Name: Librofilo (Books'aficionado) From: Athens, Greece About me: Αυτό το ιστολόγιο, υπάρχει από τον Μάιο του 2006 και ασχολείται κυρίως με κριτικές βιβλίων (ως επί το πλείστον λογοτεχνίας αλλά και μερικά δοκίμια ή πολιτικά και ιστορικά κείμενα). Τα τελευταία χρόνια αποφάσισα να μην ασχολούμαι με βιβλία που διάβασα για τα οποία δεν έχω τίποτα να πω (άσχετα με την αξία τους) ή με βιβλία τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου (και πιστέψτε με είναι αρκετά). Ο σκοπός του blog αυτού δεν είναι να αναπαράγει δελτία τύπου αλλά να γίνεται κατανοητό το βιβλίο που παρουσιάζεται και ο αρθρογράφος να καταφέρει να δώσει στον αναγνώστη του, μια (όσο γίνεται περισσότερο) πληρέστερη εικόνα της ιστορίας και της τεχνικής του συγγραφέα. Πάνω απ' όλα βέβαια αυτό που χαρακτηρίζει αυτό το blog είναι η απεριόριστη αγάπη για το καλό μυθιστόρημα, την καλή λογοτεχνία (χωρίς εισαγωγικά) και γι' αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει όσο εκδίδεται τέτοια.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 14, 2020 | Permalink
"Η Χορτοφάγος"
«Η
ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ» («채식주의자»), το βραβευμένο (ManBookerinternational, 2016) μυθιστόρημα
της Νοτιοκορεάτισας HanKang (1970, ΓκουάνγκΤζου) – (εκδ.
Καστανιώτη, μετάφρ. από Κορεατικά Αμ. Τζιώτη, σελ.195), είναι ένα βιβλίο που
έχει ήδη διαγράψει στους λίγους μήνες κυκλοφορίας του στα ελληνικά, μια αξιοπρόσεκτη
εμπορική πορεία, ενώ συζητήθηκε έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού στη
χώρα μας, καθώς προκάλεσε με τη θεματική του, αντικρουόμενα συναισθήματα και
απόψεις. Είναι δύσκολο να προβλέψεις ποιο βιβλίο θα δημιουργήσει αίσθηση σε μια
περίεργη αγορά όπως η ελληνική και η «Χορτοφάγος» είναι ένα ισχυρό παράδειγμα,
ενός βιβλίου (ευκολοδιάβαστου μεν, που δημιουργεί όμως δυσφορία στον αναγνώστη
του), που παρά την ιδιάζουσα θεματική του «άγγιξε» τον μέσο Έλληνα αναγνώστη.
«Η
Χορτοφάγος», είναι ένα μυθιστόρημα που περιέχει τρεις αυτόνομες ιστορίες γύρω
από το ίδιο θέμα, και το οποίο κυκλοφόρησε στην Νότια Κορέα το 2007 αρχικά σε
μορφή τριών ξεχωριστών νουβελών. Η ηρωίδα είναι βέβαια κοινή και στις τρεις
ιστορίες και παρότι αυτές διατηρούν την αυτονομία τους, δημιουργούν ένα ενιαίο
σύνολο, το οποίο μάλιστα γίνεται περισσότερο κατανοητό και είναι ιδιαίτερα
συμπαγές – παρά την «χαλαρότητα» που προϋποθέτουν οι τρεις ξεχωριστές ιστορίες
– με την μορφή του μυθιστορήματος.
«Πριν
η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο
ξεχωριστό. Για να είμαι ειλικρινής, όταν την πρωτοσυνάντησα, δεν μου τράβηξε
καν την προσοχή. Μέτριο ανάστημα, τα μαλλιά της ούτε μακριά ούτε κοντά, το
δέρμα της τραχύ, ωχρό, πεσμένα βλέφαρα, διογκωμένα ζυγωματικά, άχρωμα ρούχα,
τίποτα που να φανερώνει κάτι από την προσωπικότητά της. Φορώντας ένα ζευγάρι
απλές μαύρες γόβες, πλησίασε στο τραπέζι όπου περίμενα. Το βάδισμά της δεν ήταν
ούτε γρήγορο, ούτε αργό, ούτε δυναμικό αλλά ούτε και νωθρό. Το
γεγονός ότι την παντρεύτηκα οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρχε κάποια
ιδιαίτερη γοητεία πάνω της, ούτε και κάποιο συγκεκριμένο μειονέκτημα. Ο βολικός
χαρακτήρας της, στον οποίο δεν υπήρχε ίχνος λάμψης, εξυπνάδας ή έστω κάποια
εκλεπτυσμένη πτυχή, με έκανε να αισθάνομαι άνετα.» Η
ΓιόνγκΧιε είναι το κεντρικό πρόσωπο και των τριών ιστοριών που απαρτίζουν την
«Χορτοφάγο». Στην
πρώτη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο («Η χορτοφάγος»), η αφήγηση
γίνεται από την μεριά του συζύγου της ηρωίδας, ο οποίος ζει μια συμβατική και
ήρεμη ζωή μαζί της μέχρι το μοιραίο πρωινό. Η ΓιόνγκΧιε μια μέρα ξυπνώντας και
μετά από ένα όνειρο που έχει δει, αποφασίζει να σταματήσει να τρώει κρέας. Στην
αρχή ο σύζυγός της, το δέχεται σαν ένα καπρίτσιο αλλά στην πορεία, τα πράγματα
σοβαρεύουν, καθώς όχι μόνο το καθημερινό διατροφολόγιο του ζευγαριού αλλάζει
αλλά και εκείνος που είναι στέλεχος σε μια εταιρεία έρχεται σε δύσκολη θέση
κατά την διάρκεια ενός εταιρικού δείπνου. Το να είσαι χορτοφάγος σε μια
κοινωνία που έχει ως βάση στην καθημερινή της διατροφή το κρέας, είναι κάτι
περίεργο, αλλά η επιμονή της ΓιόνγκΧιε και η γενικότερη αλλαγή στη συμπεριφορά της,
όπως και η παθητική της αντίσταση σε ότι της λένε, είναι που προκαλούν εντύπωση.
Η κατάσταση θα πάρει δραματικές προεκτάσεις, όταν σε ένα οικογενειακό δείπνο, ο
πατέρας της ΓιόνγκΧιε – ένας βίαιος άνθρωπος που υπηρέτησε στο Βιετνάμ – την
υποχρεώνει δια της βίας να φάει κρέας και την χαστουκίζει. Εκείνη θα πάρει ένα
μαχαίρι και θα κόψει τις φλέβες της, με την πανικόβλητη οικογένεια να την
τρέχει στο νοσοκομείο. Η
δεύτερη ιστορία (και ίσως το καλύτερο κομμάτι του βιβλίου), έχει ως τίτλο «Η
μογγολική κηλίδα» και σε αυτήν, ο κουνιάδος της ΓεόνγκΧιε που είναι (ένας όχι
τόσο επιτυχημένος) καλλιτέχνης που ζωγραφίζει ή φτιάχνει καλλιτεχνικά βίντεο,
μαθαίνει πως η κουνιάδα του, έχει εκ γενετής μια κηλίδα στα οπίσθιά της και
επιθυμεί καθώς το θέμα της κηλίδας του γίνεται εμμονή, να φτιάξει ένα σεξουαλικό
περφόρμανς με την κουνιάδα του και έναν παρτενέρ. Η ΓεόνγκΧιε έχει χωρίσει από
τον άντρα της και δέχεται να ποζάρει γυμνή στο στούντιο του συζύγου της αδερφής
της, χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνος ήδη την φαντασιώνεται σε διάφορες στάσεις. Η
ιστορία θα πάρει διαστάσεις καθώς η φαντασίωση θα πάρει σάρκα και οστά,
οδηγώντας την αδερφή της ΓεόνγκΧιε σε καταγγελία, και τον εγκλεισμό της
χορτοφάγου γυναίκας σε ψυχιατρικό ίδρυμα Στην
τρίτη ιστορία με τίτλο «Δέντρα στις φλόγες», που εκτυλίσσεται τρία χρόνια
αργότερα, η ΊνΧιε, η αδερφή της ΓεόνγκΧιε, την επισκέπτεται τακτικά στην
κλινική που νοσηλεύεται. Είναι το μόνο μέλος της οικογένειας που διατηρεί επαφή
με την ΓεόνγκΧιε μετά την ψυχολογική και σωματική της κατάρρευση ▪ η χορτοφάγος
γυναίκα πλέον προσπαθεί να μετατραπεί σε φυτό και σε δέντρο. Έχει κάνει
απόπειρες διαφυγής από το νοσοκομείο, οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά και η
ΊνΧιε (που έχει πάρει διαζύγιο από τον καλλιτέχνη σύζυγό της μετά τα γεγονότα
με το περφόρμανς που είχε στήσει με πρωταγωνίστρια την αδερφή της), προσπαθεί
να κατανοήσει και να φροντίσει χωρίς επιτυχία την αδερφή της που έχει
διανοητικά πλέον φύγει μακριά από αυτόν τον κόσμο. «Πότε
ξεκίνησε όλο αυτό; Αναρωτιέται καμιά φορά σε τέτοιες στιγμές. Πότε άρχισαν όλα
να γκρεμίζονται; Η
παράδοξη συμπεριφορά της ΓιόνγκΧιε είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή πριν τρία
περίπου χρόνια, όταν ξαφνικά αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Υπάρχουν πολλοί
χορτοφάγοι αυτόν τον καιρό, αλλά η περίπτωση της ΓιόνγκΧιε ήταν ιδιαίτερη γιατί
το κίνητρό της δεν ήταν ξεκάθαρο. Έχασε τόσο πολύ βάρος, που ήταν σοκαριστικό
να τη βλέπει κανείς, κι επίσης σταμάτησε να κοιμάται. Ναι, ήταν πάντα
λιγομίλητη, αλλά εκείνον τον καιρό μιλούσε τόσο λίγο, που κάθε είδους
επικοινωνία μαζί της ήταν αδύνατη. Όλη η οικογένεια ανησυχούσε,
συμπεριλαμβανομένου και του συζύγου της. Όλα αυτά είχαν συμβεί λίγο καιρό
αφότου η ΊνΧιε και ο άντρας της είχαν μετακομίσει με τον ΤζίΟυ στο καινούργιο
διαμέρισμα. Στη γιορτή για τα καλορίζικα, όταν είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη η
οικογένεια, ο πατέρας τους χτύπησε την ΓιόνγκΧιε στο πρόσωπο, της κράτησε το
στόμα ανοιχτό και με τη βία την τάισε ένα κομμάτι κρέας. Το σώμα της ΊνΧιε
τινάχτηκε απότομα, σαν να είχε χτυπήσει την ίδια. Στεκόταν και κοίταζε, άκαμπτη
σαν βέργα, ενώ η ΓιόνγκΧιε, έφτυσε το κρέας, μετά άρπαξε το μαχαίρι του φρούτου
και έκοψε τις φλέβες της.» Η
φωνή της ΓεόνγκΧιε δεν «ακούγεται» καθόλου στο βιβλίο. Είναι μια γυναίκα που
μιλούν άλλοι γι’ αυτήν, παρ’ όλα αυτά, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης,
είναι ότι βρίσκεται διαρκώς στο κάδρο, σε πρώτο πλάνο όπως θα λέγαμε εάν το
βιβλίο ήταν σενάριο ταινίας παραλλάσσοντας ίσως τον τίτλο της ταινίας του
Γκοντάρ «Δυο, τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν»! Η
ΓεόνγκΧιε υφίσταται την βία, την σεξουαλική εκμετάλλευση, την πατρική και
συζυγική κυριαρχία, την καχυποψία, τα στερεότυπα, τους κανόνες μιας (ξεκάθαρα)
πατριαρχικής κοινωνίας, που αρνείται να δει το διαφορετικό και να το αποδεχτεί.
Είναι μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε ρόλους, της υπάκουης και ταπεινής συζύγου που
δεν έχει ζωή, παρά μόνο για να περιποιηθεί τον άντρα της, ο οποίος την διάλεξε
ακριβώς γι’ αυτό, και αμήχανος παρακολουθεί την μετάλλαξή της, στον ρόλο της
καλής κόρης που υπακούει στις προσταγές του πατέρα της, στον ρόλο της γυναίκας
– αντικείμενο που πρέπει – ως single πλέον χωρίς
σύζυγο, άρα «εύκολα διαχειρίσιμη», να υποταχθεί στον κουνιάδο της για χάρη των
σεξουαλικών του ονειρώξεων καλυμμένων με την μορφή της καλλιτεχνικής
πρωτοπορίας, στον ρόλο της ως ασθενής με ψυχική διαταραχή που αρνείται να
υπακούσει στις κατεστημένες μεθόδους. Το
ήρεμο και χαμηλότονο – σχεδόν υπνωτιστικό – ύφος της Χαν Κανγκ, εισάγει τον
αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα αλλόκοτη με υπερρεαλιστικές σκηνές, κάποιες φορές
εφιαλτικές που επιτείνουν την απόγνωση και την δυσφορία που αισθάνεσαι
διατρέχοντας τις σελίδες του βιβλίου. Οι αλλαγές του ρυθμού στις τρεις ιστορίες
και του αφηγηματικού ύφους, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή που συνοδεύει την
ηρωίδα στη διαδρομή της, εντυπωσιάζουν καθώς ακολουθούν την μετάλλαξη της
ΓεόνγκΧιε από υπάκουη και άχρωμη νοικοκυρά σε σκληροπυρηνική χορτοφάγο στην
προσπάθειά της να φτάσει στο απόλυτο όριο – του να επιβιώσει όπως τα φυτά. Η
εθελούσια πορεία της ΓεόνγκΧιε προς την πτώση σε συνδυασμό με την διάχυτη
ατμόσφαιρας απόγνωσης και θλίψης, μετά τις δύο πρώτες αυτόνομες ιστορίες,
οδηγούν τον αναγνώστη στην αφόρητη δυσφορία που τον καταλαμβάνει στην τρίτη
ιστορία, όταν επιτέλους ένας άνθρωπος (η αδερφή της ΓεόνγκΧιε) δείχνει να
αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος και να συναισθάνεται μαζί με την
ηρωίδα. Το
βιβλίο της Χαν Κανγκ αποτελεί επίσης και ένα εύστοχο σχόλιο της κοινωνίας της
Νότιας Κορέας, μιας ταχύτατα αναπτυσσόμενης και δυτικοποιούμενης χώρας, με
ισχυρή κουλτούρα και καλλιτέχνες που γνωρίζουν μεγάλη δημοτικότητα, από την
νεανική μουσική σκηνή, στον κινηματογράφο (εδώ και αρκετά χρόνια) έως στην
λογοτεχνία. Ιδιαίτερα βίαιο με μια βία υποδόρια και διαπεραστική, είναι ένα
μυθιστόρημα που μιλάει για την αποξένωση και την οικογενειοκρατία, την
καταπίεση και την εξουσία κάθε είδους, την εκμετάλλευση και τις επιφανειακές
σχέσεις, την διαφορετικότητα και την σεξουαλική επιθυμία, γραμμένο με πολύ
στυλ, που κάπου θυμίζει τις ιστορίες της εξαίρετης Γυόκο Ογκάουα. Μπορεί
να μην είναι το είδος της λογοτεχνίας που αγαπάω να διαβάζω, αλλά ομολογώ ότι
«Η Χορτοφάγος», είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και επιδραστικά βιβλία της χρονιάς.
Το ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα της Χαν Κανγκ σε ξεβολεύει και σε κρατάει αγκυλωμένο
μέσα του, σαν να τυλίγεσαι γύρω από τον αφηγηματικό ρυθμό του. Και θεωρώ ότι
αυτό είναι το μεγαλύτερο προσόν του. Βαθμολογία
83 / 100
Δημοσίευση σχολίου