και να
αλλάζετε μαζί; Να τον βλέπεις καθημερινά και να ανταποκρίνεσαι στις διαθέσεις
και τις ανάγκες του;»
Το βιβλίο του Ριντ, που ξεκινάει σαν «μυθιστόρημα-δρόμου»
με φιλοσοφικές προεκτάσεις, εξελίσσεται από τη μέση και μετά, σε ψυχολογικό
θρίλερ, που γιγαντώνεται προς το τέλος με ένα φινάλε που αφήνει τον αναγνώστη
με ανοιχτό στόμα, ωθώντας τον να ξαναδιαβάσει τις τελευταίες 30-40 σελίδες για
να κατανοήσει τι ακριβώς έχει γίνει – έτσι κι αλλιώς είναι όλα ανοιχτά σε
ερμηνείες, οπότε ασφαλή συμπεράσματα δεν μπορούν να βγουν.
Θα μπορούσε να είναι ένα «
dream within a dream», αν το πάρουμε ως μια
προέκταση των ιστοριών του
Ε.Α.Πόε, καθώς η αφηγήτρια αρχίζει να χάνει την
ταυτότητά της όσο εξελίσσεται το βιβλίο, και ο αναγνώστης αρχίζει να νιώθει
ρεύματα ψυχρού αέρα να τον ανατριχιάζουν με το γύρισμα της κάθε σελίδας. Παιδικές
φοβίες που αποκτούν οντότητα – έρημα σπίτια μες στην παγωμένη νύχτα, τηλέφωνα
να χτυπάνε σε άδεια δωμάτια, κουβέντες του αέρα που μπορεί να σημαίνουν κάτι
φρικιαστικό και μυστηριώδες που κρύβεται στο παρελθόν, συμπεριφορές παράξενες,
η μονότονη φωνή του Τζέικ να αφηγείται και να σχολιάζει τα πιο αντιφατικά
μεταξύ τους πράγματα, ένα τραγούδι κάντρι – αγαπημένο των παιδικών χρόνων του Τζέικ
– να παίζει σε όποιο σταθμό και να βάλουν στο ράδιο, το χιονισμένο και έρημο
τοπίο του Οντάριο – όλα αυτά δημιουργούν μια ψυχολογική πίεση στον αναγνώστη
και έντονα κλειστοφοβικά συναισθήματα από τα οποία δύσκολα μπορεί να βγει.
«Δεν μπορούμε να ξέρουμε και δεν ξέρουμε τι σκέφτονται οι
άλλοι. Δεν μπορούμε να ξέρουμε και δεν ξέρουμε τα κίνητρα των άλλων για τις
ενέργειές τους. Ποτέ. Όχι ακριβώς. Αυτή ήταν η τρομακτική, νεανική επιφοίτησή
μου. Ουσιαστικά δε γνωρίζουμε ποτέ πραγματικά κάποιον άλλον. Εγώ πάντως όχι.
Ούτε κι εσείς.
Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι οι σχέσεις δημιουργούνται
και διαρκούν ενώ δεν γνωρίζεις ποτέ απόλυτα τον άλλον. Ενώ δεν είσαι ποτέ
σίγουρος ποιος είναι ο άλλος. Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πρέπει να
ενεργούμε με συγκεκριμένους τρόπους. Πρέπει να λέμε συγκεκριμένα πράγματα.
Όμως μπορούμε να σκεφτόμαστε ό,τι θέλουμε.
Ο καθένας μπορεί να σκέφτεται το οτιδήποτε. Οι σκέψεις
είναι η μόνη πραγματικότητα. Αλήθεια. Τώρα πια είμαι σίγουρη. Δεν μπορείς να
πλαστογραφήσεις ή να προσποιηθείς μια σκέψη. Αυτή η απλή συνειδητοποίηση με
συνοδεύει διαρκώς. Με απασχολούσε για πολλά χρόνια. Και εξακολουθεί.
«Είσαι καλή ή κακιά;»
Εκείνο που με τρομάζει περισσότερο πια είναι ότι δεν ξέρω
την απάντηση.»
Λίγα λόγια για την ταινία
«I’m thinking of ending things», η οποία βασίστηκε
στο ομώνυμο βιβλίο. Θεωρώ ότι ο
David Lynch
θα ήταν ο ιδανικότερος σκηνοθέτης για να μεταφέρει το βιβλίο στην οθόνη, καθώς
η ατμόσφαιρά του, είναι ίδια με αυτή των ταινιών του σπουδαίου σκηνοθέτη με το
weird feeling να επικρατεί καθ’ όλη
τη διάρκεια της ανάγνωσης. Ο
Charlie Kaufman,
ένας πρωτότυπος και με ισχυρή ιδιοσυγκρασία και όραμα σκηνοθέτης, δεν στάθηκε
τόσο πολύ στην ουσία του μυθιστορήματος, απλά το χρησιμοποίησε ως καμβά, ως
αφορμή για να οικοδομήσει ένα διαφορετικό έργο που ενσαρκώνει απόλυτα το «
based on…» που μπαίνει στις κινηματογραφικές
αναφορές. Η ταινία, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη, έχει ελάχιστη σχέση
με το βιβλίο, παρά μόνο στο αρχικό της στάδιο – δηλαδή στο ταξίδι με το
αυτοκίνητο προς το αγρόκτημα. Κάποιες παρεμβάσεις του Κάουφμαν, τις βρίσκω
δημιουργικές (οι γονείς να αλλάζουν ηλικίες κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, οι
ματιές που ρίχνει η πρωταγωνίστρια που αλλάζει διαρκώς ονόματα στο έργο στον
Τζέικ κατά τη διάρκεια της οδήγησης, το μαγαζί που πουλάει γαλακτοκομικά
προϊόντα στη μέση του πουθενά όπου οι υπάλληλοι είναι όλες παλιές φίλες του
Τζέικ, ένα υπέροχο ποίημα που οικειοποιείται ως δικό της η πρωταγωνίστρια, το σκηνικό του έρημου σχολείου, ο ρόλος του επιστάτη και άλλα), κάποιες
εντελώς ανούσιες όσον αφορά την ιστορία, αλλά ευχάριστες κινηματογραφικά (οι
συνεχείς αναφορές στο μιούζικαλ «
Οκλαχόμα», ο μονόλογος (7 λεπτών)για την
ταινία «
Μια γυναίκα εξομολογείται» του
Τζ. Κασαβέτη, όπου η πρωταγωνίστρια
μιμείται την φωνή της κριτικού
Pauline Kael).
Πιστεύω ότι καλύτερα να δει πρώτα κάποιος την ταινία και μετά πρέπει να
διαβάσει το βιβλίο, παρότι θα χάσει το σασπένς (ή ίσως θα μπερδευτεί ακόμα
περισσότερο, δεν ξέρω). Τα συναισθήματά μου για την ταινία είναι ανάμικτα – όπως
είναι άλλωστε για τις περισσότερες ταινίες του πολύ ενδιαφέροντος σκηνοθέτη, τις
βρίσκω επιτηδευμένα δυσνόητες, ενώ το βιβλίο πραγματικά το αγάπησα.
Επανέρχομαι στο μυθιστόρημα του
Ριντ, που είναι μια
πραγματικά έξοχο και εντυπωσιακό σε ένα είδος που ταλαιπωρείται από ευκολίες
και φθηνά τρικ. Ο αναγνώστης δύσκολα θα αντισταθεί στον πειρασμό να το
ξαναπιάσει από την αρχή, αφού το ολοκληρώσει – έτσι κι αλλιώς, μέσα σε 2-3
ώρες, το έχεις διαβάσει αφού από την αγωνία, από ένα σημείο και μετά, δεν
θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Με μαεστρική αφήγηση και κινηματογραφικό
ρυθμό, με διαλόγους που κεντάνε και χαρακτήρες ολοζώντανους και μοναδικούς
είναι ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ που σε απασχολεί για εβδομάδες, και το
οποίο αποτελεί ύψιστη λογοτεχνική απόλαυση.
Βαθμολογία 85 / 100